Υπό την βασιλικήν δρυν

Από Βικιθήκη
Υπό την βασιλικήν δρυν
Συγγραφέας:
Περιοδ. « Παναθήναια », 1901


Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου...

Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς καὶ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.

ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. ᾽Εφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὗς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνοι, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθην...». Μ’ ἔθελγε, μ’ ἐκάλει ἐγγύς της. ᾽Επόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω, νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμὸν της, ὅστις θὰ ἦτο ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν’ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἀδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν’ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της ν’ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλώνους, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας. Καὶ ἄν δὲν μ’ ἐδέχετο καὶ ἄν μ’ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμα της καὶ μ’ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἔπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαβὶδ θεολήπτου.


Ἐπόθουν, ἀλλ’ ἡ συνοδεία τῶν οἰκείων μου, μεθ’ ὧν ἐτέλουν τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ἀνὰ τὰ ὄρη, δὲν θὰ ἤθελε νὰ μοὶ τὸ ἐπιτρέψῃ. Καὶ μίαν χρονιάν, ἦτο κατὰ τὰς ορτὰς τοῦ σωτηρίου ἔτους 18..., καθὼς εἴχομεν διέλθει πλησίον τοῦ δένδρου, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μέγα Μανδρί· ἦτο δὲ τὸ Μέγα Μανδρὶ μικρὸς συνοικισμός, θερινὸν σκήνωμα τῶν βοσκῶν τοῦ τόπου. Ἐκατοίκουν ἐκεῖ ἑπτὰ ἤ ὀκτὼ οἰκογένειαι ἀγροτῶν. Δύο ἐκ τῶν οἰκογενειῶν τούτων συνεδέοντο πρὸς τοὺς γονεῖς μου διὰ δεσμῶν βαπτίσματος, κολιγοσύνης κτλ. καὶ ὅλοι ἦσαν φίλοι καὶ συμπατριῶται μας.

Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγ. Γεωργίου ἤ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου ἤ τῆς Ἀναλήψεως. ᾽Επὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγ. ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα.

Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις˙ δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἀμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. ῎Επληττε τὰς πραείας ἠχοῦς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαὶ ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.

Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγικὴ τῆς δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακρὰν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτο ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερον τῆς θέσεως, ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν, καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενικὴ τοῦ βουνοῦ.

Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἤ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας -καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἤ ἀπεμακρυνόμην ἀπ’ αὐτῆς,- τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δἑνδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος, ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη.


Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρύν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν... Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας καὶ εἶχε κρουσθῆ τρελὰ ἀπὸ παιδικὰς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων... εἶτα, πρὶν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.

Διὰ πλαγίου κρυφοῦ δρομίσκου, τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. ᾽Επίστευα, ὅτι ἐγνώριζον καλὰ τὸν δρόμον.

ᾞτο ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερὴς κι ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον, διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν’ ἀσπασθῶ τὴν ἀγαπημένην μου καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος, ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο καὶ δὲν θὰ εἶχον ν’ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.

Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολίγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὁψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινάς καθ’ ὁδόν. Πλὴν παρ’ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, συνοδείᾳ γυναικῶν καὶ παιδίων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως, διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.

Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ καὶ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἄν μὲ συνήντων μεμονωμένον μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο καὶ ἄν δὲν μ’ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ’ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδί.


Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον κι ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἕν σταυροδρόμιον, ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ’ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοῦ ἔνευε μακρόθεν καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.

Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἰμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας... Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.

Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ’ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον, ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλώνους της τοὺς κραταιοὺς καὶ ἀνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. ῾Εκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλώνους της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια... Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου.


Ἤμουν ἀποσταμένος καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. ῾Ο ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ’ ἐβαυκάλισε καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας ὡς εἰς περίεργον παιδίον.

Μοῦ ἐφάνη, ὅτι τὸ δένδρον -ἔσῳζον καθ’ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου- μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα μετ’ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν καὶ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο˙ ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη, ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ’ ἧς ἐγὼ ἐκείμην˙ καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ’ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.

Τὸ πόρισμά μου τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθὲν καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο. «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη˙ καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν εἶναι γυναῖκες!»

῞Οταν μετ’ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ, τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Κατ’ ἀρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά...»

Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα. Ἡ κόρη -ἡ δρῦς- εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγε:

-Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν..., διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ’ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον....


Ἐξύπνησα ἔντρομος κι ἔφυγον... Ἦτο ἤδη μεσημβρία καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει. ῎Εκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος... Ἀπὸ τὸν ἀντικρυνὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλῇ ἐξ ὀνόματος.

Ἦτο εἷς μικρὸς βοσκὸς μὲ τὴν κάπαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὡδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν, ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος καὶ νὰ τρέξω νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω...

Δὲν ἐννόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργὸτερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας, ὅτι ἡ Ἁμαδρυὰς συναποθνῄσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη...

Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου κι ἐπεσκέφθην τὰ χωρία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον, ἔνθα ἦτο ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.

Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας, τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.

῞Οταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ « Μεγάλο Δένδρο », τὸ ὁποῖον ἦτο ἕναν καιρὸ ἐκεῖ, μοῦ ἀπήντησεν:

- Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργέντης τὸ ἔκοψε... μὰ κι ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του˙ ὅλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα. Σὰν τόκοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε προκοπή. Ἀρρώστησε καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε... Τὸ Μεγάλο Δένδρο ἦταν στοιχειωμένο.