Σελίδα:Μελέτη 1 (1912).djvu/22

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
20
Η ΜΕΛΕΤΗ

πετείας ἀφῃρημένων. Καὶ ἐπειδὴ τὸ φυσικὸν αὐτὸ ἐλάττωμα εἶνε παλαιὸν ὅσον καὶ τὸ ἀνθρώπινον γένος, πᾶσαι αἱ διηγήσεις ἐπὶ γενεὰς γενεῶν συνανεφύρησαν, ἐτροποποιήθησαν δι’ ἀλλεπαλλήλων ἐκδόσεων, συντελούσης καὶ τῆς ἐπινοίας τῶν εὐφαντάστων, καὶ ἔλαβον μορφὴν θρύλων καὶ μυθευμάτων, ἐξ ὧν ἀπετελέσθη τὸ ἀτελεύτητον συναξάριον τῶν ἀφῃρημένων. Τὶς δὲν γνωρίζει, λόγου χάριν, τὸ ἀνέκδοτον τοῦ ἀφῃρημένου, ὅστις θέλων νὰ βράσῃ ἔν αὐγὸν ἐπὶ ὡρισμένα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἐξήγαγε τὸ ὡρολόγιόν του καὶ εἰς μὲν τὴν χύτραν ἔρριψε τὸ ὡρολόγιον καὶ τὸ ἀφῆκε νὰ βράζῃ, εἰς δὲ τὴν χεῖρα ἐκράτει τὸ αὐγὸν καὶ ἐπερίμενε; Τὶς δὲν ἤκουσε τὸ λεγόμενον περὶ τοῦ ἀφῃρημένου ἰατροῦ, ὅστις ἐπιστρέψας εἰς τὴν κατοικίαν του καὶ ἰδὼν τὴν ἐπὶ τῆς θύρας ἐπιγραφὴν τὴν λέγουσαν ὅτι ὁ ἰατρὸς δέχεται ἀπὸ τῆς δεῖνος μέχρι τῆς δεῖνος ὥρας, λησμονῶν δὲ ὅτι ὁ δεχόμενος ἦτο αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἀνέμενε παρὰ τὴν εἴσοδον ἔως νὰ ἔλθῃ ἡ ὡρισμένη ὥρα διὰ νὰ ἔμβῃ μέσα; Ἢ τὸ φοβερὸν πάθημα τοῦ ἀφῃρημένου κυρίου, ὅστις κατά τινα χοροεσπερίδα, ἀναγκασθεὶς ν’ ἀποσυρθῇ πρὸς στιγμὴν εἰς ἀπόκρυφον τοῦ οἴκου μέρους, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν κρατῶν ὑπὸ τὴν μασχάλην ὄχι τὸ κλὰκ τὸ ὁποῖον ἔφερε πρὸ ὀλίγου, ἀλλ’ ἔν ἀχρεῖον καὶ δυσὡνυμον σκέπασμα; Ἓν ἀπὸ τὰ τερατωδέστερα δὲ ἐξ ὅσων ἀνέγνωσα ἦτο καὶ τοῦτο, ὅτι συνηθίζων κάποιος νὰ καπνίζῃ πρὸ τοῦ ὕπνου καὶ ρίπτων ὕστερον τὸ σιγάρον του ἀπὸ τὸ παράθυρον, νὰ κατακλίνεται, ἑσπέραν τινὰ ἀφῃρημένος ἔρριψε τὸ σιγάρον του εἰς τὴν κλίνην καὶ αὐτὸς ἐρρίφθη κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρον. Οἱ διηγούμενοι αὐτὰς τὰς ἱστορίας τὰς ἀποδίδουν εἰς ὡρισμένα πρόσωπα καὶ τὰς ἀνάγουν εἰς ὡρισμένους καιροὺς καὶ περιστάσεις, ὅπως δὲ συμβαίνει συνηθέστατα εἰς τοὺς ἀδεσπότους θρύλους, ἔτυχε πολλάκις ν’ ἀκούσω τὸ αὐτὸ ἀνέκδοτον ἀναφερόμενον εἰς πρόσωπα διαφορετικά. Ἴσως πάντα ταῦτα δὲν συνέβησαν, ἢ παρίστανται ἐπὶ τὸ ὑπερβολικώτερον, εἶναι δὲ ἐπινοήματα προσαρμοζόμενα εἰς τὸν γενικὸν καὶ φανταστικὸν τύπον τοῦ ἀφῃρημένου, ἦτο ὅμως δυνατὸν νὰ συμβοῦν, δεδομένου τοῦ μεγάλου βαθμοῦ τῆς ἐντάσεως, εἰς τὸν ὁποῖον φθάνει ἐνίοτε ἡ τοιαύτη παροδικὴ ἔκλειψις τῆς μνήμης καὶ τῆς ἀντιλήψεως.