Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/90

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 84 —

γυμνὴ δὲ καὶ σὰν γλυμένη ἀπὸ τῆς βροχές, μὲ σπάνια, ποῦ καὶ ποῦ ἀγριόχορτα, τὰ μόνα σημάδια τῆς ζωῆς, μέσα εἰς ἐκείνη τὴ νέκρα, στὴν ἀκινησία τὴν αἰωνία, μέσα στὸν ἀσάλευτο ἐκεῖνον κόσμο, τὸν ἄγριο, ὁποῦ θαρρεῖς πῶς κάτι θέλει νὰ σοῦ πῇ, μὰ ποῦ κρατεῖ τὰ λόγια του κρυμμένα, βιβλίο μυστικό, γραμμένο σὲ ἄγνωστη, ὄχι ἀνθρώπινη γλῶσσα.

Τὸ μουλάρι μου, ζῶο στιβαρό, συνειθισμένο στοὺς δρόμους αὐτούς, ἐπροχωροῦσε μὲ πάτημ’ ἀργὸ στὰ κακόβολα μέρη. Νέκρα καὶ σιωπὴ τριγύρω· μόνο, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, κανένα γεράκι ἔσχιζε τὸν ἀγέρα κ’ ἐχυνότανε σὰν σαΐτα ἐπάνω σὲ κανένα μικροποῦλι ἀμέριμνο, θῦμα παντοτεινὸ τοῦ σαρκοβόρου, τοῦ ἀχόρταγου ὄρνειου.

Δὲν ἤταν ὁ δρόμος εὔθυμος· εὐτυχῶς γιὰ μένα, ὁ ἀγωγιάτης μου ἤταν ἀπ’ ἐκείνους ποῦ δὲν ἀφίνουν τὸν ἄλλο νὰ στενοχωρηθῇ. Ἀγαποῦσε νὰ λέγῃ, νὰ διηγᾶται καὶ μὲ τὴς ἱστορίες του σχεδὸν δὲν μοῦ ἀποφάνηκε ὁ δρόμος. Τὸν ἐζήλευα καὶ γιὰ τὸ ἐξωτερικό του. Πενηντάρης, στιβαρὸς ὅμως σὰ νέος, σὰν ἄνθρωπος τοῦ βουνοῦ, μὲ ἡλιοκαμμένο καὶ λιπόσαρκο πρόσωπο, μὰ μὲ κάτι δόντια ποῦ θά λεγες πῶς τοῦ τὰ φύτεψαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη, τόσον ἤταν στερεά, ἄσπρα καὶ ὁλόϊσα. Εὔθυμος καὶ γελαστὸς πάντα, ἐμετάδινε τὴν εὐθυμία του καὶ σὲ μένα.

Ἀπήχαμε ἀπὸ τὸ Μοναστῆρι, τὸ σκοπὸ τοῦ ταξειδιοῦ μας, ὡς ἕνα τέταρτο, ὅταν ἑκατὸ βήματ’ ἀπὸ τὸ δρόμο, σ’ ἕνα χωράφι μέσα, εὐγῆκε στὴν ὀξόπορτα μικροῦ σπιτιοῦ, ποῦ ἐλαμποκοποῦσε ἀπὸ νωπὸ ἀσβεστόχρισμα μιὰ γυναῖκα ψηλή, λυγερή, μὲ ἄσπρο καθαρώτατο φόρεμα καὶ μὲ κάτασπρο, παχουλὸ πρόσωπο, ἀπ’ ὅσο μπορούσαμε νὰ διακρίνωμε. Μοῦ φάνηκε ἀνώτερη ἀπὸ χωρικὴ καὶ ρώτησα τὸν ἀγωγιάτη μου.

— Νὰ ἱστορία μιὰ φορά· ἡ καλλίτερη ἀπ’ οὕλες, εἶπεν ἐκεῖνος.