Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/85

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 79 —

ναυτικοῦ, καθὼς ἤταν ἡ περισσότερες συνομίληκες καὶ φιληνάδες της; Ἐκείνη πάλι ἡ ἀκαταδεξία, ἡ ψυχρότητα της; Μάρμαρο ἡ εὐλογημένη, ἐνῷ εἴνε τόσον ἔμμορφη τόσον ἑλκυστική, ὁποῦ δὲν ἔμεινε παλληκάρι νὰ μὴ τὴν ποθήσῃ, νὰ μὴ τὴν κυνηγήσῃ. Καὶ ἐνθυμήθη με πεῖσμα ἡ γρῃὰ τὴ νύφη της. — Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ξένη, ἀπὸ τὴ μάννα της, τόχει, αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα ἀπὸ κείνη τὸ κληρονόμησε χωρὶς ἄλλο· γιατὶ ὅσο γιὰ τ’ ἄλλα, εἶνε λαμπρὸ παιδί, καὶ μόνο αὐτὴ τὴν ψυχρότη δείχνει πῶς ἔχει, γιὰ νὰ μὴν τὴν διῶ ἐγὼ ἀποκαταστημένη. Καὶ ἡ ἀδημονία αὐτὴ τὴν ἔτρωγε χρόνια τώρα.

Τὸν ἀδερφό της, τὸν πατέρα τῆς Σμαραγδούλας, τὸν ἀγαποῦσε πολύ, μὰ δὲ μπόρεσε νὰ τοῦ συχωρέσῃ πῶς πῆρε μιὰ ξένη, μιὰ περίφανη, μιὰ πεισματάρα, ποῦ ὅ,τι ἔλεγε, ἔπρεπε νὰ γίνεται. Μὰ εἶχε δελεάσῃ τὸν ἀδερφό της μὲ τὴν ξεχωριστὴ εὐμορφιά της. Τώρα τὰ χρόνια πέρασαν, οἱ γονεῖς δὲν ζοῦνε πλιὸ καὶ ἡ γρηὰ θεία ἀφωσιώθηκε στὴν ἀνεψιά της: ἤταν τὸ καμάρι της, τὸ εἴδωλό της. Καὶ τί χαρὰ ποῦ τὴν εἶχε, ὁποῦ ὅσο μεγάλωνε, τότε αὔξαναν οἱ ἀγαπητικοί, τὰ τραγούδια, ἡ πατινάδες, τὰ παινέματα στὴν ἐμμορφιὰ τὴν ἀσύγκριτη, στὰ μάτια πούλεγαν τόσα καὶ τόσα χωρὶς νὰ μιλοῦνε, στὸ λυγυρὸ κορμί, τὸ κυπαρισένιο, στὸ περήφανο περπάτημα καὶ στὰ μαλλιὰ τὰ μαῦρα σὰν τοῦ κόρακα τὸ φτερό. Καὶ ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὰ τὰ χαρίσμτα τῆς Μοίρας, ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ δῶρα, μία ἀκατανόητη ψυχρότητα, μία ἀδιαφορία, μία ἀπάθεια, μία ἀναισθησία μαρμάρου… Τὰ μάτια της εἶχαν τόση ἔκφρασι, τόση ζωὴ μέσα τους, ὁποῦ ἔφθαναν νὰ ζωογονήσουν ἑκατὸ νεκρὲς καρδιὲς γύρου τους! Θὰ ἔλεγες πῶς μὲ τὰ μάτια ἐκεῖνα μιλεῖ, ἡ ψυχή της, καὶ ὅμως, σὰν νὰ μὴν εἶχε μνημονικὸ ἡ ψυχὴ αὐτὴ καὶ ὅ,τι ἔβλεπε, σὰν νὰ μὴν ἐτυπώνετο μέσα της, παρὰ ἐξαλείφετο σὰν τὸ σημάδι ἐπάνω στὸ νερό.