Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/317

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
315

Ἕν βλέμμα στρέφει φλογερὸν, καὶ τὰ πτερὰ τανύων
Ὠθεῖ τὴν γῆν καὶ πέτεται νεφελοπόρος πάλιν.
Ἀλώπηξ τότε· —Σίγησον, ὦ ῥυπαρὸν ἀγγεῖον,
Τί σχέσιν ἔχει σήμερον τὸ ῥάμφος μὲ τὴν πάλην;
Τὴν νίκην ἔχει πάντοτε τῶν ἀετῶν ἡ πτῆσις,
Σὲ καὶ τὸν Κοῦρκον ἕρποντας καταδικάζ’ ἡ φύσις.—


Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ.




ΣΤΟ σπίτι εἶχε κλεισμένα
Ὁ Μοῦρτος τὰ φλωριὰ,
Γυρίζει μιὰ βραδυά…
Ἦταν κλεμμένα.

Μὲ ἀπελπισμένους τρόπους
Τὸ μέτωπο βαρεῖ,
Ὅλους κατηγορεῖ,
Θεὸ καὶ ἀνθρώπους.

Φιλάργυρε, μὴ πέφτῃς
Σὲ ἀπελπισία τρελή·
Ἡ ἀστυνομία καλὴ,
Κουτὸς ὁ κλέφτης.