εἰς τὰ ἄλλα σπίτια ὅπου ἦσαν οἱ Καλαβρυτινοὶ κλεισμένοι. Οἱ Δαραῖοι εἰδοποιήθησαν ἀπὸ τὸν ἀγάν των, ὁ ὁποῖος ἦτον εἰς τὰ Καλάβρυτα, διὰ νὰ ἔβγουν νὰ τὸν προϋπαντήσουν καὶ τὸν συνοδεύσουν μὲ τὰ ὅπλα των ἀπὸ τὸ γεφύρι τοῦ Ἀμπίμπαγα, ἀλλ’ αὐτοὶ ἀντὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ κάλεσμα τοῦ ἀγᾶ των, ἐκυνήγησαν τοὺς κεχαγιάδες των. Πόσην ἀνυπομονησίαν τότε εἶχον οἱ Ἕλληνες, δὲν ἔβλεπον τὴν ὥραν νὰ ἐπαναστατήσουν. Μάλιστα ὁ Μωριᾶς εἶχε παραψηθῆ ἀπὸ τὴν τυραννίαν.
Οὗτος ἐπίσης κατήγετο ἀπὸ τοῦ Δάρα. Ὑπῆρξε σωματοφύλακας τοῦ Κολοκοτρώνη, ὡσαύτως καὶ ὁ Γιαννάκος Κούρας, ὅστις ἀφοῦ πολὺν καιρὸν ὑπηρέτησεν ὑπὸ τὸν Γεροκολοκοτρώνην, ἔπειτα ἠκολούθησε τὸν στρατηγὸν Γενναῖον. Καὶ οἱ δύω οὗτοι παρευρέθησαν εἰς πολλὰς μάχας μέχρι τέλους τοῦ ἀγῶνος, καὶ ὑπηρέτησαν μὲ ζῆλον καὶ γενναιότητα.
Οὗτος ὁ μετονομασθεὶς καὶ Πύρλας κατήγετο ἐκ Τριπόλεως. Εὑρίσκετο πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους, ὡς εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς ἰδιαιτέρας του πατρίδος, καὶ μετὰ ταῦτα εἰς τὴν Ἀργολίδα κατὰ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη, ὅπου εὑρέθη μετὰ τῶν ἄλλων Τριπολιτσιωτῶν ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Πλαπούταν κατὰ τὰς θέσεις