Κρητικός
Ὁ Κρητικός Συγγραφέας: |
1833 |
Ἀστροπελέκι μου καλό, γιὰ ξαναφέξε πάλι!
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω ’ς τ’ ἄλλο,
Πολὺ κοντὰ ’ς τὴν κορασιὰ μὲ βρόντημα μεγάλο
Τὰ πέλαγα ’ς τὴν ἀστραπὴ κι’ ὁ οὐρανὸς ἀντῆχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιαῖς καὶ τὰ βουνὰ μ’ ὅσαις φωναῖς κι’ ἂν εἶχαν.
Πιστέψετε π’ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν’ ἀκριβὴ ἀλήθεια,
Μὰ ταῖς πολλαῖς λαβωματιαῖς, ποῦ μὤφαγαν τα στήθια
Μὰ τοὺς συντρόφους, πὤπεσαν ’ς τὴν Κρήτη πολεμῶντας,
Μὰ τὴν ψυχή, ποῦ μ’ ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατῶντας
(Λάλησε, Σάλπιγγα! κ’ ἐγὼ τὸ σάβανο τινάζω,
Καὶ σχίζω δρόμο καὶ τ’ς ἀχνοὺς ἀναστημένους κράζω)·
«Μὴν εἴδετε τὴν ὀμορφιά, ποῦ τὴν κοιλάδα ἁγιάζει;
»Πέστε, νὰ ἰδῆτε τὸ καλὸ ἐσεῖς κι’ ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
»Καπνός δὲ μένει ἀπὸ τὴ γῆ νιὸς οὐρανὸς ἐγίνη·
»Σὰν πρῶτα ἐγὼ τὴν ἀγαπῶ, καὶ θὰ κριθῶ μ’ αὐτήνη.»
—«Ψηλὰ τὴν εἴδαμε πρωΐ· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια
»’Σ τὴ θύρα τῆς Παράδεισως ποῦ ἐβγῆκε μὲ τραγούδια
»Ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιὰ ἡ φωνή της,
»Κ’ ἔδειχνεν ἀνυπομονιὰ γιὰ νὰ μπῃ ’ς τὸ κορμί της·
»Ὁ Οὐρανὸς ὁλόκληρος ἀγροίκαε σαστισμένος,
»Τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος
»Καὶ τώρα ὀμπρὸς τὴν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
»Ὅμως κυττάζει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, καὶ κάποιονε γυρεύει.»
Ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
Σὰν περιβόλι εὐώδησε κ’ ἐδέχτηκε ὅλα τ’ ἄστρα
Κἄτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
Κάθε ὀμορφιά νὰ στολιστῇ καὶ τὸ θυμὸ ν’ ἀφήση.
Δὲν εἶν’ πνοὴ ’ς τὸν οὐρανό, ’ς τὴ θάλασσα, φυσῶντας
Οὔτε ὅσο κάνει ’ς τὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνῶντας
Ὅμως κοντὰ ’ς τὴν κορασιά, ποῦ μ’ ἔσφιξε κ’ ἐχάρη,
Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι
Καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποῦ ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι’ ὀμπρός μου ἰδοὺ ποῦ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσᾶτο φῶς ’ς τὴ θεϊκιὰ θωριά της,
’Σ τὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ ’ς τὰ χρυσᾶ μαλλιά της.
Ἐκύτταξε τ’ ἀστέρια, κ’ ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δὲν τὴν ἐσκεπάσαν·
Κι’ ἀπὸ τὸ πέλαο, ποῦ πατεῖ χωρὶς νὰ τὸ σουφρώνῃ,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,
Κι’ ἀνεῖ τ’ς ἀγκάλαις μ’ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
Κ’ ἔδειξε πᾶσαν ὀμορφιὰ καὶ πᾶσαν καλωσύνη.
Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κ’ ἡ χτίσις ἔγεινε ναὸς ποῦ ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος ’ς ἐμὲ ποῦ βρίσκομουν ὀμπρός της μέσ’ ’ς ’τὰ ῥεῖθρα,
Καταπῶς στέκει ’ς τὸ Βοριᾶ ἡ πετροκαλαμήθρα,
Ὄχι ’ς τὴν κόρη, ἀλλὰ ’ς ἐμὲ τὴν κεφαλή της κλίνει·
Τὴν κύτταζα ὁ βαρυόμοιρος, μὲ κύτταζε κ’ ἐκείνη.
Ἔλεγα πῶς τὴν εἶχα ἰδῇ πολὺν καιρὸν ὀπίσω,
Κἂν σὲ ναὸ ζωγραφιστὴ μὲ θαυμασμὸ περίσσο,
Κἄνε τὴν εἶχε ἐρωτικὰ ποιήσῃ ὁ λογισμός μου,
Κἂν τ’ ὄνειρο, ὅταν μ’ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά, κι’ ἀστοχισμένη,
Ποῦ ὀμπρός μου τώρα μ’ ὅλη της τὴὴ δύναμη προβαίνει·
Σὰν τὸ νερό, ποῦ τὸ θωρεῖ τό μάτι ν’ ἀναβρύζῃ
Ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνού, κι’ ὁ ἥλιος τὸ στολίζει
Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου, κι’ ὀμπρός του δὲν ἐθώρα,
Κ’ ἔχασα αὐτὸ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο γιὰ πολλὴ ὥρα,
Γιατὶ ἄκουγα τὰ μάτια της μέσα ’ς τὰ σωθικά μου,
Ποῦ ἐτρέμαν καὶ δὲ μ’ ἄφιναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου·
Ὅμως αὐτοὶ εἶναι θεοί, καὶ κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου
Βλέπουνε μέσ’ ’ςτὴν ἄβυσσο καὶ ’ς τὴν καρδιὰ τ’ ἀνθρώπου,
Κ’ ἔνοιωθα πῶς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου
Πάρεξ ἂν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου·
«Κύττα με μέσ’ ’ςτὰ σωθικά, ποῦ φύτρωσαν οἱ πόνοι
»Τ’ ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,
»Τὴν ἀδελφὴ μοῦ ἀτίμησαν, κι’ ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,
»Τὸν γέροντα τὸν κύρην μου ἐκάψανε τὸ βράδυ,
»Καὶ τὴν αὐγὴ μοῦ ῥήξανε τὴ μάννα ’ς τὸ πηγάδι
»Βόηθα, Θεά, τὸ τρυφερὸ κλωνάρι μόνο νά χω·
»Σὲ γκρεμὸ κρέμομαι βαθύ, κι’ αὐτὸ βαστῶ μονάχο.»
Ἐχαμογέλασε γλυκὰ ’ς τὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κ’ ἐδάκρυσαν τα μάτια της, κ’ ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ῥαντίδα
’Σ τὸ χέρι, ποῦ χα σηκωτὸ μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα —
Ἐγὼ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι,
Π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνὸ κ’ ἐγύρευε μαχαῖρι.
Χαρὰ δὲν τοῦ ναι ὁ πόλεμος τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητῶντας, κ’ ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι
Κι’ ὅταν χορτάτα δυστυχιὰ τὰ μάτια μου ζαλεύουν,
Ἀργά, κι’ ὀνείρατα σκληρὰ τὴν ξαναζωντανεύουν,
Καὶ μέσα ’ς τ’ ἄγρο πέλαγο τ’ ἀστροπελέκι σκάῃ,
Κ’ ἡ θάλασσα νὰ καταπιῇ τὴν κόρη ἀναζητάῃ,
Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι’ ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,
Καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι’ ἀμέσως γαληνεύει
Τὰ κύματα ἔσχιζα μ’ αὐτό, τ’ ἄγρια καὶ μυρωδάτα,
Μὲ δύναμη, ποῦ δέν εἰχα μήτε ’ς τὰ πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκρατούσαμε, πετῶντας τὰ θηκάρια,
Μάχη στενὴ μὲ τοὺς πολλοὺς ὀλίγα παλληκάρια,
Μήτε ὅταν τὸν μπομπο-Ἰσοὺφ καὶ τ’ς ἄλλους δύο βαροῦσα
Σύρριζας ’ς τὴ Λαβύρινθο παλαίμαργα πατούσα. –
’Σ τὸ πλέξιμο τὸ δυνατὸ ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
Κ’ αὐτὸ μοῦ τὸ αὔξαιν, ἔκρουζε ’ς τὴ πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁποῦ μὲ προβοδοῦσε
Δὲν εἶναι κορασιᾶς φωνὴ ’ς τὰ δάση ποῦ φουντώνουν,
Καὶ βγαίνει τ’ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερὰ θολώνουν,
Καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς φύσης τραγουδάει,
Τοῦ δένδρου, καὶ τοῦ λουλουδιοῦ, τοῦ ἀνοίγει καὶ λυγάει·
Δὲν εἶν’ ἀηδόνι κρητικό, ποῦ παίρνει τὴ λαλιά του
Σὲ ψηλοὺς βράχους κι’ ἄγριους, ὅπ’ ἔχει τὴ φωλιά του,
Κι ἀντιβουύζει ὁλονυχτῆς ἀπὸ πολλὴ γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολὺ μακρυά, πολύ μακρυὰ ἡ πεδιάδα,
Ὥστε ποῦ πρόβαλε ἡ αὐγὴ καὶ ἔλυωσαν τ’ ἀστέρια,
Κι’ ἀκούει κι’ αὐτὴ καὶ πέφτουν της τὰ ῥόδα ἀπὸ τὰ χέρια
Δὲν εἶν’ φιαμπόλι τὸ γλυκό, ὁποῦ τ᾿ ἀγροίκαα μόνος
’Σ τὸν Ψηλορίτη, ὅπου συχνὰ μ’ ἐτράβουνεν ὁ πόνος,
Κ’ ἔβλεπα τ’ ἄστρο τ’ οὐρανοῦ μεσουρανὶς νὰ λάμπῃ,
Καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κ’ οἱ κάμποι
Κ’ ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα,
Κ’ ἐφώναζα ὦ θεϊκιά, κι’ ὅλη αἵματα Πατρίδα!
Κι’ άπλωνα, κλαίοντας, κατ’ αὐτὴ τὰ χέρια μὲ καμάρι·
Καλή ν’ ἡ μαύρη πέτρα της καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δὲν εἶναι νὰ ταιριάζῃ,
Ἴσως δὲ σώζεται ’ς τὴ γῆ ἦχος, ποῦ νὰ τοῦ μοιάζῃ·
Ἂν εἶν’ δὲν ἤξερα κοντά, ἂν ἔρχωνται ἀπὸ πέρα·
Σὰν τοῦ Μαϊοῦ ταῖς εὐωδιαῖς γιομίζαν τὸν ἀέρα,
Μόλις εἶν ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος.
Μ’ ἄδραχνεν ὅλη τὴν ψυχή, καὶ νά μπῃ δὲν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κ’ ἡ θάλασσα, κ’ ἡ ἀκρογιαλιά, κ’ ἡ κόρη
Μὲ ἄδραχνε, καὶ μ’ ἔκανε συχνὰ ν’ ἀναζητήσω
Τὴ σάρκα μου νὰ χωρισθῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω.
Ἔπαψε τέλος, κι ἄδειασεν ἡ φύσις κ’ ἡ ψυχή μου,
Ποῦ ἐστέναξε, κ’ ἐγιόμισεν εὐθὺς ὀχ τὴν καλή μου·
Καὶ τέλος φθάνω ’ς τὸ γιαλὸ τὴν ἀρραβωνιασμένη,
Τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά, κ’ ἤτανε πεθαμένη.