Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Γ

Από Βικιθήκη
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ' ὄνομα τῆς μάμμης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζη σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζη «μὴν τύχη καὶ χαθῆ τ' ὄνομα!»– πάλιν ἡ γραία ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία ἧτο ἐν τῇ φύσει καὶ τὴ ἰδιοσυγκρασία τῆς Φραγκογιαννούς, ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχεν τὸν ὕπνον δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς της.

Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, ἡ Χαδούλα τόσα τέκνα, καὶ εἶχε κτίσει μικρὸν ὀσπίτιον διὰ νὰ κατοικήση. Ὅταν ηὔξανεν ἡ οἰκογένεια, τόσον ηὔξανον καὶ τὰ «φαρμάκια». Ναί, ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονομίας τῆς εἶχεν ἀποκτήσει τὴν μικρὰν οἰκίαν ἡ Γιαννού, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τοῦ συζύγου της. Ὁ μάστρο-Γιάννης ὁ Σκοῦφος, ἢ ὁ «Λογαριασμός», δὲν ἤξευρε, πράγματι, νὰ λογαριάση καλὰ οὔτε πόσα μεροκάματα εἶχε δουλέψει, οὔτε πόσα κάνουν τέσσαρα ἢ πέντε ἢ ἐξ μεροκάματα τῆς ἐβδομάδος πρὸς μίαν καὶ 75 ἢ μίαν καὶ 80 –διότι τόσα ἔπαιρνεν ὡς τρίτης τάξεως μαραγκός. Ὅταν ἐνίοτε, ὡς καλαφάτης, ἐπληρώνετο πρὸς 2.35 ἢ 2.40, πάλιν δὲν ἤξευρε νὰ τὰ λογαριάση.

Μόνον τοῦ ἤρεσκε νὰ τὰ πίνη, σχεδὸν ὅλα, τὴν Κυριακήν. Πλὴν εὐτυχῶς ἡ σύζυγος τοῦ εἶχε λαβὴ τὰ μέτρα της, κ' ἔπαιρνεν αὐτὴ τὰ λεπτὰ στὰ χέρια της τὸ Σάββατον τὸ βράδυ. Ἢ τὰ εἰσέπραττε κατ' εὐθείαν ἀπὸ τὸν πρωτομάστορην, ὄχι ἄνευ ἔριδος καὶ δυσκολίας – ἐπειδὴ ὁ πρωτομάστορης δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ δώση προτιμῶν νὰ τὰ ἐγχειρίση εἰς τὸν μάστρο-Γιάννην τὸν ἴδιον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκράτει, καθὼς καὶ ἀπ' ὅλους τοὺς ἄλλους, δέκα ἢ δεκαπέντε λεπτὰ ὡς ἔκτακτα ποσοστά, λέγων «ἔχω κορίτσια, βρὲ ἀδερφέ, ἔχω κορίτσια!». Ἀλλ' ἡ Φραγκογιαννοὺ ποὺ νὰ γελασθῆ! Αὐτὴ τοῦ ἔδιδε τὴν μόνην λογικὴν καὶ τὴν μόνην πρέπουσαν ἀπάντησιν: «Ἐσὺ μονάχα ἔχεις κορίτσια μάστορη; Ὁ ἄλλος κόσμος δὲν ἔχουν;»

Ή, ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὰ λαβὴ ἡ ἰδία ἀπὸ τὸν ἀρχιναυπηγόν, ἡ Γιαννοὺ τὰ ἥρπαζε, «Σᾶ χωρατά, σὰν ἀλήθεια», ἀπὸ τὰς χείρας τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἐφρόντιζε πρῶτον νὰ τὸν «καλοκαρδίση» καὶ νὰ τὸν φέρη εἰς τὴν κατάλληλον ψυχολογικὴν θέσιν. Ἤ, τέλος, τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθῆ μισοζαλισμένος, καὶ τὰ ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰ φορέματά του, τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Μόνον, τὴν Κυριακὴν πρωί, τοῦ ἔδιδε διὰ «χαρτζιλίκι» 40 ἢ πενήντα λεπτά.

Λοιπόν εἶχε κτίσει τὸν οἰκίσκον ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, ἀλλὰ ποιὰ ἧτο ἡ πρώτη βάσις τοῦ μικροῦ ἐκείνου κεφαλαίου; Τὴν ὥραν ταύτην, κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἀγρυπνίας, διὰ πρώτην φορὰν τὸ ἐξωμολογεῖτο καθ' ἑαυτήν. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχε εἰπῆ οὔτε εἰς τὸν πνευματικόν της, εἰς τὸν ὁποῖον ἄλλως πολὺ μικρὰ πράγματα ἔλεγεν· ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἀμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπη αὐτή· δηλαδὴ κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας καὶ τὰ τοιαυτα. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχεν ὁμολογήσει εἰς τὴν μητέραν της, ἔφ' ὅσον ἔζη ἐκείνη – ἥτις ἄλλως ἧτο ἡ μόνη ποὺ τὸ ὑπώπτευε καὶ τὸ ἤξευρε χωρὶς νὰ τῆς τὰ εἴπη αὐτή. Ναί, εἶναι ἀληθές, ὅτι ἐμελέτα καὶ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ τῆς τὰ εἴπη κατὰ τὰς τελευταίας στιγμάς της. Πλὴν δυστυχῶς ἡ γραία, πρὶν ἀποθάνη, συνέβη νὰ βωβαθῆ καὶ νὰ κωφαθῆ καὶ νὰ μείνη ἀναίσθητη «σὰν πράμα», ὅπως περιέγραφε τὴν κατάστασιν ταύτην ἡ κόρη της, κ' ἔτσι δὲν ἐδόθη εὐκαιρία νὰ τῆς ὁμολογήση τὸ πταίσμα της.

Ακόμη ὀλιγώτερον, δὲν τὸ εἶπε ποτὲ εἰς τὸν πατέρα της, οὔτε εἰς τὸν σύζυγόν της. Ἰδοὺ ποιὸν ἧτο τὸ μυστικὸν τοῦτο.

Προ τοῦ γάμου της ἡ Χαδούλα εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλέπτη ἀπ' ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ πατρός της, ἀπ' ὀλίγους παράδες, ἀπὸ μισὸν γρόσι. Τόσον ὀλίγα, ὥστε σχεδὸν δὲν τὸ ἠσθάνθη οὔτε τὸ ὑπώπτευσεν ἐκεῖνος. Μόνον δυὸ φορὰς εἶχεν ἐννοήσει ὁ ἴδιος ὅτι εἶχε κάμει ἐσφαλμένον τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ θησαυροῦ του. Τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἀπέθετεν εἰς μίαν κρύπτην, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀνακαλύψει ἡ γραία, μετὰ χρόνον δὲ ἀνεκάλυψε καὶ ἡ κόρη. Τότε πρὸς καιρόν, ἡ Χαδούλα διέκοψε τὰς κλοπάς, διὰ νὰ μὴ δώση λαβὴν μεγαλυτέρας ὑπονοίας εἰς τὸν πατέρα της. Ἀργότερα, πάλιν ἐξανάρχισε νὰ κλέπτη περισσότερα, ἀλλὰ δὲν «ἔπιανε χαρτωσιά» ἐμπρὸς εἰς τὰς κλοπὰς τῆς μητρός της.

Αύτη εἶχε κλέψει πολλά, ἀλλὰ μὲ τέχνη καὶ μέθοδον. Ἔκλεπτε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰς ἄλλας ἐπιχειρήσεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχε κατὰ μέγα μέρος τὴν διαχείρισιν, καθὼς ἀπὸ πώλησιν ἐλαίου καὶ οἴνου, προϊόντων τῶν κτημάτων τῆς οἰκογενείας, καὶ ὀλίγα, σχεδὸν ὅσα καὶ ἡ κόρη τους, ἀπὸ τὰ μεροκάματα τοῦ γέρου. Μετὰ χρόνους, ὅταν ἄνοιξαν οἱ δουλειές, κι ὁ γερο-Στάθης ἔγινε μικροαρχιναυπηγὸς –ἐσκάρωνε βάρκες καὶ καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος ἀπὸ τὸν υἱὸν καὶ ἀπὸ τὸν παραγυιόν του, εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας– τότε ἡ γραία ἠμπόρεσε νὰ κλέψη ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὰ κέρδη τῆς ναυπηγικῆς τέχνης.

Τελευταίον, ὀλίγους μήνας πρὸ τοῦ γάμου της, ἡ Χαδούλα εἶχε κατορθώσει ν' ἀνακαλύψη τὴν κρύπτην ὅπου εἶχε τὸ κομπόδεμα ἡ μητέρα της. Εἰς μίαν ὀπὴν τοῦ κατωγείου, ἀνάμεσα εἰς τὰ πιθάρια τὰ μισογεμάτα καὶ τὰ βαρέλια τ' ἀδειανά, εὑρίσκετο μία πλατεία καὶ μακρὰ λωρὶς μαύρης μανδήλας, ὅπου ἡ γραία εἶχε δεμένα «σὰν σκυλιὰ» ἑκατὸν ἐβδομήντα τόσα ἀργυρὰ τάλληρα, ἄλλα κολωνάτα, ἄλλα ρηγίνες, καὶ ἄλλα τουρκικά, ὅλα κλεμμένα ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ γέρου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων. Ἡ κόρη μὲ φαιδρὰν ἔκπληξιν, καὶ μὲ συγκίνησιν τρομώδη, ἐμέτρησε τὰ τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, καὶ εἴτα τὰ ἔβαλε πάλιν εἰς τὴν ὀπήν των, χωρὶς νὰ τολμήση νὰ τὰ πειράξη.

Αλλά τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου, τὸ βράδυ, τὴν ὥραν ποὺ ἐνύχτωνεν –ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴν τῶν γονέων της, νὰ μὴ θέλουν νὰ τῆς δώσουν ἀρκετὴν προίκα, καὶ εἶδε τὴν ἀπονιᾶν τῆς μητρὸς της– παραφυλάξασα τὴν ὥραν ὁπότε ἡ γραία ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν οἰκίαν δι' ἐν θέλημᾳ, κατέβη μὲ παλμὸν καρδίας κρυφὰ στὸ κατώγι· ἔψαξε καὶ ἀνεῦρε τὸ κομπόδεμα, τὸ σκυλοδεμένο, καὶ τὸ ἔλυσεν. Αὐτὴν τὴν φορὰν τῆς ἐφάνησαν ὠσὰν ὀλίγα. Καιρὸν δὲν εἶχε νὰ τὰ μετρήση. Ἴσως ἡ γραία νὰ εἶχεν ἀφαιρέσει μερικὰ ἐκ τῶν ταλλήρων, καὶ εἶχε κάμει χρήσιν δι' ἀγνώστους σκοπούς. Τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ πάρη τὸ κομπόδεμα ὅλον, αὐτούσιον μαζὶ μὲ τὴν λωρίδα τῆς παλαιᾶς μανδήλας τῆς μητρός της, ἀλλ' ἐφοβήθη· ἔλαβε μόνον ὀκτῶ ἢ ἐννέα τάλληρα, καταρχᾶς – τόσα, ὅσα ἐφαντάζετο ὅτι ἡ ἀπουσία των δὲν θὰ ἐπέφερε μεγάλην διαφορὰν εἰς τὸν ὄγκον καὶ δὲν θὰ ἧτο ἀμέσως ἐπαισθητή, εἴτα ἔκαμε νὰ τὸ δέση· ἀκολούθως πάλιν τὸ ἤνοιξε, ἔλαβεν ἄλλα πέντε ἢ ἐξ, τὸ ὅλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ἐνῶ τὸ ἔδενε, ἐκ νέου ἔκαμε κίνημα νὰ τὸ λύση, μὲ σκοπὸν νὰ πάρη ἄλλα δυὸ ἢ τρία ἀκόμη. Αἴφνης τότε ἤκουσε τὸ βῆμα τῆς μητρός της ἔξω. Βιαστικὰ ἔδεσε τὸ κομπόδεμα, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν θέσιν του.

Ολίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον, ἡ γραία ἀνεκάλυψε τὴν κλοπήν. Ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ εἴπη τίποτε εἰς τὴν κόρην της. Ἔμεινεν εὐχαριστημένη διότι ἐκείνη δὲν τὰ ἐπῆρεν ὅλα. «Στραβωμάρα εἶχεν!» εἶπε μεταξὺ τῶν ὀδόντων της.

Το ποσὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Χαδούλα εἶχε κλέψει κατὰ καιροὺς ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἀνερχόμενον περίπου εἰς τετρακόσια γρόσια, τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔκρυπτεν ἐπὶ τόσᾳ ἔτη ἐπιμελῶς. Ἀλλὰ διὰ νὰ κτίση τὴν οἰκίαν, τὸ ηὔξησε μὲ τὴν ἱκανότητά της. Ἧτο βεβαίως ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ μέριμναι τῆς ἀνατροφῆς τόσων ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. Πλήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους «δὲν ὑπάρχουσιν εἰδικοί, ἀλλὰ πολυτεχνίται» καὶ ὅπως ἕνας μπακάλης κωμοπόλεως εἶναι συγχρόνως καὶ ἔμπορος ψιλικῶν, καὶ φαρμακοπώλης, ἀλλὰ καὶ τοκογλύφος, οὕτω καὶ μία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ἧτο ἡ Φραγκογιαννού, οὐδὲν ἐκώλυε νὰ κάμνη συγχρόνως καὶ τὴν μαμμὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα ἐπαγγέλματα ἀκόμη νὰ ἐξασκή, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία. Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἧτο ἐπιτηδειοτάτη μεταξὺ ὅλων τῶν γυναικῶν.

Έδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφᾶς, ἐξετέλει ἐντριβᾶς, ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικᾶς καὶ ἀναιμικᾶς κόρας, διὰ τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας. Μὲ τὸ καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκώνα τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὰ δυὸ τελευταῖα τέκνα της, τὸν Δημητράκην, ὀκτῶ ἐτῶν, καὶ τὴν Κρινιῶ, ἐξαέτιδα, ἐξήρχετο εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀνέβαινεν εἰς τὰ ὅρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας καὶ ρεύματα, ἔψαχνε νὰ εὔρη τὰ βότανα, ὅσα αὐτὴ ἐγνώριζε –τὴν ἀγριοκρομμύδα, τὴν δρακοντιά, τὸ τρίμερο καὶ ἀλλ' ἀκόμη– τὰ ἔκοπτεν ἢ τὰ ἐξερρίζωνεν, ἐγέμιζε τὸ καλάθιόν της, κ' ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὴν οἰκίαν.

Με αὐτὰ τὰ βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ κατὰ τῶν χρονίων πόνων, τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν ἐντέρων, κτλ. Τὴ βοηθεία ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὀλίγα κερδίζουσα, ἀλλ' οἰκονόμος, κατώρθωσε, μὲ τὸν καιρόν, νὰ κτίση τὴν μικρὰν φωλέαν της. Ἀλλ' οἱ νεοσσοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεπετοῦν ἤδη, νὰ φεύγουν εἰς τὰ ξένα!

Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὁ πρῶτος υἱός της, εἰκοσαετὴς ἤδη, ὁ Σταθαρός, εἶχε ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, ἀφοῦ δὲ ἔστειλεν ἐν ἢ δυὸ γράμματα, ἐσιώπησε, καὶ ἔκτοτε δὲν εἶχε δώσει σημεῖον ζωῆς. Μετὰ τρία ἔτη, ὁ δεύτερος υἱός της, ὁ Γιαλής, εἶχε μεγαλώσει κι αὐτός, κ' ἐμβαρκαρίσθη.

Και οἱ δυό, εἰς τὰ μικρὰ τῶν χρόνια, εἶχον δοκιμάσει τὴν τέχνην τοῦ πατρός των, ἀλλ' οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος ἐπρόκοψαν πολύ, οὐδὲ ἠρκέσθησαν εἰς αὐτήν. Ὁ Γιαλής, ὡς φιλόστοργος υἱὸς καὶ ἀδελφός, ἔγραψε πρὸς τὴν μητέρα του ἐκ Μασσαλίας, ὅπου εἶχεν ὑπάγει μ' ἕνα πατριώτικον καράβι, ὅτι ἀπεφάσισε κι αὐτὸς νὰ ὑπάγη στὴν Ἀμερικήν, νὰ ἰδῆ τί γίνεται ὁ μεγάλος ἀδερφός του ἴσως τὸν ἀνακαλύψει κάπου. Ἀλλὰ παρῆλθον καιροὶ καὶ χρόνοι ἔκτοτε καὶ οὔτε ὁ εἰς οὔτε ὁ ἄλλος ἠκούσθησαν πλέον.

Τότε ἔλαβεν ἀφορμὴν ἡ μητέρα των νὰ ἐνθυμηθῆ ἕνα παραμύθι τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν ἀστειοτέρων, ἐν ὢ γίνεται λόγος περὶ στρώματος ἀπὸ μέλι, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν διαδοχικῶς καὶ ὁ πρῶτος ἀποσταλεὶς υἱὸς τῆς Γριᾶς, διὰ νὰ συλλέξη καὶ φέρη ἐκεῖθεν τὸ μέλι, καὶ ὁ δεύτερος υἱός, ὅστις εἶχε σταλῆ διὰ νὰ ξεκολλήση τὸν πρῶτον, καὶ ὁ τρίτος, ὅστις ἐστάλη διὰ νὰ φέρη ὀπίσω καὶ τοὺς δυό, καὶ ὁ Γέρος, ὅστις ἐπῆγε νὰ ἰδῆ τί γίνονται οἱ υἱοί του· τέλος, αὐτὴ ἡ Γριά, ἡ ὁποία εἰς τὸ ὕστερον ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγη νὰ ἰδῆ, μακρόθεν ὅμως –διότι, ὡς γριά, εἶχε τόσην πονηρίαν– τί ἔγιναν ὁ Γέρος καὶ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἐγύρισαν ὀπίσω ἀπὸ τὸ «θέλημα», εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε στείλει, μόλις αὐτὴ ἐγλύτωσε καὶ δὲν ἐκόλλησε. Τότε στραφεῖσα πρὸς τοὺς τέσσαρας, κολλημένους τοὺς εἶπεν: «Ἅ! αὐτό σας μέλει; Ἐμένα δὲν μὲ μέλει!»

Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῶ ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς εἶχαν ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ εἶχαν φάγει λωτόν, ἢ εἶχαν πίει τὴν Λήθην, ἡ Δελχαρῶ, ἡ πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετὰ τοὺς ξενιτευμένους ἀδελφούς της, ἐμεγάλωνεν, ὀλονὲν ἐμεγάλωνε. Κ' ἡ Ἀμέρσα, σχεδὸν τέσσαρα ἔτη μικροτέρα τῆς ἀδελφῆς της, ἐμεγάλωνε κι αὐτὴ ἐναμίλλως μὲ τὴν Δελχαρῶ, κι «ἔριχνε μπόι»· ἐγίνετο ἀνδρώδης, μελαψὴ καὶ ζωηρά, κ' οἱ γειτόνισσες τὴν ὠνόμαζον «τὸ σερνικοθήλυκο». Κ' ἐκείνη ἡ μικρά, τὸ Κρινάκι, ἥτις δὲν εἶχε φεῦ! τοῦ κρίνου τὸ χρῶμα, ἂν καὶ φυσικὰ ἰσχνή, ἐδείκνυεν ἤδη συμπτώματα ἀναπτύξεως.

Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! ἐσκέπτετο ἡ Φραγκογιαννού. Ποιὸς κῆπος, ποιὸν λιβάδι, ποιὰ ἄνοιξις παράγει αὐτὸ τὸ φυτόν! Καὶ πὼς βλαστάνει καὶ θάλλει καὶ φυλλομανεῖ καὶ φουντώνει! Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλαστοί, ὅλα τὰ νεόφυτα, θὰ γίνουν μίαν ἡμέραν πρασιαί, λόχμαι, κῆποι; Καὶ οὕτω θὰ ἐξακολουθῆ; Καὶ πάσα οἰκογένεια εἰς τὴν γειτονιᾶν, καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καὶ εἰς τὴν πόλιν εἶχαν ἀπὸ δυὸ ἕως τρία κοράσια. Μερικαὶ εἶχον τέσσαρα, ἄλλαι πέντε. Μία μητέρα εἶχεν ἐξ θυγατέρας χωρὶς κανέναν υἱόν, ἄλλη μία εἶχεν ἑπτὰ κ' ἕναν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο προωρισμένος νὰ φανῆ ἄχρηστος.

Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ χῆραι, ἀνάγκη πάσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ τὰς ἐξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προίκα. Πάσα πτωχὴ οἰκογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ στρέμματα ἀγρούς, μ' ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἴγας ἢ ἀμνάδας –γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τοὺς γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διὰ μικρὰς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρώτα ἁλμυρὸν – ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν' ἀποκαταστήση» ὅλα τὰ θήλεα ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἐξ, ἢ ἑπτὰ προίκας! Ὢ Θεέ μου!

Καὶ ὁποίας προίκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἔλιωνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνη. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ Μουσεῖον.