Γλώσσαι/Β
Εμφάνιση
< Γλώσσαι
(Ανακατεύθυνση από Hesychius Β)←Α | Γλώσσαι Συγγραφέας: Β |
Γ→ |
- <Βαβάζειν>
- τὸ <μὴ> διηρθρωμένα λέγειν. ἔνιοι δὲ βοᾶν
- *<βαβαί>
- θαυμαστικὴ φωνή ASPnΣ
- <βάβακα>
- τὸν γάλλον (ps)
- <βαβάκινον> <καὶ <βάκινον>> χύτρας εἶδος pl
- <βάβακοι>
- ὑπὸ Ἠλείων τέττιγες· ὑπὸ Ποντικῶν δὲ βάτραχοι
- <βαβάκτης>
- ὀρχηστής, ὑμνῳδός, μανιώδης (Cratin. fr. 321) p κραύγασος q ὅθεν καὶ Βάκχος
- <βάβαλον>
- κραύγασον. Λάκωνες
- [<βάβαλον>
- αἰδοῖον]
- <βάβαξ>
- μάταιος, bh λάλος, φλύαρος. bhp (Archil. fr. 33) ἐνθου- σιῶν. ἀναιδής pq
- <βαβάξαι>
- ὀρχήσασθαι bhf. <Λυδοί> h
- †<βαβήρ>
- ὁ ἄρης
- [<βαλβῖδες>
- αἱ θύραι τοῦ ἱππικοῦ. καὶ βαλβίδες]
- <βαβράζων>
- κεκραγὼς συντόνως
- <βάβρηκες>
- τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων. οἱ δὲ σιαγόνας. οἱ δὲ τὰ ἐν τοῖς ὀδοῦσιν ἀπὸ τῆς τροφῆς κατεχόμενα q
- <βαβρήν>
- ὑπόστασις ἐλαίου, κατὰ Μακεδόνας
- <βαβύας>
- βόρβορος, S πηλός vgAS
- <βαβύη>
- χείμαῤῥος. οἱ δὲ πόλις
- <Βαβύκα>
- γέφυρα ps
- <Βαβυλώνιοι>
- οἱ βάρβαροι, παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
- <βαβύρτας>
- ὁ παράμωρος
- <βαγαία>
- ματαία. Λυσικράτης· βαγαία γὰρ ὥς τις ἐπικουρεῖ
- <βαγαῖος>
- ὁ μάταιος. ἢ Ζεὺς Φρύγιος. [μέγας. πολύς, ταχύς]
- <βάγαρον>
- χλιαρόν. Λάκωνες
- *<βᾶσαι>
- εἰσελθοῦσαι An
- *<βάγιον>
- μέγα gASn
- <βάγος>
- κλάσμα AS ἄρτου <ἢ> μάζης S καὶ βασιλεὺς καὶ [στρατη- γός. Λάκωνες AS
- [<βάδος>
- ὁ καὶ βάτος, λξ# εσται. ἤγουν δ# μη]
- <βαδάς>
- κίναιδος. ὡς Ἀμερίας
- *†<βαδελεγεῖ>
- ἀμέλγει gASn
- *<βάδην>
- ἠρέμα vSn σχολῇ. κατὰ βῆμα. Sn (Ν 516)
- *<βάδην>, περιπάτῳ ἐρχόμενον gAS
- *<βαδδίν>
- βύσσινον g(n) ἔνδυμα ἐξαίρετον (Dan. 10,5)
- <βάδος>
- ὃ καὶ βάτος. ν# ξέσται, ἤγουν λίτραι μη#
- <βαδίζει>
- περιπατεῖ (Eur. Phoen. 544)
- *†<βάδιος>
- ... υἱός vgASn
- *[<βαδιστοι>
- βαδύτατοι gAn]
- <βάδομαι>
- ἀγαπῶ p
- [<βάδηδοι>
- ἠχεῖοι]
- <βαδακίζων>
- κακῶς ἕρπων
- *<βάζει>
- λέγει (ξ 127) vgA (Sn)
- *<βάζομεν>
- λέγομεν (γ 127?) AS
- *<βαθεῖαν>
- κεκρυμμένην (Aesch. Sept. 533 Pl. rep. 362 a) AS
- <βαθείης>
- *ὑψηλῆς. g μελαίνης. δαψιλοῦς. ἢ <βαθέης> "ἐξάλλεται" (Ε 142). κεκρυμμένης
- <βάθιστον>
- βαθύτατον (Θ 14)
- *<βάθρων>
- θεμελίων, ἢ ἀγαλμάτων AS
- [βαθάκων β κακῶς]
- <Βαθάλη>
- κρήνη. Ἀμερίας
- <βαθμίδες>
- ἀρχαὶ λόγων
- <βαθμοί>
- ἴχνη. πόδες. καὶ δίφροι, παρὰ στρατηγικοῖς <ἡ ἐφ' ἕνα τῆς φάλαγγος στάσις> q
- *<βάθρα>
- ἀγάλματα. gAn βάσεις
- <βάθος>
- στίχος. ἐπιστάσις καὶ τὸ <βαθύ> [καὶ μέγα.] καὶ ὑψη- λόν. καὶ μέλαν q
- <βάθρον>
- *βῆμα, gASn βάσις. ὑποπόδιον q <καὶ ἀνδριάς>
- *<βαθύγλωσσοι>
- ἐλλόγιμοι gAS [καὶ ἀνδριάς]
- *<βαθυδίνης>
- ἐν βάθει ἔχων τὰ ῥεύματα, vgAS ἢ βαθείας δίνας ἔχων, ἢ μεγάλα ῥεύματα (γ 73 etc.)
- <βαθύζωνοι>
- εἰς βάθος ζωννύμεναι τοὺς [χιτοὺς] χιτῶνας
- <βαθυζώνους>
- ἐν βάθει ζωννυμένας (Ι 594 γ 154)
- *<βαθὺ κομῶσαν ληΐοις>
- ἐν βάθει ἔχουσαν στάχυας ASn
- <βαθύκολπος>
- ἀρχαία παλαιά. κοίλη
- <βαθυκόλπων Τρωιάδων>
- ἀπὸ τοῦ μεγέθους. καὶ βαθυζώνων (Σ 122)
- *<βαθὺ λήϊον>
- πολύκαρπον πεδίον (Β 147) gA (vS)
- *<βαθύλειμον>
- βαθὺν λειμῶνα ἔχουσαν (Ι 151) A
- <βαθύμαλλον>
- κνεωροῦ τοῦ μέλανος τάπης. ἀπὸ ἱστορίας, ἀπὸ κνεωροῦ φυτοῦ, ᾧ ἐχρῶντο πρὸς κάθαρσιν. ἀπὸ δὲ τοῦ αὐτοῦ αὐχμηροῦ
- <Βαθυμῆδαι>
- γένος παρὰ Λυδοῖς
- <βαθυπέπλων>
- καλὰ ἱμάτια ἐχουσῶν
- <βαθυῤῥηγάλη>
- ἰκτῖνος, ὑπὸ Λυδῶν
- <βαθύῤῥιζοι>
- βαθεῖαι
- *<βαθυῤῥόου>
- βαθέως καὶ ταχέως ῥέοντος (Η 422) (gS)
- <βαθυῤῥίζου πέτρας>
- τῆς ὑψηλῆς (trag. ad. fr. 203)
- <βαθυσπόρος>
- βαθεῖαν σπείρων γῆν
- <Βαιάγις>
- ἑορτὴ παρὰ Ἀσσυρίοις, ὡς Λέων ὁ Ἀλαβανδεὺς ἐν τρίτῳ
- <βαίβυκος>
- πελεκᾶνος Φιλίτας (fr. 47 K.), Ἀμερίας δὲ βαυβυκᾶ- νας
- <βαίδειον>
- ἕτοιμον. Ἠλεῖοι
- †<βαιδύμην>
- ἀροτριᾶν. Βοιωτοί
- *<βλίσσα>
- βότρυς AS
- <βαιῇσι>
- μικραῖς
- *<βαιήν>
- ὀλίγην, μικράν gn [ἢ ἔβησαν, ἢ ἐπορεύθησαν (Α 327)]
- <βαῖκαν>
- ...... Κρῆτες
- <βαίκυλος>
- προβατώδης
- †<βαιμάζειν>
- †βασιλεύειν. ἢ †βαστάζειν
- †<βαίμεναι>
- βαίνειν (θ 518 etc.)
- [<βαίνη>
- ὕβρις]
- *<βαίνειν>
- [φιλεῖν. [κολακεύειν. AS] βιβάζειν. πορεύεσθαι. περιπα- τεῖν vgA
- <βαίνετον>
- βαδίσατε. δυϊκῶς
- <βαῖνον>
- ἐξέβαινον (Α 437)
- <βαίνοντα>
- ἐπιβαίνοντα (δ 653)
- †<βαίομαι>
- βιώσομαι (Χ 431)
- <βαιόν>
- ὀλίγον. μικρόν vgAS Σοφοκλῆς δὲ Οἰδίποδι Τυράννῳ (750) ἀντὶ τοῦ †ἄφθονος καὶ πολλός γράμμα. [*<Βαιθήλ>· οἶκος θεοῦ p] [<βαιών>· ἐκβαλών.] καὶ ἐν Αἰχμαλωτίσι (fr. 39) βαιόν [ἐν]
- [<Βαρκάθοις ὄχλος>
- Λιβυκός] (Soph. El. 727)]
- <βαΐς>
- ῥάβδος φοίνικος. καὶ <βαΐων>
- <βαΐς>
- ῥάβδος φοίνικος. καὶ <βαΐων>
- <βαισήνης>
- παρ' Ἰνδοῖς στρατόπεδον
- <βαίσηνος>
- ὁ στρατός
- †<βαισσόν>
- βάθος
- <βαίταν>
- Ἕλληνες
- <βαιτάς>
- εὐτελὴς γυνή. ἀρχαία δὲ ἡ λέξις
- <βαιτάδα>
- εὐτελὴς γυνή
- <βαιτρεύειν>
- ἀροτριᾶν
- <βαίτιον>
- βοτάνη ἐμφερὴς δικτάμνῳ, ἤγουν γλήχωνι
- <βαίτη>
- δερμάτινον ἔνδυμα, ὅπερ ἔνιοι σισύραν· ἔνιοι δὲ σκηνὴν δερματίνην (Soph. fr. 928)· οἱ δὲ διφθέραν (Sophr. fr. 38)
- <Βαίτυλος>
- οὕτως ἐκαλεῖτο ὁ δοθεὶς λίθος τῷ Κρόνῳ ἀντὶ Διός q
- <βλίτυξ>
- βδέλλα
- [<βαιτῶνα>
- τὸν εὐτελῆ ἄνδρα]
- <βαιῶμφαι>
- αἱ αἶγες, ἐν ἱερατικῆι
- <βαιών>
- ἰχθύς p (Epich. fr. 64), <ὁ καὶ βλέννος, παραπλήσιος κωβίῳ> p. οὕτως καὶ μέτρον παρὰ Ἀλεξανδρεῦσι
- <Βαιῶτις>
- Ἀφροδίτη, παρὰ Συρακουσίοις
- <βακάϊον>
- μέτρον τι
- <βάκηλος>
- *ὁ μέγας. ἢ ἀνόητος. vgA ἢ ὁ ἀπόκοπος, ὁ ὑπ' ἐνίων γάλλος. οἱ δὲ ἀνδρόγυνος. ἄλλοι παρειμένος, *γυναικώδης vgA. παρὰ Μενάνδρῳ Ὑμνίδι (fr. 477). καὶ τὸ σύνηθες ἡμῖν
- <βάκκαρις>
- μύρον ποιὸν ἀπὸ βοτάνης ὁμωνύμως· ἔνιοι δὲ ἀπὸ μυρσίνης· ἄλλοι δὲ μύρον Λυδόν. ἔστι δὲ καὶ ξηρὸν διάπασμα τὸ ἀπὸ τῆς ῥίζης
- [<βακνίδες>
- εἶδος ὑποδημάτων]
- [<βάκοα>
- βάθρον]
- <βακόν>
- πεσόν. Κρῆτες
- <βάκται>
- ἰσχυροί
- <βακτηρία>
- ῥάβδος ASn
- [*<βακοίας>
- πηλός ASvg]
- †<βάκτρον>
- κάμηλος
- *<βακτρεύμασιν>
- τοῖς ἐρείσμασιν στηριζόμενος gA (Eur. Phoen. 1539)
- <βακχᾶν>
- ἐστεφανῶσθαι κισσῷ
- <Βακχέβακχος>
- ὁ Διόνυσος οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν ταῖς θυσίαις (Ar. Eq. 408)
- <Βακχεία>
- ἑορτὴ Διονύσου [βακχεύτρια]
- *<βακχεύει>
- μαίνεται P τραγῳδεῖ
- *<βακχευθεῖσα>
- ἐξηχευομένη, ἐξεστηκυῖα vgAS
- *<βακχεύοντες>
- μαινόμενοι, vgAS σειόμενοι
- <βακχεῖον>
- τελεστήριον. νάρθηξ
- <Βάκχη>
- γένος ἀπίου. ἢ μία τῶν Βακχῶν, ἢ τοῦ Διονύσου <βακχεύτρια>
- <Βακχιάδαι>
- οὐ μόνον οἱ Μιλήσιοι, ἀλλὰ καὶ Κορίνθιοι, ἀπὸ Βάκχιδος
- <βακχία>
- μανία (S)
- <βακχόαν>
- βόθρον. Αἰολεῖς
- <βάκχος>
- ὁ ἱερεὺς τοῦ Διονύσου. καὶ κλάδος ὁ ἐν ταῖς τελεταῖς, οἱ δὲ φανὸν λέγουσιν· οἱ δὲ ἰχθύν q
- <Βάκχου Διώνης>
- οἱ μὲν βακχευτρίας Σεμέλης· οἱ δὲ Βάκχου τοῦ Διονύσου καὶ Ἀφροδίτης q τῆς Διώνης. παρόσον διωνυμία περὶ τὴν θεάν (trag. ad. fr. 204). Πράξιλλα δὲ ἡ Σικυωνία (fr. 8) Ἀφροδίτης παῖδα τὸν θεὸν ἱστορεῖ
- <βάκχυλον>
- σποδίτην ἄρτον. Ἠλεῖοι
- <βάκχον>
- κλαυθμόν. Φοίνικες
- [<βάλαικες>
- δεσμωτήριον καὶ <βαλαικάκες>]
- <βαλαιόν>
- μέγα, πολύ. οἱ δὲ ταχύ
- *a) <βάλανοι>
- δρύες. ASb) *<<βάξιν>·> φήμην (Eur. Or. 1458) gASn
- *<βαλάντιον>
- μαρσίππιον (Prov. 1,14. Luc. 10,4) ASP
- *<βαλβῖδες>
- ὕσπληγες AS
- <βαλβίς>
- *ἀφετηρία. καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς εἰσόδου καὶ ἐξόδου. καὶ ἡ ἄφεσις τῶν ἵππων. καὶ ἡ θύρα τοῦ ἱππικοῦ. AS ἔνιοι δὲ καμπ- τῆρα. καὶ παρὰ Ἱπποκράτει (Mochl. 1) <βαλβιδῶδες> τὸ ἔχον ἑκατέρωθεν ἐπαναστάσεις. ἔστιν δὲ καὶ βαθμός, καὶ ἔρεισμα
- <βάλε>
- ἔῤῥιψε. (Α 245) ἢ ὄφελον (Call. fr. 254?)
- *<βαλεῖν>
- τρῶσαι, S πλῆξαι (Ν 387)
- *<βάλεκες>
- δεσμωτήριον ASn (vg)
- *<βάλλε>
- ἐτίτρωσκεν (Α 52) n
- *<βάλλετο>
- περιεβάλλετο (Β 43) g
- <βάλλετον>
- βάλλουσιν. δυϊκῶς
- <βαλίαν>
- κατάστικτον gAS ποικίλον (Eur. Hec. 90). [Κρῆτες.] ταχύ. ἐλαφρόν [πηρόν, βάλιον]
- *<βαλανάγρα>
- κλείς (Hdt. 3,155,6) Σp
- <βαλανεύειν>
- λαμπροφωνεύεσθαι. παρόσον οἱ βαλανεῖς, ὅταν παραχέωσιν τὸ ὕδωρ, κραυγάζουσιν
- <βαλανεύς>
- πολυπράγμων, περίεργος. p καὶ παραχύτης
- <βαλανομφάλους>
- οὕτω Κρατῖνος (fr. 50) ὠνόμασε <τὰς φιάλας> τὰς ἐχούσας ὀμφαλοὺς ἄνευ προσώπων, ὁποῖοι οἱ θόλοι <ἐν τοῖς βαλανείοις q οἱ δὲ> ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῖς πυέλοις [ἐν τοῖς βαλανείοις]
- <βάλανοι>
- τὰ ἐξηρτημένα τῶν ὅρμων περὶ τὸν τράχηλον. καὶ τῶν δρυῶν <ὁ> καρπός, καὶ ὁ τῶν φοινίκων (Xen. An. 1,5,10). καὶ κλεῖδες, καὶ ἰατροὶ τὰ ἐντιθέμενα τῇ ἕδρᾳ βαλάνους λέγουσιν q
- <βάλαρες>
- οἱ μαλακοί, <βανά> γὰρ γυνὴ παρὰ Βοιωτοῖς
- <βαλάσαι>
- ἀγοράσαι
- <βαλαύστιον>
- εἶδος ῥοιᾶς, φέρον ἄνθος ἁρμόζον πρὸς θεραπείαν
- <βαλβιδοῦχον>
- τερματοῦχον
- †<βαλῆρα>
- ἀχρεῖα
- <βαλήν>
- βασιλεύς. Φρυγιστί (Soph. fr. 472)
- <βάλλεκα>
- ψῆφον
- <βαλία>
- ὀφθαλμία. καὶ <τὸν βάλιον> πηρόν· Κρῆτες
- [<βακχιάδος>
- μαινομένης]
- <Βαλιαρίδες>
- νῆσοι αἱ περὶ Κύρνον. αἱ δὲ αὐταὶ καὶ Γυμνησίαι
- <βαλικιώτης>
- συνέφηβος. Κρῆτες
- <βαλιῶται>
- πρόγονοι
- *<βαλλαντιοτόμος>
- κλέπτης (Pl. rep. 552d) vgAS
- <βάλλαρις>
- βοτάνη τρίφυλλος
- <βᾶλλαι>
- βαθμοί, ὑπὸ Κυπρίων
- <βάλλ' ἐς Ἄκραν>
- οἱ μὲν ἄκρα πλησίον Λέσβου· οἱ δὲ Ἀκτήν
- <βάλλ' ἐς Μακαρίαν>
- Ἡρακλέους θυγάτηρ Μακαρία, ἣν λόγος κατὰ τὴν Εὐρυσθέως <ἐπὶ τὰς Ἀθήνας στρατείαν αὐτοκέλευστον ἑαυτὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως εἰς. σφαγὴν ἐπιδοῦναι>
- <βαλλήσομεν>
- βαλοῦμεν (Ar. Vesp. 222)
- <Βαλλητύς>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἐπὶ Δημοφῶντι τῷ Κελεοῦ ἀγο- μένη
- †<βαλλήιαι>
- οἱ ἀκροβολισμοί
- †<βαλμός>
- στῆθος vgAS
- <βαλλομένων>
- καταστρεφομένων (i 574)
- <βαλοιτήσειρον>
- παρὰ τὸ διεστραμμένον <εἶναι> τοὺς πόδας
- *<βαλόν>
- οὐδόν. καὶ οὐρανόν. (gAS) καὶ <βαλός>
- <βάλσαμον>
- ἀρωματικὸν ἄνθος
- <βᾶμα>
- βάσις, [βῆμα ps
- <βάμβαλα>
- χειμερινὰ [ἱμάτια ps
- <βάμβαλον>
- ἱμάτιον. καὶ τὸ αἰδοῖον. Φρύγες
- <βαμβαλεῖν>
- τρέμειν. ψοφεῖν τοῖς χείλεσι
- *<βαμβαίνων>
- τρέμων τοῖς ποσίν, SPn (vgA) ἢ τοὺς ὀδόντας <συγκρούων> (Κ 375)
- <βαμβακεύτριαι>
- μαγγανεύτριαι. οἱ δὲ φαρμάκισσαι. οἱ δὲ λα- λοῦσαι· τὸ δὲ <βαμβακείας χάριν>· φαρμακείας χάριν hf.
- <βαμβαλύζει>
- τρέμει. τοὺς ὀδόντας S συγκρούει. *ῥιγοῖ σφόδρα (Hippon. fr. 56 Kn.) (A) S
- <βάμμα>
- τὸ χρῶμα. καὶ μύρου τι γένος. καὶ τὸ ἔμβαμμα. Συρακού- σιοι h
- <βάμμα Κυζικηνόν>
- Κυζικηνοὶ διὰ τὸ Ἴωνες εἶναι ἐκωμῳδοῦντο ἐπὶ μαλακίᾳ (Ar. Pac. 1176) [καὶ τὸ ἔμβαμμα. Συρακούσιοι. καὶ μύρου τι [μέρος, ἢ] γένος]
- <βάμμα Σαρδανιακόν>
- τὸ φοινικοῦν. διάφορα γὰρ ἦν τὰ ἐν Σάρδεσι βάμματα (Ar. Ach. 112. Pac. 1174).
- <βανά>
- γυνή, ὑπὸ Βοιωτῶν
- *<βαναυσίας>
- ἰδιωτείας. ἢ ἀλογίας AS
- *<βαναυσία>
- πᾶσα τέχνη διὰ πυρός. κυρίως δὲ ἡ περὶ τὰς καμίνους. καὶ πᾶς τεχνίτης χαλκεὺς ἢ χρυσοχόος <βάναυσος>
- <βανῆκας>
- γυναῖκας. Βοιωτοί
- *<βάναυσοι τέχναι>
- v <....>
- <βανόν>
- λεπτόν
- <βάνισος>
- εἶδος θυμιάματος
- *<βαυκόν>
- μωρόν AS
- †<βαθίοι>
- τόποι
- <βάννας>
- βασιλεὺς παρὰ Ἰταλιώταις. οἱ δὲ μέγιστος ἄρχων
- <βαννάται>
- αἱ λοξοὶ καὶ μὴ ἰθυτενεῖς ὁδοὶ παρὰ Ταραντίνοις. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ <βάννατροι>
- <βάννεια>
- τὰ ἄρνεια. καὶ <βάννιμα> τὸ αὐτό
- [<βάνος>
- κλάσμα. μωρός, καὶ τυφλός]
- <βανθῶσαι>
- σκοτοδινιᾶσαι
- <βανούς>
- ὄρη στρογγύλα
- <βανύσει>
- μωραίνει, ἐπιμαίνεται
- <βάξις>
- *λόγος, φωνή (Sg) κληδών
- <βάξον>
- κάταξον. Λάκωνες
- <βαπαίνει>
- παρακαλεῖ
- *<βάρ>
- μικρόν (i. Reg. 2,18)
- *<βαπτάν>
- ἀντλουμένην, βαπτομένην (Eur. Hipp. 123) AS
- <βάρα>
- νόσημά τι καρηβαρικόν. ἢ θρέμματα. Λάκωνες
- *<βάραθρον>
- ὄρυγμα, vgASn βάθος γῆς, ASn βόθρος
- *<βαρακινῇσιν>
- ἀκάνθαις. σκόλοψι (Iud. 8,7. 16) vgAS
- <βαράχνια>
- τὰ βραγχία τῶν ἰχθύων
- <βάρβαροι>
- οἱ ἀπαίδευτοι
- *<βαρβαρισμός>
- παράτονος διάλεκτος vgASn
- <βάρβιτος>
- εἶδος κιθάρας, ἢ ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ λύρα. *οὕτως καὶ <βαρβίτῳ>· <τῇ λύρᾳ, τῇ κιθάρᾳ> AS
- <βαρβός>
- μύστρον ἐν Θεσμοφοριαζούσαις (Ar. fr. 341)
- <βάρακες>
- τὰ προφυράματα τῆς μάζης. Ἀττικοὶ δὲ βήρηκας. δηλοῖ δὲ καὶ τὴν τολύπην (Epilyc. fr. 3)
- <βάρακος>
- ἰχθὺς ποιός
- <βάρακον>
- τὸν ἄνουν, καὶ βάρβαρον (s)
- <βάρβαξ>
- ἱέραξ, παρὰ Λίβυσι. [καὶ φύραμα στρογγύλον, ἀφ' οὗ αἱ μάζαι γίνονται. καὶ ἐρίων τολύπαι]
- <βάρβαρα>
- ἀσύνετα. ἄτακτα
- <βαρβαρόφωνοι>
- οἱ Ἠλεῖοι καὶ οἱ Κᾶρες, ὡς τραχύφωνοι καὶ ἀσαφῆ τὴν φωνὴν ἔχοντες (Β 867)
- <βαρυόπην>
- βαρύφωνον (Pind. Pyth. 6,24)
- <βάρακος>
- βάτραχος
- <βαρακίς>
- γλαύκινον ἱμάτιον
- †<βαρακάκαι>
- †ἅγιοι διαφέραι†, παρὰ Κελτοῖς
- *<βάρδιστοι>
- βραδύτατοι gAn κατὰ ἀντίθεσιν τοῦ ρ, ὡς <κραδία> ἡ καρδία (Ψ 310. 530)
- <βαρδῆν>
- τὸ βιάζεσθαι γυναῖκας. Ἀμπρακιῶται
- <βαρδοί>
- ἀοιδοὶ παρὰ Γαλάταις
- <βαρεῖα χείρ>
- ἡ μιαιφόνος
- [<βαρπύργος>
- πορμεῖο περὶ ἀμφωδῶν]
- *<βαρείης>
- ἰσχυρᾶς. S βλαβερᾶς
- <βᾶριν ἀπέλαγον>
- τὸν δούριον ἵππον
- †<Βαρθει ...>
- γένος ἰθαγενῶν
- *<βάριον>
- πρόβατον. gAnp [καὶ τὸ βαρύ. καὶ τὸ βράδιον]
- *<βᾶρις>
- πλοῖον. ἢ τεῖχος. ἢ στοά. ἢ πύργος S (AvgΣ)
- †<βαρισίκται>
- οἱ μὴ γεννῶντες
- <βάριχοι>
- ἄρνες
- <Βάρκη>
- πόλις Λιβύης (s)
- <βαρκίων>
- βοτάνη τις ἐν Αἰγύπτῳ
- <Βαρκαίοις ὄχοις>
- Λιβυκοῖς (Soph. El. 729). οὗτοι γὰρ ἐσπού- δαζον περὶ ἱπποτροφίαν. φασὶν αὐτοὺς καὶ πρώτους ἅρμα ζεῦξαι διδαχθέντας ὑπὸ Ποσειδῶνος, τὸ δὲ ἡνιοχεῖν ὑπὸ Ἀθη- νᾶς, ὡς Μνασέας ἐν τοῖς περὶ Λιβύης (frg. 40 M)
- †<βαρμίγκαλλος>
- ὑπέρκαλλος
- *<Βᾶρος>
- ὄνομα κύριον AS
- <βάῤῥει>
- ἀπόλωλε
- <βαῤῥαχεῖν>
- [ἠχεῖν] σκιρτᾶν
- †<βαρύαρον>
- ἰσχυρόν. στερέμνιον
- <βαρύ>
- τινὲς μέν φασι θυμίαμα εὐῶδες [τὴν βαρεῖαν]. δηλοῖ δὲ καὶ μέγα, καὶ χαλεπόν, καὶ ἰσχυρόν, καὶ ἀναιδές q
- <Βαρυγέτας>
- βάρος μὲν ἔχοντας, Γέτας δὲ ὄντας [ομα]
- *<βαρυβρόμου>
- μεγαλοφώνου ASg
- <βαρύες>
- δένδρα [βαρυκάνσου]
- *<βαρυθυμήσαντος>
- ὀλιγωρήσαντος AS
- <βαρύθων>
- βεβαρημένος
- *<Βαρούχ>
- εὐλογημένος
- *<Βαρθολομαῖος>
- υἱὸς κρεμάσας ὕδατα (Matth. 10,3)
- <βαρύκαν>
- σφῦραν
- <βάρκα>
- αἰδοῖον, παρὰ Ταραντίνοις. καὶ περόνη
- *<βαρυκάρδιοι>
- ἀσύνετοι, μωροί (Ps. 4,3) AS
- <βαρὺν ἀστράγαλον>
- δυσκίνητον
- <βαρύνει>
- ὀδυνᾷ. b) <...>ων· κωλύων
- <βάρυνθεν>
- ἐβαρύνθη<σαν> Αἰολικῶς
- <βαρύκτυπος>
- μεγαλόηχος, μεγαλόψοφος (Hes. Theog. 818)
- <βαρύς>
- κακός. ἀηδής. σκληρός (Eur. Hipp. 980?)
- <βαρύστονος>
- κακοδαίμων
- <βαρυσυμφορώτατος>
- βαρέως φέρων τὰς συμφοράς (Hdt 1,45,3) q
- <βαρὺ τὸ σκάφιον>
- τοῦτο λέγεται ἐπὶ τῶν δυσαρεστουμένων
- [<βαρυδάνειν,] βαρίβαν>
- τὸν ναυσιβάτην, ἐν ναυσὶν ἐλθόντα (Soph. fr. 474)
- <βάς>
- ἐπιβάς (Σ 65)
- [<βασά>
- αἰσχύνη. ὅ ἐστι δρῦς]
- <βασαγεῖ>
- †ἀλεσχοῖ
- *<βασάν>
- αἰσχύνη (Ps. 67,23) np
- <βασαγικόρος>
- ὁ θᾶσσον συνουσιάζων, παρὰ Ἱππώνακτι (fr. 107 Bgk.)
- <βασανεύεται>
- διελέγχεται. ἢ διακρίνεται. βασανίζεται
- <βασανιστής>
- ὁ δημόκοινος [τί πολλὰ δὲ ὁ διαιτητής] καὶ παρὰ τῶν ἀνδραπόδων τὴν ἀλήθειαν πυνθανόμενος
- <βασανίτης λίθος>
- οὕτω λέγεται Λυδικοῦ λίθου γένος. καὶ λίθος βάσανος, ᾧ παρατρίβοντες τὸ χρυσίον ἐδοκίμαζον q
- *<βάσανος>
- δοκιμασία P
- †<βαθανίαν>
- νεοσσείαν. Κρῆτες
- *<βασιλεύει>
- κρατεῖ, ἄρχει (Matth. 2,22) AS
- <βασίλειοι δικασταί>
- παρὰ Ἡροδότῳ (3,31,3) οἱ βασιλεῖ παράνομον ἐργαζομένῳ ἐναντιούμενοι
- <βασίλεια>
- γένος ἰσχάδων
- <βασίλειον>
- εἶδος [τυροῦ καὶ] μύρου (Cratet. fr. 2)
- <βασίλειος στοά>
- δύο εἰσὶν Ἀθήνησιν βασίλειοι στοαί, ἥ τε τοῦ λεγομένου Βασιλέως [Διός], καὶ ἡ <Διὸς> τοῦ Ἐλευθερίου q
- <βασιλειῶντα>
- βασιλείᾳ ἐπιβαλλόμενον
- <βασιλεύς>
- ἄρχων τις Ἀθήνησιν, μυστηρίων προνοῶν
- <βασίλη>
- βασίλεια. Σοφοκλῆς Ἰφιγενείᾳ (fr. 289)
- <βασιλέως ὀφθαλμός>
- ἐπέμπετό τις ὑπὸ βασιλέως ἐπίσκοπος, q ὃς ἐφεώρα τὰ πράγματα, <ὃν> τοῦ <βασιλέως ὀφθαλμὸν> ἐκάλουν (Ar. Ach. 192)
- <βασιλίδες>
- ὑπόδημα γυναικεῖον, καὶ αὐλητικόν, ὡς Ἐρατοσθέ- νης (frg. 28 Str.) ἀπὸ τοῦ βασιλέως κληθέν
- *<βασιλῆα>
- βασιλέα vASn <Ἀττικῶς> vn
- <βασιλίνδα>
- παιδιᾶς εἶδος, ᾗ βασιλέας καὶ στρατιώτας ἀπομι- μούμενοι ἐχρῶντο ... παρὰ Ταραντίνοις δὲ καὶ ἡ Ἀφροδίτη <Βασιλίς>
- *<βάσιμα>
- ἐπίβατα vgASn
- <βάσιμον>
- ἑδραῖον, βέβαιον, στάσιμον. *ἢ πορευτικόν (vgASP)
- <βάσις>
- ὁ ῥυθμός. δηλοῖ καὶ τὴν πορείαν. καὶ βῆμα. καὶ ὁδόν
- *<βάσις>
- στήριγμα. vgAS ἕδρα. *στάσις. Σ ῥυθμός. πορεία. βῆμα. ὁδός
- <βάσκα>
- μακέλη [βασκανία]
- <βασκαίνει>
- λυπεῖ. φθονεῖ. μέμφεται (Dem. 18,189) q vgAS
- <βάσκανος>
- *φθονερός (Dem. 18,119) AS [ἀχάριστος. συκοφάν- της]. Σοφοκλῆς (fr. 931) δὲ ἰδίως τὸ <βάσκανον> ἐπὶ τοῦ ἀχάριστος. καὶ ὁ συκοφάντης παρὰ τοῖς ῥήτορσιν
- <βασκαρίζειν>
- σκαρίζειν. Κρῆτες
- <βασκάς>
- ὄρνεόν τι (Ar. Av. 883?)
- <βασκεπικρολεα>
- πλησίον †ἐξεθόαζε. Λυδιστί (Hippon. fr. 14 A1 D.)
- <βάσκε>
- πορεύου S [λέγε] ἀνάστηθι
- <βάσκειν>
- [λέγειν] κακολογεῖν h καὶ ἀναστῆναι
- <βασκευταί>
- φασκίδες. ἀγκάλαι
- *<βάσκ' ἴθι>
- ἐκ παραλλήλου· πορεύου (Β 8) g
- <βάσκιοι>
- δεσμαὶ φρυγάνων
- <βάσκιλλος>
- κίσσα
- <βάσκον>
- ἐχώρουν
- [<βάσκου>
- πορεύου]
- *<βασμός>
- βαθμός ASP (g)
- <βασσαίας>
- τὰς ἐν βήσσῃ γεγονυίας. ἔλεγον δὲ <βήσσας> τοὺς κοίλους καὶ δενδρώδεις τόπους. ἔνιοι τοὺς βασίμους τῶν ὀρῶν
- <βασσάραι>
- χιτῶνες, οὓς ἐφόρουν αἱ Θρᾴκιαι Βάκχαι q
- *<βάσσαρος>
- ἀλώπηξ vgAS [καὶ βασσάτη] παρὰ Κυρηναίοις (Hdt. 4,192,2)
- <βασσάρια>
- τὰ ἀλωπέκια οἱ Λίβυες λέγουσιν (Hdt. 4,192,2)
- <βᾶσσος>
- οὐδετέρως· ἡ βῆσσα
- <βασταγή>
- βάρος
- <βαστά>
- ὑποδήματα. Ἰταλιῶται
- <Βάστας ὁ Χῖος>
- Δημοκρίτου ἐπώνυμον, καθὰ καὶ Εὔπολις (fr. 81) ἐν Βάπταις. ἔστι δὲ ἱστοριογράφος
- <Βάτα Κάρας>
- δύο ταῦτα ὀνόματα. ἐπιγέγραπται δὲ ἐπὶ ἀναθή- ματος ἐν Σάμῳ ἐν τῷ τῆς Ἥρας ἱερῷ οὕτω· <Βάτα Κάρας Σάμιος Ἥρῃ τήνδε θήρην ἀνέθηκε>
- <βάστακας>
- τοὺς πλουσίους καὶ εὐγενεῖς
- <βαστιζα κρόλεα>
- θᾶσσον ἔρχου. Λυδιστί
- <βαστραχηλίζει>
- τραχηλίζει
- <βάστραχας>
- τοὺς τραχήλους. Βοιωτοί
- *<Βάταλος>
- καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος S κίναιδος. ἔκλυτος (Dem. 18,180) AS
- <βατάνια>
- τὰ λοπάδια. ἡ δὲ λέξις Σικελική
- <βαταίνει>
- καλεῖ
- †<βαθάρα>
- πυκλιή, Μακεδόνες. πυρλός, Ἀθαμᾶνες
- <βατᾶς>
- ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι
- <βατήν>
- †αἰχμήν. [ἐπορεύετο, ἐβάδιζεν]
- <βατήρ>
- βαίνων. βαδιστικός
- <βατῆρα>
- τὸ ἄκρον τοῦ σκάμματος τῶν πεντάθλων, ἀφ' οὗ ἅλλονται τὸ πρῶτον q
- <βατηρίαν>
- ῥάβδον. *καὶ <βακτηρίαν> (ASn)
- <βάτης>
- πίθηκος. ἀναβάτης
- <βάτια>
- ὁ τῆς συκαμίνου καρπὸς <ὑπὸ Σαλαμινίων>, καλεῖται δὲ καὶ <ἅβρυνα ἢ μόρα> q
- <βατίδες>
- εἶδος ἰχθύος πλατύ, [ἢ βατία]· διαφέρει δὲ τοῦ βάτου ἰχθύος, ὡς Ἀριστοτέλης ποιεῖ φανερόν q
- <Βατίεια>
- πόλις Τρωϊκή (Β 813)
- <βατιάκη>
- φιάλη. οἱ δὲ εἶδος ποτηρίου
- <Βατιῆθεν>
- ἐκ δήμου Βατῆς, τῆς Αἰγηΐδος φυλῆς
- †<βάτηρος>
- ἐξ ἐχίνου σφάκελος
- *<βατόν>
- βάσιμον, ἐν ᾧ δύναταί τις ἐπιβαίνειν AS
- <βάτινος>
- δαυλός. Μεσήνιοι
- <βάτος> καὶ <βατίς>
- ἰχθύες διαφέρουσιν ἀλλήλων. καὶ ἀκάνθης εἶδος
- *<βατός>
- διαπεράσιμος AS τόπος Σ ἡ δὲ ἄκανθα <βάτος>
- *<βαπταῖς>
- πορφυρίσιν n [ἢ ὁδοί]
- <βατταρισταῖς>
- τοῖς βατταρίζουσιν
- <βατεῖν>
- πορεύειν. πορεῖν
- *<βαττολογία>
- ἀργολογία. ἀκαιρολογία (vg)
- *a) <βάτρα> AS <καὶ b) <βάττος>>
- S βάσις <καὶ> βασιλεύς (Hdt. 4,155,2) ASn
- <βάτραχος>
- ἐσχάρας εἶδος
- <βατραχίς>
- ἱματίου εἶδος (Ar. Eq. 1406)
- <βατραχίς>
- ἱματίου χρῶμα, ὃ βάπτεται ὑπὸ <βατραχίου> πόας q
- <βατραχίσκοι>
- μέρος τι τῆς κιθάρας
- <βατταρίζειν>
- ἐμοὶ μὲν δοκεῖ κατὰ μίμησιν τῆς φωνῆς πεποιῆ- σθαι, ὡς τὸ <ποππύζειν>. λέγουσι δέ τινες ἀπὸ Βάττου τοῦ ἰσχνοφώνου πεποιῆσθαι, ᾧ καὶ ἡ Πυθία εἶπεν· "Βάττ' ἐπὶ φωνὴν ἦλθες" ἔστι δὲ <ἀσήμως> φθέγγεσθαι, ποππύζειν, τραυ- λίζειν. q
- *<βατταρισμοῖς>
- φλυαρίαις (vg) AS
- [<βάττικες>
- γυναῖκες. Βοιωτοί]
- <Βάττος>
- βασιλεύς, τύραννος· Λίβυες. - τραυλόφωνος, ἰσχνό- φωνος (Hdt 4, 155)
- <Βάττου σίλφιον>
- παροιμία ἐπὶ τῶν τὰς ὑπερβαλλούσας τιμὰς εὑρισκομένων. Μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τοῦ Κυρηναίους ἑνὶ τῶν Βαττιαδῶν μεταδοῦναι ἐξαίρετον σίλφιον, ὃ ἐκτετίμηται παρ' αὐτοῖς, ὥστε καὶ ἐν τῷ νομίσματι ὅπου μὲν Ἄμμωνα, ὅπου δὲ σίλφιον ἐγκεχαράχθαι
- <Βάττου σκοπιά>
- χωρίον Λιβύης, ἀπὸ Βάττου
- <βᾶϋ>
- εἶδος ἄνθους
- <βαυβᾷ>
- κοιμίζει
- <βαυβᾶν>
- καθεύδειν (Eur. fr. 694? trag. ad. 165?)
- <βαυβυκᾶνες>
- πελεκᾶνες
- <Βαυβώ>
- τιθήνη Δήμητρος. ps σημαίνει δὲ καὶ κοιλίαν, ὡς παρ' Ἐμπεδοκλεῖ (fr. 153)
- <βαΰζειν>
- *ὑλακτεῖν (ps) ἀσαφῶς λέγειν (Aesch. Ag. 449?)
- *[<βρύκει>
- μασᾶται] gA
- <βαυκά>
- ἡδέα (Arar. fr. 9)
- <βαυκαλᾶν>
- κατακοιμίζειν. [τιθηνεῖν <τὰ> παιδία μετ' ᾠδῆς p κοιμίζειν
- [<βαυκανήσεται>
- [βοήσεται.] βοήσει]
- <βαυκαλιζόντων>
- τιθηνούντων
- <βαυκίδες>
- εἶδος ὑποδήματος γυναικείου q
- <βαυκίζεσθαι>
- θρύπτεσθαι gp
- <βαυκιζόμενον>
- τρυφερὸν καὶ ὡραϊστήν (Alex. 222,9) g
- <βαυκίσματα>
- τρυφερώματα g
- <βαυκισμός>
- Ἰωνικὴ ὄρχησις. καὶ εἶδος ᾠδῆς πρὸς ὄρχησιν πεποιημένον
- <βαύνη>
- κάμινος ἢ χωνευτήριον
- <βαῦνοι>
- χυτρόποδες καὶ κάμινοι. ἔνιοι δὲ καὶ ἐφ' ὧν ἐπικαθίζουσι
- *<βαῦνος>
- χυτρόπους A
- <βαφά>
- ζωμός. Λάκωνες
- <βάφιον>
- ὀξύβαφον. Ταραντῖνοι
- *<βακχεία>
- τελετὴ ἐν ὀρχήσει gn χορεία
- †<βάχθει>
- τέλμα ὕδατος. ἢ βάθος
- <βάψας>
- δεύσας. πλεύσας, ἢ τὴν κώπην βάψας (Ar. fr. 225?)
- *<βδάλλει>
- ἀμέλγει
- <βδαλοί>
- ῥαφίδες θαλάσσιαι. καὶ φλέβες κρισσώδεις
- <βδάλληται>
- θηλάζηται, ἢ ἀμέλγηται (Hippocr.)
- <βδαροί>
- δρύες, δένδρα
- *<βδέλλα>
- εἶδος σκώληκος (Prov. 30,15) ἢ <βδέλλιον> AS
- [<βδέλεσθαι>
- κοιλιολυτεῖν]
- *<βδελυγμίαις>
- δυσωδίαις (vgAS)
- <βδελυγμίαι>
- ναυσίαι S
- <βδελυκτός>
- μισητός P ἐξουδενημένος (Prov. 17,15. 2. Macc. 1,27) καὶ <βδελυρός>
- <βδελύξεται>
- <μισήσει> (Hippocr. aff. mul. 1,39) S
- *<βδελυρά>
- μίσους ἀξία vgAS
- *<βδελυροί>
- μισητοί, (vgAS) κακοί, ἐξουδενημένοι (Dem. 21,123)
- <βδελυρῶν>
- ὑφορωμένων, μισητῶν
- [<βδελύσσεσθαι>
- κενοῦσθαι τὴν κοιλίαν]
- *<βδελυσσόμενοι>
- μισοῦντες AS
- *<βδελύττεται>
- μισεῖ gn ὑφορᾶται (Ps. 5,7?)
- <βδύλλων>
- τρέμων. ἢ βδέων
- *<βδύλλειν>
- δεδιέναι, τρέμειν AS ἢ βδεῖν S
- *<βδέννυσθαι>
- κενοῦσθαι κοιλίαν gASph
- *<βεβάασι>
- βεβήκασιν. AS ἐνεστήκασι. παρεληλύθασι (Β 134)
- <βεβαδικώς>
- παρών
- *<βεβαίαν>
- ἀσάλευτον, μένουσαν (Hebr. 6,19; 2. Petr. 1,19) vgAS
- *<βέβαιον>
- ἀσάλευτον, ἀσφαλές, ἀμετάβλητον (vg)
- <βεβαιῶ>
- κυρῶ
- <βεβαιώσεως δίκην>
- τὸ ἐπὶ τῶν ὠνησαμένων τὸ μετὰ ταῦτα ἀμφισβητούμενον q
- *<βέβακεν>
- οἴχεται. [ἀπέθανεν (Eur. Or. 971) AS
- <βέβακται>
- εἴρηται (θ 408) S
- <βεβάμεν>
- βεβηκέναι (Ρ 359)
- †<βέβασις>
- τὸ εὐζόμενον
- *<βεβαώς>
- βεβηκώς vgAS ἱστάμενος (Ξ 477)
- <βεβῶσα>
- βεβηκυῖα. ἢ περιβεβηκυῖα (υ 17)
- <βέβηκεν>
- οἴχεται. τέθνηκε, πεπόρευται (Eur. Alc. 393. Or. 971 ..)
- <βέβηκα>
- ἵσταμαι
- *<βεβήκει>
- ἐπορεύετο (Α 221) AS ἥδραστο, πεπαγίωτο (Ρ 137) vgAS
- *<βεβηκός>
- ἀσφαλές gAS
- <βεβηκότας>
- βεβαίως ἐνεστηκότας
- <βέβηλον>
- τὸ μὴ ἱερὸν καὶ ἄθεον. καὶ ἀβέβηλον· <τὸ θεῖον> q
- *<βέβηλος>
- ἀνίερος. g ἀμύητος (hebr. 12,16?) g Pp
- *<βεβηλοῦνται>
- μιαίνονται. ASn ἁμαρτάνουσιν (Ps. 9,26) AS
- <βεβίηκε>
- βεβίασται (Κ 145) S
- *<βεβίωκα>
- ἔζησα (Dem. 18,10) vgAS
- <βεβιωμένα>
- ἃ ἐπράξαμεν (Dem. 18,265) (p)
- <βεβλημένος>
- τετρωμένος (Λ 591 etc.)
- *<βεβλήκει>
- ἔβαλε (Δ 108) n
- <βέβλεσθαι>
- μέλειν. φροντίζειν
- <βέβλην>
- μέλειν
- <βεβλιχασμένον>
- μεμολυσμένον
- <Βεθηλ>
- οἶκος θεοῦ p
- <βέβλωκεν>
- ἠρεμεῖ. φύεται, <φαίνεται> q
- <βεβολημένος>
- βεβλημένος. ASn [βεβουλευμένος.] ἠπορημένος. τεταραγμένος (Ι 9) ἢ [τετρωμένος (κ 247) S
- <βεβολήατο>
- τέτρωντο (Ι 3)
- <βεβοημένα>
- διαβόητα (Hdt. 3,39?)
- *<βεβουκόλημαι>
- πέπαιγμαι πεπλάνημαι vgAS
- <βεβράδα>
- ἀθερίνην
- <βεβράξαντα>
- συντόνως κεκραγότα. Λέγουσι γὰρ τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος <βέβρηκας>
- <βεβρασμένων>
- [εἱμαρμένων.] τετιναγμένων
- <βέβρηκες>
- τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος
- <βεβρενθυμένον>
- παρὰ Ἱππώνακτι (fr. 109 B.) ὀργιζόμενον
- <βεβρίθασι>
- βεβαρημέναι εἰσίν, οἱ δὲ πεπληρωμέναι. <Βρῖθος> γὰρ τὸ βάρος καὶ ἡ ἰσχύς (o 334)
- *<βέβριθε>
- βεβάρηται (Π 384) gSn
- *<βεβριθυῖαι>
- βαρεῖαι, ἰσχυραί (v. l. Δ 282) (g)AS
- *<βεβριθώς>
- βαρούμενος (vg) ASn
- <βεβρεγμένος>
- ὑπομεθύων (Eubul. fr. 126)
- <βέβροξ>
- ἀγαθός, χρηστός, καλός
- <βεβρός>
- ψυχρός, τετυφωμένος (Hippon. fr. 71 Kn.)
- <βεβροτωμένα>
- ᾑματωμένα, μεμολυσμένα (λ 41)
- *<βέβρυχεν>
- ἤχησε (ε 412) gASn
- <βεβρυχότες>
- †θυμοφονοῦντες
- <βεβρώθοις>
- καταφάγοις (Δ 35) ASn
- <βεβυκῶσθαι>
- πεπρῆσθαι, <παρὰ> Θετταλοῖς
- <βεβυλλῶσθαι>
- βεβύσθαι
- *<βεβυσμένη>
- πεπληρωμένη AS πεφραγμένη (vg)
- <βεβυσμένον>
- πλῆρες (δ 134)
- *<βεβῶτα>
- βεβηκότα gAS
- †<Βεβέηκος>
- ὁ Ἠριδανὸς ὑπὸ τῶν Ἐνετῶν
- <βειέλοπες>
- ἱμάντες, p οἷς ἀναδοῦσι Λακεδαιμόνιοι τοὺς νικη- φόρους
- [<βυίκας>
- μακράν]
- <βεικάδες>
- δέρματα θρεμμάτων νόσῳ θανόντων. Λάκωνες
- <βείκατι>
- εἴκοσι. Λάκωνες
- *<Βεζέκ>
- ἀστραπή (g) τις. Ἰεζεκιήλ (Ezech. 1,14)
- <βιβάσθων>
- κατ' ὀλίγον προβάς (Π 534)
- <βειλαρμοστάς>
- ἰλάρχας. Ταραντῖνοι
- <βείῃ>
- ζήσεις S, βιώσεις, [βιώσῃ S, πορεύσῃ (Π 852 Ω 131)
- <βείομαι>
- πορεύσομαι. ζήσομαι (Ο 194 Χ 431)
- <βείομεν>
- πορευθῶμεν. ζήσωμεν
- <βείρακες>
- ἱέρακες
- <βειρακή>
- ἡ ἁρπακτική
- <βείριξ>
- ἔλαφος
- <βειρόν>
- δασύ
- <βεικηλᾶ>
- νωχελῆ. ἀχρεῖα. Λάκωνες
- <βινεῖν>
- παρὰ Σόλωνι τὸ βίᾳ μίγνυσθαι. τὸ δὲ κατὰ νόμον ὀπύειν
- <βινητιᾶν>
- τὸ πασχητιᾶν. καὶ τὸ ὄρεξιν ἐπὶ συνουσίαν ἔχειν
- <βείω>
- πορευθῶ (Ζ 113)
- [<βείωνται>
- καταπονῶνται]
- <βεικούς>
- τοὺς πίθους (Hdt. 1,194,2)
- <βεκάς>
- μακράν
- <βεκός>
- ἄρτος. [ἢ ἄβητος]. Φρύγες (Hdt. 2,2,3)
- †<βεκῶς>
- μακρόθεν
- <βεκκεσέληνος>
- σεληνόπληκτος (Ar. Nu b. 398)
- <βεκός>
- ἀνόητος
- <βέλα>
- ἥλιος, gASn καὶ αὐγή, S ὑπὸ Λακώνων
- <βελάς>
- εἴρων, καὶ καταγελαστής
- *<Βελβίνα>
- κώμη Λακωνική (Hdt. 8,125) np
- <Βελέβατος>
- ὁ τοῦ πυρὸς ἀστήρ. Βαβυλώνιοι
- <βελεβέκη>
- βελόνη.
- [<Βελγαῖος>
- ἀπὸ πόλεως Βέλγης]
- *<βέλεμνα>
- βέλη, vgAS τόξα (Ο 484)
- <βελέων>
- βελῶν (Δ 465)
- <βέλεα>
- βέλη (Θ 67)
- <βέλεκκος>
- ὄσπριόν τι ἐμφερὲς λαθύρῳ μέγεθος ἐρεβίνθου ἔχον (Ar. fr. 755)
- <βελάσεται>
- ἡλιωθήσεται
- [<βέλλαι>
- ῥαφίδες θαλάσσιαι]
- <βέλλειν>
- μέλλειν
- <Βέλλερος>
- ὑπὸ Βελλεροφόντου κτανθείς. ἢ ὁ Βελλεροφόντης
- <βέλλιον>
- ἀτυχές. Κρῆτες
- *<βέλιαι>
- <διάβολοι> S εὐκίνητοι AS
- <Βελίαρ>
- δράκων (2 Cor. 6,15)
- <βέλλιρ>
- τρυφαλίς. Λάκωνες
- *<βεελφεγώρ>
- εἴδωλον <τοῦ Βήλ> (Ps. 105,28) n
- <βελλούνης>
- τριόρχης. Λάκωνες
- <βελονοποικίλτης>
- ὁ τῇ ῥαφίδι ὕφη ποιῶν καὶ ζωγραφῶν
- <βέλος>
- μάχαιρα. [τραῦμα. (Θ 513) gn ἀκίς. καὶ πᾶν τὸ βαλλόμενον. (Μ 458) καὶ τὴν ἀλγηδόνα (n) <βέλος> λέγει (Λ 269 Ξ 439)
- <Βέλτη>
- χωρίον Φρυγιακόν
- *<βέλτερον>, βέλτιον, κρεῖσσον, AS ἄμεινον, κάλλιον
- <βελτιωτέρας>
- τὰς βελτίους. Τελέσιλλα (fr. 6)
- †<βελτός>
- ὁ βλητός
- <βέμβιξ>
- ῥόμβος. στρέβλα. δίνη. ἢ συστροφὴ ἀνέμου
- <βέμβικος δίκην>
- ῥόμβου τρόπον. ἐπὶ τοῦ φεύγοντα μὴ <ἐπ'> εὐθείας τὴν φυγὴν ποιεῖσθαι, ἀλλ' εἱλεῖσθαι
- [<βεμεῖ>
- δονεῖ]
- <βεμβικίζει>
- ῥομβεῖ. στρέφει. διώκει
- [<βεμβεύει>
- δινεύει]
- <βεμβίδιον>
- ἰχθύδιον λεπτόν
- <βέμβλωκεν>
- ἐντυγχάνει. ἕστηκε. πάρεστι
- [<βεμόλετο>
- ἐφρόντισε]
- <βεβροντῆσθαι>
- παραπεφρονηκέναι
- [<βεμβρός>
- τετυφωμένος. πάρετος]
- <βέμβιξ>
- κῶνος. [συστροφὴ ἀνέμου. ῥόμβος. στρέβλα] *τροχός vgAS
- <βεμβρεῖ, βεμβρεύει>
- δινεύει
- <Βενδῖς>
- ἡ Ἄρτεμις, Θρᾳκιστί· παρὰ δὲ Ἀθηναίοις ἑορτὴ Βεν- δίδεια
- *<βένθεσι>
- βάθεσι (Α 358) vgAS
- <βένθος>
- βάθος. πυθμήν
- <βερβίνια>
- ξύλα καθηλωμένα, ἐξ ὧν τὰς ληκύθους ἐκρέμων (Hermipp.). οἱ δὲ γένος τι Ἀρκαδικὸν τοὺς Βερβενίους
- <Βεργαῖος>
- ὁ ἀπὸ πόλεως βέργης (Alex.)
- <Βέργιος>
- ποταμὸς ἐν Λιβύῃ
- *<βέρεθρον>
- βάθος. (Θ 14) ASP βάραθρον. κατώτατον. ἔσχατον (Greg. Naz. c. 1,2,9,9. 2,1,1,502 ..) ἢ πηλώδης τόπος. [ἢ κοίλωμα καταχθόνιον (gn)
- <Βερεκύνδαι>
- δαίμονές τινες [καὶ ῥόμβοι]
- <Βερεκύνται>
- Φρυγῶν τι γένος. καὶ πρότερον <Βερεκυντία> ἡ Φρυγία. καὶ <αὐλὸς Βερεκύντιος>
- <Βερέκυντα βρόμον>
- Φρύγιον αὐλόν. Σοφοκλῆς Ποιμέσιν (fr. 470)
- <Βερεκυντίας>
- ἄνεμος οὕτως καλούμενος
- <Βερενίκης> [*Βερονίκη
- πόλις ASn] <πλόκαμος>· τοῦτον κατη- στερίσθαι φησὶ Κόνων. καὶ βόλος δέ τις ἀστραγάλων οὕτω καλεῖται
- <Βερενικίδαι>
- δῆμος Πτολεμαΐδος φυλῆς
- <Βερενικίδες>
- <εἶδος> ὑποδήματος γυναικείου
- <Βερενίκιον>
- εἶδος βοτάνης
- <βέρκιος>
- ἔλαφος, ὑπὸ Λακώνων
- [<βρέκται>
- φυσσῆται]
- <βερκνίς>
- ἀκρίς
- <βερνώμεθα>
- κληρωσώμεθα. Λάκωνες
- <βέῤῥης>
- δραπέτης
- <βεῤῥόν>
- δασύ
- <βεῤῥεύει>
- δραπετεύει
- †<βεῤῥέαι>
- κληρῶσαι
- †<βερωνετῶν>
- ἀλλὰ ἀνετῶν
- <βέσκεροι>
- ἄρτοι, ὑπὸ Λακώνων
- <βεστόν>
- ἔσθος καὶ .. ὁ τῶν †ἐθῶν ἔμπειρος. Λάκωνες δὲ βεστη- κότα ἕσσαντα
- [<βέτεθρον>
- βάθος]
- <βέτης>
- τὸ ἀπόκρυφον μέρος τοῦ ἱεροῦ
- <βεῦδος>
- στέμμα τι, καὶ ἱμάτιον γυναικεῖον (Sapph. fr. 155) καὶ πόλις. καὶ ἄγαλμα
- <βῆ>
- ἔβη, ἐπορεύθη (Β 665?)
- [<βεβῆσαι>
- τὸ βιῶσαι, βιῶναι]
- <βηβήν>
- πρόβατον
- <βήζει>
- φωνεῖ
- <βῆ δ' ἄρ'>
- ἐπορεύθη (Β 16)
- *<βῆ δέ>
- ἐπορεύθη δέ (Α 34) ASg
- <βῆκα>
- ἀναδενδράς
- <βῆθι>
- βάδιζε. μέτρει
- <>βῆμα>
- πρόβατα (Ε 140)
- <βήκη>
- χίμαιρα
- <βηκώνιον>
- εἶδος βοτάνης
- <βὴ λέγει>
- βληχᾶται. ἢ θύει (Aristoph. fr. 642)
- <βήλημα>
- κώλυμα. φράγμα ἐν ποταμῷ. Λάκωνες
- <Βῆλθις>
- ἡ Ἥρα. ἢ Ἀφροδίτη
- <βηλήσσει>
- βληχᾶται
- <βῆλος>
- οὐρανός Sn <βαρυτόνως> καὶ Ζεὺς An <καὶ> Ποσειδῶνος υἱός nq
- <βηλός>
- οὐδὸς οἴκου. ἀπὸ τοῦ βαίνεσθαι. *ὁδός v σταθμός q
- *<βηλοῦ>
- σταθμοῦ (Α 591) vgAS
- †<βλοσέμεν>
- σκοτωθῆναι
- *<βηλῷ>
- βαθμῷ. [βατῆρι. οὐδῷ (Ψ 202) AS
- <βῆμα>
- πλείονα μὲν σημαίνει κοινότερον· <ἐστὶ> δὲ οὕτως καὶ τὸ λογεῖον, ὥσπερ <καὶ τὸ> ἐν ἐκκλησίᾳ καὶ δικαστηρίῳ. σημαίνει δὲ καὶ τὸ [κύκλημα γράφεται δὲ καὶ] ἐκκύκλημα. ἦν δὲ καὶ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ <βῆμα> q
- [<βῆνος>
- κιβωτός]
- <βηματίζει>
- τὸ τοῖς ποσὶ μετρεῖν. ἔστι δέ πως ἡ λέξις Μακεδονική
- †<βηνῶσα>
- ἡ φωνὴ τῶν προβάτων
- <βήξ>
- βηχίον
- <βήρ>
- τὸ φρέαρ. Σύροι
- <βήρβη>
- κωδία μήκωνος
- <βήραξ>
- μάζα μεγάλη
- <βηράνθεμον>
- νάρκισσος. οἱ δὲ τηράνθεμον λέγουσι
- <βήρηκες>
- μάζαι ὀρθαί. οἱ δὲ ἁπλῶς μάζας. ἄλλοι μάζας ἄνωθεν κέρατα ἐχούσας q ........
- <βηρίδες>
- ὑποδήματα, ἃ ἡμεῖς <ἐμβάδας> λέγομεν
- <βῆ ῥ' ἴμεναι>
- ὥρμησεν ἰέναι (π 341. ρ 604)
- <βηρίχαλκον>
- τὸ μάρανθον. Λάκωνες
- <βηρυσσεύειν>
- σπείρειν
- <βηρύς>
- ἰχθύς
- <βήρυλλος>
- *λίθος (Tob. 13,17) AS ἢ βοτάνης εἶδος
- <βῆσσαι>
- κλίμακες, κοιλίαι. καὶ ὑδρηλοὶ τόποι. κρημνοί. καὶ τὰ βάσιμα ὄρη. καὶ πόλις (Β 532) καὶ βάσιμοι τόποι τῶν ὀρέων
- <βήσσας>
- ὁμοίως
- <βήσατο>
- ἐπέβη (Γ 262)
- *<βήσσῃς>
- τόποις βασίμοις τῶν ὀρέων (Γ 34) AS
- *<βήσεται>
- ἀποβήσεται (Β 339) vAS
- *<βησίον>
- ποτήριον AS
- <βήχιον>
- βοτάνης εἶδος (Hippocr. art. 63)
- *<βήσομεν>
- ἐπιβιβάσομεν, ἐμβιβάσομεν (Α 144) AS
- <βητάρμονες>
- ὀρχησταί, [οἱ διὰ τῶν ποδῶν ὀρχούμενοι.] ἀπὸ τοῦ ἡρμοσμένως βαίνειν (θ 250) q(n)
- <βηχίον>
- νόσος ἐν λάρυγγι
- *<βία>
- δύναμις AS ἰσχύς. [ἀνάγκη P
- <βιάζεται>
- βιαίως κρατεῖται (Λ 588)
- *<βίαιος>
- παράνομος AS
- <βία πυρός>
- δύναμις n πυρός, ἢ ἀνάγκη
- <βιάτωρ>
- κυάθιον μικρόν, ἤγουν κοχλιάριον
- <βιᾶται>
- γυναῖκας βιάζεται
- *<βιβάζει>
- ὀχεύει. gAS ἐπὶ τῶν θρεμμάτων. ὑβρίζει
- <βιβάς>
- βαίνων. ἕρπων. *διαβαίνων (Η 213) AS
- *<βίβασις>
- κοίτη. στιβάς AS
- *<βιβάσθων>
- διαβαίνων (Ν 809) S
- *<βιβλία>
- βυβλία. AS ἐπιστολαί
- *<βιβῶντα>
- διαβαίνοντα (Γ 22) AS
- <βίδην>
- εἶδος. κροῦμα. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 57) [<Βηρσαβεέ>· μήτηρ Σολομῶντος. καὶ τόπος περὶ τὴν ὀρεινὴν τῆς Παλαι- στίνης]· "<ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν> ..." ἄλλοι <βίθυν>
- [<βιζῆαι>
- κοῖται. στιβάδες S]
- <βίην Ἡρακληείην>
- περιφραστικῶς τὸν Ἡρακλέα (Ε 638 etc.) S
- *<βίῃ>
- δυνάμει. AS [ἢ δύναμις] (Α 430)
- *<βίηφι>
- δυνάμει. βίᾳ (α 403) AS. [ὡς Πολέμων (p. 94 P.) ἐν Ἐρατοσθένους Ἐπιδημίᾳ]
- <Βῖκας>
- σφίγγας
- *<βῖκος>
- στάμνος ὦτα ἔχων (Ier. 19,1) vgAS
- *<βιμβικίζεται>
- περικρούεται vgAS
- <Βίβλινος>
- εἶδος οἴνου (Hes. op. 589) καὶ γένος ἀμπέλου ἐν Θρᾴκῃ. καὶ ὁ παλαιὸς οἶνος. Ἐπίχαρμος (fr. 174) δὲ ἀπ' ὀρῶν Βιβλί- νων. ἔστι δὲ Θρᾴκης q
- <βιοῖο>
- τοῦ τόξου (Α 49)
- *<βιόν>
- τόξον (Κ 260) n
- <βιός>
- τόξον ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν ἔντασιν βίας (Δ 125)
- *<βίος>
- ζωή P, περιουσία
- *<βιότοιο>
- τῆς ζωῆς (Δ 170) S
- <βιοτεύειν>
- τὸ ζῆν. Θουκυδίδης (1,130,1)
- *<βιοτῆς>
- ζωῆς vg
- <βιοτεύων>
- συνζῶν. συναναστρέφων
- <βιοῦν> καὶ <βιοτεύειν
- βιοῦν> μὲν τὸ διάγειν, τὸ ζῆν, <βιο- τεύειν> δὲ τὸ πορίζειν τὰ πρὸς τὸν βίον
- *<βίοτος>
- τὸ ζῆν, ἢ [ζωή. S καὶ τὰ πρὸς τὸ ζῆν· Σ βίοτον κατα- κείρειν (Δ 686)
- [<βιοῤῥός>
- δουλεία]
- <βίον μεμαγμένον>
- ἐπὶ τοῦ εὐδαίμονος βίου
- <βιότου>
- βίου (ξ 527)
- <βιόσσαο>
- τὸ ζῆν ἔδωκας, βιῶσαι ἐποίησας (θ 468)
- <βιόωνται>
- καταπονοῦσι. βιάζονται (λ 503)
- <βιπτάζειν>
- ἐπιβάπτειν (Epich. fr. 175)
- <βίῤῥη>
- πυράγρα. οἱ δὲ δρέπανον
- <βίῤῥοξ>
- δασύ. Μακεδόνες
- <βιῤῥωθῆναι>
- ταπεινωθῆναι
- <βίσβης>
- δρέπανον ἀμπελοτόμον λέγουσι Μεσάπιοι. καὶ ἑορτὴν <Βισβαῖα>, ἣν ἡμεῖς <κλαδευτήρια> λέγομεν
- <Βίσσαιον>
- <τόπου> ὄνομα ἐν Ἰλίῳ· Πολέμων
- <βίσκαρις>
- εἶδος βοτάνης
- <βίσταξ>
- ὁ β# <μετὰ> βασιλέα παρὰ Πέρσαις
- <βιστήνη>
- ἡ καρδία
- <Βιστονίς>
- Θρᾳκίς
- [<Βίστρας>
- Θρᾴκιον ὄνομα]
- <βιστιάριον>
- τόπος, ἐν ᾧ τὰ χρήματα τίθενται καὶ τὰ ἱμάτια †τοῦ κοινοῦ
- <Βισύρας>
- ἥρως Θρᾷξ. Θεόπομπος (115, 302 J.) δὲ Χερσοννη- σίτην λέγει [Βισσύρας]
- <βίσχυν>
- ἰσχύν. σφόδρα †ὀλίγον. Λάκωνες
- <βιωμένων>
- βιαζομένων
- <βείω>
- βῶ, πορευθῶ (Ζ 113)
- *<βιώνης>
- ὁ τὰ δημόσια ἀγοράζων gAS
- <βιῳ>
- τῷ τόξῳ. ἢ τῇ ζωῇ
- *<βιῶναι>
- ζῆσαι (Κ 174) gSn
- *<βιώτω>
- ζήτω (Θ 429) gAn
- <βίὡρ>
- ἴσως. σχεδόν. Λάκωνες
- <βλαί>
- βληχή. Λάκωνες
- <βλάβεν>
- ἐσφάλησαν. ἐστέροντο. ἐβλάβησαν (Ψ 545)
- <βλάβεται>
- βλάπτεται (Τ 82) S
- *<βλάβη>
- λύμη. φθορά (Eur. Hipp. 511) ASn
- <βλάβος>
- βλάβη (Dem. 20,9? Hdt. 1,9,13)
- <βλαβυρίαν>
- εἰκαιολογίαν
- <βλαβύσσειν>
- βλάπτεσθαι
- <βλαγίς>
- κηλίς. Λάκωνες
- *[<βλαδά>
- ἄωρα. μωρά. AS ὠμά]
- <βλάδαν>
- νωθρῶς
- *<βλαδαρά>
- ἄωρα. μωρά. ὠμά AS
- <βλαδαρόν>
- ἐκλελυμένον. χαῦνον
- <βλαδόν>
- ἀδύνατον
- <βλαδεῖς>
- ἀδύνατοι, ἐξ ἀδυνάτων
- <βλάζειν>
- μωραίνειν
- <βλαβύρει>
- πτερύσσεται
- <βλάθρον>
- φυτὸν πτέρει ὂν ὅμοιον, ὅπερ ἔνιοι <βλάχνον>
- *[<βλαιμάζειν>
- ψηλαφᾶν. δοκιμάζειν, πειράζειν] AS
- <βλᾶκα> καὶ <βλακεύειν>
- τὸν ἀργὸν καὶ ἀργεῖν Ἀθηναῖοι. ἔνιοι προβατώδη
- *<βλᾶκα>
- μωρόν A
- <βλακείας>
- ἰχθὺς ποιός
- <βλακεύει>
- διατρίβει. ληρεῖ, μωραίνει. νωθρῶς τι ποιεῖ. *ῥᾳθυ- μεῖ. μαλακίζεται AS
- *<βλακεία>
- μαλακία ASPn
- <βλακεύειν>
- μωραίνειν. εἴρηται δὲ ἀπὸ ἰχθύος τοῦ καλουμένου <βλακός>
- <βλακικώτερα>
- εὐηθικώτερα
- *<βλάξ>
- μωρός. ἀπό τινος ἰχθύος δυσώδους. S ἢ ὁ διὰ νωθείαν ἡμαρτηκὼς ἐν τοῖς προδήλοις AS
- *<βλάσκει>
- [λέγει.] καπνίζει AS
- <βλασκείας>
- ἰχθὺς ποιός
- <βλαστά>
- βλαστήματα. S πλαταγώνια. Σικελοί
- [<βλαστάζειν>
- βλιμάζειν.] [οἱ αὐτοί]
- <βλάξ>
- ἀργός. τρυφερώδης. μαλθακός
- <βλάστην>
- φυήν. βλάστημα. βλαστός
- <βλαταγίζουσα>
- ἐπικροτοῦσα
- [<βλάνος>
- τυφλώδης]
- *<βλάτταν>
- χόρτος. AS ἢ λάχανον S
- <βλαττοῖ>
- παιδαριεύεται
- *<βλαύτια>
- σανδάλια vgAS
- [<βλαχάν>
- ὁ βάτραχος]
- <βλᾶχρον>
- πόα τις
- <βλάσταν>
- βλάστησιν, Κύπριοι
- <βλαῦδες>
- ἐμβάδες, κρηπῖδες, σανδάλια, ὑποδήματος ... [οἱ δὲ <βλακεύς>]
- <Βλαύτη>
- τόπος Ἀθήνησι
- <βλαυτοῦν>
- ὑποδέειν. ἢ πλήσσειν σανδαλίῳ, οἱ δὲ ὑποδήματι (Men.)
- †<βλεερεῖ>
- οἰκτείρει. Βοιωτοί
- <βλείης>
- (Epich. fr. 219) βληθείης. καὶ <βλεῖο> (Ν 288) ὅτι†
- <βλέθραν>
- λεῖον ἰχθύν
- <βλεκέμυξος>
- βλακώδης. μυξώδης. εὐαπάτητος
- *<βλεμεαίνειν>
- γαυριᾶν, (AS) ἐπαίρεσθαι. πεποιθέναι. εὐθυμεῖν. χαίρειν. πιστεύειν. ἀφρίζειν. ὀργίζεσθαι (Greg. Naz. c. 1,2,9, 113 [37,676])
- <βλένα>
- μύξα. οἱ δὲ διὰ τοῦ π <πλένα> καὶ <πλέννα> τὰ ἀσθενῆ καὶ δυσκίνητα
- <βλεννόν>
- νωθῆ. μωρόν (Sophr. fr. 51)
- *†<βλεόερον>
- βάθος. δεσμωτήριον AS
- *<βλεσός>
- παραλυτικός vgAS
- <βλεπάζοντες>
- βλέποντες
- <βλεπεδαίμων>
- ὁ ὑπὸ νόσου κατεσκληκὼς καὶ κακόχρους ὑπὸ δαιμόνων (Com. ad. fr. 85; 3,415 K)
- <βλεπετύζει>
- σκαρδαμύττει. βλέπει
- <βλέπησις>
- βλέψις (Ar. fr. 757)
- <βλιτόνουν>
- βλιτώδη
- <βλέτυγες>
- φλυαρίαι. οἱ δὲ <βλέκυγες>
- <βλέτυες>
- αἱ βδέλλαι
- <βλεφαρίδες>
- αἱ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς τρίχες
- †<βλεῖ>
- βλίσσει. ἀμέλγει. βλίζει
- <βλήδην>
- μετὰ τοῦ βάλλειν
- <βλῆμα>
- ἄρτος ἐντεθρυμμένος
- †<βληθρήν>
- τραχεῖαν. οἱ δὲ ἁπαλήν
- <βλιμάζειν>
- ὑποθλίβειν τοὺς μαστούς
- <βλήμενος>
- τετρωμένος (Δ 211)
- †<βλῆναι>
- ἀληθεῖς
- <βλῆρ>
- δέλεαρ. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ αἶθμα. παρὰ Ἀλκαίῳ ἡ λέξις
- <βλῆραι>
- αἱ κνίδαι. ἄλλοι χόρτον. οἱ δὲ τῶν ὀσπρίων τὴν καλάμην
- <βλήσσανον>
- φυτὸν σχίνῳ ὅμοιον
- <βλίσσα>
- βότρυν ἡμιπέπειρον
- *<βλῆσθαι>
- βληθῆναι. [τρωθῆναι (Δ 115) A
- <βληστάς>
- ὁ χερσαῖος σκορπίος
- <βληστρισμός>
- ῥιπτασμός. καὶ ἄλυσις (Hippocr. Epid. 1,26 β)
- <βλητιεῖ>
- καταβαλεῖ. νικήσει
- <βλητεύει>
- καταβάλλει
- *<βλῆτο>
- ἐβέβλητο (Δ 518) n
- <βλητός>
- ὁ ἀπόπληκτος
- <βλήτροισι>
- τῆς ἁμάξης τροχοί. σφῆνες. ἐμβλήματα. οἱ δὲ γόμφους καὶ συμβολὰς ἀξόνων (Ο 678)
- <βλητρώσας>
- ἐμβαλών
- *<βληχή>
- φωνὴ προβάτων (μ 266) vgPp
- <βληχᾶται>
- φωνεῖ
- <βλήχημα>
- μωρός. προβατώδης
- *<βληχήματα>
- βοαὶ προβατώδεις AS
- <βληχήσασθαι>
- ὡς πρόβατα βοῆσαι
- *<βληχράν>
- ἀσθενῆ (Ε 337?) AS
- <βλῆχρος>
- πτέρις
- *<βληχρόν>
- ἀσθενές. AS νωθρόν. ἁπαλόν. λελυμένον
- <βλήχων
- γλήχων>· καὶ <γὰρ> οὕτως λέγεται. ἔστι δὲ εἶδος βοτάνης. καὶ τὸ ἐφήβαιον (Ar. Lys. 89)
- <βλιαρόν>
- ἀβλεμές
- <βλιβρόν>
- λαγρόν
- <βλίδες>
- ψεκάδες
- <βλίκανον>
- βάτραχον. καὶ <βλίχαν>
- <βλικάς>
- σύκου φύλλον
- [<βλιηχῶδες] βλιχῶδες>
- παρὰ Ἱπποκράτει (cap. vuln. 19) τὸ λελεπισμένον, καὶ καθαρόν
- <βλιμάζειν>
- τὸ τιτθολαβεῖν. οἱονεὶ θλίβειν, [ἢ †βαστάζειν,] καὶ τὸ τοὺς ὄρνιθας ἐκ τῶν στηθῶν πειράζειν. Ἀριστοφάνης Ὄρνισιν (530)
- <βλίμασις>
- ἡ τῶν τιτθῶν θλῖψις
- <βλιμάξαι>
- †βαστάσαι. ἀτιμάσαι
- <βλίμη>
- προπηλακισμός. ὕβρις
- <βλινόν>
- δαλόν
- <βλίξ>
- συνεχῶς
- <βλίσαι>
- καπνίσαι μελίσσας, S καὶ ἐξελάσαι τῶν σμηνῶν, ὑπὲρ τοῦ <τὸ> μέλι τρυγῆσαι
- <Βλίσσιοι>
- οἱ Βοιωτοὶ πρότερον οὕτως ἐκαλοῦντο
- <βλιτάς> (Men. fr. 955) ... καὶ <βλίτωνας>
- τοὺς εὐήθεις
- <βλιτάχεα>
- παρὰ Ἐπιχάρμῳ (fr. 193). οἱ μὲν τὰ κογχύλια· οἱ δὲ τὰ ὑφ' ἡμῶν σελάχια
- <βλίταχος>
- βάτραχος
- *<βλίττειν>
- τὸ ἀφαιρεῖν τὸ μέλι ἀπὸ τῶν κηρίων (Plat. rep. 8,564e) vgAS
- <βλίτον>
- λαχάνου εἶδος
- <βλίτυρι <καὶ σκινδαψός>>
- Ἰόβας τὸν <σκινδαψὸν> ὄργανον [ὂν] μουσικὸν ἀποδίδωσι, τὸ δὲ <βλίτυρι> χορδῆς μίμημα
- *<βλοσυρόν>
- φοβερόν. g καταπληκτικόν (Η 212 Ο 608) (v)gS(P)
- *<βλοσυρῶπις>
- καταπληκτικοὺς <τοὺς> ὀφθαλμοὺς ἔχουσα (Λ 36) gASn
- *<βλύδιον>
- ὑγρόν. ζέον. gAS [ἢ ὑποδήματα] S
- *<βλύζει>
- βρύει, πηγάζει, P ἀναβρύει ὕδατα
- *<βλωθρή>
- εὐαυξής. (Ν 390) AS ... ἢ <παρὰ τὸ> προβαίνειν καὶ ἄνω θρώσκειν
- *<βλωμοί>
- στραβοί vgAS
- *<βλωμός>
- [ἰσχνή,] AS ψωμός (Call. fr. 508) gAS
- *<βλωρός>
- σύκου φύλλον AS
- *<βλῶσις>
- παρουσία gAS
- *<βλώσκει>
- ἀνατέλλει. ἕρπει AS
- *<βοᾷ>
- κραυγάζει (Ξ 394?) AS
- *<βοάγρια>
- ἀσπίδας (Μ 22) S
- *†<βοαδεῖ>
- ὀκνεῖ S
- <βόας αὔας>
- ξηρὰς βύρσας (Μ 137)
- *<βοείας>
- βύρσας (Λ 842) S
- *<βόεσσι>
- βουσί (Β 481) S
- <βοέοισιν ἱμᾶσι>
- βοείοις (Ψ 324)
- <βοῆ>
- βύρσα. ἀσπίς S
- *<βοηδρομεῖν>
- μετὰ σπουδῆς παραγίνεσθαι (Eur. Or. 1510) vgS
- *<βοὴν ἀγαθός>
- ὁ κατὰ τὴν μάχην ἀνδρεῖος (Β 408) S
- <βοηθήσων>
- βοηθῶν S
- *<βοηθόον>
- κατὰ τὴν μάχην ταχύν (Ρ 481) S
- <βόθρος>
- ὄρυγμα γῆς (Sirac. 21,10)
- *<βολάων>
- βολῶν. ἢ πληγῶν (ρ 283) gS
- *<βόλβιτα>
- ἀφόδευμα βοός vg
- *<βόλβυθον>
- τὸ αὐτό S
- <βολίδες>
- ἀκόντια. λογχάρια (Sap. 5,21) S
- <βολίς>
- βέλος. λόγχη· ἀκόντιον (Ierem. 9,7) vgS
- <βολῇσι>
- τρώσεσι, πληγαῖς (ω 160)
- *<βολίτοις>
- βολβίτοις (Ar. Eq. 658) S
- <βόλοι>
- βολισμοί S
- <βόλος>
- θήρα S παλμός. βόλου ὄνομα. καὶ δίκτυον
- <βόμβαξ>
- τοῦτο παρεμβολοειδές ἐστι. σημαίνει δὲ διασυρμόν (Ar. Thesm. 45?)
- <βομβαύλιος>
- ὁ αὐλητής. ἀπὸ τοῦ <βομβεῖν> (Ar. Ach. 866)
- <βομβῆσαι>
- ὡς περιστερὰ φωνῆσαι
- *<βόμβησεν>
- ἐψόφησεν (θ 190 etc.) gS
- <Βομβυλεία>
- ἡ Ἀθηνᾶ ἐν Βοιωτίᾳ
- *<βόμβος>
- ἦχος, vg(P) ψόφος (P) (Pl. Prot. 316a?)
- <βόμβους>
- ἤχους, S ψόφους
- <βομβοία>
- ἡ κολυμβὰς ἐλαία, παρὰ Κυπρίοις
- <βομβοιλαδόνας>
- †ἐνιαυτούς
- <βομβρύζων>
- τονθρύζων. βοῶν
- <βομβρυνάζειν>
- βρενθύεσθαι
- <Βομβυλία>
- κρήνη ἐν Βοιωτίᾳ
- <βομβύλην>
- λήκυθον
- [<βόμβυκες>
- γένος αὐλῶν. ἢ εἶδος ζώου πτερωτοῦ, κατὰ σφῆκα]
- <βομβυλίδας>
- πομφόλυγας
- <βομβυλιός>
- ποτηρίου γένος, κατὰ μικρὸν ποτὸν στάζοντος· ὅθεν διὰ τὸν ἦχον οὕτω κεκλῆσθαι (Antisth. p. 20,1 Winck.) ἢ ζῶον, ἦχόν τινα ποιοῦν τοῦ γένους τῶν σφηκῶν (Isocr. 10,12). *ἢ μέλισσα μεγάλη. Sn ἢ μυῖα S
- <βόμβυξ>
- στάμνος. Λάκωνες. *καὶ αὐλοῦ εἶδος. S(g) καὶ ζῶον, ἀφ' οὗ τὰ βομβύκινα ὑφάσματα συντελεῖται S(gn). ἔνιοι δὲ βομβύλιον οὕτω λέγουσιν· οἱ δὲ †ῥυμόν. *ἢ ἦχος βομβυλισμοῦ Sn
- <βομβῶνας>
- βουβῶνας
- (*)<βοῶντες>
- κραυγάζοντες (Act. Apost. 17,6)
- †<βομβυθυλεύματα>
- τὰ μαγειρικὰ ἀρτύματα· κατεσκευασμένα· ἔνιοι τὸ σὺν τῇ ὄνθῳ ἀρτύειν
- <βοώνητα>
- τιμῆς βοῶν ἠγορασμένα. [ἢ ἀνόσιος]. παρὰ Κυπρίοις δὲ ἀνόσιος
- <βοὸς κέρας>
- τὸ περιτιθέμενον τῇ ὁρμιᾷ κέρας κατὰ τὸ ἄγκιστρον. οἱ δὲ τρίχα (Ω 81)
- †<βόοσκον>
- βουφορβόν. ὀρεινόμον
- <βοοσσόος>
- μάστιξ (Call. fr. 301) καὶ βούτης
- <βορά>
- θοίνη (Eur. Or. 189) *βρῶσις (vg.) σῖτος *τροφή (Iob 38,39) (vgSP)
- *<βοῤῥᾶς>
- ἄνεμος PS ψυχρός. καὶ παγώδης vgS καὶ σκληρός, τροπικῶς καλούμενος διάβολος, ὁ παρὰ τὸ ὁρᾶσθαι ἐπιδέξιος (Prov. 27,16)
- *<βόρβορος>
- ὀχετὸς δυσώδης (Ierem. 45,6) S
- <βορβορυγή>
- ποιός τις ἦχος, ὃν καὶ <κορκορυγὴν> καλοῦσιν
- <βορβορίζει>
- γογγύζει. μολύνει. Κύπριοι
- <βορβορωπόν>
- αἰσχρόν, βορβόρῳ ἐμφερές
- <βορβύλα>
- πέμμα στρογγύλον διὰ μήκωνος καὶ σησάμης μεγέ- θους ἄρτου
- <Βορέας>
- σκόλιόν τι ᾀδόμενον οὕτως ἔλεγον. καὶ ὁ ἄνεμος
- <Βορεασταί>
- Ἀθήνησιν οἱ ἄγοντες τῷ Βορέᾳ ἑορτὰς καὶ θοίνας, ἵνα <οὔριοι> ἄνεμοι πνέωσιν. ἐκαλοῦντο δὲ Βορεασμοί
- <βορέην>
- τὴν φῦσαν. γράφεται δὲ καὶ <βορῆ>
- <βορεῖον>
- γαστὴρ ἐσκευασμένη πως
- <βορθαγορίσκια>
- χοίρεια κρέα, καὶ μικροὶ χοῖροι <βορθαγορί- σκοι>. Λάκωνες
- †<βορηά>
- βοτάνη πᾶσα
- [<βοῤῥᾶς>
- ἄνεμος ψυχρὸς παγώδης καὶ σκληρός, ὃς τροπολογού- μενος σκαιὸς καὶ ἀποπομπαῖος λέγεται, ὃς σημαίνει τὸν διά- βολον. περὶ δὲ τῶν ἀσεβῶν ἐπιδέξιος]
- <βόρμαξ>
- μύρμηξ
- <βόρμος>
- ὃν καὶ <βρόμον> λέγουσιν. ἔστι δὲ τροφὴ τετραπόδων, τὸ πολλαχοῦ μὲν σπειρόμενον, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτομάτως φυό- μενον
- [<βρότος>
- αἷμα. μολυσμός. <Ἄμβροτοι θεοί>· ἄναιμοι καὶ ἀμό- λυντοι. <Ἄμβροτοι θεοί>· ἀθάνατοι, τῷ ἄμοιροι εἶναι βρότου, τουτέστι αἵματος καὶ μολύσματος]
- *<βορόν>
- βρωτικόν gS καταβρῶσκον Sn
- <βορός>
- πολυφάγος, S ἄπληστος. καὶ ὁ ἐκ τῶν στεμφύλων ἐπὶ τῆς ἀρυστίδος ὁλκός. Λάκωνες
- <βοῤῥάζων>
- ψοφῶν
- <βοῤῥᾶς>
- [*βρώσεως SΣ ἢ] βορέας. Πλάτων (Criti. 112 b v. l.)
- [<βοῤῥόν>
- βροτικόν]
- <βοῤῥοῦ>
- τοῦ βορέου. ἡ γενικὴ παρὰ Ἀριστωνύμῳ (fr. 8, I 669)
- <βορσόν>
- σταυρόν. Ἠλεῖοι
- <βόρταχος>
- βάτραχος
- <βόρμος>
- ἔνιοι δὲ τὴν ἱππάκην· ἔνιοι δὲ τὴν σιτώδη πόσιν
- <Βορυσθένης>
- ὁ Ἑλλήσποντος. ἔστι δὲ <καὶ> ποταμός
- *<βόσις>
- βόσκησις vgS
- <βοσκημάτων>
- θρεμμάτων q
- <βοσκόμενον>
- δαπανώμενον n
- *<βόσκων>
- τρέφων (Ierem. 38,10) g
- <βοσκάς>
- φασκάς †Λίβιοι
- <βοσκέων>
- ὁ τροφεύς
- <βοσκή>
- τροφή
- <βόσκομεν>
- τρέφομεν
- <Βόσπορος>
- οὐ μόνον ὁ Σκυθικός, ἀλλὰ καὶ Θρᾴκιος οὕτως ἐκαλεῖτο (Soph. Ai. 884)
- <βοστρυχοειδῆ>
- πολυκαμπῆ
- <βοστρύχια>
- στέμφυλα
- <βοστρυχίζεται>
- κοσμεῖται
- *<βόστρυχοι>
- πλόκαμοι vgS
- <βοστρυχῶδες>
- τὸ [θάλπον, ἢ] θάλλον
- <βοτά>
- βοσκήματα. g κατὰ πάντων δὲ καὶ χερσαίων καὶ πτηνῶν καὶ ἐνύδρων καὶ ἀγρίων ζώων λέγεται, [δὲ] ἀπὸ τοῦ βόσκεσθαι
- <βοτεῖν>
- βόσκειν
- <βοτῆρα>
- ποιμένα (Eur. Andr. 281) (vgS)
- <βότις>
- †βόλτιον (Sophr. fr. 64)
- *<βοτοῖσι>
- βοσκήμασι (Σ 521) (S) n
- <βοτρύδια>
- ἐνωταρίων εἶδος. οἱ δὲ βότρυς. ἢ Θεσμοφοριαζούσαις (Ar. fr. 320,10)
- [<βοτρυδιόν>
- κατὰ συντροφήν]
- *<βοτρυδόν>
- ἑτέρα τῆς ἑτέρας ἐχομένη, ὡς οἱ βότρυες τὰς ῥᾶγας ἔχουσιν g πυκνάς. καὶ κατὰ συστροφήν. ἢ [συνηγμένοι ὁμοῦ (Β 89) n
- <βοτρυμός>
- τρυγητός
- [<βοτιανείρη>
- τροφὴν ἀνδράσι παρέχουσα]
- [<βοτύσι>
- βοσκήμασι]
- *<βοτῶν>
- θρεμμάτων n
- <βοῦ>
- τὸ μέγα καὶ πολὺ δηλοῖ. [Λάκωνες]
- <βοῦα>
- ἀγέλη παίδων. <Λάκωνες>
- <βουαγετόν>
- ὑπὸ βοῶν εἱλκυσμένον ξύλον. Λάκωνες
- <βουαγόρ>
- ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες
- <βουάκραι>
- οἱ φοίνικες, ὑπὸ Λακώνων
- <βουβάλιες>
- οἱ βούβαλοι (Hdt. 4,192,1). ἢ ἀστράγαλοι
- <βουβάλιον>
- γυναικὸς κοσμάριον (Diph. fr. 59 Nicostr. fr. 33) καὶ ἄγριος σικυὸς παρὰ Ἱπποκράτει
- <βούβαλος>
- δορκάδιον. καὶ μέγα καὶ πολύ
- [<βουβάραι>
- μεγάλαι
- <βούβαρα>
- μεγάλα
- <βουβάρας>
- μεγαλοναύτης, παρὰ τὴν <βᾶριν>. καὶ μέγα βάρος ἔχων καὶ αὐχηματίας ἢ ὁ μέγας καὶ ἀναίσθητος ἄνθρωπος]
- <βούβαρις>
- νεὼς ὄνομα, παρὰ Φιλίστῳ (fr. 56,69 J.)
- <βούβελα>
- κρέα βόεια
- <βουβίλιξ>
- σιταποχία
- <βούβοσις>
- πολυφαγία
- <βουβωνιασκόπος>
- ὁ βουβῶνι ἐπᾴδων
- <βουγάϊος>
- *μεγάλως ἐφ' ἑαυτῷ γαυριῶν. gS δηλοῖ δὲ καὶ ἀναίσθητον καὶ ἀλαζόνα καὶ μεγάλαυχον ἢ ἀγλαϊζόμενον (N 824)
- <βούβρωστις>
- μεγάλη πενία. λύπη (Ω 532). ζωύφιον. *μέγας λιμός vg λύμη. φθορά. φθόνος
- <βουγενέων>
- τῶν μελισσῶν. Καλλίμαχος· "ἁρμοῖ γὰρ Δανάου γῆς ἐπὶ <βου>γενέος" (fr. 383,4), καὶ ἡ μέλισσα <βουγενής>, ὅτι ἐκ βοείων ὀστέων γεννᾶται
- <βούγλωσσον>
- ἰχθὺς ποιός (Epich. fr. 65). καὶ βοτάνης εἶδος
- <βουδάκη>
- ἡ βούπρηστις
- <βουδεψήιον>
- τὸ βυρσεῖον
- <Βούδειον>
- πόλις (Π 572) S
- <Βούδιος>
- παρὰ Λυσίππῳ τὸ ὄνομα· κύων δέ τις ἐβόα δεδεμένος ὥσπερ Βούδιος (fr. 8, I 702). Σέλευκος ἀποδίδωσιν ἄ<φρ>ων, ἀνόητος
- <βουδόρῳ>
- νόμῳ, ᾧ βοῦς δέρουσιν· οἱ δὲ ἀσκῷ
- <Βουζύγης>
- ἥρως Ἀττικός, ἢ πρῶτος βοῦς ὑπὸ ἄροτρον ζεύξας· q ἐκαλεῖτο δὲ Ἐπιμενίδης. Καθίστατο δὲ παρ' αὐτοῖς καὶ ὁ τοὺς ἱεροὺς ἀρότους ἐπιτελῶν <βουζύγης>
- <βουθερεῖ>
- ἐν ᾧ βόες θέρους ὥρᾳ νέμονται (Soph. Tr. 188). καὶ †<βούθοροι> τὸ αὐτό
- <βουθοίνης>
- †βούχειλος
- <βούθουτον>
- ὅ τινες ἀνέκφορον· Ἀχαιοὶ δὲ ἰσόμοιρον. Ἀριστοφά- νης (p. 189,34 Nauck). Λάκωνες
- <Βοῦθος περιφοιτᾶι>
- παροιμία ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυφρό- νων, ἀπὸ Βούθου τινὸς μετενεχθεῖσα τοῦ Πύθια νικήσαντος, ὃν ἀναγράφει καὶ Ἀριστοτέλης νενικηκότα (Cratin. fr. 245)
- <βοῦν ἱέρευσεν>
- βοῦν ἔθυεν (Η 314)
- <βουκαῖος>
- βουκόλος. οἱ δὲ θεριστής (Theocr. 10,1)
- <βουκανῆ>
- ἀνεμώνη τὸ ἄνθος. Κύπριοι
- <βουκάπαι>
- τῶν βοῶν αἱ φάτναι
- <βουκέντας>
- βοηλάτας
- <βούκερας>
- τὸ σπερμάτιον, τῆλις
- <Βουκέφαλος>
- ἵππος ἐγκεχαραγμένον ἔχων τοῖς ἰσχίοις βούκρα- νον (Ar. fr. 41.42) καὶ ὁ Ἀλεξάνδρου ἵππος, ἀφ' οὗ πόλιν ἐν Ἰνδοῖς κτίσαι λέγεται
- *<βουκολέοντι>
- <βοῦς νέμοντι> (Ε 313) Sn
- <βουκολητής>
- ἀπατεών
- <βουκόλια>
- ἀγέλη βοῶν (Hdt. 1,126,2? 1. Reg. 14,32?)
- <βουκολίη>
- κακολογία
- <βουκολίνη>
- κίγκλος τὸ ὄρνεον
- <βουκολιασμός>
- μελοποιΐας τινὸς εἶδος καὶ ὀρχήσεως· ἀμφότερα δὲ ἀγροικικά. καὶ Θεοκρίτῳ γέγραπται
- *<βουκολεῖσθαι>
- <ἀπατᾶσθαι> χρησταῖς ἐλπίσι, <πλανᾶσθαι> n
- <βουκολήσομεν>
- μεριμνήσομεν. ἀπατήσομεν
- <βουκόλοι>
- οὐ μόνον οἱ τῶν βοῶν νομεῖς, ἀλλὰ καὶ ζῷά τινα οὕτω καλοῦνται
- *<βουκόλος>
- βοονόμος, Sn βοοβοσκός S
- <βουκολοῦμαι>
- ἀπατῶμαι
- <βουκολουμένας>
- ἀπατωμένας. ἀπολουμένας
- *<βουκολοῦντες>
- ἀπατῶντες SP
- *<βουκολῶν>
- ἀπατῶν Sn σοφιζόμενος
- <Βουκόλω Φαρσαλίας>
- πόλις Θρᾴκης
- <βουκόρυζος>
- ἀναίσθητος. ἀσύνετος
- †<βούκτησις>
- φυσητική
- <βουλαῖα>
- τὰ βεβουλευμένα
- <βουλαχά>
- βόλου ὄνομα
- *<βούλει>
- βούλῃ S
- <βουλεῖα>
- [ἡ τοῦ] βουλευτήρια καὶ <ἡ [τοῦ> βουλεύειν ἀρχή S [βουλείας βουλεύειν (Κ 147)]
- †<βούλεον>
- βούλευμα
- <βουλεύσαντε>
- βουλεύσαντες, δυϊκῶς (Α 531)
- <βούλευμα>
- αἱ βουλαί (Eur.)
- <βουλεύσεως ἔγκλημα>
- τὸ ἐπιβεβουλευκέναι θάνατον οὕτως Ἀθήνησιν ἐλέγετο
- <βουλευτικόν>
- τόπος τις Ἀθήνησιν ἐν τῷ θεάτρῳ, ὅπου οἱ βουλευτικοὶ καθήμενοι ἐθεῶντο· καὶ οὗ οἱ ἔφηβοι, <ἐφηβικὸν> ἐκαλεῖτο
- *<βουλευτικός>
- φρόνιμος (Plat. rep. 4,441a) vgS
- <βουλευτός>
- ἀντὶ τοῦ βουλευτής
- <βουλεψίη>
- ἡ λέξις παρὰ Ξάνθῳ (4 p. 629 M.). λέγει δὲ τὰς Ἀμαζόνας, ἐπειδὰν τέκωσιν ἄῤῥεν, ἐξορύσσειν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοχειρίᾳ
- <βουλή>
- *γνώμη. (Α 5) vgS θέλημα S ἢ τόπος. ἄνδρες. πρᾶγμα [βουλῆς λαχεῖν]
- <βουλῆς λαχεῖν>
- τὸ λαχεῖν βουλευτήν, καὶ δραχμὴν τῆς ἡμέρας λαβεῖν
- <βουληφόροι>
- καὶ ἐπιθετικῶς μὲν αἱ ἐκκλησίαι (ι 112), κυρίως δὲ βασιλεῖς (Κ 414)
- <βουληφόρον>
- σύμβουλον· οἱ δὲ δεινὸν βουλεύσασθαι· οἱ δὲ βουλευτήν (Β 24)
- *<βούλιμος>
- μέγας λιμός S(n)
- <Βουλίς>
- γυνὴ οὕτω καλουμένη
- <βουλυτόν>
- τὴν δείλην ὥραν, ἐν ᾗ τὸ ἄροτρον λύεται τῶν βοῶν (Π 779 ι 58)
- <βουμανὲς> καὶ †<βορύπαστον>
- εἴδη βοτανῶν
- <βουμέτρης>
- ὁ ἐπὶ θυσιῶν τεταγμένος, παρὰ Αἰτωλοῖς
- <βούμυκοι>
- φωναὶ μυκηθμῷ <παραπλήσιαι>
- [<βοῶναι>
- οἰκίαι]
- <βοῦνις>
- γῆ. Αἰσχύλος (Suppl. 116)
- <βούνιον>
- πόας εἶδος
- <βούνομα>
- ἑλώδεις λειμῶνες S
- <βούνομον>
- ὑπὸ βοῶν νεμόμενον (Soph. El. 181)
- <βουνός>
- στιβάς. Κύπριοι
- *<βουνοί>
- βωμοί (Sn?)
- <βούπαις>
- *νέος S, μέγας g, ἀφῆλιξ vgS, μέγας παῖς. ἢ ἰχθύς
- <βουπαλίδες>
- περισκελίδες
- <Βούπαλον>
- μέγα. καὶ ὄνομα
- <βούπειναν>
- μέγαν λιμόν (Callim. fr. 24,11)
- <βούπλευρον>
- λαχάνων εἶδος
- [<βουόφθαλμος>
- βοτάνη τις]
- *<βουπλήξ>
- μάστιξ πέλεκυς. vgSn βουκόπος (Ζ 135) vgS
- <βουπόλον>
- βουκόλον
- <βουπόρους ὀβελούς>
- μεγάλους ὀβελίσκους (Hdt. 2,135,4)
- <Βουπράσιον>
- τόπος τῆς Ἤλιδος, S ἢ κώμη ἐν Ἤλιδι (Β 615)
- <βουπρηόνες>
- κρημνοὶ μεγάλοι, καὶ λόφοι
- <βούπρηστις>
- λαχάνου εἶδος
- <βούπρῳρον>
- θυσία τις ἐξ ἑκατὸν προβάτων καὶ βοὸς ἑνός· οἱ δὲ τὴν ἡβῶσαν ἢ βουάρχην· σημαίνει δὲ καὶ τὴν βουπρόσωπον (trag. ad.)
- <βούπρως>
- ἀσθένεια
- <βούπτινον>
- βοτάνη, λεγομένη <τρίφυλλον
- <Βοῦρα>
- πόλις τῆς Ἀχαΐας
- <βουρικυπάρισσος>
- ἡ ἄμπελος. Περγαῖοι
- <βούρυγχος>
- ἰχθὺς κητώδης
- <βούρυτος>
- ποταμὸς μέγα ῥεῦμα ἔχων S
- <Βούσβατον>
- τὴν Ἄρτεμιν. Θρᾷκες
- <βοῦς>
- πόπανόν τι τῶν θυομένων οὕτως ἐν ταῖς ἁγιωτάταις Ἀθήνησι θυσίαις. ἦν δὲ βοῒ παραπλήσιον. κυρίως δὲ βοῦς. ἢ ἀσπίς. [βάρος. ἀργός]
- <βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ>
- παροιμία ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων παῤῥησιά- ζεσθαι. ἤτοι διὰ τὴν ἰσχὺν τοῦ ζῴου· ἢ διὰ τὸ τῶν Ἀθηναίων <νόμισμα> ἔχειν βοῦν ἐγκεχαραγμένον, ὅνπερ ἐκτίνειν τοὺς πέρα τοῦ δέοντος παῤῥησιαζομένους ἦν ἔθος
- <βοῦς ἐν αὐλίῳ>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἀχρήστων. Κρατῖνος Δηλιά- σιν (fr. 32)
- <βοῦς ἐν πόλει>
- χαλκοῦς ὑπὸ τῆς βουλῆς ἀνατεθείς (Henioch. com. fr. 2)
- <βοῦς ἐπὶ δεσμά> καὶ <βοῦς ἐπὶ φάτνην> καὶ <ἐπὶ σφαγήν> καὶ <κύων ἐπὶ σῖτον> καὶ <ὗς ἐπὶ δεσμά>
- <βουσή>
- δούλη S
- [<βοῦς>
- μάστιγξ]
- <βουσία>
- γογγυλίδι ὅμοιον. Θετταλοί
- †<βουσκητήριον>
- εἰς εὐρύην εἴρηται κακοσχόλως ἐπὶ τοῦ γυναι- κείου αἰδοίου
- <βοῦς Κύπριος>
- κοπροφάγος, εἰκαῖος, ἀκάθαρτος. σημαίνει δὲ ἀτοπίαν τῶν Κυπρίων. καὶ Εὔδοξος ἀφηγεῖται, ὅτι κοπροφα- γοῦσιν (Men. fr. 300)
- <βοῦς πετηλός>
- ὁ ἀναπεπταμένα τὰ κέρατα ἔχων
- <βοῦς ἐμβαίη μέγας>
- Στράττις (fr. 67) εἶπε παρὰ τὴν παροι- μίαν τὴν <βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ
- βοῦς ἕβδομος>
- μνημονεύει δὲ τοῦ <ἑβδόμου βοός> (Euthycl. I 805 fr. 2 Philem. fr. 86) ... ὅτι δὲ πέμμα ἐστὶ καὶ τῆς Σελήνης ἱερόν, Κλειτόδημος (fr. 323,12 J.) ἐν Ἀτθίδι φησί
- <βουστροφηδόν>
- οὕτως ἔλεγον, ἐπὰν ὁμοίως ἀροτριῶσι βουσὶ τὰς ἀντιστροφὰς ποιῇ τις. ἔλεγον δὲ ἐπὶ τοῦ γράφειν τρόπῳ τοιούτῳ
- <βούσυκα>
- τὰ μεγάλα σῦκα
- <βουστάνη>
- βοοστασία, ἡ τῶν βοῶν στάσις. ἢ μάστιξ, καὶ πληγή
- <Βουτάδαι>
- γένος Ἀθήνησιν, ἀπὸ τῆς Βούτου γενεᾶς
- <βοῦται>
- βουκόλοι, νομεῖς, βοτῆρες
- [<βοῦς ἐμβαίη μέγας> στραττής εἶπε παρὰ τὴν παροιμίαν τὴν <Βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ>]
- <βουτάνη>
- μέρος τι τῆς μακρᾶς νεώς. ἢ μάστιξ. ἢ τάνυσις τῆς βοείας. μέρος δὲ τῆς νεώς, πρὸς ὃ τὸ πηδάλιον δεσμεύεται. δηλοῖ δὲ καὶ μάχην, ἀηδίαν
- <βούταρος>
- ὁ παχὺς [ἢ ὁ πάχης] <παρὰ Λάκωσι> hf
- *<βούτας>
- βουκόλους (Eur. Hec. 646). βοσκήματα (Eur. Hipp. 537?) S
- <βουτελέστην>
- θύτην
- <βούτης>
- ὀρίγανος ὑπὸ Κυδωνιατῶν· καὶ βουκόλος· καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως συντελουμένων· καὶ ὁ τοῖς Διπολίοις τὰ βουφό- νια δρῶν
- *[<βουτιανείρη>
- τροφὴν ἀνδράσιν παρέχουσα (Α 155) S]
- <βούτιμοι>
- βοώνητοι, ὥσπερ <ἀλφεσίβοιαι
- βουτοί>
- τόποι παρ' Αἰγυπτίοις, εἰς οὓς οἱ τελευτῶντες τίθενται
- *<βούτομον>
- φυτὸν βουσὶ διδόμενον τροφή, ὅμοιον χόρτῳ (Iob 8,11) (Sn)
- †<βούτορον>
- ψάκαστρον, νιφάδ' ὑετοῦ. βουκέντη. καὶ <βούτουρος> τὸ αὐτό†
- †<βουτόων>
- ὁδὸν ἀτραπόν h
- <βούτρωκτον>
- ὄροβον
- [*<βουτύπον>
- βουθύτην (Σ)] ... Ἀθήνησιν ἐκαλεῖτο, ἐκ τοῦ Θαυλωνιδῶν γένους καθιστάμενος
- *<βουτύπος>
- ὁ βοῦν καταβάλλων <πελέκει> SΣ. ἢ εἶδος ζῴου καλουμένου <ἐμπίς> S
- <βούτυρος>
- βοτάνης εἶδος. Διονύσιος
- *<βουφάγος>
- πολυφάγος vg
- <βουφαρῆ>
- τὴν εὐάροτον γῆν· <φάρος> γὰρ ἡ ἄροσις. καὶ ἐπίθε- τον βοός
- <βούφθαλμον>
- βοτάνη τις, ὑφ' ἡμῶν ἐσθιομένη
- <βουφόνια>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν. ἐν γὰρ τοῖς Διϊπολίοις φασὶ βοῦν καταφαγεῖν τὸ παρεσκευασμένον πόπανον τῇ θυσίᾳ (Ar. Nub. 985) [οἷον πλακούντιον ἐξ ἄρτου]
- <βουφάρας>
- γεφύρας
- *<βουφορβός>
- βοῦς τρέφων (Eur.) S
- <βουχανδέα>
- πολυχώρητα
- <βουχανδέα>
- τὸν μέγαν λέβητα
- <βούρωστος>
- ἰσχυρός. [ἢ ἰξηρός]
- <βούλευμα>
- φρόνημα (Thuc. 8,76,6?)
- [<βοῶνα>
- ὁδόν]
- <βοῶν>
- τῶν τετραπόδων, τῶν βοῶν (μ 265). ἢ ἀσπίδων (Π 636). καὶ φθεγγόμενος (Β 224)
- <βοῶνας>
- ἀγροικίας
- <βοώνητα>
- ἐπὶ ὠνῇ βοῶν δοθέντα
- <βοώνια>
- αὔλειος θύρα. Κρῆτες
- <βοῶπις>
- *μεγαλόφθαλμος, vg εὐόφθαλμος S μεγαλόφωνος. Εὔπο- λις δὲ τὴν Ἥραν (fr. 403)
- <Βοώτης>
- ὁ Ὠρίων. οἱ δὲ [φύλαξ S (ε 272)
- <βοωτεῖν>
- ἀροτριᾶν (Hes. op. 391), ὅταν ὁ Ὠρίων δύνῃ. Λά- κωνες
- <βραβέα>
- ἄρχοντα
- *<βραβεία>
- διάλλαξις (Eur. Phoen. 453) (n)
- *<βραβεῖον>
- ἐπινίκιον, vgAS ἔπαθλον, n νικητήριον. ἀμοιβή (1. Cor. 9,24) vgAS, ἢ στάδιον
- *<βραβεύει>
- διακρίνει. ἐπιψηφίζεται vgS μεσιτεύει. διοικεῖ n
- *<βραβευέτω>
- μεσιτευέτω. μηνυσάτω. ἰθυνέσθω (Col. 3,15) ASw
- *<βραβευτής>
- διαλλακτής n
- *<βράβυλος>
- εἶδος φυτοῦ κακοῦ (Theocr. 12,3) AS
- <βρα>
- ἀδελφοί, ὑπὸ Ἰλλυρίων
- <βράγος>
- ἕλος
- <βραγχία>
- ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών
- <βραγχιάζοισθε>
- πνίγοισθε
- <βραγχίον>
- τῆς καταφράκτου νεὼς τὸ κύτος
- <βράγχος>
- νόσημά τι τῶν ἐν τῷ σώματι γιγνομένων <περὶ> τὸν βρόγχον, ὃ τὰς ὗς μάλιστα διαφθείρει (Thuc. 2,49,3)
- <βραγχῶντος>
- βρόγχοις ἁλόντος
- <βραγχῶν>
- φλεγμαίνων, ἢ πνευμονῶν
- <βραδανίζει>
- ῥιπίζει. τινάσσει
- *<βραδέως>
- μελλητικῶς (2. Macc. 14,17) AS
- <βράιδιον>
- ῥάιδιον. Αἰολεῖς
- <βράδων>
- ἀδύνατος
- <βράζειν>
- τὸ ἡσυχῇ ὀδύρεσθαι h
- <βράθυ>
- πόα τις θεοῖς θυομένη
- <βράκαλον>
- ῥόπαλον
- <βράκανα>
- τὰ ἄγρια λάχανα (Pherecr. fr. 13,1)
- <βρακεῖν>
- συνιέναι
- <βράκες>
- ἀναξυρίδες
- <βράκετον>
- δρέπανον. κλαδευτήριον. οἱ δὲ πλῆθος
- <βρακίας>
- τραχεῖς τόπους
- <βρακίς>
- συνείς
- <βράκος>
- κάλαμος. ἱμάτιον πολυτελές (Sapph. fr. 70)
- <βράξαι>
- συλλαβεῖν. δακεῖν. καταπιεῖν
- <βράπτειν>
- ἐσθίειν. κρύπτειν, ἀφανίζειν. τῷ στόματι ἕλκειν. ἢ στενάζειν
- *<βράσσει>
- ζέει. ἀναβάλλει gAS
- <βρασμοῖσι>
- τοῖς σεισμοῖς
- <βράσσιος>
- τροχὸς κεραμικὸς ὁ †μὴ ἐῤῥωγώς
- <βράσκη>
- κράμβη. Ἰταλιῶται
- <βράσσον>
- βραδύτερον. ἀσθενέστερον. ἢ ἑτεροκλινές, ἐπὶ τροχοῦ. ἔνιοι <βράσσονας>· ταπεινοτέρας
- <βράσσων>
- ἐλάσσων· ἢ ἄτακτος, ἀπὸ τοῦ <βρασμοῦ>, ὁ οὐ σταθερός· "βράσσων τε νόος" (Κ 226) *οἷον ἀκαταστατῶν, vgAS ἀσθενέστερος ὤν
- <βρατάναν>
- τορύνην. Ἠλεῖοι
- <βρατάνει>
- ῥαΐζει ἀπὸ νόσου. Ἠλεῖοι
- <βρατάχους>
- βατράχους
- *<βράττειν>
- πληθύνειν. βαρύνειν AS
- <βραυκανᾶσθαι>
- ἐπὶ τῶν κλαιόντων παιδίων λέγεται, ὡς μί- μημα φωνῆς
- <βραύκας>
- ἀκρίδας hf
- <βραύλα>
- φθείρ hf
- <βραῦλον>
- κοῖλον
- *<βραῦνα>
- κήλη. κύστις. ἐντεροκήλη v
- <βραυνία>
- κοιλώματα τῆς γῆς
- <Βραυρών>
- τόπος τῆς Ἀττικῆς
- <Βραυρωνίοις>
- τὴν Ἰλιάδα ᾖδον ῥαψῳδοὶ ἐν Βραυρῶνι τῆς Ἀττικῆς. καὶ <Βραυρώνια> ἑορτὴ Ἀρτέμιδι Βραυρωνίᾳ ἄγεται καὶ θύεται αἴξ
- <βραυῶσα>
- κεκραγυῖα hf
- <βράχαλον>
- χρεμετισμόν
- *<βράχε>
- ἐψόφησε (Μ 396 etc.) n
- (*)<βραχεῖν>
- ἠχῆσαι (Sn) ψοφῆσαι (n)
- †<βραχιόνα>
- τὸν τράχηλον
- *<βραχεῖς>
- ὀλίγοι (Psalm. 104,12) vgAS
- <βράχιστον>
- ἐλάχιστον (Soph. fr. 172)
- <βραχίων>
- βραχύτατος
- <Βραχμᾶνες>
- οἱ παρ' Ἰνδοῖς Γυμνοσοφισταὶ καλούμενοι
- <βραχύ>
- ἀντὶ τοῦ οὐδέν (Eur. Tro. 1248) ὀλίγον, *μικρόν (Eur. Phoen. 738) g
- [<βραχυτελόν>
- μικρόν]
- a) <βραχύλον>
- ... b) *<βραχυτελῆ>· μικρόν (Sap. 15,9) vgAS
- <βραχμάζουσαι>
- χρεμετίζουσαι
- *<βραχέα ἄττα>
- ὀλίγα τινά Aps
- <βραχώδης>
- τραχύς
- <βράψαι>
- συλλαβεῖν. ἀναλῶσαι. κρύψαι. θηρεῦσαι
- <Βρέα>
- Κρατῖνος (fr. 395) μέμνηται τῆς εἰς Βρέαν ἀποικίας. ἔστιν δὲ πόλις Θρᾳκίας, εἰς ἣν Ἀθηναῖοι ἀποικίαν ἐξέπεμπον
- [<βρέγμα>
- τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς]
- <βρέγμα>
- τὸν βρεγμόν
- <Βρέκυν>
- τὸν Βερέκυντα, τὸν Βρίγα. <Βρίγες> γὰρ οἱ Φρύγες <Βερεκύνδαι>· δαίμονες. οἱ Φρύγες
- *<βρέμει>
- ἠχεῖ. ASg φωνεῖ. σίζει. [ταράσσει. ASg ἀπειλεῖ (Δ 425) AS
- <βρεμεαίνων>
- ἠχῶν (Δ 425)
- *<βρέμεται>
- ἠχεῖ. ASPn ψοφεῖ. n προσρήσσεται (Β 210) ASP
- *<βρέμοντι>
- ἠχοῦντι. ἀπειλοῦντι vgA
- [<βρέμβος>
- ἔμβρυον] vgA
- <βρεμούσας>
- ἠχούσας (Diog. trag. fr. 1,4 p. 776?)
- <βρενθύεται>
- δυσχεραίνει. q προσποιεῖται
- <βρένδον>
- ἔλαφον
- <βρενθινῷ>
- ἀνθίνῳ
- <βρενθινά>
- ῥιζάρια τινά, οἷς ἐρυθραίνονται αἱ γυναῖκες τὰς παρειάς· οἱ δὲ ἄγχουσαν, οὐκ εὖ ...... οἱ δὲ φῦκος παρεμφερὲς <κύδει Ἀφροδίτης>
- <βρένθιξ>
- θριδακίνη. Κύπριοι q
- <βρένθον>
- μύρον τι <τῶν παχέων>, ὡς βάκκαρις. οἱ δὲ ἄνθινον μύρον. καὶ ὄρνεον <βρένθος>, ὅπερ ἔνιοι <κόσσυφον> λέγουσι. <Βρένθος> καὶ ὁ τύμβος λέγεται q
- *<βρενθύεται>
- μεγαλοφρονεῖ, ὑπερηφανεύεται, ἐπαίρεται vg
- <βρενθύεσθαι>
- θυμοῦσθαι, [ὀργίζεσθαι q. ἀναξιοπαθεῖσθαι, δυσχεραίνεσθαι [προσποιεῖσθαι q
- <βρενθύεται>
- ἀναξιοπαθεῖ. βαρεῖται. [σεμνύνεται (Ar. Pac. 26) S
- <βρενθυόμενοι>
- ἐναβρυνόμενοι, τρυφῶντες
- [<βρενός>
- πυθμήν. τύμβος. καὶ ὄρνεον, ὃ καὶ <βρένθον>]
- <Βρέντιοι>
- ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ q
- <βρέτας ἅγιον>
- εἰκών, ὁμοίωμα (Ar. Lys. 262?)
- <βρενταί>
- βρονταί
- *<βρέτας>
- ξόανα (S) εἴδωλα (vgAS) ὁμοίωμά S τι, παρὰ τὸ βροτῷ ἐοικέναι. vg(A) ὅπερ φασὶν οἱ νεώτεροι <δείκηλον
- βρέτη>
- ἀπεικονίσματα q
- *<Βρεττανία>
- νῆσος ἡ περὶ τὸν ὠκεανόν vgAS n <ἧς τὸ περί- μετρόν φησιν Σκύμνος ὁ Χῖος (Apollon. hist. mirab. 15) σταδίων τρισμυρίων> AS
- <βρέττανα>
- φοβερά. [ἀκρὶς μικρὰ ὑπὸ Κρητῶν]
- <Βρεττία>
- μέλαινα <πίσσα> (Aristoph. fr. 629) ἢ βάρβαρος. ἀπὸ τοῦ Βρεττίων ἔθνους q
- <βρεῦκος>
- ἡ μικρὰ ἀκρίς, <ὑπὸ Κρητῶν> q
- <βρέφος>
- *ἔμβρυον (Ψ 266) AS νήπιον, παῖς (e. g. Eur. Phoen. 25)
- <βρεχμόν>
- τὸ κρανίον
- <βρεχμός>
- q βρέγμα. τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς (Ε 586)
- <βρῆγμα>
- ἀπόπτυσμα ἀπὸ θώρακος, παρὰ Ἱπποκράτει (morb. 2,47) <καὶ> <βρήσσει>· βήσσει q
- <βρηνεύομαι>
- ἔλεγον .... [<βρήσσει>· βήσσει]
- <βρῆσσαι>
- βῆσσαι
- <Βρησσαῖος>
- ὁ Διόνυσος
- <βρήσσουσιν>
- βληχῶνται. φωνεῖ τὰ πρόβατα
- <βρητός>
- ἀλεκτρυὼν ἐνιαύσιος
- †<βρηχανώμενοι>
- φωνοῦντες. ἢ χασμώμενοι
- <βρί>
- ἐπὶ τοῦ μεγάλου, καὶ ἰσχυροῦ, καὶ χαλεποῦ τίθεται
- <βριαγχόνην>
- βάτραχον. Φωκεῖς
- <βρίακχος>
- [βρίαρος] βριαρῶς [<βριάγχως>], βαρέως ἰακχά- ζουσα (Soph. fr. 711)
- <βριάει>
- θρασύνει (Hes. op. 5)
- <βρίαν>
- τὴν ἐπ' ἀγροῖς κώμην
- <Βριάρεων>
- ἄνθρωπον ἑκατοντάχειρα (Α 403)
- *<βριαρήν>
- βαρεῖαν, vg ἰσχυράν (Λ 375 etc.)
- *<βριαροί>
- βαρεῖς, q ἰσχυροί vgAS
- *<βριαρόν>
- κραταιόν, ἰσχυρόν. μέγα. βαρύν. ἄγριον (AS)
- <Βριάρεω στῆλαι>
- αἱ Ἡράκλειοι λεγόμεναι (Euphor. fr. 166)
- <Βρίγες>
- οἱ μὲν Φρύγες (Hdt. 7,73) οἱ δὲ βάρβαροι· οἱ δὲ σολοικι- σταί. Ἰόβας δὲ ὑπὸ Λυδῶν <ἀπο>φαίνεται <βρίγα> λέγεσθαι τὸν ἐλεύθερον
- <βρίγκα>
- τὸ μικρόν. Κύπριοι
- <βρίγκος>
- ἰχθὺς κητώδης
- <βριγκώμενον>
- ὀργιζόμενον. †μιμούμενον
- <βρίζει>
- ἐσθίει. πιέζει. κύει. καθεύδει· "ἔνθα οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις" (Δ 223)
- <Βριζώ>
- μάντις, ἐνυπνιομάντις
- <βρίζω>
- καθεύδω
- *<βρίζοντα>
- νυστάζοντα. vgAS κοιμώμενον (Δ 223) gAS
- <βριήπυος>
- μεγαλόφωνος. ST μέγας. δεινός (Ν 521)
- <βριηρόν>
- μεγάλως κεχαρισμένον
- *<βρίθει>
- βαρύνει. (Sap. 9,15) αὔξει. SP ἢ εὐθηνεῖ. gP διατρέφει
- <βρίθεται>
- βαρύνεται καρπῷ (Aesch. fr. 116,2?)
- <βρίθειν>
- γέμειν (Eur. Tro. 216)
- <βρίθοντα>
- βαροῦντα
- *<βριθοσύνη>
- βάρος (Ε 839) (AS)
- *<βρίθουσαν>
- λάμπουσαν. n βαροῦσαν (Σ 561)
- <βριθύ>
- ἰσχυρόν. μέγα. [βαρύ (Ε 746) S
- <βρίθων>
- γέμων. κομῶν ὑπὸ καρπῶν
- <βρίκελοι>
- οἱ μὲν τοὺς ἱστόποδας, ἀπὸ τοῦ βάρους καὶ τοῦ ξύλου· οἱ δὲ βαρβάρους· Δίδυμος δὲ τὰ τραγικὰ προσωπεῖα, παρὰ Κρατίνῳ, οἷον βροτῷ εἴκελοι, ἐν Σεριφίοις (fr. 205)
- <βρικίννη>
- εἶδος βοτάνης
- <βρικίσματα>
- ὄρχησις Φρυγιακή
- <βρικοί>
- πονηροί
- <βρικόν>
- ὄνον, Κυρηναῖοι. βάρβαρον
- <βριμάζει>
- ὀργᾷ εἰς συνουσίαν. Κύπριοι
- *<βριμάζων>
- τῇ τοῦ λέοντος χρώμενος φωνῇ vgAS
- <βριμῶν>
- ἀπειλῶν
- <βριμαίνεται>
- θυμαίνεται, ὀργίζεται
- <βρίμη>
- ἀπειλή. καὶ γυναικεία ἀῤῥητοποιΐα
- *<βρίμημα>
- ἐπίπληξις AS <ἀπειλητική> AS
- <βριμήσασα>
- δεινή, χαλεπή
- <βριμός>
- μέγας. χαλεπός
- *<βριμοῦσθαι>
- θυμοῦσθαι g ὀργίζεσθαι
- *<Βριμώ>
- ἰσχυρά (Clem. Al. protr. 2,15,1) A (S)n
- †<βρινδεῖν>
- θυμοῦσθαι. ἐρεθίζειν
- †<βρίννια>
- τὰ ἄρνεια κρέα
- <βρίξαι>
- ὑπνῶσαι, νυστάξαι
- <βρῖσαι>
- βαρῦναι. ὁρμῆσαι. καὶ Νύμφαι
- <βρισθείς>
- ὑπνώσας
- <βρίσαντα>
- ἰσχύσαντα. βαρύναντα
- <βρίξ>
- θριδακίνη. καὶ εἶδος ἄνθους. οἱ δὲ περιστερεῶνα
- <βρίτος>
- ἔτος
- <Βριτόμαρτις>
- ἐν Κρήτῃ ἡ Ἄρτεμις (Call. h. 3,190)
- <βριτύ>
- γλυκύ. Κρῆτες
- †[<βρόγχος>
- βάτραχος]
- <βρογχιάζει>
- καταπίνει
- <βρόδα>
- Αἰολεῖς ῥόδα (Sapph. fr. 98,13 D ..)
- *<βρόγχος>
- [ῥούφισμα.] ὁ λάρυγξ. ὁ καταπότης gS
- <βρόκοι>
- ἀττέλεβοι. ἀκρίδες
- <βροκός>
- μωρός· Ἕλληνες
- †<βρομέον>
- ὀζόμενον
- *<βρομέωσιν>
- ἠχῶσιν (Π 642) (vg)AS
- <βρομήσει>
- φυσήσει. ψοφήσει
- <Βρόμιος>
- παρὰ Τηλεκλείδῃ (fr. 55) ὁ Σάτυρος, *ἢ ὁ Διόνυσος (Eur. Bacch. 115) vgAS
- *<βρόμος>
- βοτάνη ὁμοία σίτου ASn, μὴ ἔχουσα γόνατα AS
- <βρόμος>
- ἰδίωμα ἤχου. ἦχος (Ξ 396). καὶ ὁ τόπος, εἰς ὃν ἔλαφοι οὐροῦσι καὶ ἀφοδεύουσι. καὶ σπέρμα λεπτῆς κριθῆς. καὶ ὀσμή. καὶ χόρτος
- <βροντάζων>
- βροντῶν
- <βρόντημα>
- ὁ ἐμβρόντητος
- <βρόξαι>
- ῥοφῆσαι
- <βρόκων>
- ἀμαθής, ἀπαίδευτος, οἷον βόσκημα
- <βρόσσονος>
- βραχυτέρου
- <βρόταχος>
- βάτραχος (Xenoph. fr. 40)
- *<βροτέης>
- ἀνθρωπίνης (Greg. Naz. c. 1,1,18,37 [37,485]) S
- *<βροτήσια>
- ἀνθρώπεια n καὶ ἀνθρώπινα (Eur. Andr. 1255)
- *<βροτόεντα>
- ᾑμαγμένα gS οἱ δὲ τὰ λαμπρά (Ζ 480)
- <βροτοδαίμων>
- ἡμίθεος
- *<βροτολοιγέ>
- ἀνθρωποφθόρε (Ε 31) S
- *<βροτολοιγός>
- ἀνθρωποκτόνος. vg(AS) αἱμοφθόρος (Ε 518 ..)
- [<βροτήσεια>
- ἀνθρώπεια]
- <βροτοί>
- γυναῖκες
- *[<βρότος>
- αἷμα] <βρότον>· τὸ αἷμα gAS ὀξυτόνως μὲν ἄνθρωπον AS· παροξυτόνως δὲ σημαίνει τὸν ἐκ φόνου λύθρον
- *<βροτός>
- φθαρτός, n ἢ γηγενὴς S ἄνθρωπος (Iob 4,17) gAS
- <βροτόφηλος>
- ἀνθρώπους φηλῶν, τουτέστιν ἀπατῶν
- <βροῦκος>
- ἀκρίδων εἶδος, Ἴωνες. Κύπριοι δὲ τὴν χλωρὰν ἀκρίδα <βρούκαν>. Ταραντῖνοι δὲ ἀττέλεβον. ἕτεροι <ἀρουραίαν μάντιν>
- <βροῦνος>
- ἐνεὸς ἢ μαινόμενος
- <βρούξ>
- τράχηλος. βρόγχος
- <βροῦλος>
- πόα ἔνυδρος
- <βροῦ>
- πιεῖν
- <βροῦτος>
- ἐκ κριθῶν πόμα
- <βρούχετος>
- βάραθρον. βάτραχον δὲ Κύπριοι
- <βρούχαλον>
- ἕρμα
- <βροχέως> [ἢ <βρουκέων>·] σαφῶς. συντόμως. Αἰολεῖς (Sapph. fr. 2,7)
- <βροχμώδης>
- ἡ νοτερὰ καὶ ἁπαλή. Δημόκριτος (fr. 133)
- *<βροχμόν>
- τὸ βρέγμα vgS
- <βρόχοι>
- ἅμματα (Eur. Or. 1315 ..)
- *<βρόχος>
- [ἀγκοίλη. Δημόκριτος]. ἀγχόνη (Eur. Hipp. 770), vgAS δεσμός (Eur. Andr. 556 ..)
- <βρύα>
- ἃ γίνεται μὲν ἐπὶ πετρῶν, λέγεται δὲ καὶ <σφακὸς> ἢ †<σκαφίς>· ἐπετίθετο δὲ ἁγνισμοῦ χάριν
- *<βρυάζει>
- θάλλει. τρυφᾷ vgAS
- <βρυάζειν>
- γαυριᾶν. ἥδεσθαι
- <βρυαζούσης λέαιν' ὥς>
- ἐν Ἀθάμαντι (trag. ad. fr. 1). ἀκμα- ζούσης ἢ ἐγκύμονος
- <βρυαθμόν>
- βρυασμόν
- <βρυαλιγμόν>
- ψόφον, ἦχον
- <βρυαλίζων>
- διαῤῥήσσων
- <βρυαλίκται>
- πολεμικοὶ ὀρχησταί· "<μενέδουποι>" Ἴβυκος καὶ Στησίχορος (fr. 79)
- <βρυανιῶν>
- μετεωριζόμενος καὶ κορωνιῶν
- <βρυάσομαι>
- ἀναβακχεύσομαι μετά τινος κινήσεως
- <βρυγμός>
- κατανάλωσις. καὶ νόσος, ἀπὸ τοῦ βρύχειν, ὅ ἐστι τοῖς ὀδοῦσι πιέζοντα ψόφον ἀποτελεῖν, ὡς ἐν ῥίγει συμβαίνει (Hippocr. diaet. 3,84). *ἢ ἀκόνησις μύλων. vgAS ἢ τρισμὸς ὀδόντων (Matth. 8,12 ..) vg(AS)
- <βρυγκός>
- ἄφωνος. νεκρός
- <βρύκουσα>
- δάκνουσα. κατεσθίουσα (Ar. Lys. 367)
- <βρυγχός>
- βρόχος
- *<βρύει>
- ῥέει [πηγάζει P, ἀναβλύζει. πηδᾷ. AS (Jac. 3,11) ἀνθεῖ. gn ἀνίησιν. αὔξεται (Ρ 56)
- <βρύθακες>
- οἱ χιτῶνες βομβύκινοι. ἢ γένος ἰθαγενῶν
- <βρύκαιναι>
- ἱέρειαι. ὑπὸ Δωριέων
- <βρυκανήσομαι>
- βοήσομαι
- <βρυκεδανός>
- πολυφάγος. οἱ δὲ †μακρός
- <βρύκειν>
- λάβρως ἐσθίειν. ἀπὸ τοῦ τρίζειν τοὺς ὀδόντας. *οἱ δὲ μασᾶσθαι (gA)
- <βρυκετός>
- ταυτὸν τῷ <βρυγμῷ>. καὶ <βρυκηθμός> ὁμοίως Δωριεῖς
- <βρυκός>
- κῆρυξ. οἱ δὲ βάρβαρος. οἱ δὲ ἀττέλεβος
- <βρυκταία>
- εἶδος βοτάνης
- <βρύκων>
- συνερείδων τοὺς ὀδόντας μετὰ ψόφου
- <βρυδαλίχα>
- πρόσωπον γυναικεῖον. παρὰ τὸ γελοῖον καὶ αἰσχρὸν †ὄῤῥος τίθεται †ὀρίνθω τὴν ὀρχίστραν καὶ γυναικεῖα ἱμάτια ἐνδέδυται. ὅθεν καὶ τὰς †μαχρὰς <βρυδαλίχας> καλοῦσι Λάκωνες
- <βρυδακίζειν>
- ἐκτείνειν
- <βρυλλιχισταί>
- οἱ αἰσχρὰ προσωπεῖα περιτιθέμενοι γυναικεῖα καὶ ὕμνους ᾄδοντες
- <βρύλλων>
- ὑποπίνων (Ar. Eq. 1126)
- <βρῦν>
- πιεῖν (Ar. Nub. 1382)
- <βρύματα>
- μηρύματα
- <βρύον>
- θάλλον (Aesch. fr. 350,6) [βρύσμα]
- <βρυνχόν>
- κιθάραν. Θρᾷκες
- <βρύξαι>
- δακεῖν. καταπιεῖν
- <βρύοχον>
- κήρυκα
- <βρύγδην>
- χύδην
- [<Βρύσια>
- πόλις]
- <Βρυσιαί>
- κρημνοί. καὶ πόλις κρημνώδης (Β 583)
- <βρύτανα>
- κονδύλους
- <βρυτιγγοί>
- χιτῶνες
- <βρυτταί>
- τὰ λείψανα
- <βρύτεα>
- στέμφυλα. ἔνιοι εἶδος σκορόδου
- <βρύττειν>
- ἐσθίειν
- <βρύττιον>
- πόμα ἐκ κριθῆς
- <βρύττος>
- εἶδος ἐχίνου πελαγίου, ὥς φησιν Ἀριστοτέλης (h. an. 4,530b5) οἱ δὲ ἰχθύν. οἱ δὲ τρισυλλάβως. "<ἄμ>βρυττον, ἤν, Λάχης ποιεῖ"
- <>βρύχα>
- ὑποβρύχιον. βυθιζόμενον (ε 319)
- *<βρύχανα>
- σάλπιγγι g καμπύλῃ
- <βρυχετῶ>
- πυρεταίνω
- <βρυχηθμός>
- στεναγμός. οἰμωγή
- <βρυχίς>
- κλῆμα
- <βρυχμοί>
- ψόφοι
- <βρυχήσασθαι>
- ὡς λέων
- *<βρύχιον>
- βυθιζόμενον vgAS
- <Βρύχων>
- ποταμὸς περὶ Παλλήνην
- <Βρυτίδας>
- γένος παρὰ Ἀθηναίοις
- <βρυτίνη>
- ἐν Μαλθακοῖς· "ἄμοργιν ἔνδον βρυτίνην ἠθεῖν τινα" (Cratin. fr. 96). ἔπαιξε πρὸς τὸ πόμα τὸ βρύτινον. ἔστι δὲ καὶ ζῶον <βρύτον> ὅμοιον κανθάρῳ, καὶ τὸ ἀπ' αὐτοῦ <βρύτινον πήνισμα>, ὅπερ ὑπ' ἐνίων <βομβύκινον> λέγεται
- <βρυτίνην>
- βυσσίνην
- <βρῦτον>
- πᾶν τὸ ἐκ κριθῆς ποτόν
- <βρυτονία>
- ῥίζα τις οὕτως καλουμένη
- <βρύτιχοι>
- βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὐράς
- *<βρύχεται>
- μαίνεται n
- <βρυχός>
- κήρυξ
- *<βρυῶδες>
- δυσῶδες Σc
- *<βρωμᾶσθαι>
- ὀγκᾶσθαι vgAS
- *<βρώμην>
- βρῶσιν (κ 460 ..) (g)AS
- <βρωμωμένου>
- ὀγκωμένου
- *<βρωτόν>
- βρώσιμον (Iob 33,20) vgAS
- *<βρωτύν>
- βρῶσιν. τροφήν (Τ 205) S
- [<βρυατά>
- βεβυσμένα αὕτη]
- <βυβὰ ταῦτα>
- ἐπὶ τοῦ μεγάλου τάσσεται (Sophr. fr. 115)
- *<βυβλία>
- βιβλία vASn
- †<βυγή>
- πηγή
- <βύβλιοι>
- οἱ τῶν τάφων φύλακες, παρὰ Κυπρίοις. καὶ πόλις Φοινίκης <Βύβλος>
- [<βυδοί>
- οἱ μουσικοί. ἢ κροῦμά τι. σοφῶς Κρησίν]
- <βύει>
- καμμύει. φράσσει τὰ ὦτα
- †<βύζαντες>
- πλήθοντες
- <Βυζαντία>
- εἶδος ὁρμιᾶς
- *<Βυζάντιος>
- Κωνσταντινουπολίτης (g) A
- *<βύζην>
- ἱκανῶς. *ἀθρόως. vgAS δαψιλῶς. *πυκνῶς. ἐπαλλήλως. ἢ πληροῦν (Thuc. 4,8,7) vgAS
- <βύζειν>
- τὸ πεπιασμένως κατέχειν
- <βυζόν>
- πυκνόν. συνετόν. γαῦρον δὲ καὶ μέγα
- *<βύθιος>
- φόσσα vgAS
- <βυθίζων>
- ποντίζων ἐν βυθῷ. Σκύθαις (Soph. fr. 508)
- [<βυθμός>
- ἄντρον. πυθμήν, καὶ βυθμήν]
- <βυκανισταί>
- †εἰκασταί
- <βυκήης>
- ὑπνηλός
- <βυκός>
- δασμοφόρος
- <βυκτά>
- σχέτλια, δείλαια
- <βυκτάων>
- πνεόντων, φυσητῶν (κ 20)
- <βύκτης>
- ὁ ἐκ βυθοῦ ταράσσων. φυσῶν
- <βυλλά>
- βεβυσμένα
- [<βυλλίχαι>
- χοροί τινες ὀρχηστῶν, παρὰ Λάκωσι
- <βυλλίχης>
- χορευτής
- <βυλλιχίδες>
- †ῥαχίδες]
- <βύνη>
- θάλασσα. (Euphor. fr. 127 P.?) πεύκη. [b) <βύθαλον>· βύσμα. c) <βύξ>· βυθός. d) <βυνεύς>·] σκεύασμά τι κρίθινον
- <βυννεῖν>
- τὸ ἐν τῷ στόματι κατέχειν τι
- <βύπτειν>
- βαπτίζειν
- <βύρθακος>
- βάτραχος
- <βυρικόμενος>
- πνιγόμενος. τραχηλιζόμενος
- <βυριόθεν>
- οἴκοθεν (Cleon. eleg. II 263 B.)
- <βύριον>
- οἴκημα
- <βύρμακας>
- μύρμηκας
- <βυρμός>
- σταθμός
- <βυρσάτονος>
- τύμπανον (Eur. Bacch. 124)
- <Βυρσίνης>
- Μυρσίνης· ἦν δὲ αὕτη γυνὴ Ἱππίου τοῦ τυράννου. ἐν τοῖς Ἱππεῦσι (Ar. Eq. 449)
- <βυρσίς>
- δέρμα
- <βυῤῥός>
- κάνθαρος. Τυῤῥηνοί
- <βυρσαίετον>
- Ἀριστοφάνης ἀπὸ τῆς βύρσης καὶ τοῦ ἁρπάζειν τὸν Κλέωνα εἶπε (Ar. Eq. 197)
- <Βύρσαν>
- πόλιν θεῶν Ἀριστοφάνης ἐν Δράμασι παίζων ἔφη (fr. 292)
- <βυρσιμώλους>
- βυρσοδεψίμους
- *<βυρσοδέψης>
- σκυτοδέψης, [βυρσεύς (Plat. conv. 221 e?) P
- <βυρσόκαππον>
- τὸν Κλέωνα (Com. ad. fr. 61)
- *<βύουσαν>
- κρύπτουσαν (P)
- <βῦσαι>
- ἐπιθεῖναι. φορτῶσαι. κρύψαι
- <βύσας>
- πλήσας. φράξας
- <βύρτη>
- λύρα
- <βυσαύχην>
- ὁ συνέλκων τὸν τράχηλον καὶ τὸν αὐχένα μικρὸν ποιῶν καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων (Xenarch. com. fr. 1,4)
- <βύσσαλοι>
- βόθροι
- [<βύσσινον>
- πορφυρόν]
- <βυσσαλεύοντι>
- τῷ βυθῷ ἐφικνουμένῳ
- <βυσσοβαρῆ>
- μεγάλα. ἀπὸ τῶν καταφερομένων εἰς βυθὸν διὰ τὰ βάρη
- <βυσσοδομεύει>
- ἐνθυμεῖται. μηχανᾶται. ἀποκεκρυμμένως βουλεύ- εται, καὶ ἐκ βάθους
- <βυσσοδομεύειν>
- ἐνθυμεῖσθαι. κατὰ βυθοῦ δομεῖν, ἤγουν οἰκο- δομεῖν (θ 273)
- *<βύσσινα>
- πορφυρᾶ (Exod. 28,39) AS
- <βυσσός>
- *βυθός (Hdt. 2,96,5). vg ἄντρον. πυθμήν. καὶ χρῶμα ἀντὶ τῆς ὕσγης παραλαμβανόμενον
- †<βυσσοφαρεῖ>
- μεγαλοφαρεῖ
- <βυσσόφρων>
- κάτωθεν ἐκ σπλάγχνων βουλευόμενος. καὶ ἐκ βυθοῦ φρονῶν (Aesch. Cho. 652)
- *<βύσωσι>
- φράξωσι vgAS
- <βύσταγα>
- πώγωνα
- <βυστίχοις>
- τοῖς ἐν θαλάττῃ βρόχοις
- <βῦστραι>
- αἱ τῶν λαχάνων ἐνθέσεις. ἔνιοι δὲ τοὺς ἐκ τῶν λαχάνων ψωμούς (Anaxandr. fr. 23. Antiph. fr. 180)
- <βύτθαν>
- τὸν ψᾶρα
- <βυτθόν>
- πλῆθος
- <βύτανα>
- κονδύλοι. οἱ δὲ <βρύτανα>
- <βυτίνη>
- λάγυνος, ἢ ἀμίς. Ταραντῖνοι [ἤγουν σταμνίον]
- <βύττος>
- γυναικὸς αἰδοῖον
- *<βύων τὰ ὦτα>
- ἐπιφράττων (Ps. 57,5) AS
- *<βυούσης>
- πληρούσης. καλυπτούσης. ASn κωφωθείσης (Ps. 57,5) AS
- †<βυωτήν>
- τὴν ἄρσιν
- *<βῶ>
- ἐπιβῶ P
- <βωβός>
- πηρός.
- *<βωβούς>
- χωλούς
- <βωβύζειν>
- σαλπίζειν
- <Βωβώ>
- οὕτως ἡ Μάκρις ὠνομάζετο
- <βώδιον>
- βοίδιον
- <βωθεῖν>
- ὁμιλεῖν. βοηθεῖν
- *<βωθέοντες>
- βοηθοῦντες gAS
- <βωθύζειν>
- βοᾶν. θωύσσειν
- <βῶκα>
- θύννον (Epich. fr. 60)
- †<βωκός>
- τρυφερὸς χιτών
- <Βώκαρος>
- ποταμὸς ἐν Σαλαμῖνι ἐκ τοῦ Ἀκάμαντος ὄρους φερό- μενος
- <βωλάκιον>
- χωρίον βώλους ἔχον
- *<βῶλαξ, βῶλος>
- S(n) γῆ
- <βωλία, βωλίς>
- μάζης εἶδός τι ἐν ταῖς θυσίαις
- <βωλίνας>
- καλιάς. ἢ πλινθίνας οἰκίας
- <βωλόναι>
- οἱ μὲν κολώνας· οἱ δὲ τὸ Κίλλαιον ἀκούουσι, διὰ τὸ ἀνακεχῶσθαι, παρὰ Σοφοκλεῖ (fr. 933)
- [<βῶλοι>
- γῆ]
- <βωλώρυχα>
- τὴν σῦν. Λάκωνες
- <βωμακεύμασι>
- βωμολοχεύμασι. παραλογισμοῖς. πανουργήμασι κολακευτικοῖς
- <βώμαξ>
- βωμολόχος. καὶ ὁ μικρὸς βωμός, ὑποκοριστικῶς
- <βώμευσις>
- βωμοῦ ἵδρυμα
- <βώμηνεν>
- ὤμοσε
- *<Βώμιοι>
- οἱ περὶ τοὺς λόφους τοὺς Βωμοὺς καλουμένους οἰκοῦντες (Thuc. 3,96,3) AS
- [<βώμενος>
- βωμός]
- <βωμίδας>
- ἀναβάσεις (Hdt. 2,125,1)
- <βωμίσκοι>
- ἀριθμοὶ ἄνισοι
- <βωμοῖς>
- βαθμοῖς
- *<βωμοῖσι>
- βάσεσι (Θ 441) n
- <βωμοί>
- ἔμβολοί τινες οὕτω λεγόμενοι
- <βωμολοχία>
- γένος κολακείας φορτικὸν καὶ γελωτοποιόν
- *<βωμός>
- ἱερόν. τέμενος (Θ 48) vgAS
- *<βωμολόχος>
- σκώπτης. vgASn ἱερόσυλος· παρὰ τὸ λοχεῖν εἰς τοὺς βωμούς, ὅ ἐστιν ἐνεδρεύειν. vgAS πανοῦργος. ἀσεβής. ἀπατεών (Greg. Naz. or. 5,18) (vgA)S
- *<βῶν>
- βοῦν. ὅπλον (Η 238) AS
- *<βωνίτας>
- τοὺς ἐν ἀγρῷ. οἱ δὲ βουκόλους (n) ἢ ἀγροίκους (Call. fr. 251)
- <βώνημα>
- †εἴρημα. Λάκωνες
- <Βωρθία>
- Ὀρθία
- <Βῶρμον>
- θρῆνον ἐπὶ Βώρμου νυμφολήπτου Μαριανδυνοῦ
- *<βῶροι>
- ὀφθαλμοί (AS)
- *<Βῶρος>
- ὄνομα κύριον (Ε 44 ..) AS
- <βῶς>
- ἀσπίς. πέλτη. βύρσα. καὶ ποιὸς ἰχθύς
- *<βώσομαι>
- βοήσομαι, [ἐπικαλέσομαι S
- <βῶσον>
- κάλεσον, βόησον (Cratin. fr. 396)
- <βώσαντι>
- βοήσαντι (Μ 337)
- [<βωστῆρες>
- νομεῖς]
- <βωστρεῖν>
- βοᾶν. καλεῖν. ἐπικαλεῖσθαι (μ 124)
- <βωσόμεθα>
- μαρτυρώμεθα. ἐπικαλεσώμεθα (Κ 463)
- *<βωσσοῦσι>
- βομβοῦσιν S ἠχοῦσι (ν 106)
- <βωτάζειν>
- βάλλειν
- <βωτιάνειρα>
- τοὺς ἄνδρας τρέφουσα (Α 155)
- <βωτίον>
- σταμνίον
- <βώτορες>
- βωτῆρες. νομεῖς. ποιμένες (ξ 302 ..)
- *<βώχ>
- βοτάνης εἶδος S
- *<βωῶμεν>
- ὀμόσωμεν S