Τα ψηλά βουνά/Τα εφτά μικρά στο κυνήγι της κότας
←Ἔρχεται ἡ ἀλεποὺ | Τὰ ψηλὰ βουνὰ α' έκδοση, 1918 Συγγραφέας: Τὰ ἑφτὰ μικρὰ στὸ κυνήγι τῆς κότας |
Οἱ νοικοκυραῖοι παίρνουν εἴδηση→ |
22. Τὰ ἑφτὰ μικρὰ στὸ κυνήγι τῆς κότας.
Σὲ δυὸ μέρες ἡ ἀλεποὺ εἶπε στὰ μικρά της:
«Σήμερα θὰ σᾶς πάρω σὲ μιὰ πολιτεία. Νὰ προσέχετε μήπως χαθῆτε, γιατὶ ἔχει ὀχτὼ σπίτια. Πρώτη φορὰ θὰ ἰδῆτε τέτοια πρωτεύουσα.
»Ὅταν φτάσωμε κεῖ, νὰ μὴν κάθεστε νὰ χαζεύετε στὶς πλατεῖες, στὰ φῶτα καὶ στὰ θέατρα· θὰ πᾶμε ἴσια στὸ κοτέτσι. Τόχουν ἀνοιχτό, καθὼς πρέπει σὲ μιὰ μεγάλη πολιτεία. Κι ἔχει κάτι ἀρχοντόκοτες, ποὺ φαίνεται πὼς τὶς ἔχουν φυλάξει ἐπίτηδες γιὰ τὴν καλύτερη ἀλεπού. Ἐγὼ βέβαια θάμαι αὐτή.
»Ἴσαμε τώρα κυνηγούσατε τὸ ποντίκι, τὸ βάτραχο, τὸν κάβουρα, τὸ πουλὶ καὶ τὸ σκαθάρι. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γυμναστῆτε καὶ στὶς κότες».
Λέγοντας αὐτά, κάθισε στὰ πίσω της τὰ πόδια, κι ἔφερε μπροστὰ τὴ μεγάλη μαλλιαρὴ οὐρά της.
Ὅποιος κυνηγὸς τὴν ἔβλεπε κείνη τὴν ὥρα, θὰ ἔλεγε:
«Ἄχ, νὰ εἶχα τὸ γουναρικό σου! Ἑξήντα δραχμὲς θὰ τοῦ ἔβαζα τιμή».
Μὰ ἦταν τάχα εὔκολο νὰ τὴ δῆ ὁ κυνηγός; Ὄχι. Τὸ ὡραῖο δέρμα τῆς ἀλεπούς μας, ποὺ τὸ ζηλεύουν οἱ κυνηγοὶ καὶ βάζει τὴ ζωή της σὲ παντοτινὸ κίνδυνο, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὴν προστάτευε.
Ὁ χρωματισμός της ἦταν τέτοιος, ὥστε νὰ μπερδεύεται μὲ τὸ χρῶμα τοῦ τόπου. Ἔμοιαζε καὶ μὲ τὰ φυλλώματα καὶ μὲ τὸ χῶμα καὶ μὲ τὴν πέτρα· ἦταν κιτρινοκόκκινο. Στὸ στῆθος, στὴν κοιλιὰ καὶ στὴ μέση σταχτερό· στὸ μέτωπο καὶ στοὺς ὤμους λίγο ἄσπρο· στὰ μπροστινὰ πόδια κόκκινο καὶ στ’ αὐτιὰ μαῦρο.
Ἔτσι γλίτωσε πολλὲς φορὲς ἡ ἀλεποὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς ὁ κυνηγὸς τὴν πῆρε γιὰ κάτι ἄλλο· κάτι σὰ γῆ ἢ κούτσουρο ἢ πέτρα, καὶ προσπέρασε.
Καὶ τὰ ἑφτὰ μικρά της, πάλι κι αὐτὰ τὸ χρῶμα τους τὰ ἔχει γλιτώσει.
Μιὰ φορὰ ποὺ κάθονταν στὴν ἄκρη τῆς τρύπας καὶ περίμεναν τὴ μάνα τους νὰ γυρίση ἀπὸ τὸ κυνήγι, πέρασε τὸ γεράκι ἀπὸ ψηλὰ καὶ δὲν τὰ εἶδε. Μάτι γερακιοῦ ἔχει γελαστή! Τόσο πονηρὸ εἶναι τὸ χρῶμα τῆς ἀλεποῦς καὶ τῶν παιδιῶν της.
Ὡς πότε τάχα θὰ γίνεται αὐτό; Ὡς πότε ἡ ἀλεποὺ θὰ ξεφεύγη; Ποιὸς ξέρει! Κάποτε θὰ ἔρθη κι ἡ ὥρα της.
Γελιοῦνται οἱ κυνηγοὶ μὲ τὸ χρῶμα της, μὰ ἡ μύτη τοῦ σκύλου δὲ χωρατεύει! Αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ γελάση κανένας.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρει ἡ κυρά μας ἡ ἀλεποὺ. Μὰ ἔλα ποὺ εἶναι νόστιμο φαγητὸ ἡ κότα!
Τί κότες ἦταν ἐκεῖνες οἱ δυὸ προχτεσινές...
«Ἐμπρός, παιδιά, ξεκινοῦμε» εἶπε κατὰ τὰ μεσάνυχτα. «Καὶ φρόνιμα στὸ δρόμο. Ὅπου πηγαίνω, θὰ πηγαίνετε. Πίσω ἀπὸ τὴν οὐρά μου θὰ περπατᾶτε ὅλα μαζί. Δὲ θὰ βγάλετε οὔτε κίχ. Καὶ νὰ κοιτάζετε καλὰ τὸ δρόμο γιὰ νὰ τὸν μάθετε».
Μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ προφύλαξη περπατοῦσαν ἀρκετὴ ὥρα. Πήγαιναν μέσα ἀπὸ χαμόκλαδα κι ἔκαναν μεγάλους γύρους. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τοὺς δρόμους των· κι ἡ ἀλεποὺ ἔχει τὸ δικό της.
Ἔτσι ἔφτασαν στὶς καλύβες τῶν παιδιῶν. Τίποτ’ ἄλλο δὲν κοίταξαν στὴν πολιτεία, οὔτε φῶτα οὔτε δρόμους οὔτε καταστήματα, μόνο πῆγαν ἴσα στὸ κοτέτσι.
Πάλι τὸ βρῆκαν ἀνοιχτό. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν μετρήσει προχτὲς τὶς κότες γιὰ νὰ δοῦν πὼς τοὺς ἔλειψαν δύο.
Καὶ πάλι ἀπόψε θὰ λείψουν ἄλλες δύο.
«Ἀνοίξετε τὰ μάτια σας, νὰ δῆτε τί θὰ κάμω» εἶπε ἡ ἀλεποὺ στὰ μικρά.
Χίμηξε σὲ μιὰ κότα καὶ τῆς ἔβαλε τὰ δόντια στὸ λαιμό. Ἔπειτα γρήγορα ἔπιασε μιὰ ἄλλη. Ἅρπαξε τὴ μιὰ κι ἔφυγε· ξαναῆρθε καὶ ξαναπῆρε καὶ τὴν ἄλλη. Τὸ κοτέτσι ἀναστατώθηκε, μὰ ἦταν ἀργά. Οἱ καημένες οἱ κότες κοιμόνταν βαθιά. Τί ὄνειρο νὰ ἔβλεπαν;
Δυστυχισμένη κότα ποὺ εἶχες τὴ φλωροκίτρινη τραχηλιά, σὰ χωριάτικο μαντίλι!
Καημένε κόκορα μὲ τὸ μεγάλο λειρὶ ἀπὸ τὸ Μικρὸ χωριό!
Ἀπάνω σ’ ἕνα πεσμένο κορμὸ δέντρου, ξεκουράζεται ἡ ἀλεποὺ ἀπὸ τὸ κυνήγι, καὶ λέει στὰ μικρά της:
«Ἡ καλύτερη κοινότητα εἶναι κείνη ποὺ δὲν ἔχει σκύλο».