Τα ψηλά βουνά/Ο άνθρωπος που τρώει το δάσος

Από Βικιθήκη
Τὰ ψηλὰ βουνὰ
α' έκδοση, 1918
Συγγραφέας:
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρώει τὸ δάσος


34. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τρώει τὸ δάσος.

Οἱ Πουρναρῖτες, ἔλεγε ὁ κὺρ Στέφανος, εἶναι ἀπὸ τὸ χωριὸ Πουρνάρι, ποὺ βρίσκεται χαμηλά, κάπου δυόμισι ὥρες ἀπὸ τὸ Χλωρό.

Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τὸ εἶχαν ἐπάγγελμα νὰ ζοῦνε ρημάζοντας τὸ δάσος. Πᾶνε µιὰ νύχτα καὶ δίνουν τσεκουριὲς σ' ἕνα μεγάλο ἔλατο, ποὺ μπορεῖ νὰ δώση πολὺ καὶ γερό ξύλο.

Γκρεμίζουν τὸν ἔλατο καὶ τὸν κομματιάζουν. Ὕστερα φορτώνουν τὰ κούτσουρα στὸ μουλάρι καὶ τὰ πηγαίνουν λίγα λίγα στὸ χωριό.


Ἄλλοι πάλι ξεφλουδίζουν λίγο τὸν ἔλατο γύρω γύρω γιὰ νὰ ξεραθῆ. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ πηγαίνουν καὶ τὸν κόβουν.

Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς στὴν ἄκρη τοῦ δάσους καῖνε τοὺς θάμνους καὶ τὰ δέντρα γιὰ νὰ κάμουν χωράφια. Κι ὕστερα προχωροῦν µέσα στὸ δάσος. Ἔτσι µὲ τὸν καιρὸ γυμνώνουν ράχες ὁλόκληρες.

Ἐδῶ καὶ δυὸ χρόνια ἔχουν ἀρχίσει νὰ βγάζουν κρυφά ρετσίνι. Πολλά ἀπὸ τὰ πιὸ ὄμορφα πεῦκα τοῦ Χλωροῦ εἶναι πελεκημένα καὶ γδαρμένα.

Ἔτσι οἱ Πουρναρῖτες μπῆκαν στὸ δάσος, ὅπως τὸ σκουλήκι µπαίνει στὸν κάμπο καὶ τὸ σαράκι στὸ ξύλο.