Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τα εφήμερα

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Τα εφημερα)
Τα εφήμερα
Συγγραφέας:


Φυλλομετρών ημέραν τινά τας περί τα ζώα ιστορίας του Αριστοτέλους έτυχε ν' αναγνώσω εν αυταίς τα εξής:
    «Περί τον Ύπανιν ποταμόν, τον περί Βόσπορον Κιμμέριον, υπό τροπάς θερινάς καταφέρονται υπό του ποταμού οίον θύλακοι μείζους ρωγών, εξ ων ρηγνυμένων εξέρχεται ζώον πτερωτόν τετράπουν· ζη δε και πέτεται μέχρι δείλης, καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται και άμα δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον». (Περί τα ζώα Ιστορ. Ε΄, ιθ΄).
    Πρώτην φοράν ήκουον περί των ημεροβίων τούτων τετραπόδων των γεννωμένων εκ των ρωγών· επειδή δε εγένετο λόγος εις την αυτήν σελίδα περί “κωνώπων, α γίνονται εκ της περί το όξος ιλύος” και περί σαλαμάνδρας, “η δια πυρός βαδίζουσα κατασβέννυσι το πυρ”, έκλινα να κατατάξω και τα εφήμερα εις την κατηγορίαν των παραδόξων ακουσμάτων. Δεν ηξεύρω όμως πώς έτυχε να εγχαραγχθή εις την μνήμην μου το αριστοτελικόν τούτο χωρίον και πώς με ήγαγεν έπειτα να εξετάσω τίνα πράγματι είναι τα εφήμερα ταύτα.
    Εύκολος υπήρξεν η ικανοποίησις της περιεργείας μου, διότι το χωρίον τούτο του Σταγειρίτου είχεν ελκύσει από πολλού πλην της εμής την προσοχήν πλήθους φυσιοδιφών. Κατά τας ερεύνας αυτών τα εφήμερα πράγματι υπάρχουσι, και μάλιστα αφθονούσιν όχι μόνον εις τον Ύπανιν του Κιμμερίου Βοσπόρου, αλλά και εις πάντα σχεδόν άλλον της Ευρώπης ποταμόν. Είναι δε ταύτα τετράπτερα έντομα του είδους των νευροπτέρων, διανύοντα εντός του ύδατος την εμβρυώδη περίοδον του βίου των, εξερχόμενα έπειτα τέλεια εξ αυτού και επί τινας μόνον ώρας ζώντα.
    Μέχρι του Ρεωμύρου επιστεύετο, ότι τα έντομα ταύτα δεν συζεύγονται, μη έχοντα καιρόν προς τούτο, αλλ' ο φυσιοδίφης ούτος απέδειξε, και έπειτα παρά των άλλων εβεβαιώθη, ότι ο έρως είναι απεναντίας η μόνη του βραχυτάτου βίου των ασχολία. Αφ' ετέρου όμως δεν περισσεύει εις ταύτα καιρός προς φαγητόν, και δια τούτο ίσως εθεώρησε περιττόν η Θεία Πρόνοια να τα προικίση δια στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής.
    Τα έντομα ταύτα διήρεσαν οι επιστήμονες εις γένη και είδη, κατεμέτρησαν το μήκος της νευρικής αλύσου των γαγγλίων των, διέκριναν τους ταρσούς αυτών και ηρίθμησαν τα εν τη κοιλία των ωά, τα οποία ευρέθησαν οκτακόσια.
    Τα εφήμερα δύναταί τις να παρατηρήση προ πάντων τας μεσημβρινάς ώρας του θέρους, εξορμώντα εκ του ύδατος ανά πυκνά σμήνη και ομοιάζοντα μικράς καταλεύκους πεταλούδας δύο περίπου εκατοστομέτρων μήκους. Είς τινας χώρας και ιδίως εν Βελγίω και ενιαχού της Γαλλίας είναι κατά τας υγράς ημέρας του θέρους τόσον πολλά, ώστε σχηματίζουσι νεφελώδη θόλον υπεράνω του ρύακος ή της λίμνης. Τα νέφη ταύτα μένουσι μετέωρα επί τρεις ώρας, όσον δηλ. διαρκεί ο βίος των αποτελούντων ταύτα ζωυφίων, περί δε την δύσιν της μόνης αυτών ημέρας τα πτώματα αυτών αρχίζουσι να καταπίπτωσιν ως μικραί νιφάδες χιόνος, τας οποίας καταπίνουσιν απλήστως οι ιχθύες. Τα εφήμερα ουδέποτε αναπαύονται, αλλ' η ζωή αυτών συνοψίζεται εις έν μόνον τρίωρον ή τετράωρον πτερύγισμα. Ολίγας δε στιγμάς προ του θανάτου, καταπίπτουσιν εκ της γαστρός της θηλείας εν σχήματι βότρυος τα ωά, τα επί τινας στιγμάς επιπλέοντα και έπειτα βυθιζόμενα εις το ύδωρ του ποταμού.
    Σοφός τις φυσιοδίφης, ο Μαρέσιος (Desmarets), αν ενθυμούμαι καλώς, ωθούμενος υπό της περιεργείας, επεχείρησε και κατώρθωσε να χωρίση τα άρρενα εφήμερα από των θηλέων, και τότε ο βίος αυτών παρετάθη από τεσσάρων εις εικοσιτέσσαρας ώρας, μετά τας οποίας τα θύματα ταύτα της επιστήμης απέθαναν παρθένα, εκ της λύπης πιθανώς και της πλήξεως, αντί ν' αποθάνωσιν εξ υπερβολής έρωτος και ηδυπαθείας, ως ώρισεν αυτοίς ο πανάγαθος Θεός. Τοιαύτη είναι η ανελλιπής των εφημέρων βιογραφία, η όσον και ο βίος αυτών βραχεία.
    Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν. Αφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Κυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία. Ο καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως να εκρυφομίλουν.
    Αλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ιπταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Ουδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφως λευκάς. Το πλήθος και η λευκότης αυτών ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου όσα είχον αναγνώσει περί των εφημέρων, και μετ' αυτών όσας η τύχη των εντόμων τούτων μοι υπαγόρευε πολλάκις, εν συγκρίσει προς την ανθρωπίνην, μελαγχολικάς σκέψεις. Γνωστόν είναι ότι μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως υπάρχει μέση τις κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε εντελώς έξυπνος είναι τις ούτε κοιμάται ακόμη. Εις τοιαύτην τινά κατάστασιν αποχαυνώσεως, ουχί αμοίρου ηδυπαθείας, με είχε βυθίσει η μόνωσις, η ηρεμία, κατά τι δε ίσως και οι ατμοί των δύο ή τριών κατά το πρόγευμα ποτηρίων οίνου. Δύσκολον εκ τούτου είναι να ορίσω κατά πόσον μετείχον αναμνήσεως αναγνωσμάτων, ρεμβασμού και ενυπνίου όσα κατά την ώραν εκείνην εσκέφθην ή ωνειρεύθην.
    M' εφάνη ότι αι πτερυγίζουσαι υπεράνω του ρεύματος του Κηφισού χρυσαλλίδες και τ' άλλα περιβομβούντα γύρω μου πτερωτά έντομα ήσαν εφήμερα, ότι ο βόμβος αυτών ήτο γνώριμος εις εμέ γλώσσα, και ότι τελείως κατενόουν τον εξής μεταξύ δύο εξ αυτών διάλογον.
    ― Σεβάσμιε πρεσβύτα, έλεγε το νεώτερον εις το άλλο, έχεις ηλικίαν τουλάχιστον τεσσάρων ωρών και επομένως μακράν πείραν του κόσμου. Ευδόκησε λοιπόν να με συμβουλεύσης, εμέ τον νέον και άπειρον, τί πρέπει να κάμω δια να ευτυχήσω.
    ― Τέκνον μου, απήντησεν ο ερωτώμενος, αληθές είναι ότι είμαι γέρων· όχι όμως όσον φαίνομαι. Τα πάθη και αι λύπαι μ' έκαμαν να γηράσω προώρως. Δεν έχω ηλικίαν ανωτέραν τριών ωρών. Πολλά όμως είδον και υπέφερα κατά το διάστημα τούτο. Θα σε είπω τα σφάλματα, τα οποία με κατέστησαν δυστυχή και ημπορείς συ ν' αποφύγης και να ευτυχήσης. Ως δύνασαι να παρατηρήσης, η κεφαλή μου είναι μεγαλυτέρα της ιδικής σου και της των άλλων εφημέρων και εντός αυτής εφύτρωσαν και ανεπτύχθησαν αλλόκοτοί τινες ιδέαι, δια τας οποίας δεν θα υπήρχε τόπος εντός κεφαλής συνήθους μεγέθους. Όπως συ, υπήρξα και εγώ νέος, αλλά έχασα την νεότητά μου.
    Ολίγον μετά την γέννησίν μου απήντησα ωραιοτάτην εφημέρισσαν· είχε ηλικίαν δέκα λεπτών και εγώ ενός τετάρτου της ώρας. Ήτο δε δια τους δύο η αληθινή του έρωτος εποχή. Αλλ' αντί να της εκθέσω καθαρά και χωρίς περιφράσεις τί επιθυμώ παρ' αυτής, επεθύμησα, ως έχων μεγαλυτέραν κεφαλήν, να διακριθώ των συνήθων εραστών, να φανώ μεγαλόκαρδος, υπερευαίσθητος, ποιητικός. Εκείνη ήτο φιλάρεσκος και κάπως φαντασμένη και επίστευσεν, ότι ήτο αληθώς αξία των ύμνων τους οποίους ετόνιζα εις τιμήν της. Όταν λοιπόν, αφού την απεθέωσα, ηθέλησα να την μεταχειρισθώ ως εύμορφην θνητήν, ενόμισεν ότι επέβαλεν εις αυτήν η αποθέωσις να υποκριθή ολίγην αντίστασιν εις τους πόθους μου, και εγώ ο μεγαλοκέφαλος βλαξ, αντί να αψηφήσω την σκιάν εκείνην αντιστάσεως και να προβώ από των μεταφυσικών εις τα φυσικά, ως η ερωμένη μου ήλπιζε βεβαίως και επεθύμει, ήρχισα να παραπονούμαι και να μεμψιμοιρώ, να γίνωμαι ελεγειακός, μονότονος και επί τέλους ανιαρός.
    Κατ' εκείνη την στιγμήν επτερύγισε πλησίον μας άλλος τις νέος εφήμερος, πολύ φρονιμώτερός μου, αν και η κεφαλή του ήτο μικροτέρα, όστις χωρίς πολλά προοίμια και περιττά λόγια, ήρπασε την λατρευτήν μου από την μέσην. Τους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι, και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον. Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν δια την απώλειαν της μιας.
    Όταν εννόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών. Αι νέαι εφήμεροι διήρχοντο πλησίον μου χωρίς να με κοιτάξουν, ή αν έστρεφον προς εμέ το βλέμμα, τούτο ήτο ψυχρόν και περιφρονητικόν. Αλλ' αρκετά σ' εφλυάρησα, νεανίσκε μου, ενώ αι στιγμαί σου είναι πολύτιμοι. Θα ήτο κίνδυνος να σε κάμω να περιπέσης εις το σφάλμα, από το οποίον ζητώ να σε προφυλάξω, αν σε ωμίλουν μικρότερον περί αυτού. Εγεννήθης προ ημισείας ώρας και δεν έχεις καιρόν να χάσης. Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχομένη πλησίον μας σ' εκοίταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.
    Ταύτα λέγων περιεδινήθη ο πρεσβύτης ως κροκίς λευκού ερίου εις τον αέρα και έπεσεν άπνους εις το νερόν, καθ' ην στιγμήν κατέφθανεν ο σύντροφός του την υποδειχθείσαν εφήμερον και περιεπτύσσετο αυτήν τόσον σφιγκτά, ώστε εφαίνετο το ζεύγος έν μόνον έντομον με οκτώ πτερά.
    Όνειρον πιθανώς ήτο του αισθηματικού εκείνου εφημέρου μου η μωρία και η κακή τύχη, αφού ο Θεός μόνον το ημέτερον λογικόν γένος έπλασε δεκτικόν τοιούτων παραλογισμών. Αλλ' αν ήτο εκείνο όνειρον, βέβαιον απεναντίας και αναμφισβήτητον είναι ότι δεν υπάρχουσιν άλλα ούτε επίγεια, ούτε υδρόβια ούδ' εναέρια πλάσματα ζηλευτότερα των εφημέρων. Γεννώνται, αγαπώσι και αποθνήσκουσιν ανταλλάσσοντα φίλημα, εις το οποίον εξατμίζεται η μικρά αυτών ψυχή. Ουδέν άλλο έχουσιν εις τον κόσμον να πράξωσιν, ουδέ περί των συνεπειών των φιλημάτων αυτών να φροντίσωσιν, αφού αρκεί ν' αφήση η θήλεια να καταπέσωσιν εις το ύδωρ τα ωά της δια ν' ασφαλισθή των απογόνων της η τύχη. Μόνα τα εφήμερα δεν κινδυνεύουσι να προσκρούσωσιν εις μακράν αντίστασιν ερωμένης, δια τον λόγον ότι είναι ακαταμάχητον το επιχείρημα: “Κυρία μου, δεν έχομεν καιρόν”.
    Αλλ' ουδέ έριδας έχουσι να φοβώνται, ούτε ζηλείαν γνωρίζουσιν, ούτε αστασίαν, ούτε ψυχρότητα, ούτε εγκατάλειψιν ή απιστίαν, δια τον λόγον ότι ουδέ δια τας τοιαύτας δεν περισσεύει καιρός. Είναι τα μόνα πλάσματα, δια τα οποία είναι ο έρως ρόδον άνευ ακανθών. Πώς δε να μη θεωρήσωμεν ως μέγιστον αυτών ευτύχημα, ότι ουδέν ούτε πράττουσιν ούτε αισθάνονται δις κατά το διάστημα του βίου αυτών, ενώ πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου; Η ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι' ύδατος το ποτήριον, μέχρις ού καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίαι.
    Όσον ακριβέστερον εξετάζω τα πράγματα, τόσον μάλλον κλίνω να πιστεύσω, ότι το εφήμερον είναι το μόνον του Θεού πλάσμα, εις το οποίον δεν αρμόζει το δυνάμενον περί των λοιπών και προ πάντων περί του ανθρώπου να ρηθή, ότι κάλλιον θα ήτο να μη γεννηθή.
    Μόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να στραφή να κοιτάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ' αποθνήσκει δια μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.
    Κατ' αντίθεσιν προς το τρισόλβιον τούτο έντομον, αναγκαζόμεθα ημείς δεκάκις της ημέρας να σκεπτώμεθα και ν' αποφασίζωμεν περί παντοίων πραγμάτων. Την απόφασιν παρακολουθεί πλειστάκις η μετάνοια, η δε ταλάντευσις και έλλειψις αποφάσεως είναι βάσανος οδυνηρά. Τον βίον ημών ευρίσκομεν βραχύν, αλλά συγχρόνως και πάσαν ώραν αυτού μακράν. Μόνα εξ όλων των ζώντων έχουσι τα εφήμερα το πλεονέκτημα να μη τρώγωσι, του δε ανθρώπου ο πολυσύνθετος επιούσιος άρτος κατήντησε σήμερον τοσούτον δυσπόριστος, ώστε μη εξαρκούντος πλέον του Θεού αναγκάζονται πολλοί να ζητήσωσιν αυτόν παρά του διαβόλου.
    Ως τα τάγματα κατά στρατιωτικήν επιθεώρησιν, ούτω παρήλαυνον αλλεπάλληλοι εις την μνήμην μου όλαι αι αθλιότητες του ανθρωπίνου βίου. Αύται είναι τόσον γνωσταί και αναμφισβήτητοι και τοσάκις περιεγράφησαν και εθρηνήθησαν από του Εκκλησιαστού και του Ιερεμίου μέχρι του Σοπεγχάουερ και Λεοπάρδι, ώστε κατήντησαν κοινοί τόποι. Κατ' ουδέν όμως συνετέλεσεν η πείρα εις συνετισμόν των λεγομένων λογικών όντων και ουδεμία παρ' αυτών κατεβλήθη προσπάθεια, όπως περιορισθή η εγκειμένη τη ανθρωπίνη φύσει αθλιότης εις τον ελάχιστον αυτής όρον. Ο βίος ομολογείται πάλη κατά παντοίων δεινών και ο μόνος τρόπος μετριασμού αυτών θα ήτο να περισυλλεχθή και συσταλή, ούτως ειπείν, ο υφιστάμενος ταύτα, ώστε να παρουσιάζη μικροτέραν όσον το δυνατόν επιφάνειαν εις τας πληγάς· αντί τούτου ουδέν άλλο φαίνεται επιζητών ή μόνην την επέκτασιν αυτής, ήτοι την αύξησιν των φροντίδων και των βασάνων του.
    Μη αρκούμενος να ζήση και ν' αποθάνη όπου έτυχε να γεννηθή, περιέρχεται την γην όλην, καταβαίνει εις τα σπλάγχνα αυτής και τους βυθούς της θαλάσσης ή ζητή ν' ανυψωθή εις τον αέρα, να ζήση ου μόνον ως επίγειον πλάσμα, αλλά και ως οψάριον ή πτηνόν. Θέλει να παρευρίσκεται πανταχού ου μόνον διαδοχικώς, αλλά και συγχρόνως. Πας φλύαρος, αντί να ενοχλή δια της αδολεσχίας του μόνους τους ακροατάς του, κατορθώνει δια των ανταποκρίσεων αυτού ή δια του τύπου να φλυαρή συγχρόνως εν Παρισίοις, εν Ρώμη, εν Πετρουπόλει, εν Νέα Υόρκη και εν Πεκίνω.
    Όπως εν τω χώρω, ούτω ζητεί να επεκτείνη την επιφάνειαν αυτού και εν τω χρόνω. Την διάρκειαν του βίου αυτού ευρίσκει πολύ βραχείαν. Αληθές είναι ότι διέρχεται τα τρία τέταρτα αυτής χασμώμενος ή στενάζων, αλλ' εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα έτη δεν αρκούσιν εις αυτόν δια να χορτάση τα χασμήματα και τους στεναγμούς. Επί πολλούς αιώνας ανεζήτουν αντίδοτον κατά του θανάτου οι αλχημισταί, και από των χρόνων του Ουφελάνδου κατετάχθη εις τας επιστήμας η λεγομένη Μακροβιωτική. Αν πιστεύσωμεν τους ιατρούς και τας στατιστικάς, κατωρθώθη ήδη είς τινας χώρας και ιδίως εις Αγγλίαν η παράτασις του πριν συνήθους μέσου όρου του βίου κατά δύο ή τρία έτη. Ουδ' ως σταγών όμως ύδατος δύναται να θεωρηθή η τριάς αύτη ετών εν συγκρίσει προς την βασανίζουσαν τον άνθρωπον δίψαν εκτάσεως της διαρκείας αυτού, την οποίαν δεν δύναται επί του παρόντος να ικανοποιήση άλλως ή φανταζόμενος έν οιονδήποτε είδος υπάρξεως εν σπέρματι προγενεστέρας της γεννήσεως, ή άλλο παρατεινόμενον μετά τον θάνατον αυτού.
    Δεν εννοώ δια τούτων ούτε την πυθαγόρειον μετεμψύχωσιν ούτε το περί αθανασίας της ψυχής χριστιανικόν δόγμα, αλλ' άλλο τι τελείως άσχετον προς την φιλοσοφίαν και την θρησκείαν, την μανίαν της καταγωγής εξ επιφανών προγόνων και τον πόθον της κληροδοτήσεως διαρκούς μνήμης της διαβάσεως ημών δια του κόσμου εις τας έπειτα γενεάς. Πολλοί εναβρύνονται πιστεύοντες, ότι το υποκείμενον αυτών προϋπήρχε λανθάνον παρά τοις ενδόξοις προγόνοις, οίτινες εγέννησαν τους μέλλοντας να γεννήσωσιν αυτούς, κατορθούντες ούτω να επεκτείνωσιν επί τινας αιώνας την ύπαρξιν αυτών εν τω παρελθόντι. Τούτων η μωρία είναι προφανής· αλλ' αν εξετάσωμεν ακριβώς τα πράγματα δύσκολον είναι να θεωρήσωμεν ως ολιγώτερον μωρούς τους φλεγομένους υπό του πόθου επιβιώσεως του ονόματος αυτών παρά τοις μεταγενεστέροις.
    Αλλόκοτον όσον και κοινόν είναι το αίσθημα το άγον ημάς να μεριμνώμεν περί γεγονότων, τα οποία ενδέχεται να επέλθωσιν, όταν δεν θα υπάρχωμεν πλέον, και ν' αποδίδωμεν μεγάλην σημασίαν εις την περί ημών γνώμην ανθρώπων, οίτινες δεν εγεννήθησαν ακόμη. Μεθύομεν προκαταβολικώς δι' οίνου, τον οποίον ουδέποτε θα πίωμεν. Ο πάγκοινος και ανεκρίζωτος εκ της καρδίας ημών πόθος μακράς υπάρξεως μ' εφαίνετο κατά την στιγμήν εκείνην τόσον άτοπος και παράλογος, ώστε ησχυνόμην ν' ανήκω εις το μωρόν και τρισάθλιον ανθρώπινον γένος και εζήλευα τας πετώσας υπεράνω του ρεύματος μικράς χρυσαλλίδας, τας οποίας επέμενα να ταυτίζω μετά των τρισολβίων εφημέρων.