Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 421.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
421

Καὶ γύρω ξαπλωμένα τὴν ἐφύλαγαν
Σὰν δράκοι στοιχιασμένοι καὶ ἀκοίμητοι.
Οἱ τοῖχοι μὲ χρυσάφι καὶ μὲ χρώματα
Μὲ ζωγραφιαὶς μεγάλαις καταστόλιστοι
Μὲ ἀψηλοὺς καθρέφτες ἀπὸ μέταλλα
Ἀστράφταν γύρῳ γύρῳ καὶ γυαλίζανε.
Χρυσᾶ σπαθιὰ ’σ τὴ μέση ἐκρεμόντουσαν,
Κοντάρια, ποὔχανε ’ς τὴν ἄκρη κόκκαλο
Διαμαντοκολλημένα ξύλινα σπαθιά,
Μαχαίρια καὶ στιλέτα γιὰ τὸν πόλεμο.
Τοῦ Βασιληᾶ τοῦ Ὕκσου δῶρα ἀτίμητα
Βαμμένα ’ς τὸ φαρμάκι καὶ ’ς τὰ αἵματα
Ἀράπισσαις παρθέναις ὁλοτρόγυρα
Χρυσᾶ ντυμέναις ῥοῦχα καὶ μετάξινα
Μὲ τὰ μαλιὰ τὰ μαῦρα, τὰ κατάμαυρα
Δεμένα μὲ καρφίτσαις ἀπὸ μάλαμα,
— Τῆς Νύχτας ἀδερφάδες ὠμμορφώτεραις —
Κρατοῦν ἀπὸ παγόνια πράσινα φτερὰ
Καὶ τραγουδῶντας μὲ φωνή ὁλόγλυκη
Σιγὰ σιγὰ ἀερίζουν τὴν Ζουλέϊκα
Ποῦ κάθεται σ’ τοὺς καναπέδες ξαπλωτὴ
Καὶ μὲ καμάρι γύρῳ καθρεφτίζεται
Κλεισμένη ’ς τὸ παλάτι καταμόναχη
Μ’ ἀράπισσαις παρθέναις ὁλοτρόγυρα
Μὲ σκλάβαις πουλημέναις καὶ ἀφίληταις
’Ποὔχουν κλεισμένη τὴν καρδιὰ κι’ ἀπείραχτη.
Ἀναστενάζει μὲ καϋμὸ τὸ στῆθός της
Κι’ ὁ λογισμός της φεύγει, φεύγει καὶ πετᾷ.
Τί νἄχης τάχα, ἔμμορφη Ζουλέϊκα
Ποῦ συλλογιέσαι τόσο μὲ παράπονο
Τῇς νύχταις καὶ τῇς ’μέραις καταμόναχη
Κι’ ἀναστενάζεις εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς;
Γιατὶ θλιμμένη γέρνεις τὸ κεφάλι σου
Καὶ δὲν ἀκοῦς τῇς σκλάβαις ποῦ σοῦ τραγουδοῦν;
Τί τάχα νὰ σοῦ λείπη, ἐσένα Ἀρχόντισσα;
Πρώτη ’ς τὰ πλούτη, πρώτη καὶ ’ς τὴν ἐμμορφιὰ
Μήτε καμμιὰ εἶνε ἄλλη ὠμμορφώτερη
Μήτε καὶ πλούτη ἔχει περισσότερα

Σελλώνουν κάτω τἄλογα τ’ ἀράπικα
Καὶ χλημηντρίζουν ’ς τὴν αὐλὴ περήφανα