Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 406.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
406

Μαριγουλα — Καλὲ θεῖέ μου!…

Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέω!… Καὶ ἔπρεπε νὰ μὴν ἦταν πεθαμμένος νὰ τοῦ δείξω ’γώ!…

Μαριγουλα ἔντρομος. — Πῶς! ἀπέθανε;.... Ἄχ! [πίπτει ἐπὶ καθίσματος].

Φυκαρησ. — Πῆγε ’ς τὸ διάβολο!… ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ’κεῖ ἀκόμα δὲν ἡσυχάζει, στέλλει παραγγελίαις ’ς τοὺς ἀνεψιούς του, ποῦ νὰ πάρη ὁ διάβολος καὶ τοὺς ἀνεψιοὺς καὶ τῇς ἀνεψιαῖς!....

Μαριγουλα. — Μὰ θεῖε μου....

Φυκαρησ ὡς ἄνω. — Μὰ καὶ ξεμὰ δὲν ἔχει… Μιὰ ἐσύ, ἕνας ἐκεῖνος… Ἄμ! ὁ θεῖος;… Ποῦ νὰ πάρῃ ὁ διάβολος καὶ τοὺς θείους καὶ τῇς θείαις ἀκόμα!

Μαριγουλα. — Μά, θεῖέ μου, τί ἔχετε; τί σᾶς ἔκαμεν;…

Φυκαρησ. — Μ’ ἐπροκάλεσεν ὁ ἄνανδρος! Μὲ ἐπροκάλεσεν ἀλλὰ δι’ ἄλλου!....

Μαριγουλα. — Ποιός;

Φυκαρησ. — Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ πεθαμμένος!

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Δυστυχία μου! παραμιλεῖ.... Κύριος οἵδε τί νὰ ἔχη!…

Φυκαρησ. — Ἄ! ἔπρεπε νὰ ἦταν ζωντανὸς νὰ τοῦ ἔβγαινα τὸ καρύδι, μὰ τί νὰ σοῦ κάμω, πρόφθασε καὶ πῆγε ’ς τὸ διάβολο μόνος του!....

Μαριγουλα ἰδίᾳ. — Θεέ μου!… Τὶ νὰ κάμω;.... Παραφρονεῖ!… [Ὑψηλοφώνως]. Τὸν εἴδατε, θεῖε μου, τὸν Ἰούλιον;

Φυκαρησ. — Τὸν εἶδα, μάλιστα. Καὶ ἴσως τὸν ξαναϊδῶ διὰ τελευταίαν φοράν!

Μαριγουλα. — Μὰ τότε ποιὸς ἀπέθανε;

Φυκαρησ. — Πάλιν τὰ ἴδια! Ποιὸς ἄλλος παρὰ ὁ θεῖος του!…

Μαριγουλα. — Καὶ τὸ εἴχατε γιὰ νέον αὐτό; Αὐτὸς ἀπέθανε πρὸ ὀχτὼ ἡμερῶν.

Φυκαρησ. — Ἄχ! Νὰ μὴ τὸν προφθάσω!…

Μαριγουλα. — Αἴ! τί νὰ γίνῃ! Μὴ κάνετε ἔτσι… κι’ ἄλλοι χάνουν τοὺς φίλους των, μὰ δὲν κάνουν ἔτσι....

Φυκαρησ. — Φίλος μου! Ποῦ ’στὸ διάβολο ’βρέθηκε φίλος μου, ἀφοῦ καὶ πεθαμμένος ζητᾷ νὰ μὲ ξεβγάλῃ!…

Μαριγουλα. — Μὰ δὲν ’μπορῶ νὰ σᾶς καταλάβω, θεῖε μου.

Φυκαρησ. — Ἄ! βέβαια πῶς δὲν ’μπορεῖς! Εἶναι πράγματα αὐτά, νὰ ’μιλοῦν κ’ οἱ πεθαμμένοι.

Μαριγουλα. — Μά....

Φυκαρησ. — ’Μιλοῦν, σοῦ λέω!.... Ζητοῦν μάλιστα καὶ ἐκδίκησιν!… Μὰ ἔννοια σου, καὶ σοῦ τὸν φτειάνω ’γώ!…