Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 331.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
331

— Σωστὸς καὶ πρόσβαρος μάλιστα!

Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ὁ Ἀνδρέας ἐπεσκέφθη ἀσθενῆ χωρικὸν καὶ τῷ διέταξε κλύσματα καὶ δίαιταν. Εἰς τὴν νέαν ὅμως ἐπίσκεψιν τὸν εὗρεν εἰς χειροτέραν κατάστασιν. Ἀμέσως τότε κυττάζει τριγύρω καί… συνοφρυοῦται, ἐξάπτεται καὶ φωνάζει, διατρέχων τὸ δωμάτιον, μὲ στόμφον Σγαναρέλου.

— Μά, καϋμένοι ἄνθρωποι, εἶσθε ζῶα τετράποδα. Τί ἦταν πάλι αὐτὸ, ποῦ τὸν ἀφήσατε καὶ ἔφαγε!

— Τίποτε, γιατρέ μου, τίποτε δὲν ἔφαγε.

— Τίποτε αἴ!… ὁρίστε. Ἔχουμε κι’ ἀπ’ αὐτά! Πολεμᾶτε νὰ γελάσετε τὸν γιατρὸ μασκαράδες. Μὴ χειρότερα!… Τί λαιμαργία, γιὰ ὄνομα Θεοῦ!

— Μά, κὺρ γιατρέ....

— Σούτ! — διέκοψεν ὀργίλως ὁ Καραμεσούτης. Πολὺ καλὰ τὸ βλέπω ἐγώ, τί ἔφαγε. Νά! ἔφαγε ἄλογο!!

Εἰς τὴν γωνίαν ἦτον ἓν σάγμα καὶ ὁ Κὺρ Ἀνδρέας τὸ ἐθεώρησε φλοιὸν ἵππου!

Ἓν παράδειγμα τῆς διαγνωστικῆς του. — Δικηγόρος τις τὸν ἠρώτησεν ἀπὸ τί πάσχει, διότι, ὅτε ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ δικαστήριον, ᾐσθάνετο πολλὴν ἀτονίαν.

— Ἁπλούστατον, ἀποκρίνεται ὁ ἰατρὸς. Ὡμίλησες πολὺ εἰς τὸ δικαστήριον.

— Ὄχι, ἐξοχώτατε, δὲν ὡμίλησα ποσῶς.

Ὁ ἰατρὸς ἀπορεῖ καὶ σκέπτεται.

— Ἆ! θὰ ἦτο τὸ παράθυρον ἀνοικτὸν καὶ ἐκρυολόγησες. Αὐτὸ εἶνε ἐξάπαντος.

— Οὔτε αὐτὸ, γιατρέ. Τὰ παράθυρα ἦσαν ὅλα κλειστά.

Ὁ ἰατρὸς συνοφρυοῦται.

— Πίσω μου, διάβολε, Σατανᾶ!.... Μὰ τότε θὰ ἦτον ἀπὸ.... κακὴ ὥρα. Πότε σοῦ πέρασε;

— Ἅμα ἔφαγα. Μὴν ἦτο, γιατρέ, ἀπὸ πεῖνα;

— Μάλιστα, μάλιστα. Ἀπὸ πεῖνα βεβαιότατα· χωρὶς ἄλλο πεῖνα ἦτο.

Ὀστόσο τὸ βρῆκες, γιατρέ!

— Ἄμ’ τί ἐνόμισες, Κύριε! Μοῦ διαφεύγει τίποτε;....