Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 251.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
251

ἐκρέουν τὰ νερὰ τῶν ἀγυιῶν. Ἐπειδὴ δὲ τὰ ὕδατα ποῦ χύνοντ’ εἰς τὴν γειτονιὰν εἶνε πολλὰ, κ’ ἐκ τῶν αὐλῶν τριγύρω, αἱ οἰκοῦσαι πλύστραι τ’ ἀπορρίπτουν ἀδιακρίτως καὶ ἀπαύστως, ἡ αὔλαξ αὕτη ἦτον πλήρης πάντοτε καὶ ἐκχειλίζουσα, εἶχεν ἐξαπλωθῇ, ἐπὶ τοῦ δρόμου, κατέφαγε τὸ χῶμα πέριξ, διήθησε τὰ νερά της εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν ἐσάπισε, τὴν ἐβαθούλωσεν ἐφ’ ἱκανόν, καὶ ἐσχημάτισεν ὡς μικρὸν τέλμα, εἰς ὃ ἐκαταστάλαζαν καὶ τὰ ἐκ τῆς βροχῆς τυχόν, ἀλλὰ ἰδίως ἐφιλοτιμοῦντο νὰ μὴ τὸ ἀφήσουν πώποτε νὰ ξηρανθῇ οἱ ἐκ τῶν πλύσεων ὑπόλευκοι θολοὶ σαπωνοχείμαρροι. Ἡπλοῦτο δὲ τὸ τέλμα τοῦτο μέσα εἰς τὸ πέρασμα, κ’ ἦτον ἀδύνατον νὰ διέλθῃ ζῷον χωρὶς νὰ πατήσῃ εἰς αὐτό, καὶ διαβάτης δίχως νὰ πηδήσῃ ἀπὸ μέρος τι στενόν. Εἰσέβη ἑπομένως, ἀναγκαίως, εἰς τὸν λασπώδη αὐτὸν χῶρον, ἐπροχώρησε τὸ ἄλογον, συνἑρριψε τὸ κάρρον, κ’ ἐπλατάγησαν οἱ δύο του τροχοί, ἐντὸς τοῦ βούρκου τοῦ λιμνάζοντος. Ἀνῆλθε δὲ ἐπὶ τὴν ὄχθην, μὲ τὰ πέταλα βρεγμένα, ἐξεκίνησεν, ἔσυρε διὰ νὰ ἐξακολουθήσῃ τὴν πορείαν. Ἀλλά, ὁρμητικῶς, βιαίως, οἱονεὶ διὰ χειρὸς τραχείας, ὡς ἔτεινε τὸ σῶμα πρὸς τὰ πρόσω, ἐκρατήθη διαμιᾶς, ἐμποδίσθη ἰσχυρῶς τὴν κίνησιν, ἀντεστράφη ἐν πατάγῳ τὴν φοράν, ἐτραβήχθη ἀκουσίως πρὸς τὰ ὄπισθεν, ἐκόλωσεν, ἐπεδικλώθη, ἐξωλίσθησε τοὺς τελευταίους πόδας του ἐντὸς τοῦ τἐλματος ἐκ νέου, ἐκινδύνευσε νὰ καταπέση. Εἶχαν κολλήσῃ εἰς τὸν βοῦρκον οἱ τροχοί, καὶ ἐνεπάγησαν εἰς τὴν ἰλὺν βαθέως, ἐχώθησαν εἰς τὸ ἑλῶδες ὑγρὸν μαλακὸν ἔδαφος, ἐβούλιαξαν μὲ δύναμιν, καὶ δὲν ὑπήκουαν πλέον εἰς τὸ τρὰβηγµα. Ἐπὶ τῶν λιποσάρκων του σκελῶν, συνεκραδάνθη τὸ τετράποδον, διεσείσθη, ἐδοκίμασε νὰ ξανααναβῇ ἐπὶ τὴν ὄχθην, ἐκρατήθη πάλιν ἐξοπίσω ἀπ’ τὸ κάρρον, ἠθέλησε καὶ αὖθις, ἐπιτεῖνον τὴν ἰσχύν του, ἀντεσὐρθη πεισματωδῶς διὰ τῶν λωρίων, κ’ ἠναγκάσθη νὰ σταθῇ. Κλίνει λοιπὸν ἐντεῦθεν καὶ ἐκεῖθεν, ὡσεὶ θέλον νὰ ἀπαλλαχθῇ, κτυπᾷ ἐπάνω στὰ κοντάρια, ἐπιχειρεῖ κινηματ’ ἄτακτα πρὸς διευθύνσεις διαφόρους. κατ’ εὐθεῖαν ἢ πλαγίως. Ἀλλὰ δὲν κατορθόνει τίποτ’ ἐντελῶς, καὶ προσλαμβάνει μόνον στάσιν ἀσυνήθη, ὡς δεσμώτου, ἐπιθυμοῦντος νὰ ἐξέλθῃ τῶν δεσμῶν του, μὲ τὸν ἥμισυν κορμόν του ὑψηλότερον πολὺ τοῦ ὑπολοίπου. Ἀνιῶν ὅμως καθὼς φαίνετ’ ἐν αὐτῇ, σαλεύεται καὶ πάλιν, προσπαθεῖ νὰ ὁδεύσῃ ὁπωσδήποτε, τραβᾷ. Πλήν, οἱ κατάτριπτοι ἱμάντες του, ἀντέχουν ἐντοσούτῳ ἀρκετά, τὸ ἕλκουν πρὸς τὸ ραμπαδόξυλον στερρῶς, καργάροντ’ ἐρρωμένως, καὶ παραλύουν πᾶσάν του ὁρμήν. Τότε κ’ ἐκεῖνο, δίδει μίαν πρὸς τὰ πίσω, ὑποχώρησιν σφοδράν, πλήττει τὰ νῶτα πρὸς τὸ κάρρον, τὸ κουνεῖ, ὡσεὶ ἐπιθυμοῦν νὰ