Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 187.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
187

Νικολαοσ διατρέχων τὴν αἴθουσαν. — Καλά, καλά, ὅλ’ αὐτὰ θὰ τὰ διορθώσω ἐγώ.

Καλομοιρα. — Ἄχ, ἂς τὸν ἔλεπα ’ς τὸ χῶμα σὰ χριστιανὸ τσ’ ἔδωνα τσαὶ τὴ μισή μου τὴ ζωή.

Νικολαοσ. — Μοῦ κάνεις ἕναν καφέ, κερὰ Καλομοῖρα;

Καλομοιρα. — Νὰ σοῦ χκνω, γυιέ μου, γλυκὸ τόνε θέλεις;

Νικολαοσ. — Ναί, ναί.

Καλομοιρα ἐξερχομένη. — Πάω τσ’ ὅλας.

ΣΚΗΝΗ Β′
νικολαοσ μόνος, διατρέχων τὴν αἴθουσαν.

Νικολαοσ. — Πρέπει νὰ εἶνε τρελλή, τρελλή, τρελλή· χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν εἶνε͵ τρελλή!… Κρῖμα, κρῖμα.... νέα γυναῖκα εἴκοσι τριῶν χρόνων.... βέβαια, δὲν πρέπει νὰ εἶνε παραπάνω.... Ἡ ἀδελφή μου ἐπανδρεύθηκε εἰς τὰ 1842 καὶ εἶνε τὸ πρῶτο της παιδί.... δὲν εἶνε παραπάνω.... Στρέφων τὴν κεφαλὴν δεξιᾷ] Καὶ ἔχει τὴν καρδιά του ἐδῷ μέσα; ἐδῶ, ἐδῷ, ἐδῷ;… Μὴ χειρότερα!… [βαίνει ἀκροποδητὶ πρὸς τὴν θύραν δεξιᾷ, ἀνοίγει αὐτήν, ἀλλ’ ἀμέσως ὀπισθοχωρεῖ] Μπρρρρρρ!… ἐδῷ μέσα εἶνε κόλασίς.... [Ἐν ἀγανακτήσει] Καὶ μὲ παρακαλεῖ νὰ ἔλθω νὰ καθήσω μαζῆ της, ὅταν ἔχῃ αὐτὰ τὰ δαιμόνια; [Κατερχόμενος] Ἆ, ὄχι, ὄχι.... διότι δὲν τὸ ἔχει τίποτε νὰ μὲ πάγῃ καὶ ’ς τὸ νεκροταφεῖον νὰ ἰδῶ τὸν μπαλσαμωμένον, κ’ ἐγὼ μὲ ἀποθαμμένους δὲν κάνω συντροφιαίς.... Τί μασκαραλίκια εἶν’ αὐτά; [Ἡ θύρα κλείεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ δὲ Νικόλαος φοβηθεὶς ἀναπηδᾷ κάτωχρος] Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου! [Παρατηρῶν μετὰ δέους] Ἆ, ἡ πόρτα ἦταν.... [Συνερχόμενος] Καλέ νὰ ἀφήσω ἐγὼ τὴν Ἀμερικὴν γιὰ νὰ μείνω μαζῆ της καὶ αὐτὴ νὰ μοῦ φυλάγῃ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνδρός της; Ποιῶν τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ] Μέγας εἶσαι, Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου! [Παρατηρῶν κύκλῳ αὐτοῦ] Ἐδῷ δὲν εἶνε σπίτι, εἶνε τάφος!… Πῶς δὲν ἔβαψε μαύρους καὶ τοὺς τοίχους; [Τὸ παράθυρον κλείεται μετὰ πατάγου] Παναγία μου!… [Ρίπτων κύκλῳ τὰ βλέμματα] Ἆ, τὸ παράθυρον ἦταν.... [Συνερχόμενος] Καλ’ ἐγὼ ἄρχισα νὰ φοβοῦμαι.... μαῦρα ἐδῷ, μαῦρα ἐκεῖ, ἐκκλησιὰ ἐκεῖ μέσα, μιὰ καρδιὰ ’ς τὴ μπουκάλα σὰν νὰ ἦταν τουρσὶ.... {{fine|[Ἑτοιμαζόμενος νὰ ἐξέλθῃ] Πάγω νὰ εὕρω ἀνθρώπους νὰ ξανοίξουν κομμάτι τὸ σπίτι, καὶ τοὺς νεκροθάπτας νὰ σηκώσουν τὴν καρδιά.... [Βαίνει πρὸς τὸ βάθος, ἀλλὰ βλέπει εἰσερχομένην ἀριστερόθεν τὴν Ἑλένην] Ποιὰ εἶνε αὐτή;… Ἡ Ἑλένη;