Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 186.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
186

Καλομοιρα ὁμοίως. — Δὲν εἶνε γιὰ νὰ ζήσῃ ’ς τὸν κόσμο πλέα ἡ τσυρὰ Ἑλέγκω.

Νικολαοσ μεταβαίνων ἀριστερᾷ. — Καλά, καλά.. θὰ τὸ ἰδοῦμε… Ποῦ θὰ μοῦ ἑτοιμάσετε, γιατί θέλω νὰ πλυθῶ κομμάτι… [Ἀνερχόμενος δεξιᾷ]. — Αὐτὴ θὰ εἶνε ἡ κάμαρά μου....

Καλομοιρα ἐμποδίζουσα αὐτὸν νὰ προχωρήση. — Μή, μή, παιδάτσι μου.... αὐτοῦ εἶνε ἡ ἐκκλησιά....

Νικολαοσ ὀπισθοχωρῶν. — Τί εἶνε;

Καλομοιρα. — Ἡ ἐκκλησιὰ ποῦ φυλάει τὴν καρδοῦλα του.

Νικολαοσ ἔκπληκτος. — Ἔχει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνδρός της ἐδῷ μέσα;

Καλομοιρα — Ἀμή;

Νικολαοσ σταυροκοπούμενος. — Μὴ χειρότερα.

Καλομοιρα. — Καὶ κάθε πουρνὸ κάνει τὴ προσευχούλα της ν’ ἁγιάσουν τὰ κοκκαλάτσια του.

Νικολαοσ. — Δὲ μοῦ λές, κερὰ Καλομοῖρα, εἶνε ’ς τὰ καλά της ἡ Ἑλένη ἢ μήπως τῆς ἐγύρισεν ἡ βίδα;

Καλομοιρα. — Μὴ μᾶς πικραίνῃς, ζάβαλη, τσ’ ἐσύ.... Ἐμεῖς εἴμαστε λυπημέναις τσαὶ ν’ ἀκοῦμε τοῦνα τὰ λόγια ἀπὸ σένα;.. Ἆ, εἶνε κρῖμα τσ’ ἀπ’ τὸ Θεό, παιδάτσι μου.

Νικολαοσ. — Χωρατεύεις, κερὰ Καλομοῖρα;

Καλομοιρα. — Ὄχι, νἄχω καλὴ ψυχή, γυιόκα μου. Μὰ ἕνα πρᾶμμα θὰ σὲ περικαλέσω τώρα ποὖρθες.

Νικολαοσ. — Τί πρᾶγμα;

Καλομοιρα μυστηριωδῶς. — Νὰ τὸν θάψουνε, παιδάτσι μου, τὸ μακαρίτη, γιατί....

Νικολαοσ ἐμβρόντητος. — Τί; δὲν τὸν ἔθαψαν ἀκόμη;

Καλομοιρα ἄπελπις. — Ἀμ’ δὲν τὸν ’θάψανε τὸν ἄραχλο, τὸν ’μπαλσαμώκανε μονάχα, ὅντε τοὔβγαλαν τὴν καρδιά.

Νικολαοσ. — Καὶ εἶνε τώρα μπαλσαμωμένος;…

Καλομοιρα. — Μπαλσαμωμένος ’ς τὸ νεκροταφεῖο....

Νικολαοσ. — Μπαλσαμωμένος!…

Καλομοιρα. — Εἶνε πρᾶμμα τοῦτο, Νικολάτση μου; οὔτε ὁ Θεὸς τὸ θέλει οὔτε οἱ ἀθρῶποι.

Νικολαοσ. — Καὶ ἡ Ἑλένη τί κάμνει; πάει καὶ τὸν βλέπει;

Καλομοιρα. — Πάει, βέβῃα.

Νικολαοσ. — Τακτικά;

Καλομοιρα. — Πρῶτα ’πήγαινε κάθε μέρα καὶ ’καθότανε μαζῆ του ὥρας, μὰ ἀφ’ ὄντε ’βάλαμε τὴν καρδιά του ’ς τὴ μπουκάλα τσ’ ἐκάναμε τὴν κάμαρα τοῦ μακαρίτη ἐκκλησιὰ δὲν πηγαίνει τσαὶ τόσο πολὺ κατὰ πῶς ’πήγαινε πρῶτα.