Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1892 - 062.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
62

τοῦ εἶπε πῶς τὸν ἀγαπᾶ πολὺ καὶ αὐτή, μόν’ ἑθλίβετο πᾶς δὲν τοῦ εἶπε ὅσα τῆς ἤρχουνταν τώρα στὸ νοῦ της καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε κι’ αὐτὴ ἕνα φιλὶ στὸ στόμα ποῦ τόσο γλυκὰ τῆς μίλησε, ποῦ τῆς ὡρκίσθη αἰώνια ἀγάπη καὶ μὲ μία τέτοια τρεμοῦλα τὴν φίλησε! Ἡ νύχτα τῆς φάνηκε ἁτέλειωτη καὶ μνῆμα τὸ κρεββάτι, τὸ πρῶτο φῶς τῆς χαραυγῆς τὴν ηὗρε μὲ δακρυσμένα μάτια — Ἅχ! τί πρᾶγμα εἶνε αὐτὴ ἡ ἀγάπη!

Δὲν ἤξευρε ἡ δύστυχη Ἑλενίτσα τί κρύβεται ’πίσω ἀπὸ τὸ πρῶτο τῆς ἀγάπης φιλί!....

V

— Σὲ γελᾶ, δύστυχη, ὁ Ἀλέκος, βγάλτο ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ σὲ στεφανωθῇ, εἶνε τοῦ διαβόλου κάλτσα αὐτός, ἐγὼ τὸν γνωρίζω, τὰ ἴδια ἔκαμε καὶ μὲ πολλαῖς ἄλλαις, τὴ Φώτω τῆς κυρὰ Μαριγὼς αὐτὸς τὴν ἀδίκησε, αὐτὸς τὴν πῆρε στὸ λαιμό του, βλέπεις ἔχει τὸν παρᾶ κι’ ὅλα τὰ βγάζει πέρα. Εἶνε μάγκα, Ἑλενίτσα μου, ἄνοιξ’ τὰ μάτια σου γιατί κ’ ἐσὲ θὰ σὲ γελάσῃ, κλαίει καὶ τρέμει στὰ κορίτσια ἐμπρός, ποῦ λὲς καὶ κλαίει διὰ ἀλήθεια, μὰ εἶνε μάγκα πρώτης τοῦ διαβόλου ὁ γυϊός. — Αὐτὰ τῆς ἔλεγε μία ἀπὸ ταῖς σύντεχναίς της ποὔ μαθε τὸ μυστικό της.

Καὶ ἡ Ἑλενίτσα χλωμὴ καὶ κρύα σὰν τὸ μάρμαρο ἄκουγε ταῖς θλιβεραῖς εἴδησες γιὰ τὸν Ἀλέκο της μὲ πόνο καὶ λαχτάρα, Ὅ,τι κι’ ἂν τῆς ἔλεγαν πιὰ ἦταν ἀνώφελα λόγια! Τῆς ἄνοιγαν τὰ μάτια σὲ στιγμὴ ποῦ δὲν εἶχε τίποτε νὰ φυλάξη, τίποτε νὰ ὑπερασπίσῃ. Ὅσα τῆς ἔλεγε ἡ δύστυχη ἡ μάνα της στὰ χαμένα ’πῆγαν, ἦλθε μία στιγμή, στιγμὴ φαρμακερὴ καὶ μαύρη γι’ αὐτὴ καὶ τὸ χρυσὸ πουλὶ τῆς τιμῆς ’πέταξε ἀπὸ τὰ χέρια της. Τὴν ’ξεπλάνεσε μὲ λόγια γλυκὰ ὁ Ἀλέκος, τὴν τύφλωσε ἡ ἀγάπη καὶ παραδόθηκε στὴν ἀγκαλιά του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη μαῦρος πόνος βόσκει στὰ σπλάγχνα της καὶ μαῦρο σκουλήκι σαρακώνει τὴν καρδιά της, δὲν εἶνε πιὰ ὁ Ἀλέκος της ἐκεῖνος ποὖταν μία φορά, δὲν τρέμουν πιὰ τὰ χέρια του στὰ δικά της, δὲν ἔχουν πιὰ τὴ φλόγα καὶ τὴ γλύκα ποὖχαν τὰ φιλιά του, εἶναι κούφια καὶ κρύα τὰ λόγια του καὶ χωρὶς πόθο τ’ ἀγκαλιάσματά του.

Ἀλλοιὰ καὶ ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα ἂν ὁ Ἀλέκος.... καὶ πρὶν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ νοῦ της ὁλάκερη ἡ φαρμακερὴ σκέψι μὲ ὅλη τῆς καρδιᾶς της τὴ δύναμι τὴν ἔσπρωχνε ’πίσω λέγοντας ὄχι! ὄχι! ὄχι! Μὰ τὴ γλυκειὰ αὐτὴ πεποίθησι ποῦ ἐβάσταινε ἀκόμη τὴν ἀγάπη της καὶ χρύσωνε ταῖς μέραις τῆς ζωῆς της, ἔξαφνα ἐσύντριψε ἕνα περιστατικὸ ποῦ ἡ δύστυχη κόρη δὲν τὸ περίμενε.

Κατάλαβε πῶς τὰ σπλάγχνα της μέσα εἶχε τὸ καρπὸ τῆς ἀγάπης της, πῶς ἦταν μητέρα.... Ἀνετρίχιασε! καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια σκέπασε ἀπὸ ντροπὴ τὸ πρόσωπα καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε τὴ συμφορά της!

Ἔτρεξε στὸ Ἀλέκο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴν θλιβερὴ θέσι της, τὴν παρηγόρησε ἐκεῖνος μὲ λόγια καὶ φιλιά, μὰ ἡ φτωχὴ Ἑλενίτσα δεν