Εὐρυδίκη καὶ ὁ Θωμᾶς γονυπετεῖς ἐτοποθετοῦντο εἰς τὸ ἕτερον κατὰ τὰς ὁδηγίας τοῦ κ. Πολυχρόνη.
— Εἶσθε ἕτοιμοι; ἐφώνησεν ἐκεῖθεν ὁ σοφὸς σύζυγος καὶ διδάσκαλος
— Ναί! ἀπεκρίθη ἡ Εὐρυδίκη. Ἐμπρός! καὶ κύψασα παρὰ τὸν Θωμᾶν, ἔξαλλες καὶ ἀσθμαίνουσα ἐκ τῆς ἀρχαιολογικῆς μέθης, περιέβαλε κατὰ λᾶθος εἰς τοὺς σπαργῶντας βραχίονὰς της τὸν νεκρὸν μαθητήν. Καὶ ἠχηρὸν φίλημα....
— Τί κάμνετε, κυρία Εὐρυδίκη; ἐτόλμησεν ἔκπληκτος νὰ κραυγάσῃ ὁ Θωμᾶς. Ἂν σᾶς εἶδεν ὁ κ. Πολυχρόνης, ἀλλοίμονον!
Ἀληθῶς δὲ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ διδάσκαλος εἶχεν ἤδη ἐγερθῇ καὶ ἤρχετο δρομαῖος πρὸς αὐτούς.
— Αἴ; μὲ εἴδατε; τοὺς ἠρώτησεν.
— Ἡμεῖς ὄχι, ἀπήντησεν ἡ Εὐρυδίκη. Σεῖς μᾶς εἴδατε διόλου;
— Τί κουτοί! τί κουτοί! πῶς νὰ σᾶς ἰδῶ; Καὶ αἱ καμπύλαι; Δὲν ἐννοήσατε λοιπὸν ἀκόμη ὅτι ἐκ τῆς καμπυλότητος τῶν γραμμῶν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἰδῇ ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸ ἄλλο;…
- (Σῦρος 1890)
Αισωποσ
Ἡ κυρία Κουτεντιάδου δὲν δεικνύει ἀρκετὴν στοργὴν εἰς ἓν τῶν τέκνων της, ὅσην εἰς τὰ ἄλλα τρία.
— Μὰ διατί τάχα; ἐρωτᾷ εἷς φίλος τὸν σύζυγόν της κ. Κουτεντιάδην.
— Ὤχ, ἀδελφέ! φαντασίαις γυναικείαις!… Νά! τῇς πέρασε ἡ ἰδέα πῶς τὸ παιδὶ τάχα αὐτὸ δὲν εἶνε ’δικό μου!…
Εἰς τὸν Ἀγαθόπουλον συνιστῶσι τὸν κύριον Ζ**
— Ὤ, χαίρω πολὺ ποῦ σᾶς ἐγνώρισα, Κύριε Ἀγαθόπουλε…
Καὶ ἐκεῖνος:
— Ἆ! μπᾶ!… τίποτε!…