Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 269.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
269

ναι αἱ λέξεις ἀπέναντι ἐκείνου τοῦ ἀδάμαντος. Ἐκεῖ εἶναι ἀστραπή, ἀλλ’ ὄχι φωτός, ὄχι φωτός! Ὁ ἐκθαμβῶν σελαγισμὸς τῆς ἀστραπῆς εἶναι μεσονύκτιον ἀπέναντι τῆς ἀστραπῆς ἐκείνης. Θὲς ἐντὸς τῶν βλεφαρίδων μειδίαμα Θεοῦ· δέσμην ἀκτίνων εὐδαιμονίας καὶ φωτὸς περὶ τὴν περιφέρειαν τῆς κόρης. Ὄχι! ὄχι! ἡ καμπυλότης ἐκείνη δὲν ἐκφράζει εἰμὴ ἔκπληξιν μόνον ζωηράν. Θάμβος πρέπει νὰ ἐκφράζῃ, θάμβος! Ὑπόθες κολασμένον διαβλέποντα ὀλίγον οὐρανόν! Καὶ ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ… Ὤ! ἐκεῖ συγκεντροῦνται τὰ πάντα. Ἐκεῖ εἶναι ἡλίου ἀνατολή, ἀλλ’ ὄχι ἡ κοινή… Φαντάσθητι τὴν πρώτην, τὴν πρώτην ἡλιακὴν ἀνατολήν, ἐξερχομένην ἐκ χάους μυστηριώδους, καὶ πάντα ταῦτα ἐν στερεώματι ἀθανασίας. Ἐκεῖ εἶναι ὕμνος τοῦ ἄνθους πρὸς τὴν Πλάστην συναντώμενος ἐντός φωτὸς μετὰ τῆς προσευχῆς ἑνὸς βρέφους. Ὤ! οἱ ζωγράφοι! ἂς γονυπετήσῃ λοιπὸν ὀλίγον ἡ ψυχή σου! Τὸ πρῶτον τοῦ ἔρωτος βλέμμα ἀγνοεῖς ὅτι δὲν εἶναι βλέμμα ἀνθρώπινον; Ἐφαντάσθης ποτὲ τὴν Ἀφροδίτην λουομένην; Ὅλη ἐκείνη ἡ ἔκφρασις πρέπει νὰ τεθῇ εἰς τοῦ ὀφθαλμοῦ τὴν περιφέρειαν. Εὐδαιμονίας μέθη ἐναγκαλιζομένη τὸν στόνον παραπόνου ἀηδόνος τυφλωθείσης, ἰδοὺ διὰ τὸ σύνολον… Τίποτε δὲν εἶπον, τίποτε. Ἐβεβήλωσα τὸ ἴνδαλμά μου διὰ λέξεων πεζῶν. Μεγάκλεις, θραῦσον καὶ τὴν δεκάτην σου γραφίδα. Εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ οὐδὲν ἄλλο.

Μεγακλησ. [παραμερίζων] Ἡ δεκάτη μου γραφὶς καὶ τὸ εἰκοστὸν ζεῦγος τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐσώθησαν, σὺ δὲ ἐθαυματούργησας Ἡρόστρατε.

Ηροστρατος. [ὀπισθοδρομῶν ἔκπληκτος] Τὸ ἴνδαλμά μου ἐπὶ πίνακος!

Μεγακλησ. Οὐδεὶς ζωγράφος ἤθελε σὲ ἐννοήσει, φίλε μου, λαλοῦντα οὕτω. Ἐγώ σε ἐννόησα, ἰδοὺ τὸ πᾶν. Ἡ εἰκὼν αὕτη αὔριον θὰ ἐκπλήξῃ τὸν κόσμον.

Ηροστρατοσ. Τὸν κόσμον! Μήπως νομίζεις ὅτι δι’ αὐτὸν ὠνειροπόλησα; Ἐλθὲ νὰ σὲ ἀσπασθῶ. Εἶσαι ἀδελφός μου ἐν φαντασίᾳ καὶ ὀδύνῃ. [περιπτύσσονται ἀλλήλους] Ἀλλ’ εἶναι ἆρά γε τοῦτο τὸ ὅ,τι ἐζητοῦμεν; Εἶσαι βέβαιος; Μεγάκλεις, σὺ ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι ὑψηλότερον τοῦ ὀνειροπολήματος;

Μεγακλησ. Ὄχι, οὐδ’ ἠγαπήθην, οὐδ’ ἠγάπησά ποτε.

Ηροστρατοσ. Οὐδ’ ἐγὼ ἠγάπησα θνητήν τινα κόρην. Τὸ ἴνδαλμά μου μόνον ἀγαπῶ, νέαν λευχείμονα, αἰθερίαν, μὴ στηριζομένην εἰς τὸ ἔδαφος. Τὸ βλέμμα της εἶναι τὸ ἐπὶ τοῦ πίνακος ἐκεῖνο βλέμμα. Ἀλλ’ εἶναι βλέμμα ἰνδάλματος ἁπλοῦ.

Μεγακλησ. Πρέπει νὰ ζητήσωμεν ἓν πρῶτον βλέμμα, φίλε μου.