Ἡ κ. Πατεριαδου. — Καὶ Παλαιολόγος!… μικρὸν πρᾶγμα τὸ ἔχεις Παλαιολόγος;
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Εἶνε μεγαλείτερον ἀπὸ τὸ Καλόφωνος;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Τί λὲς τώρα; εἶσαι μὲ τὰ σωστά σου; Ἔχομεν καὶ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀπὸ τὸ Παλαιολόγος;
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Δὲν ἔχομεν, αἴ; Δὲν ἠξεύρω, τὰ Καλόφωνος μοῦ ἄρεζεν ὡς ὄνομα, ὄχι ὡς ἀρχαιότης, ἀλλὰ καὶ τὸ Παλαιολόγος δὲν εἶνε κακόν, γεμίζει τὸ στόμα. Φαντάσου νὰ κατάγεται καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Παλαιολόγους....
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Αὐτὰ θὰ τὰ εὕρῃ μόνη της ἡ Φιφίτσα… καὶ νὰ ἰδῇς ὅτι αὐτὸς θὰ εἶνε ἀπ’ ἐκείνους.
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Μὴ μὲ τρελαίνῃς, γυναῖκα!… Καὶ τί ὡραῖος ἄνθρωπος αἴ; δὲν εἶνε ὡραῖος;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Πλάσμα!..
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Μόνον ἐκείνη ἡ μύτη του ποῦ εἶνε ὀλίγον χονδρή, καὶ τὰ μάτια του ποῦ πετάγονται πολὺ ἔξω, κ’ ἐκείναις ἡ πιτσιλάδες ποῦ ἔχει....
Ἡ κ. Πατεριαδου δυσανασχετοῦσα. — Οὔ, καϋμένε καὶ σύ, τὴ μύτη του ηὗρες τώρα νὰ τοῦ κατηγορήσῃς;
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Ὄχι, λέγω, δηλαδή....
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἔτσι θὰ τὴν εἶχαν ὅλοι οἱ Παλαιολόγοι…
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Ἄ, σὰν τὴν εἶχαν ἔτσι....
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Αὐτὸ δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ εἶνε αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ κ. Πατεριαδησ μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατήσῃ τὴν χαράν του. — Αὐτοκράτορες, αἴ;… Καὶ σὺ δὲν ἤθελες νὰ ἔλθῃς εἰς τὸν χορόν, διότι εἶχες προαίσθημα, ὅτι θὰ σοῦ συμβῇ κἄτι τι πολὺ δυσάρεστον....
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ναί, εἶδες, εἶδες;… νὰ ποῦ ἐβγῆκε σὲ καλό....
Ὁ κ. Πατεριαδησ μορφάζων περιφρονητικῶς. — Πίστευε, λέγει, ἔπειτα εἰς τὰ προαισθήματα!…
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Μὰ ποῦ νὰ ὑποθέσω ἐγὼ τέτοιο πρᾶγμα;
Ὁ κ. Πατεριαδησ. — Λοιπὸν τί ἤθελε νὰ σοῦ ἐξηγήσῃ;
Ἡ κ. Πατεριαδου. — Ἄ, ναί, ἤθελε νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ τί κάμνει, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν τὸν ἄφησα νὰ μοῦ εἰπῇ τίποτε.... καὶ τὰ ἔρριξα ὅλα εἰς τὴν ἀγάπην, εἰς τὴν τρέλαν τὴν ὁποίαν εἶχεν ἡ Φιφίτσα δι’ αὐτόν. Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη της δὲν θὰ