Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 149.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
149

καὶ ὁμιλεῖ.... τὴν ἀνόητον!… νά τον ἀφήσῃ ἔτσι.... πρέπει νὰ τὴν μαλώσω.

Φιφιτσα, ὑπὲρ τὰ τριάκοντα ἔτη γεγονυῖα, μόλις ὅμως φαινομένη εἰκοσιπενταέτις, ὑψηλή, ἄφθονον ἔχουσα κόμην, στιλπνοὺς ὀδόντας, ὡραιοτάτη κατ’ αὐτήν, ἐνῷ ὁ κόσμος εὑρίσκει ἁπλῶς ὅτι δὲν εἶνε ἄσχημος, γελῶσα καὶ ἀεριζομένη διὰ τοῦ ῥιπιδίου αὑτῆς συνεχῶς. — Ἄχ, μαμά, τί ζέστη ποῦ κάμνει ἀπόψε, θὰ σκάσω....

καρια Πατεριαδου λαμβάνουσα τὴν κόρην της ἀπὸ τοῦ βραχίονος. — Ἔλα μίαν στιγμὴν νὰ σοῦ διορθώσω τὸ φόρεμά σου, διότι ἤνοιξεν ἀπ’ ὀπίσω....

Φιφιτσα ἔντρομος φέρουσα τὴν χεῖρα πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ὀλίγον κατωτέρω τῆς ὀσφύος. — Ποῦ;

Φιλη, μεθ’ ἧς ἡ Φιφίτσα εὑρίσκετο ἐν συνομιλίᾳ, ὅτε ἐπλησίασεν αὐτὰς ἡ κυρία Πατεριάδου. — Τὸ δωμάτιον τῆς τοαλέττας εἶνε ἐπάνω, καθὼς ἀναβαίνομεν δεξιᾷ…

Φιφιτσα ταχέως ἀπομακρυνομένη καὶ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας φέρουσα πάντοτε πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ὀλίγον κατωτέρῳ τῆς ὀσφύος. — Ἐφάνηκε τίποτε;

κυρια Πατεριαδου ὁδηγοῦσα τὴν κόρην της εἰς τὸν κῆπον ἐκ τοῦ ἀνατολικοῦ μέρους. — Αἴ, μὴν τρομάζῃς δά.... ἔτσι σοῦ τὸ εἶπα διὰ νὰ μείνωμεν μόναι μὲ τρόπον....

Φιφιτσα συνερχομένη καὶ τὰ ὑπὸ τὴν ὀσφὺν μέρη ἐλευθεροῦσα. — Καϋμένη μαμά, πῶς μ’ ἑτρόμαξες....

κυρια Πατεριαδου εὑρισκομένη πλέον ἐν τῷ κήπῳ καὶ ὁδηγοῦσα τὴν κόρην της μακρὰν τῶν περιέργων ὤτων, ἅτινα περιφέρονται ἀραιὰ ἀραιὰ κατὰ τὸ μέρος τοῦτο τοῦ κήπου διασκεδάζοντα τὴν πλῆξιν αὐτῶν. — Θέλω νὰ σὲ μαλώσω, διότι αὐτὸν τὸν κύριον μὲ τὸν ὁποῖον ἐχόρευες πρὸ ὀλίγου τὸν ἄφησες μέσ’ ’ς τὴ μέση… καὶ τὸν ἐχαιρέτισες τόσον ψυχρὰ μάλιστα....

Φιφιτσα μετὰ δυσαρεσκείας. — Οὔ, μαμὰ, τί ἀνυπόφορος ἄνθρωπος, ὅλο ῥεβερέντσαις εἶνε καὶ δεσποινὶς ἀπ’ ἐδῷ, δεσποινὶς ἀπ’ ἐκεῖ!… τὸν ἐβαρέθηκα!… Ἐπειδὴ ἐπῆγα νὰ πέσω καθὼς κατέβαινα πρωτήτερα τῇς σκάλαις....

κυρια Πατεριαδου ἀνήσυχος. — Ἔπεσες;

Φιφιτσα. — Ὄχι, ἐγλύστρησα μόνον ’ς τὰ μάρμαρα, ἂν δὲν εὑρίσκετο αὐτὸς ὅμως ἀπ’ ὀπίσω θὰ ἔσπανα τὸ κεφάλι μου....

κυρια Πατεριαδου ἑνοῦσα τὰς χεῖρας. — Παιδί μου, πῶς τὸ ἔπαθες;

Φιφιτσα. — Ἐννοεῖς ἐκείνην τὴν στιγμήν, ἕως ὅτου νὰ συνέλθω ἀκούμβησα ὀλίγον εἰς τὸ μπράτσο του.... ἦλθε ἡ ὥρα τῆς καδρίλλιας, διὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσω ἐχόρευσα μαζῆ του ἀφοῦ μὲ παρεκάλεσε τόσον πολὺ καὶ ἤμουν καὶ ἐγὼ τόσον ὑποχρεωμένη, διότι καὶ δὲν τὴν εἶχα δώσει τὴν δευτέραν.... Τώρα εἰς τὸ