Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1891 - 111.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
111

βηκε ’πάνω ’ς τὴ κουβέρτα. Λὲς κ’ ἐπατοῦσε ’ς ἀναμμένα κάρβουνα ἀπ’ ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὅλη νύχτα ’σουλατσάριζε χωρὶς νὰ κλείσῃ ’μάτι. Τὴν αὐγὴ μὲ προςτάζει νὰ λύσω τὴ σκιμπαβία, καὶ μιὰ καὶ δυὸ βγαίνομε ἔξω. Ὁ καπετάνιος δὲν χάνει καιρό, τρέχει ’ς τὴν Ἀστυνομία, βρίσκει τὸν ἀστυνόμο καὶ παραδίδοντάς του τὸ δέμα: — «Νά, τοῦ λέει, ἀστυνόμε, αὐτὰ ηὗρα ’ψὲς βράδυ. Εἶνε ξένο βιός, καὶ δόστε τὸ ’ς αὐτὸν ποῦ τἄχασε…»

— Ἔτσι αἴ! μὰ νἆνε πράγματι ἀλήθεια αὐτὸ ’μπάρπα-Κοσμᾶ, ἠρώτησε μετὰ προφανοῦς ἐκπλήξεως ὁ Χαρίλαος δυςπιστῶν.

— Στάσου νὰ ’δῇς καὶ τὰ παρακάτου. «Γυρίσαμε ’ς τὸ καράβι. Ἐγὼ ἕως ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἤξευρα τίποτε. Καὶ νὰ ’δῆτε πῶς ἔτυχε νὰ τὸ πάρω χαμπάρι. Ἔπειτα ἀπὸ ’λίγαις ὥραις, βλέπουμε καὶ κοντοζυγόνει ’ς τὸ καράβι μὲ μιὰ βάρκα ἕνας τρανὸς κύριος μὲ μιὰ ’ψηλή καπελλαδοῦρα καὶ ζητάει τὸν καπετάνιο. Ἤτανε ὁ τραπεζίτης ποὖχε χάσει τὰ χρήματα. Ἀναιβαίνει ἐπάνω, σφίγγει τὸ χέρι τοῦ καπετάνιου μας, τοῦ κάνει χίλιους δυὸ ἐπαίνους κ’ εὐχαριστήσες γιὰ τὴν τιμιότητά του, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ γιὰ ριγάλο τῆς τρεῖς χιλιάδες ἀπ’ τὰ φιορίνια. Τότε κ’ ἐγώ, ποὔμουνα ’μπρὸς ’ς τὴ σκηνὴ ἐκείνη, ἐκατάλαβα τί εἶχε συμβῆ....

— Ἄχ! εὖγε του! ἐφώνησεν ἀκράτητος ἐκ τῆς συγκινήσεως ἡ Νίτσα.

— «Μὰ ὁ καπετάνιος μας, παράξενος ἄνθρωπος ’ς τὸ ζήτημα ἐπάνω τῆς τιμῆς, ἅμα εἶδε πῶς ἤθελε τάχα νὰ τὸν πληρώσῃ γι’ αὐτὸ ποὔκαμε, τὸν πιάνουν τὰ νεῦρά του, ἀγριεύει, στρώνει ’μπροστὰ τὸ καλό σου τὸ Τραπεζίτη, καὶ μόνο ποῦ δὲν τὸν φουντάρισε ’ς τὸ γυαλό. Δὲν συλλογίσθηκε οὔτε τὴ στενοχώρια του, οὔτε τὴν ἀπελπισία, ποῦ ’βρισκούτανε. « — Πάρ’ τὰ χρήματα Χριστιανέ, τοῦ λέει, ἄμε ’ς τὸ καλό, κι’ ἐμένα δὲ μοῦ χρειάζεται πληρωμὴ γιὰ νἆμαι τίμιος!»

— Ἄλλο πάλιν αὐτό! ὑπέλαβεν ὁ Χαρίλαος ὡςεὶ ἀμφιβάλλων.

— Βέβαια ἂν ἤσουν ἐσύ, τῷ παρετήρησεν ἡ Χαρίκλεια μετὰ τόνου εἰρωνικοῦ, θὰ τὰ κρατοῦσες ὅλα. Αὐτὸ λέγει ἡ ἰδική σου φιλοσοφία.

— Τί νὰ σοῦ ’πῶ, μπάρπμα-Κοσμᾶ, ’ςὰν ψέμματα μοῦ φαίνεται. Ποῖος ἦτο αὐτὸς ὁ ἀλλόκοτος καπετάνιος σου; δὲν ἔχει ὄνομα; ἢ μήπως τὴν ὠνειρεύθηκες αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ’πῆρες γι’ ἀληθινή;

— Ψέμματα; ἐφώνησεν ὁ ἀγαθὸς γέρων δυσανασχετῶν καὶ περιβάλλων δι’ αὐστηροῦ βλέμματος τὸν μικρὸν ἰσχυρογνώμονα.