Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 181.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
181

Ἐκεῖνος τὴν ἔφερεν εἰς τὰς ἀγκάλας του ἀπαράλλακτα ὅπως φέρει ἡ μήτηρ τὸ βρέφος της, καὶ τὴν ἔσφιγγε καὶ τὴν ἐφίλει, ἐνῷ ἡ Ἀγγελική περιέζωνε μὲ τοὺς βραχίονάς της τὸν τράχηλόν του, ὄχι διὰ νὰ στηριχθῇ, ἀλλὰ διὰ ν’ ἀφεθῇ ἐντελέστερον, διὰ νὰ δοθῇ πλειότερσν εἰς αὐτόν.

Κατῆλθον οὕτω τὴν κλίμακα καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν κῆπον. Ἡ Αὐγὴ εἶχεν ἤδη ἐξυπνήσει, εἶχε φορέσει τὰ ῥόδινά της ἐνδύματα διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν γῆν. Ὁ οὐρανὸς ἦτο γαλακτόχρους, οἱ ἐναπομείναντες ἐκ τῶν ἀστέρων ἔτρεμον ἐν ἐρωτικῇ συγκινήσει πρὸ τῆς θέας τῆς Αὐγῆς καὶ οἱ κορυδαλοὶ ἐτόνιζον τὰ πρῶτα ἄσματά των.

Ἐκεῖνος γεμάτος ἀπὸ χαρὰν διὰ τὸν θησαυρόν, τὸν ὁποῖον ἔφερεν εἰς τὰς ἀγκάλας του, ἐβάδιζε ταχέως, σχεδὸν ἔτρεχε, διὰ νὰ φθάσῃ μίαν ὥραν ἀρχίτερα ἐκεῖ ὅπου τοὺς ἀνέμενεν ἡ πραγματοποίησις τῶν ὀνείρων καὶ τῶν πόθων των: τὰ στέφανα τοῦ γάμου. Διῆλθε τὸ μικρὸν μονοπάτι, τὸ ὁποῖον ἐχώριζε τὰς πρασιὰς καὶ ἔφθασεν εἰς τὸ εὐῶδες ἐκεῖνο διαμέρισμα τοῦ κήπου, ὅπου ἦσαν ἄπειρα τὰ ἄνθη, μικρὰ καὶ μεγάλα, κόκκινα, κίτρινα, λευκά, ἰόχροα, ρόδινα, παντὸς εἴδους, πάσης εὐωδίας. Ἐκεῖ ἐκάθησεν ὀλίγον καὶ ἔσκυψε καὶ ἐφίλησεν εἰς τὰ χείλη τὴν Ἀγγελικὴν καὶ τὸν ἐφίλησε καὶ ἐκείνη· ἔπειτα περιέπλεξε τὰ δάκτυλά του εἰς τὴν λυτὴν κόμην της καὶ τὴν ἔβλεπεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ ἓν μεγάλον, ἀτελείωτον, ἀχόρταστον βλέμμα. Ἡ χαρὰ ἐξεχείλιζεν ἐντός των καὶ ἑχύνετο ἀπὸ τὰ χείλη των μὲ ἓν μειδίαμα, τὸ ὁποῖον ἐνόμιζον ὅτι δὲν εἶχεν οὔτε ἀρχὴν οὔτε τέλος.

— Εἶσαι γυμνή, Ἀγγελική μου, δὲν κρυόνεις;

— Ὄχι, ὄχι, ὄχι!

Καὶ τὸν ἐφίλει καὶ τὴν ἐφίλει. Αἴφνης ἐλαφρὸς ψιθυρισμὸς ἐπέσυρε τὴν προσοχήν των· ἦσαν τὰ ἄνθη, τὰ ὁποῖα εἶχον ἐξυπνήσει ἐκείνην τὴν στιγμὴν καὶ διηγοῦντο μεταξύ των τὰ ὄνειρά των.

— Ἀπόψε εἶδα ’ςτὸν ὕπνο μου, ἔλεγεν ἓν ῥόδον, πῶς ’σὰν νὰ ἐστέρεψε τὸ ῥυάκι ποῦ τρέχει κοντὰ ’στὴ ῥίζα μου κ’ ἔγυραν τὰ φύλλα μου μαραμένα κατὰ τὸ χῶμα· κ’ ἐπονοῦσα, κ’ ἐπονοῦσα τόσο πολύ! καὶ τ’ ἄστρα ’σὰν νὰ μ’ ἐλυπήθηκαν καὶ ἔκλαψαν μαζῆ μου καὶ τὰ δάκρυά των μ’ ἐπότισαν καὶ ἀνέζησα πάλι.

— Ἦταν ἡ δροσιὰ τῆς νύκτας, τοῦ ἀπήντησεν εἷς κρῖνος· ὅμως ἐγὼ εἶδα ἕνα πολὺ παράξενο ὄνειρο· μοῦ ’φάνηκε πῶς ἡ πεταλούδα ὅπου ἀγαπῶ ἦλθε κοντά μου νὰ γλυκαθῇ καὶ ἀφοῦ μ’ ἐφίλησε καὶ ’πῆρε καὶ τὸ μέλι μου καὶ ’πέταξε γιὰ νὰ φύγῃ,