Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 172.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
172

Τὴν ἑπομένην δὲ ἐδήλωσε ῥητῶς καὶ ἀμετακλήτως εἰς τὸν φίλον του ὅτι ἀναχωρεῖ εἰς Ἀθήνας, μεταβαλὼν γνώμην καὶ σκοπῶν νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τὸ δικηγορεῖν. Εἰς τὰς παρατηρήσεις τοῦ Νικολάου Κ. ἀντέταξεν ἄρνησιν ἐπίμονον, ἰσχυριζόμενος ὅτι δὲν ἐπλάσθη διὰ τὸ ἐμπόριον.

Ὅταν τὴν μεσημβρίαν ἤκουσε τοῦτο, ἡ Μαρία ἐταράχθη προφανῶς καὶ χωρὶς νὰ δυνηθῇ νὰ καταστείλῃ τὴν συγκίνησίν της,

— Πῶς, ἀπροσδοκήτως μᾶς φεύγεις, Πέτρε; ἐψέλλισε μόνον.

— Ἐξήντλησα ὅλα μου τὰ ἐπιχειρήματα, ὑπέλαβεν ὁ σύζυγος, ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχα νὰ τὸν κάμω νὰ μεταβάλῃ γνώμην. Ἐὰν τὸν καταπείσῃς σύ, Μαρία μου, μεγάλην θά σοι ὀφείλω χάριν.

Οἱ δύο νέοι προσεῖδον ἀλλήλους ἐρυθριῶντες ἐλαφρῶς.

— Θὰ προσπαθήσω, εἶπεν αὕτη μετ’ ἀδιαφορίας.

— Λοιπὸν σᾶς ἀφίνω, προσέθηκεν ὁ σύζυγος, καὶ εἴθε τὸ ἑσπέρας νὰ μάθω τι εὐχάριστον.

Ἡ Μαρία, συνοδεύσασα αὐτὸν μέχρι τῆς κλίμακος, ἐπανῆλθε μετ’ ὀλίγον.

— Τί εἶναι αὐτά, Πέτρε; ἠρώτησε μεθ’ ὁρμῆς. Μὲ τὰ σωστά σου ἀπεφάσισες νά με ἀφήσῃς;

— Μὴ ὀργίζεσαι, Μαρία μου, ὑπέλαβεν οὗτος. Σκέφθητι ἀπαθέστερον. Ἄλλη διέξοδος δὲν ὑπάρχει.

— Εἶσαι δειλὸς καὶ ἄνανδρος, ἄσπλαγχνος καὶ ἀνοικτίρμων!

— Οὕτω νομίζεις;

— Ναί, δειλός, διότι φοβεῖσαι μὴ συλληφθῇς. Δὲν ἔχεις τὸ ἰδικόν μου θάρρος, καὶ εἶμαι γυνή! Νὰ μᾶς συλλάβῃ εἶναι ἀδύνατον· ἀλλὰ καὶ ἂν μᾶς συλλάβῃ, τί; Θά το εἴπω καθαρά, δὲν τὸν ἀγαπῶ διότι διὰ τῶν προδοσιῶν του κατέστη ἀνάξιος τῆς ἀγάπης μου. Εἶσαι ἄνανδρος, ἄσπλαγχνος καὶ ἀνοικτίρμων, διότι θὰ μὲ ἀφήσῃς τηκομένην καὶ ἀπέλπιδα, διότι θὰ μὲ φονεύσῃς, Πέτρε μου.

— Μαρία, Μαρία, σύνελθε. Ὅσα μοὶ λέγεις εἶναι παραφορὰ στιγμιαία. Μ’ ἀποκαλεῖς ἄνανδρον καί δειλόν, ἐνῷ τοὐναντίον ἐγὼ νομίζω ἐμαυτὸν γενναῖον, διότι μοχθῶ, παλαίω νὰ καταβάλω τὴν ἀφαιροῦσαν τὸν νοῦν μου γοητείαν σου. Ὤ, συλλογίσθητι, Μαρία μου, τὴν κατόπιν τῆς ἀκαριαίας ἡδονῆς φοβερὰν καὶ ἀνωφελῆ μεταμέλειαν, συλλογίσθητι τὴν ἀκατονόμαστον προδοσίαν καὶ σύνελθε....

— Ὦ Πέτρε, Πέτρε, πάντα ταῦτα εἶναι μάταια… Διατί νὰ μὴ σὲ γνωρίσω, πρὶν ὑπανδρευθῶ; Οὐδὲν ἄλλο συλλογίζομαι πλὴν τῆς προχθεσινῆς μακαριότητος. Τί ἦτο ἐκεῖνο, Θεέ μου, τί ἀνεκλάλητος εὐδαιμονία, ὅτε εὑρισκόμενος εἰς τὰς ἀγκάλας μου ἐστήριζες τὴν κεφαλήν σου ἐπὶ τοῦ στήθους μου! Ἀπερίγραπτος φρικίασις διέτρεχε τὸ σῶμά μου καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστος ἐτάρασσε τὰ μέλη μου.