Ὁ κ. Χ.... — Δὲν εἶνε δυνατόν, κυρία μου, διότι πρὸ ἓξ ἡμερῶν ἐπανῆλθον ἐκ Παρισίων.
Ευανθια ἔκπληκτος. — Ἐκ Παρισίων;
Ὁ κ. Ψηταρασ μειδιῶν. — Ὄχι δά!
Ευανθια ἰδίᾳ. — Μὰ τότε ποῦ τὸν εἶδα;.... Ἐγὼ εἶνε δέκα ἡμέραις ποῦ δὲν ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις διῆλθε πλησίον τῆς Εὐανθίας. — Τέλος πάντων κάμε τρόπον νὰ μάθης πῶς τὸν λένε, ἀφοῦ μάλιστα ἦλθε καὶ ἀπὸ τὸ Παρίσι.
Ευανθια ἐγειρομένη. — Παίρνετε ἕνα τσάϊ, κύριε.... κύριε.... Ἄχ, λησμονῶ πάντοτε τὸ ὄνομα σας....
Ὁ κ. Χ.... ὑποκλίνων. — Νικόλαος Χαρτζιβάνης, κυρία μου.
Ευανθια περιχαρής. — Χαρτζιβάνης, μάλιστα.... τώρα τὸ ἐνθυμοῦμαι. [Ἰδίᾳ] Πρώτην φορὰν ποῦ τὸ ἀκούω. Καὶ τί ὄνομα!… Χαρτζιβάνης!....
Ὁ κ. Χ.... ἰδίᾳ· — Θὰ ἔμαθεν ἴσως....
Ευανθια διευθυνομένη ταχέως πρὸς τὴν τράπεζαν ὅπου εὑρίσκονται τὰ τοῦ τεΐου. — Θὰ πάρετε ἕνα τσάϊ.
Ὁ κ. Χ.... δυσανασχετῶν ἐλαφρῶς. — Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς δίδω κόπον.
Ευανθια προσφέρουσα κύαθον τεΐου. — Καλὲ τί λέγετε;
Ὁ κ. Ψηταρασ, ὅστις προσπαθεῖ νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὴν τράπεζαν, ἀλλὰ δὲν τὸ κατορθοῖ, διότι πρὸ αὐτῆς ἀπαστράπτουσι βλοσυρὰ τὰ ὄμματα τῆς Εὐανθίας. — Χαρτζιβάνης!.... αἴ, βέβαια!.... ἐγνώρισα τὸν πατέρα σας.
Ὁ κ. Χ.... ἔκπληκτος. — Πῶς; εἷσθε εἰς τὴν Βράϊλαν;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἐγώ; ποτέ.
Ὁ κ. Χ.... — Ἀλλὰ ποῦ τὸν ἐγνωρίσατε;
Ὁ κ. Ψηταρασ. — Ἐδῷ.
Ὁ κ. Χ.... — Περίεργον!… ὁ πατήρ μου δὲν ἦλθεν ἐδῷ ποτέ.
Ὁ κ. Ψητάρασ ἔκπληκτος. — Δὲν ἢλθεν;
Ὁ κ. Χ.... — Ὄχι.
Ὁ κ. Ψηταρασ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Τότε θὰ ἐγνώρισα τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρός σας.
Ὁ κ. Χ.... μειδιῶν. — Δὲν εἶχε ποτέ.
Ὁ κ. Ψηταρασ, οὗτινος ἡ ἔκπληξις ἐπιτείνεται. — Ἀδελφόν;
Ὁ κ. Χ.... — Ἦτο πάντοτε μονογενής.
Ὁ κ. Ψηταρασ οὗτινος ἡ ἔκπληξις καθίσταται εἰς ἄκρον καταφανής. — Ἂν ἐγνώρισα κανέναν ἄλλον....
Ὁ κ. Χ.... — Πιθανόν, καὶ ἄλλης οἰκογενείας βεβαίως, διότι ἐγὼ δὲν ἔχω κανένα συγγενῆ.
Ευανθια προσφέρουσα αὐτῷ τρωγάλια. — Δὲν βουτᾶτε τίποτε εἰς τὸ τσάϊ σας;