Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 138.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
138

θερμάστρα· ὅ τι κάμνει αὐτὸ τὸ τζάκι ἐδῷ… Μὰ εἶνε κι’ αὐτὴ ἡ γυναῖκα μου!… μιὰ φορὰ τὸ μῆνα θὰ τὸ ἀνάψῃ!.... Πῶς τὸ ἔπαθε σήμερα;… Τὶ καλὰ ποῦ τὸ ἄναψε.... νὰ ἔχῃ τὴν εὐχήν μου! Ἄκουα κ’ ἐγὼ κρὰκ κρὰκ ἀπὸ μέσα καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ καταλάβω τὶ ἔτρεχεν… Ἦσαν τὰ ξύλα ποῦ ἔκαιαν… καὶ ἐγὼ ἐπάγωνα!… [Βυθιζόμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ νωχελῶς.] Ἐδῷ θὰ μείνω τώρα ἕως ὅτου νὰ καλλιτερεύσῃ ὁ καιρός!

Ἡ κυρία Ευανθια, σύζυγος τοῦ προειρημένου, τὴν μέσην ἡλικίαν ὑπερβᾶσα καὶ καταγινομένη νὰ διορθοῖ τὴν φύσιν, ἥτις — ἡ ἀχάριστος — εἶνε ἀδιόρθωτος· πρόσωπον στρογγύλον ὡς πλησιφαὴς σελήνη, ἔχον καὶ λωγάνιον ὑποκρεμάμενον, διῆκον δὲ ἀπ’ ἄκρου ἕως ἄκρου τῶν ὤτων· ρὶς ἀνάσιμος, στόμα φρεατῶδες, ἐν ᾧ φαίνονται διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ τὰ ἐρείπια τῆς Καρχηδόνος ἐν εἴδει ὀδόντων· τράχηλος βραχὺς καὶ δυνάμενος νὰ φέρῃ οἷον δή ποτε ἄλλον ζυγὸν πλὴν τοῦ συζυγικοῦ· προεκβολαὶ ἄνω τῆς ὀσφύος εἰς ἄκρον τεθραμμέναι, ὀσφὺς τοσαύτη ὥστε νὰ δεικνύῃ τὴν θέσιν ἐν ᾗ αὕτη ἄλλοτε ὑπῆρχε· γαστὴρ προέχουσα μέχρι τῆς εὐθείας τῶν προεκβολῶν, ἥτις — εὐθεῖα — προεκτεινομένη ἀπέχει μίαν μὲν σπιθαμὴν ἀπὸ τῆς γραμμῆς τοῦ μετώπου, δέκα δὲ κονδύλους ἀπὸ τῆς γραμμῆς τῶν ποδῶν. Φέρει ἐσθῆτα μεταξίνην χρώματος πρασίνου ὑδατώδους, βαρύτιμα ψέλλια, μακρᾶ ἐνώτια, σωρείαν δακτυλίων, ἔχει δὲ τὴν κόμην ἀναδεδεμένην κινεζικῶς.

Ευανθια εἰσερχομένη μετὰ πατάγου εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ τὸν σύζυγον αὐτῆς βλέπουσα πρὸ τῆς ἑστίας. — Τί εἶν’ αὐτό, Παρασκευᾶ;

κ. Ψηταρασ, ὅστις ἐστράφη ἀκούσας τὴν φωνὴν τῆς Εὐανθίας. — Αὐτὸ; φωτιά.... τὶ θέλεις νὰ εἶνε;

Ευανθια δυσανασχετοῦσα. — Καλὲ σ’ ἐρωτῶ τὶ κατάστασις εἶνε αὐτή;

κ. Ψηταρασ ζητῶν νὰ ἐννοήσῃ. — Ποία κατάστασις;

Ευανθια. — Καλὲ μὲ τὴν ρόμπαν σου; μὲ τὸν σκοῦφον σου;

κ. Ψηταρασ ἐννοήσας, ἀλλ’ ἐκπλησσόμενος. — Τί, δὲν σ’ ἀρέσω;

Ευανθια. — Νὰ μ’ ἀρέσῃς;

κ. Ψηταρασ παρατηρῶν ἑαυτὸν ἐν ἀπορίᾳ. — Δὲν μὲ βλέπεις ἔτσι κάθε ἡμέραν;

Ευανθια τὰς χεῖρας ἀνατείνουσα. — Μὰ σήμερον, ἀδελφέ;

κ. Ψηταρασ βυθιζόμενος ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν κοιτωνίτην περισυνάτων. — Σήμερον περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην ἡμέραν, διότι κάμνει ἕνα κρύον διαβολεμένον!