εκείνη μάλιστα την μελαχροινη νέα, ὅπου κατέβαινε με αγγέλου τῳόντι σχῆμα τα σκαλοπάτια τοῦ νάρθηκα!…
— Εσύ, Ἠλία, καλα θα κάμῃς να βάλῃς φυλακη εις το στόμα σου, εῖπεν ὁ αυθέντης ὁ Χριστος εις τον Ἅγιο Ἠλία. Ὕστερα γυρίζει και λέγει εις τον Ἅγιο Πέτρο, ὅπου έπλεε μέσα εις τον ἱδρῶτα και μόλις έστεκε εις τα πόδια του, — Ας ῇνε λοιπόν, Πέτρε ὑπομονη και αυτη την φορά. Τοῦτο ὅμως ὅπου κάμνω δια σέ, γνώρισε πῶς δια κανέναν άλλο δεν θα το έκαμνα. Αλλα τώρα, ὅποια και αν τύχῃ ἡ τρίτη, θα εῖνε αυτη αναπόφευκτα. Μάθε τοῦτο απο τα τώρα, κ’ εμπρός· ας προχωρήσωμε.
Ολίγο παρέκει, — Λάβε, Πέτρε, εῖπεν εις τον μαθητή του ὁ αυθέντης ὁ Χριστὸς· αυτη θα εῖνε ἡ γυναῖκά σου…
Και τώρα θα έχετε περιέργεια να μάθετε ’σαν ποια ῆταν αυτη ἡ τρίτη. Ηταν μία κόρη καλη και τίμια απο την Ταρασκόνα, πτωχη ὑπηρέτρια, αλλα ἡ κακομοίρα (pécaïre) ἕνα φόβητρο απο την ασχημιά της. Δι’ αυτην έλεγαν οἱ συντοπῖταί της, πῶς καλα θα έκαμνε νὰ στέκῃ εις τα χωράφια την ὥρα ὁποῦ κιτρινίζουν τα στάχυα, δια να σκιάζωνται ἅμα την βλέπουν και να φεύγουν τα πουλιά. Μία ξεσκονίστρα μακρυα ὡς εκεῖ ’πάνω, και ξερη δια τον διάβολο…
Ὁ Ἅγιος Ηλίας δεν ημπόρεσε να κρατήσῃ τα γέλοια· αν ειπῇς ’δια τον Ἅγιο Πέτρο, μόλις εσήκωσε τα ’μάτια του προς εκεῖνο το ελεεινο γύναιο, και έγινε ἡ όψη του ’σαν τοῦ νεκροῦ. Τί να κάμῃ ὅμως; Έκλινε την κεφαλή του και εῖπε, «Θεε καὶ Κύριε! αφοῦ πλειο δ’ εμπορῶ να σοῦ ειπῶ το όχι, γενηθήτω το θέλημά σου ὡς εν ουρανῷ και επι τῆς γῆς.»
— Και τώρα λοιπόν, φίλοι μου, εῖπεν ὁ Κύριος, εδῶ κοντα εῖνε ὁ ναος τοῦ Ἁγίου Γαβριήλ· ελᾶτε εκεῖ να πᾶμε, επειδη εις εκεῖνον τον δρόμο έχομε και κἄτι ἄλλο να κάμωμε, πρᾶγμα σπουδαῖο πολύ.
Έτσι επῆραν τον δρόμο και οἱ τέσσαρες, — ήγουν τέσσαρες μαζῇ με τὴν Ταρασκονέζα, — καὶ μιά, καὶ δυό, πᾷν κατα την εκκλησία τοῦ Ἁγίου Γαβριήλ. Ὁ Πέτρος, έλεγες πως εσύρνετο, και όχι πῶς επροπατοῦσε.
Οχι μακρυα απο την εκκλησία τοῦ Ἁγίου Γαβριηλ ειχε το εργαστήρι του ἕνας σιδηρουργος εξακουσμένος· το σφυρί του ἠκούετο απο μακρυα να κουδουνίζῃ επάνω εις τον άκμονα. Αυτος ὁ σιδερᾶς ωνομάζετο Μαστρο-Κρόγιας. ῀Ηταν ἕνας άνθρωπος μαῦρος εις την όψη, βαρύς, σωματώδης, και γεμάτος απο έπαρση·