Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 063.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
63

Περὶ ἑαυτοῦ δὲν ἀπεθαρρύνετο. Ἦτο ἐκ τῶν κραταιῶν χαρακτήρων οἵτινες γνωρίζουν νὰ ἐγκαρτερῶσιν εἰς τὰς ἐναντιώσεις τῆς κοινωνικῆς ἀνεμοζάλης. Εἶχε καὶ θέλησιν χαλυβδίνην καὶ φρόνημα ὑπέροχον, καὶ ἠδύνατο, περισυλλέγων τὰ λείψανα τῆς περιουσίας του καὶ τὰς κλονισθείσας ψυχικάς του δυνάμεις, νὰ ἐξακολουθήσῃ ἀπτόητος τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, νὰ ἐργασθῇ, νὰ ἀνακτήσῃ βαθμηδὸν ὅ,τι ἀπώλεσε, νὰ ζήσῃ ἐπὶ τέλους ἀφανής, ἔστω, ἄνευ κόμπου καὶ ἐπιδείξεων, ἀλλ’ εὐδαίμων πάντοτε εἰς τὸ μικρόν του ἄσυλον, παρὰ τὸ πλευρὸν καὶ τὴν ἀγάπην τῆς Λίνας του.

Ἀλλὰ πῶς νὰ ἐλπίζῃ τώρα πλέον ὅτι ὑπεράνω ὅλης αὐτῆς τῆς καταιγίδος θὰ ὑπέλαμπε κἂν εἷς ἀστὴρ παρήγορος, καὶ ὅτι ἐκ τῆς καταστροφῆς ἐκείνης θὰ διέσωζε ἕνα κἄν, τὸν ὡραιότερον καὶ τιμαλφέστερον θησαυρόν του — τὴν ἀγάπην τῆς Λίνας του;

Οὕτω συντετριμμένος καὶ ἄπελπις ἐπέστρεφε βραδέως οἴκαδε τὴν ἑσπέραν ἐκείνην.

Ἡ Λίνα ἔδραμε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ μετὰ πικρῶν παραπόνων·

— Εὖγε, Κίμων! ὡραῖα μοῦ τὰ ’κατάφερες ἀπόψε! Καλέ, τί ἕγεινες; Τί ὥρα εἶν’ αὐτή; Τὰ μεσάνυχτα θὰ ’πᾶμε εἰς τὸν χορόν;

— Εἰς τὸν χορόν! ποῖον χορόν; Ἆ!… οὔφ! ἔχεις δίκαιον· εἶδες; ὅλως διόλου τὸ ἐλησμόνησα…

— Τὸ ἐλησμόνησες! ὡραῖα, νὰ σοῦ ’πῶ, θαυμάσια! Καὶ τὸ λέγεις μὲ τόσην ἀπάθειαν. Καλέ, τί ἔπαθες, Κίμων; Ἀστεΐζεσαι ἢ ἐτρελλάθης;

— Πίστευσε, Λίνα μου… κἄτι μοῦ συνέβη… ἕνα ἀπρόβλεπτον ἐμπόδιον.. ἔπειτα ἔχομεν ἀκόμη καιρόν…

— Ἔχομεν ἀκόμη καιρὸν; ’Ξεύρεις ποῦ εἶσαι νόστιμος ἀπόψε! Καὶ πότε θὰ ἑτοιμασθῇς σύ; Ἔφερες τὸ ἁμάξι μαζῆ σου; Εἶνε κάτω; Μᾶς περιμένει; Ἔλα λοιπόν, κάμε γρήγωρα, ἑτοιμάσου…

— Ἆ! ναί· τὸ ἁμάξι… ὤ! διάβολε!… Εἶδες νὰ ξεχάσω νὰ εἰδοποιήσω τὸν ἁμαξᾶ…

— Τὸ ἐξέχασες; ἀνεκραύγασεν ἡ Λίνα διανοίγουσα ἐν ἀπορίᾳ τοὺς μεγάλους καὶ ἐκφραστικούς αὑτῆς ὀφθαλμοὺς καὶ