Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1890 - 059.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
59

Ἀλλ’ αἱ στιγμαὶ παρήρχοντο βραδεῖαι καὶ ἀτελεύτητοι, καὶ ὁ Κίμων δὲν ἐνεφανίζετο.

— Περίεργον! πῶς νὰ μὴν ἔλθῃ ἀκόμα! τί νὰ τοῦ συνέβη ἆρά γε; Μήπως ἐλησμόνησε τάχα ὅτι τὸν περιμένω ἀπὸ μιᾶς ὥρας;…

Ἐμονολόγει βηματίζουσα κατὰ μῆκος τοῦ θαλάμου.

Καὶ αἴσθημα στενοχωρίας ἐπορφύρου τὰς ῥοδολεύκους παρειάς της. Ἔστρεφεν ἀδιαλείπτως τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ ἀνηρτημένου εἰς τὸν τοῖχον ὡρολογίου· ἄλλοτε πάλιν ἐκάθητο μηχανικῶς πρὸ τοῦ κυμβάλου σκορπίζουσα τοὺς κρινώδεις καὶ λεπτοφυεῖς δακτύλους ἐπὶ τῶν πλήκτρων, ἐκτελοῦσα ἀσκόπως καὶ ἄνευ ἀλληλουχίας ἀσυνάρτητα τεμάχια μουσικῆς, ὅσα τῇ ἐπήρχοντο ἀπὸ μνήμης· ὁτὲ δὲ ἤνοιγε καὶ παρετήρει τὴν μικρὰν χρυσοποίκιλτον πινακίδα, ἐν ᾗ εἶχε σημειώσει τοὺς χορούς, καὶ ἄλλοτε ἀνηγείρετο μετά τινος ἀδημονίας καὶ ἐφυλλομέτρει τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης λευκώματα, θέλουσα οὕτω νὰ ἐπιταχύνῃ τὰς στιγμὰς ἐκείνας τῆς ἀτελευτήτου προσδοκίας. Ἐπλησίαζεν ἤδη ἡ δεκάτη ὥρα τῆς νυκτὸς καὶ ὁ Κίμων παραδόξως δὲν ἐπανήρχετο.

— Ἆ! μὰ αὐτὸ καταντᾷ ἀνυπόφορον! Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ μὴ φανῇ ἀκόμα. Ὁ χορὸς θὰ ἔχει ἀρχίσει τώρα, καὶ αὐτὸς τίς οἶδε ποῦ νὰ ἐλησμόνησε τὸν ἑαυτόν του, ἐνῷ ἐγὼ ἐδῷ πνίγομαι ἀπὸ στενοχωρίαν. Ἆ! θέλω νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ ἰδῶ τί δικαιολογίας θὰ μοῦ ἐπινοήσῃ.

Κατάκοπος δὲ ἐκ τοῦ ἀγῶνος τῆς προςδοκίας ἐρρίφθη ἀσθμαίνουσα ἐπί τινος ἔδρας καὶ στηρίξασα ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς τὴν ἀγαλματώδη καὶ ἐκφραστικὴν αὐτῆς κεφαλήν, ἐνῷ διὰ τῆς ἄλλης ἀνεκίνει ἐλαφρῶς τὸ ῥιπίδιόν της, ἐβυθίσθη εἰς παρατεταμένας σκέψεις.

Καὶ προςεπάθει νὰ ἐξηγήσῃ τὴν παράδοξον ἀφάνειαν τοῦ Κίμωνος κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, συνδυάζουσα πρὸς αὐτήν, πρώτην τότε φοράν, τὰς ἐντυπώσεις ἃς τῇ παρεῖχεν ἀπό τινων ἡμερῶν ἡ ἀνεξήγητος ἀλλοίωσις τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ συζύγου της. Καὶ ἐν τῷ συνειρμῷ τῶν ἀφυπνιζομένων διαλογισμῶν της ἀνεύρισκεν ὅτι ὁ Κίμων δὲν ἦτο ὁ αὐτὸς οἷος πρὸ ἑπτὰ μηνῶν, ὅτε τὴν ἐνυμφεύθη, φαιδρός, εὔχαρις, εἰλικρινής, ὅλος ἐνθουσιασμὸς καὶ προςήλωσις πρὸς τὴν χρυσῆν του Λίναν, ὡς τὴν ἀπε-