Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 181.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
181

Μεντζιφολασ σφίγγων αὐτῷ τὴν χεῖρα. — Εὐχαριστῶ.

Βασαλοσ κινῶν τὴν κεφαλήν. — Καὶ ὅταν ἔλθῃς νὰ μοῦ εἰπῇς ὅτι σ’ ἐφίλησεν ἡ Φαιναρέτη νὰ μοῦ τρυπᾷς τὴν μύτην ἐμένα.

Μεντζιφολασ ἀπερχόμενος περιχαρής. — Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ χωρὶς νὰ καταφύγω εἰς τοιαύτην ἐγχείρησιν.

Ὁ κ. Βάσαλος παρατηρήσας ἐπ’ ὀλίγον τὸν ἀπερχόμενον Μεντζιφόλαν ὕψωσε τοὺς ὤμους καὶ μετέβη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἔπαιζον οἱ προσκεκλημένοι του κροκέτον ἵνα ἐκτελέσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του.

Μετὰ πολλὰς ἐρεύνας κατώρθωσε τέλος νὰ συλλάβῃ τὸν Γέροντα Κύριον ὅστις ἤρχιζε νὰ βαρύνεται μένων ἄεργος καὶ παραλαβὼν καὶ τὸν Κύριον Παλινούδην, ἐν τῷ κήπῳ περιδιαβάζοντα, σφόδρα δ’ ἐπιθυμοῦντα νὰ παίξῃ πικέτον ὡδήγησεν αὐτοὺς εἰς τὸ ἄνω δῶμα, ὅπερ συνέκειτο ἐξ ἑνὸς καὶ μόνου μεγάλου δωματίου, καὶ ἐκεῖ προητοίμασε πάντα τὰ χρειώδη, ὅπως ἐν ἀνέσει παίξωσι τὸ παιγνίδιον αὐτῶν. Εἶτα κατῆλθεν εἰς τὸ ἑστιατόριον καὶ ἐξηκολούθησε νὰ πίνῃ κονιάκ, διότι ἂν καὶ εἶχε μεγάλην φιλίαν πρὸς τὸν Μεντζιφόλαν, ἐξετίμα ὅμως τελειότερον τὴν Φαιναρέτην, καὶ μόνη ἡ ἰδέα, ἔστω καὶ ψευδὴς δι’ αὐτόν, ὅτι ἠδύνατο αὕτη ν’ ἀγαπήσῃ ἄνθρωπον, ἀνεστάτου πάσας τὰς ἴνας τῆς καρδίας του καὶ μετέρριπτεν αὐτὸν εἰς παλαιὰν ἐποχήν, καθ’ ἣν τοσαύτην τῇ προσήνεγκε λατρείαν.

Εἶχε κενώσει καὶ τρίτον ποτηρίδιον ὅτε εἶδεν εἰσερχομένην εἰς τὸ ἑστιατόριον τὴν Πολύσαρκον Κυρίαν.

Βασαλοσ βαίνων εἰς προϋπάντησιν αὐτῆς. — Τί δύναμαι νὰ σᾶς προσφέρω κυρία μου;

Η πολυσαρκοσ κυρια λαμβάνουσα τὸν βραχίονά του. — Τὸν βραχίονά σου πρὸς τὸ παρόν.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Καὶ τίποτε ἄλλο;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τίποτε.

Βασαλοσ ὑποκλίνων. — Ἀληθῶς εἷσθε εἰς ἄκρον ὀλιγαρκής.

Η πολυσαρκοσ κυρια ὁδηγοῦσα τὸν Βάσαλον ἔξω τοῦ ἑστιατορίου. — Ὅταν ἐγὼ λέγω κἄτι τί εἶμαι πάντοτε βεβαία καὶ δὲν ὁμιλῶ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν!

Βασαλοσ ἐντείνων τὴν προσοχὴν αὑτοῦ. — Περὶ τίνος πρόκειται;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τί σοῦ ἔλεγεν ἡ κυρία Παλινούδη;

Βασαλοσ πᾶν ἄλλο ἀναμένων ἢ τὴν ἐρώτησιν ταύτην. — Μά… τίποτε σχεδόν.

Η πολυσαρκοσ κυρια εἰρωνικῶς. — Ὄχι δά; κ’ ἐγὼ ἐνόμιζα ὅτι τῆς ἐξέφραζες ἐκ νέου τὸν παλαιὸν ἔρωτά σου!

Βασαλοσ ἐν στενοχωρίᾳ. — Νομίζετε;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἐπερίμενα περισσοτέραν εἰλικρίνειαν