Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 086.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
86

λῶνται μόνον ὁ τῆς Νικαίας ἢ ὁ τῆς Φλωρεντίας. Διαρρέων δὲ ὁ λόγος ἔφερεν εἰς τὴν ἀρχαίαν τῆς πόλεως εὔκλειαν καὶ ἀκμὴν καί, ὡς οἱ σημερινοὶ Ἰουδαῖοι τῆς Ἱερουσαλὴμ παρὰ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ἐφαντάζοντο μετὰ πόνου τὰς ἀρχαίας λαμπρὰς καὶ ἐνδόξους αὐτῆς ἡμέρας……

— Καὶ ἐν τούτοις ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶνε τίποτε ἀπέναντι τοῦ κατηραμένου ἐκείνου στίγματος, τὸ ὁποῖον ὁ τόπος μας φέρει ἐπὶ τοῦ μετώπου του! διέκοψεν αἴφνης ὁ νέηλυς γέρων μετ’ ἄκρας ἀθυμίας.

Ὅλοι προσέβλεψαν αὐτὸν ἔκπληκτοι.

— Μάλιστα, ἐξηκολούθησε, μάλιστα. Εἶνε στίγμα, εἶνε ἐντροπή, εἶνε ὄνειδος τῆς πατρίδος μας καὶ δὲν τὸ ὑποφέρω. Μ’ αὐτὸν τὸν πόνον θ’ ἀποθάνω δυστυχής.

— Καλέ, τί ἔπαθες καὶ περὶ τίνος στίγματος ὁμιλεῖς; ἠρώτησεν αὐτὸν ὁ κ. Κ.

— Καὶ πῶς! δὲν γνωρίζετε σεῖς τὴν ἀναθεματισμένην πέτραν, ποῦ ἔχει τὴν φοβερὰν ἐκείνην ὕβριν διὰ τοὺς Ἀργείους; ὑπέλαβε μετ’ ἐμφάσεως ὁ γέρων.

— Πέτραν!… ὕβριν!… τί λέγει!… ἐτονθόρυσαν ὅλοι, θεωροῦντες ἀλλήλους μετ’ ἐντεταμένης περιεργείας καὶ ἀτενίζοντες αὐτὸν μετ’ οἴκτου, μὴ παρακρούῃ. Ἐκεῖνος δ’ ἐπανέλαβεν:

— Αὐτὸ, ποῦ σᾶς λέγω ἐγώ. Εἶνε μία πέτρα ἐδῶ, ποῦ ἔχει γράμματα σκαλιστὰ καὶ λέγουν.... — ἄμποτε νὰ ἐκόπτετο τὸ χέρι ἐκείνου τοῦ σκύλου, ποῦ τὰ ἔγραψε! καὶ διεκόπη ὁ ἀγαθὸς γέρων, ὑποστενάζων.

— Καὶ τί λέγουν τέλος πάντων;

— Νά· λέγουν, ὅτι οἱ Ἀργεῖοι εἶνε κουτοί, δὲν ἔχουν διόλου μυαλό!

— Πῶς; Πῶς; Πῶς;

Καὶ οὐδαμῶς! προσέθηκε μετὰ βαρείας ἐμφάσεως. Τὸ λέγει ῥητῶς ἡ πέτρα, μ’ αὐτὴν τὴν λέξιν μάλιστα.

— Καὶ..... ἐκεῖ ἐξύπνησες! ἐφώνησεν ὁ κ. Κ. ὅστις εἶχεν ὑπερβῇ τὴν μέσην ἡλικίαν καὶ εἶχε πλειότερον θάρρος· ὅλοι δ’ ἐξερράγησαν εἰς γέλωτα διὰ τὸ ἀλλόκοτον αὐτὸ ἐπεισόδιον.

Ὁ γέρων ἤρξατο νὰ ἐξάπτηται.

— Γελᾶτε, μὰ πολὺ ἄσχημα γελᾶτε καὶ σᾶς λυποῦμαι, ἐπανέλαβε ζωηρῶς καὶ ὑψῶν ἀγερώχως τὴν κεφαλήν. Ἀλλ’ ἐγὼ οὔτε κοιμῶμαι, οὔτε ὄνειρον ἔβλεπα. Εἶνε παλαιὰ ἱστορία. Σεῖς οἱ νέοι δὲν ξεύρετε ἀκόμη τὸν κόσμον. Δὲν τ’ ἄσπρισα ἐγὼ στὸν μύλο τὰ γένεια μου, ὄχι! Χάνομαι ἀπὸ τὴν ἐντροπή μου καὶ νὰ τὸ συλλογίζωμαι ἀκόμη. Ἔχω πάθει ἱστορίαις ἐγώ, τὸ ξεύρετε; Καὶ μιὰ φορὰ — ὁ Θεὸς μ’ ἐφύλαξεν ἀπὸ τὴν κακὴ ὥρα! — ὀλί-