Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 054.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
54

πότε κ’ εγω να μεγαλώσω, να κάμνω τα ίδια ’σαν την μητέρα μου!».

Δύναταί ποτε να κρίνῃ ἄλλως πως ἡ θυγάτηρ εκείνη, και να πράξῃ άλλως πως εν τῇ ζωῇ ἥν μέλλει ακολούθως νὰ διανύσῃ;.. Μωροι είμεθα;

Σταθῆτε· ποῦ τρέχομεν; Εξετροχιάσθημεν οἱ Ἕλληνες. Οὕτω δεν προοδεύομεν. Ναι μέν, εξακολουθοῦμεν να προβαίνωμεν, αλλ’ εν ἅλμασι και δονήμασι κατα πετρῶν καὶ κρημνῶν. Δεν εῖνε δι’ ἡμᾶς αυτά· εῖνε δια μίαν τινα τάξιν τῆς Ἑσπερίας ἑτερόκλιτον, έστω και δια τους εκεῖ πανολβίους, τους απηλλαγμένους τοῦ φόβου μη ταχέως στειρεύσῃ τοῦ πλούτου των ἡ πηγή. Κακον δε το πιθηκίζειν. Ὁ πίθηκος, μιμούμενος τον ξυραφιζόμενον, λαμβάνει ὅπως, ὅπως το ξυράφιον, και τας αυτας επιχειρῶν κινήσεις εκείνου κατακόπτεται.

Αλλα μήπως και ἡ γυνη εῖνε ευδαιμονεστέρα εκ τῆς μετατροπῆς ἥν έλαβεν ὁ προορισμός της; Άρά γε πότε μᾶλλον εστέναξε δια τὴν λεγομένην πλῆξιν, δια το ανιαρον τῆς ζωῆς· επι τῆς προ ἑξήκοντα ετῶν διαίτης αυτῆς η τώρα; Ουδαμοῦ ὡς εν Παρισίοις, εν μέσῳ τῶν αδιαλείπτων ψυχαγωγιῶν και απολαύσεων ἅς παρέχει δαψιλῶς ἡ πρωτεύουσα εκείνη τοῦ κόσμου, ουδαμοῦ καθως εκεῖ ήκουσα την γυναῖκα στενάζουσαν, — oh! que je m’ennuie! mon Dieu, que je m’ennuie! — εαν προς στιγμην τῇ έλειπεν ἡ τέρψις. Συνείθισεν εις τας αλλεπαλλήλους απολαύσεις, και μιᾶς ὥρας διακοπη εν αργίᾳ τῇ καθιστᾷ την ζωην στενόχωρον και δυσφόρητον. Ἡ μάμμη μου, τοὐναντίον, ἥτις ὅλας τας ἑξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος οικούρει καταγινομένη εις το νοικοκυριό της, και μόνον την κυριακὴ η μὶαν ἑορτην επερίμενεν ὅπως φορέσῃ τα καλά της και εξέλθῃ τῆς οικίας εις την εκκλησίαν η τον περίπατον — και τί περίπατον! — απήλαυε πλείονος ευφροσύνης, η ὅσην και οἵαν αἰσθάνονται σήμερον αἱ κυρίαι ἡμῶν, καθεκάστην εξερχόμεναι και επισκεπτόμεναι τας φίλας των, μουσουργοῦσαι η ακροώμεναι μουσουργιῶν, πλεῖστα έχουσαι να μανθάνωσιν εκ τῶν καθημερινῶν εφημερίδων καὶ τῶν παραφυλλίδων των, εὑρίσκουσαι οχήματα και σιδηροδρόμους ὅπως μεταβαίνωσιν εις αποστάσεις, εὑρίσκουσαι θεάματα, καφεψεῖα και πεμματοπλαστεῖα, ὅπου να παρακάθηνται μετα τῶν ἀνδρῶν, τῶν τέκνων και τῶν γνωρίμων των και να διανθίζωσι τῆς ἡμέρας και αυτῆς τῆς νυκτος τας ὥρας.

Αἴ; πότε ῆτο μακαριωτέρα ἡ γυνή; ὅτε το φορτίον τοῦ νοικοκυριοῦ επεβάρυνεν αυτην σχεδον μόνην, η τώρα ὅτε αυτο