Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 044.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
44


Κι’ ὅσο περνοῦσεν ὁ καιρὸς ’μεγάλωνε κι’ αὐτό,
Καὶ πάντοτε ὠμόρφαινε στὸ σχῆμα καὶ στὸ χρῶμα,
Ὡς ποῦ μιὰ ’μέρα ἔγινε σκυλάκι ζηλευτό,
Μὲ τὸ κομψὸ τῆς μάνας του καὶ λιγυρό της σῶμα.
Στὸν ἄγνωστο πατέρα του δὲν φαίνεται ν’ ἀνήκη,
Κ’ οὐδὲ περὶ πατρότητος θὰ τοῦ κινήσῃ δίκη!



Μεγάλωνε, κ’ ἐγὼ μ’ αὐτὸ περνοῦσα τὸν καιρό,
Γιατ’ ἀγαποῦσε σἂν παιδὶ κ’ ἐκεῖνο τὰ παιγνίδια·
Μὰ μιὰ φορὰ ποῦ ἔτυχε νὰ τὸ στενοχωρῶ,
Μὲ τὰ λεπτὰ δοντάκια του, μὲ δόντια σὰν ἀγκίδια,
Χωρὶς νὰ θέλῃ τὸ φτωχό, τὸ χέρι μου δαγκώνει,
Καὶ τὸ μικρό μου δάκτυλο ἀρχίζει νὰ ματώνῃ!



Νὰ μὲ δαγκώσῃ! ὢ στιγμὴ ἀνέλπιστος, κακή…
Καὶ νὰ ματώσῃ μάλιστα, καὶ νἆναι καλοκαῖρι,
Καὶ λυσσασμένα τὰ σκυλιὰ ν’ ἀκοῦς ἐδῶ κ’ ἐκεῖ,
Καὶ ὁ Παστὲρ τὸ φάρμακον τῆς λύσσης νὰ μὴν ’ξέρῃ,
Καὶ νὰ φορῶ τὴν ἄσπρη μου τυχαίως πουκαμίσα,
Ὤ πῶς δὲν ἐτρελλάθηκα, προτοῦ μὲ πιάσῃ λύσσα!



Σἂν σχοινοβάτης στὴ στιγμὴ τὰ ῥοῦχά μου φορῶ,
Καὶ στὸ γιατρὸ μου σἂν καπνός, σἂν ἀστραπὴ πηγαίνω.
Γιατρέ, τοῦ λέγω, σῶσέ με, γιατρέ μου, δὲν μπορῶ.
Γιατρέ μου, εἶμαι ἄρρωστος, γιατράκο μου, πεθαίνω,
Γιατρέ, σκυλὶ μὲ ’δάγκασε, γιατρέ, τὸ νοῦ θὰ χάσω,
Γιατρέ μου, γιάτρεψέ μ’ εὐθύς, γιατὶ θὰ σέ… δαγκάσω!