Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 282.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
282

θρωπον ἐκεῖνον, ὅστις ἐν ᾧ ἠδύνατο νὰ σφετερισθῇ τὰ χρήματα, διότι αὕτη οὐδὲ τὸν ἀριθμὸν τῆς μετοχῆς εἴξευρε, ἔδειξε σχεδὸν ὑπεράνθρωπον εἰς τοὺς χρόνους μας τιμιότητα καὶ τῇ προσέφερε, μετὰ τῆς μεγαλειτέρας ἁπλότητος, ὁλόκληρον περιουσίαν.

Ἡ πτωχὴ κόρη ἥρπασε τὴν εὐγενῆ ἐκείνην χεῖρα καὶ προσεκόλλησεν ἐπ’ αὐτῆς τὰ χείλη της καὶ ἔβρεξεν αὐτὴν μὲ τὰ δάκρυά της.

Ὤ! Πολύ, πολὺ καλὰ ἔκαμεν ἡ τυφλὴ Τύχη κρούσασα καὶ μίαν φορὰν τὴν θύραν ἑνὸς μαγειρείου, βαρυνθεῖσα τὰς μαρμαρίνους κλίμακας τῶν μεγάρων!…

Ὅτε ἦλθον τὰ χρήματα τότε ἔδειξεν ἡ ὑπηρέτρια ἐκείνη τί καρδίαι κρύπτονται πολλάκις εἰς τὰ στήθη τοῦ λαοῦ· ἔστειλε χιλίας δραχμὰς εἰς τὸ ὀρφανὸν κοράσιον τὸ ἐξαγαγὸν τὸν λαχνόν· ἔδωκεν ἀνὰ χιλίας δραχμὰς εἰς τὰς ἄλλας ὑπηρετρίας τῆς οἰκίας· τόσον καλὰ μετεχειρίσθη τὸν πλοῦτόν της ὥστε σχεδὸν ἀφώπλισε τὸν φθόνον· ἔδωκε πέντε χιλιάδας εἰς τὴν πτωχὴν ἀδελφήν της· ἀπεσύρθη τῆς ὑπηρεσίας, ὡς λέγουσιν οἱ συνταξιοῦχοι· ἔβαλε τὰ χρήματά της εἰς τὴν τράπεζαν, ἐνοικίασεν ἓν εὔμορφο σπητάκι, ἤρχισε νὰ μανθάνῃ γράμματα καὶ πιάνο—δὲν θὰ τῆς εἶπε κανεὶς φαίνεται ὅτι αὐτὰ τὰ δύο δὲν κάμνουν καθόλου εὐτυχέστερον τὸν βίον, — καὶ ἀντὶ τοῦ Γκιουζέπου τὴν περικυκλόνουν τώρα ἰατροὶ καὶ δικηγόροι — ὅλοι διδάκτορες! — καὶ ἐργολαβοῦν τὸν χρυσόν της, παλαίοντες μετὰ λύσσης ποῖος νὰ λάβῃ τὴν χεῖρα ἐκείνην, ἥτις ἔπλυνε πινάκια καὶ ἐκράτει τὸ σάρωθρον. Διότι κανεὶς πλέον δὲν συλλογίζεται τὸ παρελθόν της· τὸ βάπτισμα τοῦ χρυσοῦ τὴν ἐξηυγένισε. Τὸ χρῆμα ὁμοιάζει μὲ τὸν Μέγαν Ναπολέοντα, δίδοντα τίτλους κομήτων καὶ μαρκησίων εἰς τοὺς στρατηγούς του, πτωχὰ τέκνα τοῦ λαοῦ.

Καὶ ὁ Γκιουζέπος, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ δὲν τραγῳδεῖ πλέον τὴν νύκτα, τοῦ ὁποίου ἔπεσαν τ’ αὐτιὰ διότι ἐδοκίμασεν ὅ,τι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φθάνει δι’ ἕνα δὲν φθάνει καὶ διὰ δύο καὶ ἔπειτα διὰ τρεῖς καὶ τέσσαρας, ὁ Γκιουζέπος, ὅστις ἐξ ὅλης ἐκείνης τῆς ῥαγδαίας χρυσῆς βροχῆς οὐδὲ ψεκάδα εἶδε νὰ τὸν βρέξῃ, ἐνόμισεν ὅτι ἡ τύχη τῷ ἔκλεψεν τὰς ἑβδομῆντα χιλιάδας φράγκων ἐκ τοῦ θυλακίου του, διότι ἦτο τόσον πλησίον νὰ γίνῃ σύζυγος τῆς Τριανταφυλλιᾶς ὥστε τὰς ἐθεώρει σχεδὸν ἰδικάς