Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 339.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
339

ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΝ
I

Ὁ πλοίαρχος τοῦ ἰστιοφόρου Ἅγιος Νικόλαος ἦτο Ἕλλην ἐξ Ὕδρας, ὀνομαζόμενος Βασίλειος Γεωργίου. Καὶ μολονότι Ἕλλην, ἦτο λαίμαργος ὡς πίθηξ καὶ φιλοπότης ὡς μαῦρος ἀρχηγὸς, ἢ μᾶλλον ὡς πολίτης Ἀθηναῖος κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἐκλογῶν. Καθήμενος εἰς τὴν τράπεζαν, ἐξεκοκάλιζεν ὁλόκληρον μηρὸν προβάτου, ἢ παμμεγέθη σεναγρίδαν, ἀφεθεῖσαν ἀνοήτως νὰ συλληφθῇ ἀπὸ τὰ ἄγκιστρα τῶν ναυτῶν τοῦ πλοίου καὶ δὲν ἔπινεν ἄλλο, εἰμὴ μόνον παλαιότατον οἶνον, συγκεκερασμένον ἐνίοτε, ἰδιοτρόπως, κατὰ τὰς ψυχρὰς τοῦ χειμῶνος νύκτας μετ’ ἴσης ποσότητος ἐξαιρέτου ἀγγλικοῦ ῥουμίου. Τὸ τελευταῖον ὅμως πάθος ἐπεκράτει τοῦ πρώτου, καὶ ἐν τοῖς χρονικοῖς τοῦ μικροῦ ἐκείνου σκάφους ὑπῆρχον παραδείγματα ἀποδεικνύοντα ὅτι ὁ καλὸς πλοίαρχος, διὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον λόγον, εὑρέθη εἰς περιστάσεις κατὰ τὰς ὁποίας δὲν ἔλαβε τὸ γεῦμά του, ἀλλ’ οὐδεμία περίστασις ἀπεδείκνυεν ὅτι συγκατετέθη ποτε νὰ μὴ λάβῃ τὸ ποτόν του. Ὡς δὲ δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἐμίσει τὸ ὕδωρ ὡς τὰς ἁμαρτίας του καὶ ἐξηγῶν τὸν σκοπὸν τῶν διαφόρων ὑλῶν ἐν τῇ φύσει, εὕρισκεν ὅτι ὁ Θεὸς ἐφεῦρε τὸ ὕδωρ, τὸ πολὺ-πολὺ διὰ νὰ ποτίζῃ τὰ κολοκύνθια, διὰ νὰ κάμνουν ψυχρολουσίας ὅσοι δὲν πίνουν οἶνον καὶ πρὸ πάντων διὰ νὰ καθαρίζουν τὰ καταστρώματα τῶν πλοίων.

Καταπλεύσας εἴς τινα ἀγγλικὸν λιμένα μὲ φορτίον κορινθιακῆς σταφίδος, ἀπέπλευσε μὲ φορτίον γαιανθράκων, προωρισμένων διὰ Πειραιᾶ, ἀφοῦ ἀνενέωσε τὰς προμηθείας τοῦ ῥουμίου καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐκείνων πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἀπῃτοῦντο κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ μακροῦ ταξειδίου του. Ἀτυχῶς ὅμως ὁ πλοίαρχος, μολονότι ἐξήγει τόσῳ πρακτικῶς τὰς ἰδιότητας τῶν διαφόρων πραγμάτων ἐν τῇ φύσει, δὲν ἤξευρεν ὅτι οἱ γαιάνθρακες ὑφίστανται ἐνίοτε αὐτομάτους τινὰς ἀναφλέξεις· καὶ μολονότι τὰς περισσοτέρας φορὰς ὠφελοῦσι τοὺς πωλητὰς αὐτῶν, ὑπάρχουσιν ὅμως περιστάσεις κατὰ τὰς ὁποίας τοὺς καίουσιν, ἢ τοὐλάχιστον τὰ πλοῖα τὰ ὁποῖα τοὺς μεταφέρουσι. Καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τῆς ἀνησυχαστικῆς ταύτης λεπτομερείας δὲν διέτασσε ν’ ἀερίζωσι τὰς ἀποθήκας τοῦ πλοίου, ἀλλ’ ἥσυχος περὶ πάντων, ἐκοιμᾶτο μετὰ τὸ δεῖπνον καὶ ἐδείπνει μετὰ τὸν ὕπνον, ἀφίνων εἰς τὸν δεύτερόν του τὴν φροντίδα τῆς διευθύνσεως.

Ἡμέραν τινα τοῦ Ἰουλίου, καθ’ ἣν ἡ θερμότης ἦτο μεγάλη, ὁ πλοίαρχος