Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 235.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
235

κατεδίωκε διὰ τοῦ βλέμματος, ἐκεῖνος ἐφαίνετο ἀδιάφορος καὶ ἀλλαχοῦ προσέχων.

— Ἆ, τὸν κατεργάρην! ἐσκέφθη ἐκείνη· πονηρὸς ποῦ εἷνε! Εἶνε τόσον συγκεκινημένος, ποῦ μὲ εἶδε, καὶ προσποιεῖται τάχα, πῶς δὲν μὲ βλέπει!

Τὴν ἑσπέραν μετέβη εἰς τὸ θέατρον. Εἰς τὸ παρακείμενον θεωρεῖον εὑρέθη πάλιν ἐκεῖνος, ὄχι ὅμως ὅπως εἰς τὴν πρώτην των συνάντησιν. Ἐκάθητο ἀξιοπρεπῶς, μηδόλως παρατηρῶν τὴν γείτονα. Κατά τι διάλειμμα ἐκείνη παρετήρησεν εἰς τὴν κομβιοδόχην του ὡραῖον ἄνθος, ὅπερ ἐνόμισε προωρισμένον δι’ αὐτήν. Ἀλλ’ ἡ παράστασις ἐτελείωσε καὶ τὸ ἄνθος δὲν ἐδόθη, οὐδ’ ἀντηλλάγη κᾄν ἁπλοῦς χαιρετισμός.

— Παναγία μου, δειλὸς ποῦ εἶνε! ἔλεγε καθ’ ἑαυτὴν ἐκείνη. Νὰ μὴ ἔχῃ τόσον ὀλίγον θάρρος νὰ μοὶ ὁμιλήσῃ μίαν λέξιν, νὰ μοὶ δώσῃ ἓν ἄνθος! Μά, εἶσαι ζῶον, ἀγγελοῦδί μου, καὶ ἀρχίζω νὰ σὲ βαρύνωμαι.

— Καλὲ, δὲν ἤρχισα καλά, ἐξηκολούθει. Πολὺ θάρρος τοῦ ἔδωκα. Εἶχε δίκαιον ἡ Λίτσα, ποῦ μ’ ἔλεγε, νὰ κρατῶ πάντοτε τὴν θέσιν μου. Αὐτοὶ οἵ ἄνδρες εἷνε θηρία, ὅταν μία κόρη τοὺς ἀγαπᾷ καὶ τοὺς καταδιώκῃ. Τὴν μίαν ὥραν σοὶ λέγουν περιπαθῶς, «ἄγγελέ μου! ἄστρον μου! λατρεία μου! ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου!» καὶ τὴν ἄλλην σὲ περιφρονοῦν οἱ σικχαμένοι. Νὰ τὸν ἰδῶ καὶ τὸν εἶδα!

Συνέπεσε τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν νὰ τὸν συναντήσῃ εἰς τὸν περίπατον καὶ παρῆλθε πρὸ αὐτοῦ ἀγέρωχος. Παρετήρησεν ὅμως, ὅτι ὁ τρόπος της αὐτὸς δὲν ἐπήνεγκε τὸ προσδοκώμενον ἀποτέλεσμα, διότι καὶ ἐκεῖνος ἀντιπαρῆλθεν ἀδιάφορος.

Ἐκείνη ἐσκέπτετο·

— Πρέπει ν’ ἀλλάξω τακτικήν. Δὲν ὠφελεῖ πάντοτε δι’ ὅλους ἡ σοβαρότης. Εἷνε μερικοὶ ἄνδρες τόσον νευρικοὶ καὶ ἰδιόρρυθμοι, ὥστε ἡ ψυχρότης τῶν γυναικῶν τοῖς ἐμπνέει ἀδιαφορίαν ἢ ἀποστροφήν.

IV

Ἀπεφάσισε νὰ θέσῃ εἰς ἐνέργειαν τὴν ζηλοτυπίαν.

Μετὰ δύο ἡμέρας μίαν ὡραίαν δροσερὰν δείλην συνήντησεν αὐτὸν εἰς τὸν ἐν Πειραιεῖ Τινάνειον κῆπον. Συνωδεύετο ὑπὸ εὐειδοῦς νέου ἐξαδέλφου της, ὃν καὶ ἐφαίνετο περιποιουμένη λίαν συμπαθῶς. Ἐκεῖνος ὅμως παρετήρησεν αὐτοὺς δίς, ἀντιπαρῆλθεν, ἐχαιρέτισε καὶ ἀπεμακρύνθη.

Ὁ χαιρετισμὸς ὑπῆρξε δι’ αὐτὴν ὁ μίτος τῆς Ἀριάδνης, ὃν πρὸ ἡμερῶν ἀνεζήτει ἀμήχανος. Καὶ χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν: