Σελίδα:Γράμματα Αρ.3 (1911) - 66.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΦΗΒΟ



Ἦρθες
ἕνα χιονισμένο βράδυ
ὄξω ἀπ’ τὰ σπίτια
ἴσκιοι παράξενοι ἐτρέχανε τοὺς δρόμους
μεσ’ τὸ σκοτάδι.

Κ’ ἐγὼ σ’ ἀπάντεχα καιροὺς τώρα καὶ χρόνια
σ’ ἀπάντεχα τὴν ἄνοιξη σὰν ἔπνεαν τὰ μαϊστράλια
καὶ μοὔφερναν μαζὺ τὰ ἐρωτόλογα τραγούδια
μὲ τὶς κελαϊδιστὲς φωνὲς ποῦ ἐτραγούδαγαν τ’ ἀγόρια
μεσ’ τὶς βαρκοῦλες τους ποὺ χάϊδευαν τὴ λίμνη ...
σ’ ἀπάντεχα, σὰν τὸ χινόπωρο ἔφερνε πάλι
τὸ νειὸ ποῦ παθητικά ’παιζε φλογέρα
ὀρθὸς γιὰ ὧρες στ’ ἀκρογιάλι·
τὸ νειὸ ποῦ ὑμνοῦσε ἔτσι ἁπλᾶ τὸν Ἥλιο,
τὴ νειότη του ποῦ ὑμνοῦσε καὶ τὴν ἀγάπη
κι’ ἀντιλαλοῦσε ὁ πόθος του μεσ’ τὴν καρδιά μου.

Σ’ ἀπάντεχα, ὦ φίλε,
ποῦ ἀργὰ κι ὡραῖα σ’ ἔπλασεν ὁ λογισμός μου
καὶ τὸ κορμί σου,
σημάδι φωτεινὸ ὑψώθη στὰ ὄνειρα μου,
Ἔφηβε, μὲ τὸ χιμαιρικὸ κορμί σου π’ ἀνασταίνει
ἀπ’ τοὺς ἀδροὺς χυμοὺς ποῦ τοὔδωσεν ἡ φύση.
Ἔφηβε, μὲ τὸν ἀνασασμό σου π’ ἀνασταίνει ...
Σ’ ἀπάντεχα γιὰ ν’ ἀντικρύσω τὴ ματιά σου,
γιὰ ν’ ἀγροικήσω τὴ μελοδικώτατη λαλιά σου
νὰ βγαίνῃ ἀπ’ τὴ δροσὰ τῶν ροδοχειλιῶν σου.

Κ’ εἶπα, πῶς σὰν τ’ ἀδέρφια σου θἄσαι ἐκεῖνα
ποῦ εἶδα ὁλόγυμνα στ’ ἀλόγατά τους
νὰ τρέχουν,
ἀνεμίζοντας ἐλεύτερα τὰ θεῖα μαλλιά τους.
—μαλλιὰ ποῦ ἐξάνθιναν στὰ ἑλληνικὰ τὰ μεσημέρια—
ποῦ εἶδα νὰ τρέχουνε ἀπ’ τῶν ἀρχαίων ναῶν τὰ ὕψη