Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 46.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΜΑΤΑIΑ


I

Ἁγίασεν ἡ σιωπὴ
τὴν κάμαρα τὴ νεκρική·
τὸ λείψανο, μονάχο μήτε κλάματα
μήτε λαμπάδες, μήτε θυμιάματα.
Μιὰ εἰκόνα ἁγίου τώρα ἔπεσε
κ’ ἔσπασε τὸ χρυσὸ τὸ πλαίσιό της.
κ’ ἔπειτα πάλι, σιωπή.
Πνεῦμα, πλανᾶται γύρω, ἡ ματαιότης.


II

Σιγᾶ τῶν πόνων ἡ ψυχή·
στὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν
τὰ σκοτεινὰ νερὰ σιωποῦνε.
Κάποια μεγάλη ταραχὴ
στὰ σκότη τῶν μακρῶν νυχτιῶν
προσμένουνε καὶ καρτεροῦνε.
Ἀπὸ τὸν κρύφιο πορθμὸ
τοῦ χάρου ἡ βάρκα βγαίνει τώρα,
δίχως κουπί. δίχως, σκαρμό·
πρωρέας ὁ χάρος σκυθρωπὸς
τὴ μυστικὴ μετρᾶ τὴν ὥρα,
στὴν πρῶρα τὴν πλατειὰ γερτός.


ΗΡΑΚΛΕΙΟΜ. ΚΑΛΥΒΙΤΗΣ



ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΡΑΤΑΙΡΑ


Ἀπόψε πιὰ μὲ λίγωσεν ἡ θαμπὴ ἀχνάδα
τοῦ λιμανιοῦ μεσ’ τὰ γλαυκὰ νερὰ ὡς φαντάζει
στὰ μάκρη ὁ ἥλιος φίλησε τὴ θάλασσα
κι’ ὅλο σιγὰ σιγὰ βραδιάζει.

46