Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 08.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΧΕΡΙ

Ὁ γιατρὸς ὁ Μένεγος μπαίνοντας στὸν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησίας εἶδε, μέσα στοὺς ἄλλους τρεῖς-τέσσερις ζητιάνους, καὶ μιὰ γυναίκα μαυροφορεμένη, ὡς ἑξῆντα ἐτῶν. Στεκόταν ταπεινὴ καὶ σιωπηλὴ σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ περίμενε τὴν ἐλεημοσύνη τῶν χριστιανῶν. Τοῦ φάνηκε γνωστή του γυναίκα καὶ πρὶν ἀκόμη προφθάσει νὰ τὴ θυμηθεῖ, ἕνα συναίσθημα πόνου τὸν ἔτσουξε. Σταμάτησε γιὰ μιὰ στιγμὴ καὶ μαζὺ μ’ αὐτὸν ὁ φίλος του, γιατρὸς κι’ αὐτός, ποὺ τὸν συνώδευε. Τὴ γνώρισε καλά, ναί, αὐτὴ ἦταν, ἡ Εὐφροσύνη, δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν τρομερὰ καταβλημένη καὶ μὲ τὸ ἕνα χέρι της βλαμμένο. Ὁ πόνος του ἔγινε πιὸ πραγματικὸς καὶ πιὸ βαθύς, καὶ μαζὺ μ’ αὐτὸν στὴ ψυχή του ἔνοιωσε ἕνα σωρὸ συναισθήματα νὰ κυκλοφοροῦν, κάτι σὰ ντροπή, σὰ ξεφύλλισμα ἑνὸς δροσεροῦ ἄνθους ποὺ ἦταν μέσα του, σὰν κτύπημα στὴ συνείδησή του, σὰ νοσταλγία, σὰν ἀλτρουϊσμός. Θἄθελε νὰ πήγαινε κοντά της, νὰ τῆς ἔπιανε τὸ χέρι, νὰ τῆς τὄσφιγγε μὲ θέρμη καὶ νὰ τῆς ἔλεγε:

— Θυμᾶσαι, Ἐσμέ, θυμᾶσαι; Τὶ κάνει ὁ ὑπαστυνόμος ὁ Τοῦρκος, ποὺ ἀλλαξοπίστησες γι’ αὐτόν; Καὶ μένα τὸ δασκαλάκι σου, μὲ θυμᾶσαι;

Μὰ ἦταν γιατρὸς σήμερα, ἐπίσημο ἄτομο στὴν κοινωνία, κ’ ἡ θέση του δὲν ἐπέτρεπε τέτοιο ἀστεῖο. Εἶπε «ἀστεῖο», καὶ ὅμως ἔνοιωθε πόσο ἦταν ἀληθινὸ καὶ πόσο ἦταν ψυχικὴ ἀνάγκη αὐτὸ ποὺ ἤθελε νὰ κάνει. Σὰν ἄγνωστος μπροστὰ σὲ ἄγνωστη, ἔβγαλε ἕνα ἀσημένιο νόμισμα, τὄδοσε στὴ ζητιάνα καὶ γύρισε τὶς πλάτες του προχωρόντας πρὸς τὴν ἐκκλησία. Πίσω του ἄκουσε μιὰ φωνὴ γεμάτη εὐγνωμοσύνη:

— Ὁ Χριστὸς κ’ ἡ Παναγιὰ νὰ σ’ εὐλογᾶ, κύριέ μου.

Ἡ φωνὴ, αὐτὴ ἦταν πολὺ γνωστή του, ἦταν σχεδὸν