ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΤΕΧΝΗ
Χρονιὰ Α΄ — Δεκέμβρης 1926 — Τεύχος 1ο
Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ’ ἐμπροστά μας
σὰν μιὰ σειρὰ κεράκια ἀναμένα —
χρυσᾶ, ζεστὰ, καὶ ζωηρὰ κεράκια.
Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιὰ θλιβερὴ σειρὰ κεριῶν σβυσμένων·
τὰ πιὸ κοντὰ βγάζουν καπνὸν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καὶ κυρτά.
Δὲν θέλω νὰ τὰ βλέπω· μὲ λυπεῖ ἡ μορφή των,
καὶ μὲ λυπεῖ τὸ πρῶτο φῶς των νὰ θυμοῦμαι.
Ἐμπρὸς κυττάζω τ’ ἀναμένα μου κεριά.
Δὲν θέλω νὰ γυρίσω νὰ μὴ δῶ καὶ φρίξω
τί γρήγορα ποῦ ἡ σκοτεινὴ γραμμὴ μακραίνει,
τί γρήγορα ποῦ τὰ σβυστὰ κεριὰ πληθαίνουν.
Ἡ θάλασσα στὰ βάθη της πῆρ’ ἕνα ναύτη.—
Ἡ μάνα του, ἀνήξερη, πιαίνει κι’ ἀνάφτει
στὴν Παναγία μπροστὰ ἕνα ὑψηλὸ κερὶ
γιὰ νὰ ἐπιστρέψει γρήγορα καὶ νᾶν καλοὶ καιροὶ —
καὶ ὅλο πρὸς τὸν ἄνεμο στήνει τ’ αὐτί.
Ἀλλὰ ἐνῶ προσεύχεται καὶ δέεται αὐτή,
ἡ εἰκὼν ἀκούει, σοβαρὴ καὶ λυπημένη,
ξεύροντας πῶς δὲν θἄλθει πιὰ ὁ υἱὸς ποῦ περιμένει.