Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σάλπισμα Πολεμιστήριον

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Σαλπισμα Πολεμιστηριον)

<-Αδαμάντιος Κοραής


Αδελφοί, φίλοι και Συμπατριώται, Απόγονοι των Ελλήνων, και γενναίοι της ελευθερίας του ελληνικού γένους υπέρμαχοι, οι κατά την Αίγυπτον ευρισκόμενοι Γραικοί, και όσοι άλλοι εις την Ελλάδα ή και αλλαχού διατρίβετε, προσμένοντες τον αρμόδιον καιρόν της κοινής του γένους ελευθερίας, Αξιωματικοί τε και στρατιώται πάσης τάξεως και παντός βαθμού, χαίρετε, επειδή η χαρά σας είναι κοινή χαρά όλων των Γραικών· υγιαίνετε, επειδή η υγεία σας είναι κοινή σωτηρία της Ελλάδος.

Όσα, φίλοι και αδελφοί, αναγνώσετε εις την παρούσαν εγκύκλιον επιστολήν, μη τα νομίσετε συμβουλάς ιδικάς μου, αλλ' ελεεινολογίας και παράπονα της Ελλάδος, της οποίας την εικόνα βλέπετε· διότι άλλα δεν γράφω πλην όσα ήθελε σας ειπεί η κοινή μήτηρ ημών και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς, αν ελάμβανε φωνήν και γλώσσαν. Φαντάσθητε λοιπόν, ότι έχετε προ οφθαλμών την ημετέραν μητέρα την παλαιάν εκείνην και περίφημον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας Ελλάδα, η οποία με μαύρα και εξεσχισμένα φορέματα, εις όλα τα μέλη του σώματος πληγωμένη από τους βαρβάρους τυράννους, με λυτούς της κεφαλής τους πλοκάμους, ανυπόδητος και σχεδόν γυμνή, οδυρομένη και κλαίουσα την αθλίαν κατάστασιν εις την οποίαν την έρριψεν η θηριότητης των Τούρκων, τρέχει προς ημάς τα τέκνα της, μας δείχνει τα κατεσχισμένα της φορέματα, μίαν προς μίαν μάς ανακαλύπτει τας πληγάς της, μας βάφει με τα αίματά της, μας βρέχει με τα δάκρυά της, εναγκαλίζεται και ασπάζεται έκαστον από ημάς κατ' ιδίαν, και ζητεί από όλους κοινώς εκδίκησιν με τούτα τα λόγια:

«Τέκνα μου αγαπητά, όσοι ονομάζεσθε Γραικοί, εις κανένα αιώνα, εις κανένα του κόσμου τόπον, απ' εμέ την μητέρα σας μήτε πλέον ευτυχής, μήτε πλέον λαμπρά άλλη καμμία δεν εφάνη. Τα πρώτα μου τέκνα, οι πρόγονοί σας, ήσαν οι πλέον φωτισμένοι, οι πλέον ανδρείοι άνθρωποι της Οικουμένης. Της ελευθερίας το γλυκύτατον όνομα απ' εκείνους ευρέθη, εις εκείνους πρώτους ηκούσθη, απ' εκείνων τα στόματα πρώτον εξεφωνήθη. Αυτοί πρώτοι εύρηκαν και αύξησαν τας τέχνας και τας επιστήμας, ως μέχρι του νυν μαρτυρούσι και τα βιβλία, όσα εγράφησαν απ' αυτούς, και των χειρών αυτών τα δημιουργήματα, έργα θαυμαστά της Αρχιτεκτονικής και Ανδριαντοποιητικής τέχνης. Εις εμέ την Ελλάδα πρώτην εγεννήθησαν ποιηταί, ρήτορες, φιλόσοφοι, τεχνίται, στρατηγοί, παντός είδους και πάσης τάξεως άνθρωποι, τόσον μεγάλοι, τόσον παράδοξοι, ώστε όσα λέγονται περί αυτών, ήθελαν αναμφιβόλως νομισθή μύθοι, αν δεν είχομεν την απόδειξιν από τα λείψανα της μεγαλουργίας των. Αυτοί, ολίγοι τον αριθμόν, και νόμους εύρηκαν, και πολιτείας συνέστησαν, και την ελευθερίαν των με μεγαλοψυχίαν απίστευτον υπεράσπισαν εναντίον εις κραταιούς και μεγάλους βασιλείς, εις έθνη και απ' αυτήν της θαλάσσης την άμμον πολυαριθμότερα. Αυτοί με στρατιώτας πολλά ολίγους, αλλά γέμοντας από τον άγιον της ελευθερίας ενθουσιασμόν, αντεστάθησαν εις τα αναρίθμητα της Περσίας στρατεύματα, η οποία τότε ήτον η πλατυτέρα, η κραταιοτέρα και φοβερωτέρα βασιλεία της οικουμένης· και εις ολίγου καιρού διάστημα, δια ξηράς και θαλάσσης και τους βαρβάρους κατετρόπωσαν, και τον υπερήφανον Αυτοκράτορα των βαρβάρων εις μικρόν πλοιάριον να φύγη με μεγάλην του καταισχύνην ηνάγκασαν, δια να μη ζωγρηθή από τους προγόνους σας, τους οποίους πρότερον τόσον ουτιδανούς ενόμιζεν, ώστε με μόνην του την παρουσίαν ήλπιζε να τους ροφήση χωρίς πόλεμον, καθώς ο λέων καταπίνει το ασθενές και ανίσχυρον αρνίον.

Αλλά, τέλος πάντων, οι πρόγονοί σας, ω τέκνα μου αγαπητά, όντες άνθρωποι έπταισαν και αυτοί ως άνθρωποι. Μη συλλογισθέντες ότι τα παράδοξα και σχεδόν απίστευτα ανδραγαθήματα, όσα κατώρθωσαν, ήσαν αποτέλεσμα της κοινής πάντων των Ελλήνων ομονοίας, άρχησαν να ζηλοτυπούν και να φθονώσι αλλήλους, να κατατρέχωσιν είς τον άλλον, να σπείρωσι κατά πάσαν πόλιν και χώραν της διχονοίας τα ζιζάνια. Και τι συνέβη εκ τούτου; Ω τέκνα μου, ω τέκνα μου, αφήσατέ με προς ολίγον να σφογγίσω τα δάκρυά μου, δια να σας διηγηθώ τα φαρμακερά της διχονοίας αποτελέσματα.

Η διχόνοια ολίγον κατ' ολίγον έκαμε μικροψύχους τους μεγαλοψύχους Έλληνας, κατέστησε τους σοφούς, άφρονας, εδίωξεν από τας καρδίας των την αγάπην της πατρίδος, και έθηκεν εις αυτής τον τόπον την δίψαν των ηδονών και του πλούτου, εφυγάδευσε τον ενθουσιασμόν της ελευθερίας, και έφερεν αντ' αυτού την μικροπρέπειαν, την κολακείαν, το ψεύδος, την απάτην, και της απάτης όλα τα βδελυρά παρακολουθήματα. Και με τοιαύτα αγεννή και δυστυχέστατα φρονήματα, πώς ήτον πλέον δυνατόν να μείνωσιν οι πρόγονοί σας ελεύθεροι; Η ελευθερία, τέκνα μου, δεν αγαπά να κατοική εις τόπους όπου δεν βασιλεύει η αρετή και η χρηστοήθεια. Όθεν οι θαυμαστοί εκείνοι και περίφημοι Έλληνες υπετάχθησαν πρώτον εις τους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Και τούτο δεν ήτον έτι τόσον δεινόν, επειδή οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου ήσαν καν και αυτοί Έλληνες. Έπεσαν μετά ταύτα υποκάτω εις τον ζυγόν των Ρωμαίων, ζυγόν αισχρότερον από τον πρώτον, αλλ' όχι ακόμη τόσον ελεεινόν· διότι οι τότε Ρωμαίοι ήσαν έθνος γενναίον, και αντί του να βαρύνωσι τον ζυγόν εις των Ελλήνων τους αυχένας, τους ετίμησαν ως σοφωτέρους των, αντί δούλων τους κατέστησαν διδασκάλους των, και λαβόντες επιστήμας και τέχνας παρ' αυτών ηξιώθησαν να ονομασθώσι και αυτοί το δεύτερον σοφόν έθνος της οικουμένης μετά τους Έλληνας.

Αλλ' έπταισαν τέλος πάντων και οι Ρωμαίοι, πταίσμα τόσον βαρύτερον του ελληνικού πταίσματος, όσον έπρεπε να ήναι προσεκτικώτεροι, έχοντες προ οφθαλμών της ελληνικής δυστυχίας το παράδειγμα. Εδιχονόησαν και αυτοί μη συλλογισθέντες όσα κακά είχε προξενήσει εις τους Έλληνας η διχόνοια· και χάσαντες την αυτονομίαν, έγιναν σύνδουλοι των Ελλήνων, και εκυβερνώντο εντάμα από την αυτοδέσποτον θέλησιν των Καισάρων της Ρώμης. Ο ζυγός ούτος ήτον βέβαια αισχρότερος εις τους Έλληνας, αλλ' είχε μ' όλον τούτο κάν ποιαν παρηγορίαν· διότι και τα φώτα της Ελλάδος δεν είχον ακόμη παντάπασιν αποσβεσθή, και εσώζετο και εις αυτούς ακόμη τους δεσπότας κάν ποια αιδώς, ήτις τους ηνάγκαζε να μετριάζωσι τον ζυγόν. Αλλ' οι δεσπόται της Ρώμης επολλαπλασιάζοντο καθ' ημέραν, όχι πλέον εκλεγόμενοι από την θέλησιν των πολιτών, ή διαδεχόμενοι την ηγεμονίαν παις παρά πατρός, αλλ' αναγορευόμενοι από την θορυβώδη των στρατευμάτων επανάστασιν. Αυτοί μετακομίσαντες έπειτα τον αυτοκρατορικόν θρόνον εις το Βυζάντιον, έδωκαν και εις εσάς, ω τέκνα μου, τους Γραικούς, των παλαιών Ελλήνων τους απογόνους, το όνομα των Ρωμαίων, όνομα το οποίον μήτε εις αυτούς πλέον δεν ήρμοζεν, επειδή τα στρατεύματα, αντί γνησίων Ρωμαίων ανεβίβαζον πολλάκις εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον Θράκας, Βουλγάρους, Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Αρμενίους, και άλλους τοιούτους τρισβαρβάρους δεσπότας· των οποίων ο ζυγός έγινε τόσον βαρύτερος, όσον και τα φώτα της Ελλάδος ηφανίζοντο έν μετά το άλλο, και οι ταλαίπωροι Έλληνες έχασαν έως και το προγονικόν αυτών όνομα, αντί Γραικών ονομασθέντες Ρωμαίοι: και μ' όλον τούτο ο ζυγός ούτος ο τόσον βαρύς ήτον ακόμην υποφερτός, διότι οι βαστάζοντες αυτόν άθλιοι Γραικοί είχον καν την άδειαν να θρηνώσι τας συμφοράς των, ήτον εις αυτούς συγχωρημένον να πλησιάζωσι καν τους τυράννους των, και να ζητώσιν εκδίκησιν παρ' αυτών δι' όσα έπασχον από των τυράννων τους υπηρέτας. Ήσαν βέβαια σκληροί του καιρού εκείνου οι τύραννοι, αλλ' όντες ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών, υπεκρίνοντο κάν ποιαν συνείδησιν, κάν τινα θεού φόβον. Και αν η καρδία των έγεμεν από φαρμάκιον, εις τα χείλη ηναγκάζοντο να κρατώσι το μέλι. Δια ταύτας λοιπόν τας αιτίας, τέκνα μου ηγαπημένα, ονομάζω και τον ζυγόν των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων υποφερτόν, παραβαλλόμενον με την σημερινήν παναθλίαν κατάστασιν των Γραικών, την οποίαν να περιγράψω μήτε φωνή πλέον μ' έμεινε μήτε δύναμις.

Ουαί, ουαί! τέκνα μου αγαπητά, δυστυχείς απόγονοι των Ελλήνων. Εσυντρίφθη, τέλος πάντων, και ο Ρωμαϊκός ζυγός, και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες εκρημνίσθησαν από του Βυζαντίου τον θρόνον. Αλλά τους εκρήμνισαν τίνες; Τύραννοι ασυγκρίτως και βαρβαρότεροι και σκληρότεροι απ' εκείνους: και οι ταλαίπωροι Γραικοί, αντί του να αναψύξωσιν, έκλιναν ελεεινώς τον αυχένα υποκάτω εις ζυγόν τόσον βαρύν, τόσον απάνθρωπον, ώστε να ποθήσουν τον ρωμαϊκόν ζυγόν. Έθνος τρισβάρβαρον, έθνος μιαρόν, έθνος διαφόρου γλώσσης και διαφόρου θρησκείας, εις ολίγα λόγια, έθνος τούρκικον, έπεσε, τέκνα μου, επάνω εις εμέ την δυστυχεστάτην μητέρα σας, την Ελλάδα, ως ένας σφοδρός ανεμοστρόβιλος, και κατέσβεσε τα μικρά και ασθενή φώτα, όσα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων η τυραννία δεν είχεν ακόμη δυνηθή να σβέση· εσκόρπισε τα ολίγα εκείνα μου τέκνα, τους αδελφούς σας, όσοι ολίγον σοφώτεροι παρά τους άλλους κατέφυγον άλλος αλλαχού, φέροντες μεθ' εαυτών της προγονικής αυτών σοφίας τα λείψανα. Έπεσεν επάνω μου το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων, ως άγριος λύκος· και ίδετε, τέκνα μου, εις ποίον ελεεινόν τρόπον με κατεσπάραξε, πώς κατέσχισε τα λαμπρά μου φορέματα, πώς αιμάτωσε και κατεπλήγωσε τας τρυφεράς μου σάρκας. Ίδετε πώς εξήρανε τους μαστούς μου, ώστε μήτε σταλαγμός γάλακτος δεν έμεινε πλέον εις αυτούς δια να σας θρέψω. Ίδετε πώς από τους παντοτινούς στεναγμούς και τα καθημερινά δάκρυα εβραγχίασε και αυτός μου ο λάρυγξ, ώστε δεν έμεινε πλέον εις εμέ μήτε φωνή δια να σας παρηγορήσω.

Ερωτώ σας λοιπόν την σήμερον, τέκνα μου αγαπητά, η δυστυχεστάτη σας μήτηρ, υποφέρετε να αφήσετε τόσα κακά ανεκδίκητα; Υποφέρετε να ακούετε τους στεναγμούς, να θεωρείτε τα δάκρυά μου, να με βλέπετε σπαραττομένην, και δεν φοβείσθε μήπως η τυραννία μού αφαιρέση τέλος πάντων και την ζωήν; Μέχρι της σήμερον, τέκνα μου, δεν σας ενώχλησα με τα παραπονέματά μου, διότι η τυραννία δεν σας αφήκε κανένα τρόπον του να εκδικήσετε την μητέρα σας. Αλλά τώρα, ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχει. Έν έθνος μέγα, λαμπρόν, γενναίον και φωτισμένον, οι ενδοξότατοι και εις όλην την οικουμένην περιβόητοι Γάλλοι, ευτυχείς ζηλωταί της ανδρείας και της σοφίας των προγόνων σας, με στρατεύματα συνθεμένα, καθώς εκείνα του Μαραθώνος, των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνος, από Ήρωας, αφ' ού έδειξαν εις όλην την Ευρώπην τι δύναται να κάμη της ελευθερίας ο έρως οδηγούμενος από την σοφίαν, ήλθον και εις του τυράννου της Ελλάδος την επικράτειαν, και του απέσπασαν από τας αιμοβόρους χείρας την Αίγυπτον. Έπεσαν επάνω εις ταύτην την μακαρίαν γην, την οποίαν εφώτισαν εις των Πτολεμαίων τον καιρόν οι πρόγονοί σας, και εσκότισαν πάλιν οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι, έπεσαν λέγω επάνω εις την γην της Αιγύπτου, όχι ως Τούρκοι, όχι ως κεραυνός εξολοθρεύων, αλλ' ως δρόσος απ' ουρανού, φέροντες εις τους Αιγυπτίους τα φώτα και την ελευθερίαν. Η Αίγυπτος, όταν φωτισθή, θέλει βέβαια εκδικήσει και τα ιδικά μου αίματα. M' όλον τούτο, εις τας χείρας σας είναι, τέκνα μου, να επιταχύνετε την εκδίκησιν ταύτην· εις τας χείρας σας είναι να ιατρεύσετε το γρηγορώτερον τας πληγάς μου, να με εκδύσετε χωρίς αργοπορίαν από τα σχισμένα τούτα και μεμολυσμένα ράκια, και να με στολίσετε πάλιν με την αρχαίαν μου δόξαν. Τι λέγετε; κινούσιν εις έλεον τας ακοάς σας οι στεναγμοί και τα δάκρυα της ελεεινής μητρός σας, τους οφθαλμούς σας, αι πληγαί και τα αίματα εις τα οποία με εβάπτισεν η τουρκική απανθρωπία; ή δεν έμεινε πλέον εις τας καρδίας σας ουδέ παραμικρός σπινθήρ αγάπης προς εμέ την αθλίαν μητέρα σας;»

Και ταύτα μεν λέγει προς ημάς όλους τους Γραικούς κλαίουσα και οδυρομένη η κοινή των Γραικών μήτηρ και πατρίς, η δυστυχής Ελλάς. Αλλ' ημείς τι έχομεν να αποκριθώμεν προς αυτήν; Θέλομεν άρα φράξει τας ακοάς εις τους στεναγμούς της, και σφαλίσει τους οφθαλμούς δια να μη βλέπωμεν τας αιματωμένας αυτής πληγάς; Μη γένοιτο! φίλοι και συμπατριώται. Όστις εξ ημών έχει τοιαύτην άσπλαγχνον ψυχήν, εκείνος απόγονος των παλαιών Ελλήνων γνήσιος δεν είναι, μήτε πρέπει εις αυτόν το να ονομάζεται Γραικός. Εκείνος είναι άνανδρον και ευτελές ανδράποδον, άξιος να ραπίζεται και να ξυλοκοπήται ως άλογον κτήνος από τους σκληρούς Μουσουλμάνους. Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Έλληνες, τοιούτον επιτήδειον καιρόν μην αμελήσωμεν, αν δεν θέλωμεν να μείνωμεν αιωνίως δούλοι. Τίς εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαγχνίαν της διεστραμμένης των Οσμανλίδων γενεάς; Αυτοί έδραμον από την Σκυθίαν εις την Ελλάδα ως κλέπται και λησταί, και μας εγύμνωσαν από την προγονικήν ημών δόξαν. Αυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Ημείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουσι τα πρόβατα των ποιμνίων ημών· ημείς σπείρομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μήτε όσον αρκεί εις το να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών· ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούσι και όσον χρειάζεται δια να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Αυτοί μας εγγίζουσι καθ' ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούσι και εις αυτήν ημών την σεβάσμιον θρησκείαν. Τους ιερούς ημών ναούς μετέβαλον εις τζαμία, και μη αρκούμενοι εις το να μας στερούσι τα αναγκαία μέσα του να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουσιν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα, δια να τα κατηχώσιν εις την θρησκείαν του Μωάμεθ, ή να τα μεταχειρίζωνται ..... ω Γραικοί, και πώς να προφέρη το στόμα μου τοιαύτην των Γραικών καταισχύνην; δια να τα μεταχειρίζωνται εις τας ασελγείς και παρανόμους αυτών ηδονάς. Μας κρίνουσιν αδίκως, και μας στερούσι την ζωήν χωρίς έλεον ή κρίσιν. Εις τας κεφαλάς των δυστυχών Γραικών έπεσαν σήμερον όλαι αι φρικταί εκείναι κατάραι, με τας οποίας ο Θεός εφοβέριζε πάλαι τους Ιουδαίους. Παραβάλετε, φίλοι και αδελφοί, με την παρούσαν των Γραικών κατάστασιν όσα προς εκείνους έλεγεν ο Θεός δια του Μωυσέως: «Και λατρεύσεις τοις εχθροίς σου, ους εξαποστελεί κύριος επί σε εν δίψει και εν γυμνότητι, και εν εκλείψει πάντων. Και επιθήσει κλοιόν σιδηρούν επί τον τράχηλόν σου, έως αν εξολοθρεύση σε. Επάξει επί σε Κύριος έθνος μακρόθεν απ' εσχάτου της γης, ωσεί όρμημα αετού, έθνος, ού ουκ αν ακούση της φωνής αυτού, έθνος αναιδές προσώπω, όστις ου θαυμάσει πρόσωπον πρεσβύτου, και νέον ουκ ελεήσει. Και κατέδεται τα έκγονα των κτηνών σου, και τα γεννήματα της γης σου, ώστε μη καταλιπείν σοι σίτον, οίνον, έλαιον, τα βουκόλια των βοών σου, και τα ποίμνια των προβάτων σου, έως αν απολέση σε και εκτρίψη σε εν ταις πόλεσί σου*». Εξ αιτίας των Τούρκων η κοινή πατρίς ημών, η πατρίς των τεχνών και των επιστημών, η πατρίς των φιλοσόφων και των ηρώων, έγινε σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ' αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Οσμανλίδων. Δια τους Τούρκους ονειδιζόμεθα και καταφρονούμεθα από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι χωρίς τα φώτα της Ελλάδος ήθελον ίσως ακόμη κοιμάσθαι εις τον σκότον της προγονικής αυτών βαρβαρότητος. Τοιαύτα και τοσαύτα, φίλοι και αδελφοί, επάθομεν από το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων.

Αλλ' είναι ασυγκρίτως δεινότερα όσα κινδυνεύομεν έτι να πάθωμεν απ' αυτούς. Οι Τούρκοι σήμερον είναι πληροφορημένοι ότι αισθανόμεθα πλέον παρά ποτέ του τυραννικού αυτών ζυγού το βάρος. Εξεύρουσι καλώτατα ότι τους μισούμεν και απ' αυτόν τον θάνατον περισσότερον. Τους εδίδαξεν η πείρα, ότι οι εχθροί των είναι φίλοι, και οι φίλοι των εχθροί ημέτεροι. Ανοίξατε τους οφθαλμούς, Γραικοί, και κατανοήσατε εις ποίον φοβερώτατον κίνδυνον ευρίσκεται το ταλαίπωρον ημών γένος. Ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν, οπόταν ένας αιμοβόρος Σουλτάνος, δια να ελευθερωθή από πάσαν υποψίαν, θέλει, ως άλλος Ηρώδης, αποφασίσει την φονοκτονίαν όλων ομού των Γραικών. Το άσπλαγχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλίεται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται δια να σβέσουν την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών.

Δια τους οικτιρμούς του Θεού, Γραικοί, μην αφήσωμεν να μας φύγη από τας χείρας ο αρμόδιος ούτος καιρός, τον οποίον προσφέρει εις των Γραικών το γένος, η άλωσις της Αιγύπτου. Όσοι ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων, οι οποίοι, δια το να εμιμήθησαν τους προγόνους ημών, έφθασαν εις της δόξης τον ανώτατον βαθμόν. Όσοι είσθε την ηλικίαν νεώτεροι, προθυμήθητε να μάθετε από τους σοφούς Γάλλους την Τακτικήν, ήγουν την επιστήμην του πολέμου, επιστήμην η οποία πολλαπλασιάζει την φυσικήν δύναμιν, αυξάνει το θάρσος και την ανδρείαν, επιστήμην, εις ολίγα λόγια, αναγκαιοτάτην εις εκείνους, όσοι θέλουσι να ζώσιν ελεύθεροι. Ευταξία, ομόνοια, σύμπνοια μετ' αλλήλων, ζήλος ελευθερίας θερμότατος, υποταγή εις τους νόμους, αγάπη θερμή και φιλία άδολος προς τους Γάλλους, ειρήνη μετά των κατοίκων της Αιγύπτου, τους οποίους, επειδή υπετάχθησαν και αυτοί εις τους νόμους, εκδυθέντες την τουρκικήν αγριότητα, ως Τούρκους πλέον να στοχάζεσθε δεν είναι δίκαιον: ταύτα χρειάζονται, φίλοι και αδελφοί, δια να αυξήση η δύναμις και το κράτος σας, δια να βρέξη επάνω εις τα όπλα σας όλας τας ευλογίας του ουρανού ο θεός των δυνάμεων, και να σας καταστήση ήρωας ανικήτους, καθώς ήσαν οι πρόγονοί σας εν όσω εκυβερνώντο από νόμους καλούς, εν όσω ήσαν στολισμένοι με ήθη χρηστά.

Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις την Αίγυπτον, δια να αυξήσετε τον αριθμόν των αδελφών σας. Υπηρετήσατε τους Γάλλους με προθυμίαν, προσφέρετε εις αυτούς τα προς ζωήν αναγκαία. Βοηθήσατε με τα καράβια, με τας χείρας, με τας καρδίας, και με την ζωήν σας αυτήν, αν η χρεία το καλέση, τους φίλους του Ελληνικού γένους, εις την παντελή της Αιγύπτου κατάσχεσιν, της οποίας η ελευθερία είναι της Ελλάδος όλης κοινή σωτηρία. Εις την Αίγυπτον, αφ' ού ημαυρώθη των Αθηνών η δόξα, κατέφυγον αι τέχναι και επιστήμαι, και ανέζησαν πάλιν το δεύτερον οι Γραικοί, συστήσαντες ακαδημίας, συναθροίσαντες βιβλιοθήκας θαυμαστάς, τας οποίας έπειτα κατέκαυσαν οι εχθροί του Ελληνικού γένους, οι σημερινοί τύραννοι της Ελλάδος· Από την Αίγυπτον και πάλιν ας αναφθώσι τα φώτα, τα οποία έχουσι να φωτίσουν και τρίτον τους Γραικούς. Το δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας, κληρονόμου της δόξης και της αρετής των αειμνήστων αυτού προπατόρων. Οι Ηπειρώται ενθυμήθητε τα κατορθώματα των προγόνων σας. Εσείς και παλαιά εφάνητε ανδρείοι, και σήμερον ακόμην εδείξατε με τας κατά των αγρίων Πασάδων νίκας, ότι δεν εχάσατε την προγονικήν σας μεγαλοψυχίαν. Οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες ενθυμήθητε ότι οι πρόγονοί σας κατετρόπωσαν τον Δαρείον, όστις ήτον ασυγκρίτως φοβερώτερος βασιλεύς από τον σημερινόν άνανδρον και γυναικώδη τύραννον της Ελλάδος. Οι Πελοποννήσιοι και οι λοιποί Έλληνες μη λησμονήσετε τα τρόπαια, όσα κατά των βαρβάρων ανέστησαν οι προπάτορές σας· και σεις ανεξαιρέτως οι Μαϊνώται συλλογίσθητε ότι είσθε αίμα Σπαρτιατών· Όλοι ομού, όσοι με το λαμπρόν όνομα των Γραικών δοξάζεσθε, βάλετε καλά εις τον νου σας ότι αφ' όσας δυστυχίας δύναται να πάθη ο άνθρωπος η πλέον απαρηγόρητος είναι η δουλεία· ότι ο δούλος μήτ' αρετήν, μήτε τιμήν ουδεμίαν δύναται να αποκτήση· ότι σιμά εις τάλλα κακά όσα καθ' εκάστην πάσχει από τον τύραννον, υποφέρει ακόμη και την καταφρόνησιν όλων των άλλων εθνών, την φοβεράν καταισχύνην του να λογίζεται κτήνος άλογον, και όχι άνθρωπος. Φίλοι και αδελφοί, μη φοβήθητε παντάπασι τους Τούρκους. Αυτοί δεν είναι πλέον ό,τι ήσαν προ τριακοσίων χρόνων. Αυτοί εξεύρουν να φονεύωσιν εις τας πόλεις, εις τας αγοράς, ανθρώπους ειρηνικούς και αόπλους· αλλ' εις την στρατιάν, κατά πρόσωπον του εχθρού, γίνονται και απ' αυτάς τας γυναίκας ανανδρότεροι, καθώς η πείρα σάς επληροφόρησε περί τούτου, καθώς πολλάκις τους ίδετε φεύγοντας ως λαγωούς από προσώπου των Γραικών.

Πολεμήσατε λοιπόν, ω μεγαλόψυχα και γενναία τέκνα των Παλαιών Ελλήνων, όλοι ομού ενωμένοι τους βαρβάρους της Ελλάδος τυράννους. Ο κόπος είναι μικρός παραβαλλόμενος με την δόξαν, η οποία θέλει σάς εξισώσει με τους Ήρωας του Μαραθώνος, της Σαλαμίνος, των Πλαταιών, των Θερμοπυλών, τους ακαταμαχήτους προγόνους σας. Αλλά τι λέγω θ έ λ ε ι σ ά ς ε ξ ι σ ώ σ ε ι ; Των Τούρκων ο διωγμός από την Ελλάδα θέλει σάς καταστήσει ενδοξοτέρους και απ' αυτούς τους Μιλτιάδας, τους Θεμιστοκλέας, τους Λεωνίδας· επειδή ευκολώτερον είναι να εμποδίση τις την αρχήν τον εχθρόν να εισέλθη εις την κατοικίαν του, παρά το να τον διώξη αφ' ού χρόνους πολλούς ριζωθή εις αυτήν.

Πολεμήσατε, φίλοι και αδελφοί, τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους· όχι όμως ως Τούρκους, όχι ως φονείς, αλλ' ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. Χύσατε χωρίς έλεον το αίμα των εχθρών, όσους εύρετε εξωπλισμένους κατά της ελευθερίας, και ετοίμους να σας στερήσωσι την ζωήν. Ας αποθάνη όστις τυραννικώς σφίγγει των Γραικών τας αλύσεις, και τους εμποδίζει να ρήξωσι τα δεσμά των. Αλλά σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, ή ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας, καθώς οι Γραικοί, καθώς και αυτοί της Αιγύπτου οι Τούρκοι. Ας ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ' ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής μάς εξώπλισε τας χείρας. Ας μάθωσιν οι απάνθρωποι Τούρκοι από την ημετέραν φιλανθρωπίαν, ότι δια να παύσωμεν τας καθημερινάς αδικίας, την καθημερινήν έκχυσιν του Ελληνικού αίματος, αναγκαζόμεθα προς καιρόν να χύσωμεν ολίγον τουρκικόν αίμα.

Ναι, φίλοι και συμπατριώται, ολίγον αίμα τουρκικόν θέλει ρεύσει, διότι ολίγοι Τούρκοι θέλουσι τολμήσει να αντισταθούν εις των Γραικών την ευψυχίαν. Αυτοί, όχι μόνον έχασαν την παλαιάν αυτών ανδρείαν, αλλ' έχουσιν ακόμη νεαρά προ οφθαλμών τα παραδείγματα τοσούτων Ηγεμονιών της Ευρώπης, τας οποίας η ευμετάβολος τύχη ή παντελώς ανέτρεψεν, ή σφοδρώς εκλόνησεν. Αυτός ο κοινός των Τούρκων λαός, βεβαρυμένοι από τον ανυπόφορον της δουλείας ζυγόν, ολίγον θέλουσι φροντίσει δια τον κρημνισμόν του τυράννου. Τέλος πάντων και αυτοί της ανατολικής και δυτικής Τουρκίας σατράπαι, οι οποίοι και τώρα άρχησαν να καταφρονώσι τας προσταγάς του Σουλτάνου, θέλουν επιταχύνει την πτώσιν του. Όλα ταύτα συντρέχουσι με την ευψυχίαν των Γραικών εις το να καταπλήξωσι τον άνανδρον τύραννον της Ελλάδος, ο οποίος αδίκως κατέχει ξένον θρόνον, περικυκλωμένος, ως άλλος Σαρδανάπαλος, από γυναίκας και ευνούχους, ο οποίος εξησθενημένος και την ψυχήν και το σώμα, από των ηδονών την κατάχρησιν, δεν τολμά μήτε την θύραν του παλατίου του να εξέλθη, δια να δείξη καν εικόνα στρατηγού κατά των εχθρών του. Ο καιρός, φίλοι και συμπατριώται, της καταστροφής του τυράννου είναι τόσον αρμόδιος, ώστε θέλει πληρωθή εις ημάς το προφητικόν λόγιον, ε ί ς δ ι ώ ξ ε τ α ι χ ι λ ί ο υ ς.

Επικαλεσάμενοι λοιπόν την εξ ουρανού βοήθειαν, και ασπασάμενοι είς τον άλλον με τα δάκρυα της ελπίδος και της χαράς, οι νέοι με τα όπλα, οι γέροντες με τας ευχάς και τας παραινέσεις, οι ιερείς με τας ευλογίας και τας προς θεόν δεήσεις, όλοι ομού ενωμένοι, γενναίοι του ελληνικού ονόματος κληρονόμοι, πολεμήσατε γενναίως περί πίστεως, περί πατρίδος, περί γυναικών, περί τέκνων, περί πάσης της παρούσης και της επερχομένης γενεάς των Γραικών, τον τρισβάρβαρον, τον άσπλαγχνον τύραννον της Ελλάδος, αν θέλετε να φανήτε άξιοι των παλαιών Ελλήνων απόγονοι, αν θέλετε να αφήσετε, ως εκείνοι, το όνομά σας αείμνηστον εις τους αιώνας των αιώνων. Γένοιτο!


Ατρόμητος
ο εκ Μαραθώνος



* Δευτερονομ. Κεφ. KH, στίχ.48-52.