Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ω

Από Βικιθήκη
Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)
Συγγραφέας:
Ραψωδία Ω



Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια
σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νοιάζουνται να φάνε
κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν. Μα θρήναε ο Αχιλλέας
κι' είχε στο νου τ' αγαπητό συντρόφι, μηδ' ο ύπνος,
τού κόσμου ο καταπονετής, τον έπιανε, μόν᾽ πάντα    5
πότε από δω πότε από κει παράδερνε γυρνώντας,
και τού Πατρόκλου ανάδευε τη λεβεντιά τη νιότη,
κι' όλα όσα τράβηξαν μαζί —τί κόπους πόσα πάθια—
με τ' άγριο κύμμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους.
Αυτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μαύρα δάκρυα,
ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλευρό γυρμένος    10
ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε
άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός. Μα ευτύς το χαραμέρι
μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους,
κι' έζευε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω
τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε.    15
Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου
τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μεσ᾽ στην καλύβα πάλι
και προύμτα, τον νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες.    18
Σαν έτσι πάντα σπάραζε τον Έχτορα από πάθος.    22
Μα τέλος πια η δωδέκατη σαν ήρθε χρυσαυγούλα,    31
τότ' είπε μέσα στους θεούς τού Δία ο γυιός ο Φοίβος
« Χάρη δεν ξέρετε ή πόνεση, θεοί! Τί, δε σας είχε
» ποτές του κάψει ο Έχτορας βοϊδοτραγήσα μπούτια;
» Μα δε σας πήγε έτσι η καρδιά νεκρό καν ναν τον σώστε,    35
» που ναν τον δει η γυναίκα του κι η μάννα κι' ο πατέρας
» και το παιδί του κι' ο λαός, που γλήγορα στρωμένο
» πας στη φωτιά του νεκρικά θάν τού᾽ριχναν στολίδια.
» Μόνε τον έρμο τού Πηλιά γυιό θέτε να βοηθάτε,
» που δίκιο μεσ᾽ στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του    40
» λυγάει μιά στάλα, μόν᾽ λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι,
» που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του
» και πάει αθρώπων ζωντανά νά βρει και νά χορτάσει·
» έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει.    44
» Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο    46
» θάχασε —ή γυιό του, ή αδερφό από μιας μάννας μήτρα—
» μα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελειώνει· γιατί οι Μοίρες
» τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.
» Μα αυτός τον Έχτορα, αφού πριν τού θέρισε τα νιάτα,    50
» δετό απ' αμάξι τον τραβάει στού βλάμη του τον τάφο
» γύρω τριγύρω· μα άπρεπα το κάνει, δίχως σκέψη...
» Μην πια θυμώσουμε κι' εμείς, κι άς είναι θεοπαίδι,
» τι νά μ' αυτό το πάθος του σε Γη κουφή αμαρταίνει.»
Θύμωσε τότες κι' απαντάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα    55
« Θάταν κι' αυτό απ' τα λόγια σου που συνηθάς, καλέ μου,
» αν δα Αχιλλέα κι' Έχτορα τιμήστε έτσι ίσα κι' ίσα.
» Μά 'ταν θνητός ο Έχτορας, βυζί γυναίκας πήρε,
» μα ο Αχιλλέας θέαινας παιδί, που εγώ που βλέπεις
» με χάδια την ανάθρεψα και στον Πηλιά γυναίκα    60
» την έδωκα, άντρα απ' τους θεούς περίσσα αγαπημένο.
» Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα,
» κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέση.»
Τότες -γυρίζει κι' απαντάει τού Κρόνου ο γυιός ο Δίας
« Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις    65
» Όχι, ίσα δεν θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία
» έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.
» Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μού ξεχνούσε δώρα·
» αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου,
» σταλιές και τσίκνα· αυτό πρεσβιό κι' εμάς μάς έχει λάχει,    70
» Μα ποιός θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μάς κράξει,    74
» κι' εγώ σωστό 'ναι θάν τής πω νά λάβει ο Αχιλλέας    75
» την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και τον νεκρό ν' αφίσει.»
Είπε, κι' η γλήγορη Ίριδα κινάει ναν το μηνύσει,
κι' εκεί στη Σάμο ανάμεσα και πετροβράχα Νίμπρο
πηδάει μεσ᾽ στο μαβύ γιαλό —και βούηξε το κύμμα —
κι' ορμάει στα βαθειά σα βαρύ μολύβι, που χωμένο    80
μεσ᾽ σε μιά σκλήθρα κέρατο λιβαδοπλάνου τάβρου
πηγαίνει ψάρια λαίμαργα στον πάτο να ρημάξει.
Κι' ηύρε μες στη βαθειά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω
κάθουνταν τού γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες·
κι' έκλαιγε αυτή στη μέση τους τού γυιού της τ' αντριωμένου    85
τη μοίρα, πού᾽τανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα
ναν τής χαθεί στα λιγδερά της Τροιάς τα φαρδοκάμπια.
Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και τής κάνει
« Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας.»
Κι' η αργυρόποδη θεά τής απαντάει, η Θέτη
« Και τί με θέλει, αυτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω    90
» θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα.
» Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δεν θάν τον πει του κάκου.»
Έτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μιά της μπόλλια
μαύρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.
Και ξεκινάει να πάει, κι' ομπρός η Ίριδα οδηγούσε,    95
γοργή θεά ανεμόποδη· και δίπλα, να περάσουν.
το λάλο παραμέριζε κι' αφροντυμένο κύμμα.
Και στην ξηρά άμα ανέβηκαν, πετούν ως τα ουράνια.
Εκεί ήβραν το βροντόφωνο τού Κρόνου γυιὀ —και κύκλω
κάθουνταν μαζευτοί οι θεοί, μακαρισμένοι αιώνιοι —
και δίπλα του έκατσε, τι εφτύς τραβήχτηκε η Παλλάδα.    100
Στο χέρι εκεί χρυσόμορφο καυκί τής βάζει η Ήρα
με καλώς ήρθες· κι' ήπιε αυτή και τής το δίνει πίσω.
Άρχισε τότε πρώτα ο γυιός ναν τους μιλάει τού Κρόνου
« Ήρθες, θεά, στον Όλυμπο, κι άς έχεις τόση λύπη
» π' αξέχαστος σού καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω...    105
» μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σού᾽στειλα λόγο νάρθεις.
» Μέρες εννιά οι αθάνατοι θεοί λογομαχούνε
» για τον νεκρό τον Έχτορα και τον γοργό Αχιλλέα,
» και θέν᾽ το λείψανο ο Ερμής να κλέψει· εγώ όμως όχι !
» τέτοια να πάθει συφορά δεν θέλω ο Αχιλλέας.    110
» τι την αγάπη δεν ξεχνάω, που σούχω και το σέβας.
» Μα ευτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αυτό τού γυιού σου·
» πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους
» τού τό᾽χω αυτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα
» βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω,    115
» μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.
» Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια
» να πάει, το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει
» με δώρα που τα σωθικά να γειάνουν τ' Αχιλλέα.»
Έτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λευκοπόδα,    120
κι' οχ τού Ολύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας,
και στην καλύβα απέ έφτασε τού γυιού της. Και τον ηύρε
πικρά που θρήναε, κι' οι πιστοί τριγύρω του συντρόφοι
είχαν δουλειές κι' ετοίμαζαν να φάνε χέρι χέρι·
κι' είχανε κριάρι μαλλιαρό σφαγμένο εκεί στην άκρη.    125
Και πήγε κάθησε κοντά κοντά η καλή του η μάννα,
που τρυφερά τον χάιδεψε και τούπε αγαπημένα
« Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμούς και κλάμμα
» θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν' αγγίζεις
» μήτε γυναίκα ; Μα καλό και σ' αγκαλιά γυναίκας    130
» να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, που τώρα
» σού στέκει δίπλα ο θάνατος κι' η άπονή σου η μοίρα.
» Μα γλήγορα άκου με· έρχουμαι με μήνυμα απ' τον Δία,
» που λέει, χολιάσανε οι θεοί, κι' αυτός πιο πρώτα απ' όλους
» σού τό᾽χει αυτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα    135
» βαστάς τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνεις πίσω.
» Μόν᾽ άσε πια, και τού νεκρού την ξαγορά έλα, δέξου.»
Και τότε ο φτερογλήγορος τής απαντά Αχιλλέας
« Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και τον νεκρό τους δίνω,
» αν τέτοιος είναι —αφού το λες— ο ορισμός του Δία.»    140
Σαν έτσι οι δυο τους τότε εκεί στα πλοία, γυιός και μάννα·
λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.
Κι' ο Δίας λέει τής Ίριδας να τρέξει προς το κάστρο
« Καιρό μην χάνεις, Ίριδα γοργή, μόν᾽ τα λημέρια
» τα θεϊκά τώρα άφησ' τα, και πήγαινε ως την Τροία
» να πεις τού γέρου βασιλιά πως στο καραβοστάσι    145
» να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει
» με δώρα, που τα σωθικά να γειάνουν τ' Αχιλλέα,
» μόνος, μηδ' άλλος τους κανείς μαζί του να μην σύρει.
» Μόν κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει
» τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο    150
» πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλλέα.
» Και πες, μην βάλει θάνατο στο νού του ή κάνα φόβο·
» τέτοιο οδηγό του — τον Ερμή — θα στείλουμε μαζί του,
» που θάν τον πάει ως που ίσα ᾽κει να φτάσουν στ' Αχιλλέα.
» Μα αφού τον πάει και στ' αρχηγού τον μπάσει την καλύβα,    155
» έννοια του, δεν τον σφάζει πια μηδ' άλλους δεν θ' αφήσει·
» τυφλός δεν είναι ή άμυαλος μήτ' άσεβος, ν' αγγίξει
» άντρα που χάρη τού ζητάει γονατιστός μπροστά του.»
Είπε, κι' η Ίριδα η θεά κινά, η γοργή μηνύτρα.
Και στού Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμμα.    160
Γύρω στον γέρο στην αυλή οι γυιοί του καθισμένοι
πικρά με δάκρυα μούσκευαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος
στη μέση κάθουνταν, βαθειά χωμένος μεσ᾽ στην κάπα,
κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο
που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν.    165
Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν
απ' τών αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες
στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.
Και στέκει η Ίριδα σιμά στον γέρο, και τον κράζει
σιγά λαλώντας, κι' έπιασε τον γέρο ως μέσα ο τρόμος    170
« Γυιἐ τού Δαρδάνου, έλα καρδιά, μην βάνει ο νούς σου φόβο.
» Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σού πλακώνουν,
» μόν᾽ ήρθα με καλούς σκοπούς. Τού Κρόνου ο γυιός με στέλνει,
» που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.
» Πήγαινε — ο Δίας σού μηνάει — τον Έχτορα να πάρεις    175
» με δώρα, που τα σωθικά να γειάνουν τ' Αχιλλέα,
» μόνος, μηδ' άλλος σας κανείς μαζί σου να μην σύρει.
» Μόν κάναν κράχτη γέροντα πάρε, που να τραβήξει
» τις μούλες με τ' ωριότροχο τ' αμάξι, και στο κάστρο
» πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλλέα.    180
» Και λέει, μην βάλεις θάνατο στον νού σου ή άλλον φόβο·
» τέτοιο οδηγό σου —τον Έρμη— θα στείλουμε μαζί σου,
» που θα σε πάει ως που ίσα ᾽κει να φτάστε στ' Αχιλλέα.
» Μα αφού σε πάει και στ' αρχηγού σε μπάσει την καλύβα,
» έννοια σου, δεν σε σφάζει πια μηδ' άλλους δεν θ' αφήσει·    185
» τυφλός δεν είναι ή άμυαλος μηδ' άσεβος ν' αγγίξει
» άντρα, που χάρη τού ζητάει γονατιστός μπροστά του.»
Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φεύγει πίσω.
Κι' αυτός τους γυιούς του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια
με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν τού δέσουν.    190
Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη,
πλατειά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.
Κι' έκραξε αυτού τη σεβαστή γηριά του και τής είπε.
« Γυναίκα, εδώ 'ρθε τού Διός μηνύτρα οχ τα ουράνια,
» και μού᾽πε πως στα γλήγορα τών Αχαιών καράβια
» να πάω το λατρευτό μας γυιό να ξαγοράσω ο ίδιος    195
» με δώρα, που τα σωθικά να γειάνουν τ' Αχιλλέα.
» Μα πες κι' εσύ το τί θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου;
» Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μου λαχταράει να σύρω
» πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο.»
Είπε, και λύθηκε η γηριά στα κλάματα και τού᾽πε    200
« Ωχού, κι' η γνώση σου μαθές τί γένηκε, που ως τώρα
» στα ξένα και στην Τροία εδώ σε διαλαλούσαν όλοι ;
» Πώς θες να σύρεις στών οχτρών ως τα καράβια μόνος,
» και ν' αγνατέψεις το θεριό που τόσους κι' αντρειωμένους
» σού᾽σφαξε γυιούς σου; Σίδερο μαθέ η καρδιά σου θά᾽ναι.    205
» Τι ᾽α θε σε πιάσει και σε δει μπροστά του αυτός ο σκύλος,
» ο σαρκοφάγος κι' άπιστος, σπλαχνιά δεν θα σού δείξει,
» δεν θα ντραπεί τα χρόνια σου. Μόν᾽ τώρα ας κλαίμε αλάργα,
» κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αυτός, ότι η σκληρή του η μοίρα
» στο γεννημό του τού᾽κλωσε σαν τον γεννούσα η μαύρη,    210
» σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα ανθρώπου...
» π' ας είταν άχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν τού μπήξω,
» ναν τού τη φάω ! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα.»    213
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε    217
« Μη μ' αμποδίζεις που ποθώ να πάω, τι δε θ' αλλάξω,
» και μην μού γίνεσαι κι' εσύ κακό σημάδι σπίτι.
» Τι αν άλλος μού τ' αρμήνευε —πες αν θνητός— στον κόσμο,    220
» θες από σπλάχνα κρίνοντας θες όνειρα, τα πούμε
» ψευτιά 'ναι κι' ίσως σε κακό πως φόβος να τελειώσει.
» Μα τώρα αφού θεά άκουσα κι' ομπρός μου εγώ την είδα,
» θα σύρω... τό᾽πα, θα γενεί. Αν γράφτηκε εκεί κάτου
» να σκοτωθώ, ώρα μου καλή ! Ευτύς το λάζο ας πιάσει    225
» κι' ας με τελειώσει ο Αχιλλιάς, σαν πάρω το παιδί μου
» στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι.»
Είπε, και πήρε κι' άνοιγε τις σκαλιστές σκεπάστρες
των σεντουκιών, και δώδεκα βγάζει σκουτιά πανώρια,
μονές φλοκάτες δώδεκα, πεύκια άλλα τόσα βγάζει,    230
τόσα πουκάμισα κρουστά και τόσα πανωφόρια,
και δυο τριπόδια π' άστραφταν και τέσσερα λεβέτια·    233
βγάζει ποτήρι αμίμητο, π' όταν ταξείδι βγήκε
γνωστοί του τού το χάρισαν στη Θράκη, βιός μεγάλο·    235
μα ουδέ κι' αυτό δεν τ' άφησε, τι διάπυρα η καρδιά του
ένα ποθούσε, τον νεκρό να ξαγοράσει γυιό του.
Και βγήκε, κι' οχ το λιακωτό τότ' άρχισε να διώχνει
με τις βλαστήμιες τις βρισές όλους τους Τρώες όξω
« Όξω, ασυνείδητοι, άτιμοι! Μα τί, κι' εσάς δεν έχουν
» τα σπίτια κλάψες πού᾽ρθατε να με φροντίστε τάχα ;    240
» Για μ' αψηφάτε πια που νά ! με καταράστη ο Δίας
» κι' έχασα τέτοιο γυιό λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι,
» χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν...
» Μα εμένα πριν τα μάτια μου μού δουν αχ την πατρίδα
» να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθεια ! »    245
Έτσι είπε, και τους άρχισε ραβδιές, κι' οι Τρώες όξω
τραβούσαν, γιατί βιάζουνταν να ξεκινήσει ο γέρος.
Πήγε έπειτα και φώναξε με τις βρισές τους γυιούς του,
τον Πάρη και τον Έλενο, το θεϊκόνε Αγάθο,
τον Πάμμο, τον βροντόφωνο Πολίτη και τον Πόθο,    250
τον Δήφοβο κι' Αντίφονο, τον Διό τον ζηλεμένο.
Αυτούς φωνάζει τους εννιά και τους προστάζει ο γέρος
« Ομπρός, χαζοί, κακά παιδιά, σαλέψτε ! Π' άμποτε όλοι
» στα πλοία αντίς τον Έχτορα νάχατε πέσει αντάμα !
» Ω ο μαύρος ωχ ο σκοτεινός, που γυιούς τους πιο λεβέντες    255
» στην Τροία... μεσ᾽ σ' όλη... εγώ 'κανα, μα αυτοί νά, πήγαν όλοι,
» ο στηθομάχος Μήστορας, ο θαρρετός Τρωΐλος,
» ο Έχτορας, που λες θεός είταν ομπρός στους άντρες,
» γυιός που θνητού δεν έμοιαζε, μόνε θεού σαν θρέμμα·
» αυτούς τους πήρε ο πόλεμος, όμως τα μπαίγνια μένουν,    260
» λαμπροί για πήδους και χορούς, ξεφαντωτήδες, ψεύτες,
» αρνιών και τράγων κλέφτηδες απ' τους φτωχούς τού τόπου ...
» Λοιπόν τί κάθεστε; Έλα ομπρός ! ᾽τοιμάστε μου το κάρο
» και μέσα βάλτε του όλα αυτά για να τραβούμε δρόμο.»
Είπε κι' αυτοί μισόφοβοι απ' τις φωνές τού γέρου    265
βγάζουν το κάρο σηκωτό, μουλάρικο καινούργιο
στέριο όμορφο καλόροδο, και το κουτί τού δένουν.
Και κατεβάζουν το ζυγό κατόπι οχ το παλούκι —
ζυγό πυξένιο, με καρφί και διάκια βολεμένο —
κι' όξω μαζί μ' εφτάπηχο τον φέρνουν ζυγολούρι.    270
Απέ στυλώνουν τον ζυγό στ' ολόξυστο ατιμόνι
ομπρός ομπρός και τού περνούν στη μύτη την κρικέλλα.
Τότες τον δένουν στο καρφί τρεις γύρους, και κατόπι
δένουν αράδα το λουρί και του λυγούν την άκρη.
Τέλος την πλούσια ξαγορά σα φέρανε από μέσα    275
κι' απάνου εκεί την έβαλαν στο πλανισμένο αμάξι,
τού ζεύουν τα χοντρόνυχα βασταγερά μουλάρια,
πανώρια δώρα, απ' τους Μυσούς στον γέρο χαρισμένα.
Κι' άτια τού γέρου τούζεψαν, π' ανάθρεφε δικά του
ταΐζοντάς τα από παχνί καλόξυστο στον σταύλο.    280
Σαν έτσι οι δυό τους βόλευαν μες στην αυλή τ'αμάξια,
ο βασιλιάς κι' ο κράχτης του, με νου κι οι δυο και γνώση.
Εκεί τους σίμωσε η γρηά χαροκομμένη Εκάβη,
κι' είχε στο χέρι το δεξύ μεσ´ σε χρυσό ποτήρι
λίγο κρασί καρδόγλυκο να στάξουν πριν κινήσουν·    285
και στάθηκε στο κάρο ομπρός και τούπε αυτά τού γέρου
« Καλέ, νά ! Στάξε τού Διός, και νά᾽ρθεις περικάλα
» σπίτι σου πίσω οχ τους οχτρούς, αφού ποθά η καρδιά σου
» να σύρεις και καλά, χωρίς —σ' το λέω— εγώ να θέλω.
» Μα αφού θα πας, έλα το γυιό τού Κρόνου περικάλα    290
» π' όλη την Τροία εδώ θωράει οχ τις κορφές τής Ίδας,
» και ζήτα του όρνιο, μηνυτή γοργό —που πλήθια ο ίδιος
» αγάπη τού᾽χει και νικάει στη δύναμη καθ' άλλο—
» δεξύ, που με τα μάτια σου θωρώντας το να σύρεις
» στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι.    295
» Μα μηνυτή του, γέρο μου, αν δε σού στείλει ο Δίας,
» τότε πια εγώ, όσο κι' αν ποθάς, σού λέω και σε ξορκίζω,
» μην τύχει και στών Αχαιών ζυγώσεις τα καράβια.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε
« Γυναίκα, τέτοιο που ζητάς, δεν θα σού πω όχι· κάλλια    300
» στον Δία να σηκώσουμε τα χέρια, αν μάς πονέσει.»
Είπε, και την κελάρισσα προστάζει ναν τού χύσει
αγνό νερό στα χέρια του· κι' αύτή κοντά σιμώνει,
τάσι στα δυο τα χέρια της κρατώντας και λεγένι.
Και νίφτηκε, κι' απ' τη γηριά σαν πήρε το ποτήρι,    305
έτσι είπε και δεήθηκε τηρώντας τα ουράνια
« Δία ώ πατέρα, π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα,
» μεγάλε μυριοδόξαστε ! Η χάρη σου ας μού δώκει
» να με δεχτεί με συμπονιά κι' αγάπη ο Αχιλλέας.
» Και στείλε μου όρνιο, μηνυτή γοργό —που πλήθια ο ίδιος    310
» αγάπη τούχεις και νικάει στη δύναμη καθ' άλλο —
» δεξύ, που με τα μάτια μου θωρώντας το να σύρω
» στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι.»
Είπε, κι' ακούει τη δέηση ο βαθυγνώστης Δίας,
και νά ! Τού στέλνει ευτύς αητό, το τυχερότατο όρνιο,    315
νυχοσπαράχτη κυνηγό που τόνε λεν᾽ κι' αγιούπα.
Πόσο αψηλόσκεπου πυργιού εφτάφαρδή 'ναι η πόρτα
ανθρώπου πλούσιου, τεχνικά φτιασμένη με μαντάλους,
τόσο μεγάλες τ'άνοιγαν ζερβόδεξα οι φτερούγες.
Κι από ψηλά διαβαίνοντας το κάστρο γοργοπέτης
βουτάει δεξά τους· κι' όλοι εκεί τον είδαν μ' αναγάλλια    320
κι' εντός τους έγειανε η καρδιά στα πληγωμένα στήθια.
Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος
κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αυλοπόρτι.
Το κάρο ομπρός —τετράροδο— τραβούσαν τα μουλάρια
που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος    325
βαρούσε τ' άτια, και γοργά τούς φώναζε να τρέχουν
κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδεύανε όλοι
πικρά θρηνώντας, πού᾽λεγες πως σε σφαγή παγαίνει.
Και κάτου πιά σαν έφτασαν ως στην αρχή τού κάμπου,
τότες αυτοί —οι γαμπροί κι' οι γυιοί— γυρίζουν πόδα πίσω,    330
μέσα να παν. Κι' εκείνοι οι δυο δεν ξέφυγαν το μάτι
τού βροντολάλητου Διός σαν πρόβαλαν στον κάμπο,
μόν᾽ είδε και συμπόνεσε τον γέρο ο γυιός τού Κρόνου,
κι' αμέσως είπε στον Ερμή το γυιό του εκεί μπροστά του
« Ερμή, π' απ' όλους πιο πολύ σού᾽ναι χαρά σου εσένα    335
» χωριό να κάνεις με θνητούς και συνακούς σαν κράζουν,
» έλα να πας, κι' ως τα γοργά τον Πρίαμο καράβια
» σύρε τον έτσι, π' Αχαιός να μην τον δει πριν άλλος,
» να μην τον νοιώσει καν κανείς, πριν φτάσει ως στ' Αχιλλέα.»
Έτσι είπε, κι' ο θνηταγωγός Ερμής ακούει τον λόγο,
κι' ευτύς στα πόδια αμπόδεσε τα δυο όμορφα σαντάλια,    340
χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο
παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου.
Έπειτα πήρε το ραβδί π' ανθρώπων — όσους θέλει —
μαγεύει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.
Μ' αυτό στα χέρια ο δυνατός πετάει θνηταγωγιάτης,    345
και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο
πιάνει τον δρόμο, μοιάζοντας παληκαράκι αρχόντου
πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη.
Κι' οι γέροι οι δυο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο
του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν    350
στο ρέμα· τι είχε πια στή γης και πέσει το σκοτάδι.
Κι' εκειόνε ο κράχτης, τον Ερμή, σα ζύγωνε από πέρα,
τον είδε και τού βασιλιά τού φώναξε και τού᾽πε
« Πρίαμε, σκέψου ! Νά δουλειά που θέλει νού και σκέψη.
» Νά ! κάποιος κοίτα εδώ θαρρώ κομάτια θα μάς κάνει.    355
» Μον᾽ έλα... κάνε... με τα ζα να φεύγουμε· ειδέ τότες
» γονατιστοί ας ζητήσουμε σπλαχνιά, αν μάς συμπονέσει.»
Είπε, κι' ο νούς του σάστισε τού γέρου απ' την τρομάρα,
κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες,
και στάθηκε έτσι σα ζαβός. Μα νά, ο Ερμής σε λίγο    360
σίμωσε τότες κι' έπιασε τον γέροντα απ' το χέρι,
κι' άρχισε ναν τον αρωτάει και τούπε αυτά τα λόγια
« Παππούλη μου, έτσι μ' άλογα πού τρέχεις και μουλάρια
» μέσα σε νύχτας σιγαλιά π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
» Και τών οχτρών δε σ' έσκιαξε η λύσσα και το μίσος
» που τ' άχτι απάνου σου έτοιμα κοντά 'ναι εδώ να βγάλουν;    365
» Μα αν, πες, κανείς τους σ' έβλεπε πως πας με τόσα πλούτη
» μες στο σκοτάδι τ' άχαρο, σαν τί σκοπό 'χεις τότες;
» Νιός μήτε εσύ είσαι, γέροντας κι' αυτός σε συνοδεύει,
» κι' αν σε πειράξουν δεν φελάει βοήθεια να σού δώκει.
» Δεν θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δεν θ' αφήσω    370
» να σε πειράξουν· τι θαρρώ τον γέρο μου έτσι βλέπω.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε
« Ναι έτσι είναι, γυιέ μου, όπως τα λες. Μα απ' τους θεούς ως τώρα
» κάποιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του,
» που νά διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα    375
» τέτοιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος,
» παιδί γονιώνε ζηλευτών, με γνώση προικισμένος.»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γυιός τ' απάντησε τού Δία
« Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.
» Έλα όμως πες μου τώρα αυτά και μίλα την αλήθεια·    380
» μην πας στα ξένα πουθενά το τόσο βιός και πλούτος
» για να σωθεί σου ανέγγιχτο, ή κι' όλοι παραιτάτε
» πια τώρα το θεόχτιστο καστρί σας, τρομασμένοι
» που τέτοιο σάς σκοτώθηκε στη μάχη παληκάρι,
» ο γυιός σου ; Αυτός δεν άφηνε τους Αχαιούς ν' αγιάσουν.»    385
Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γυιὀς τού Δαρδάνου ο γέρος
« Ποιός είσαι εσύ, καλό παιδί ; πώς λέγουνται οι γονιοί σου ;
» Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου !»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γυιός τ' απάντησε τού Δία
« Εμένα, γέρο, η γλώσσα σου, μα λέει το γυιό η καρδιά σου.    390
» Το γυιό σου εγώ πολλές φορές στη δοξοδότρα μάχη
» τον είδα με τα μάτια αυτά, και τότες, που ως στα πλοία
» πήρε μπροστά τους Αχαιούς με φονικό πελέκι·
» κι' εμείς θιαμάζαμε άνεργοι, τι αμπόδαε ο Αχιλλέας
» να πιάσουμε κοντάρι εμείς, τότε όντας πεισμωμένος.    395
» Γιατί έχω αυτόν εγώ αρχηγό σαν πού᾽μαι Μυρμιδόνας,
» κι' ένα στην Τροία μάς έφερε καλόστρωτο καράβι.
» Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι,
» άρχοντα πλούσιο εφτά με γυιούς κι' εγώ το στερνοπαίδι·
» μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μού᾽πεσε εδώ να σύρω.    400
» Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει,
» θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι,
» τι παν᾽ να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν
» οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια! »
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε    405
« Έτσι απ' το στράτεμα όπως λες τού ξακουστού Αχιλλέα
» αν είσαι, τότε — έτσι να ζεις — πες μου όλη την αλήθεια·
» βρίσκεται ο γυιός μου ακόμα εκεί στα πλοία, ή πια κομμάτια
» ο Αχιλλιάς τον έρριξε στους σκύλους ναν τον φάνε ; »
Τότε ο θνηταγωγιάτης γυιός απάντησε τού Δία    410
« Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως τα τώρα ή σκύλος,
» μόν έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες,
» στο πλοίο ομπρός. Νά, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα
» πού᾽ναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν τού πιάνει
» σκουλήκια ακόμα η σάρκα του, που τρων τους σκοτωμένους.    415
» Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στού λατρεμένου βλάμη
» γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η Αυγούλα,
» μα άλλο κακό όχι. Αν πας κι' εσύ, θα δεις πώς στέκει χάμου
» ολόδροσος, με τού κορμιού κάθε αίμα ξεπλυμένο.    419
» Τόσο φροντίζουνε οι θεοί τον ξακουσμένο γυιό σου.»    422
Είπε, κι' ο γέρος χάρηκε και τ' απαντάει δυο λόγια    424
« Δε μετανοιώνει ο άθρωπος ποτές του αν τιμημένα    425
» προσφέρνει δώρα στους θεούς, τί δα — η καλή του η ώρα! —
» κι' ο γυιός μου μες στον πύργο μας ποτές δε λησμονούσε
» τους τρισμακάριστους θεούς π' απ' τα ουράνια βλέπουν,
» και δες, τού το μνημόνεψαν και σαν τον βρήκε ο χάρος.
» Μα δέξου αυτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι
» και σώσε με... με τών θεών τη χάρη οδήγησέ με    430
» ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' Αχιλλέα.»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γυιός τ' απάντησε τού Δία
« Νιός είμαι, γέρο, μα άφησε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου
» που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.
» Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου    435
» δειλιάζει, μην τυχόν μού βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
» Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος
» πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι·
» μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις.»
Είπε, κι' απάνου εφτύς πηδάει στ' αλογωμένο αμάξι    440
κι' αρπά ο καλόθελος θεός το καμουτσί στα χέρια,
αρπάει τα γκέμια, και φυσάει γερή καρτεροσύνη
μεσ᾽ στα μουλάρια κι' άλογα. Μα τέλος πια στους πύργους
σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι,
εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να ᾽τοιμάζουν·
ύπνο όμως ο θνηταγωγός Ερμής τους περεχύνει    445
όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες
τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει τον γέρο μέσα
και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.
Μα στ' Αχιλλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα
ολόρθια, πού᾽χαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες
μ' ελάτου ξύλα πού᾽σκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο    450
κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου,
και τού᾽φτιασαν μεγάλη αυλή τριγύρω με παλούκια
πυκνά, και κλειούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος
ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσαν —
και τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν τής πόρτας —    455
οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλλέας·
τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε τού γέρου,
κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τού᾽πε
« Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα,    460
» εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας.
» Μα τώρα θα σ' αφήσω πια· δεν θέλω να προβάλω
» στα μάτια τ' Αχιλλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια
» θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
» Μόν᾽ έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλλέα,    465
» και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα
» και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξεις.»
Είπε, και στού Ολύμπου αυτός τα μακροβούνια φεύγει.
Τότες πηδώντας κατά γής ο γέρος οχ τ' αμάξι,
άφησε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας    470
τα ζα —μουλάρια κι' άλογα— κι' ολόϊσα ατός του κάνει
για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλλέας.
Αυτόν τον βρήκε μέσα εκεί, μα λείπανε οι συντρόφοι,
και μόνοι αυτοί είχανε δουλειά κοντά του, ο Αυτομέδος
κι' ο κλώνος τ' Άρη ο Άλκιμος· τι είχε τελειώσει μόλις    475
το δείπνο, μάλιστα έστεκε και το τραπέζι ακόμα.
Και μπαίνει πριν αυτοί τον δούν... ζυγώνει... τ' αγκαλιάζει
τα δυο του ο γέρος γόνατα και τού φιλάει τα χέρια,
φριχτά αντροφάγα, που πολλούς τούχανε γυιούς σπαράξει,    479
κι' εκεί γονατιστός τού λέει με περικάλια, μ' όρκους    485
« Γέρο, όπως είμαι εγώ, γονιό, θεόμορφε Αχιλλέα,
» έχεις —θυμήσου— στη μπαστιά τών έρμων γερατιώνε.
» Ίσως κι' εκείνον γύρω του πέρα στη Φτιά οι γειτόνοι
» τον τυραγνούν, δίχως βοηθό κοντά του ναν τον σώσει
» οχ τα δεινά και βάσανα. Μα αυτός πως ζεις μαθαίνει,    490
» κι' όλο η ψυχή του χαίρεται και κρυφολπίζει πάντα
» να δει το λατρευτό του γυιὀ όταν γυρνά απ' την Τροία·
» όμως εγώ ο βαριόμοιρος που γυιούς τούς πιο λεβέντες
» σ' όλην την Τροία εγώ 'κανα, κανείς πια δεν μού μένει.
» Είχα πενήντα γυιούς εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες,    495
» που δεκαννιά τους από μιά γεννήθηκαν μητέρα,
» και τους λοιπούς μού γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες.
» Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους
» τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντευε και κάστρο,
» τον Έχτορα, στερνά κι' αυτόν, ενώ για την πατρίδα    500
» πολέμαε, εσύ τον σκότωσες. Τώρα για αυτόν στα πλοία
» ήρθα ως εδώ, και ξαγορά πολύτιμη σού φέρνω
» να ξαγοράσω τον νεκρό. Μα τους θεούς σεβάσου ...
» πόνα κι' εμένα... όπως πονάς τον γέρο σου πατέρα.
» Εγώ 'μαι πιο τού λυπημού... όσα κανείς δεν είδε    505
» πάθια τραβώ π' απ' το φονιά ζητάω τού γυιού μας χάρες.»
Είπε, και πόθο τ' άναψε τον γέρο του να κλάψει,
κι' έσπρωξε αγάλια πιάνοντας τον Πρίαμο απ' το χέρι.
Και σα θυμήθηκαν κι' οι δυο, ο ένας τους το γυιό του
θρηνούσε, στ' Αχιλλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι,    510
πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε τον γέρο του, ή και πάλι
το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.
Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σαν χόρτασε Αχιλλέας,    513
τότες σηκώθη οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι    515
τον γέρο —τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένια—
και με φωνή ήμερη τού λέει δυο φτερωμένα λόγια
« Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σού᾽πιε πικρά φαρμάκια !
» Πώς, πες μου, βάσταξες εδώ να᾽ρθείς στα πλοία μόνος
» μπροστά σ' εκείνον που σωρό πολύτιμα παιδιά σου    520
» σού᾽χει σφαγμένα ; Σίδερο πρέπει η καρδιά σου νά᾽ναι.
» Τώρα έλα κάτσε στο θρονί. Και πικραμένοι ή όχι,
» άσ' τες τις πίκρες τώρα εκεί κι' ας καιν᾽ μεσ᾽ στην καρδιά μας,
» γιατί όφελος μην καρτεράς από παγώστρα κλάψα.
» Τι έχουν τών δύστυχων θνητών αυτά οι θεοί κλωσμένα,    525
» να ζουν με λύπες... μα καημός το τί είναι, αυτοί δεν ξέρουν.
» Τί στέκουν χάμου στού Διός τον πύργο δυο πιθάρια,
» με δώρα τέτοια που σκορπάει, κακά —ή καλά μες στ' άλλο—
» κι' ο Δίας σ' όποιους κι' απ' τα δυο ανάκατα χαρίσει.
» πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες·    530
» μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις,
» και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες
» κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.
» Έτσι και τού Πηλιά οι θεοί καμαρωμένα δώρα
» από μικρό τού χάρισαν, και τους θνητούς νικούσε    535
» όλους σε πλούτος κι' αγαθά, τών Μυρμιδόνων άρχος,
» και τέρι τούδωκαν θεά, θνητός κι᾽άς είταν έτσι.
» Μα τού᾽βαλαν και συφορές με τ' αγαθά, γιατί άλλα
» στον πύργο βασιλόπουλα δεν τού᾽στρεξαν να κάνει,
» μον᾽ έκανε ένα μονογυιό πανώριο· που, το βλέπεις,    540
» δεν τον γεροκομάει, τί να στην άκρη εγώ τού κόσμου
» σέρνουμαι τα παιδιά σου εδώ να τυραγνάω κι' εσένα.
» Κι' εσένα, γέρο, ακούγαμε πως μιά φορά ευτυχούσες·
» τι όσους τής Λέσβος το νησί εντός του θρέφει ανθρώπους,
» κι' ο άπειρος Ελλήσποντος ή κι' η Φρυγιά από πάνου,    545
» όλους σε πλούτος και σε γυιούς λεν, γέρο, τους νικούσες.
» Μα μιά οι θεοί και σού᾽στειλαν τέτοια βαρειά φουρτούνα,
» δεν παύουν γύρω οι σκοτωμοί στο κάστρο σου, δεν παύουν.
» Μα θάρρος, έλα πια μην κλαις —τι βγάζεις π' αχ ο θρήνος
» πίσω δεν φέρνει— είναι γραφτό να μην στερεύει η πίκρα.»    550
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε
« Όχι, αρχηγέ μου, μην μού λες να κάτσω εγώ, όσο ο γυιός μου
» χάμου ρηγμένος κείτεται. Μόν δώσ' μου τον... τα μάτια
» μου λαχταρούνε να τον δουν. Και πάρε —με χαρά σου—    555
» τα πλούσια δώρα πού᾽φερα. Κι' έτσι η ευκή του Δία
» πίσω ας σε πάει στον τόπο σου για το καλό που κάνεις !»    557
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλλέας    559
« Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια. Τόχω κι' εγώ στο νου μου,    560
» και θα σ' τον δώσω. Μού᾽ρθε εδώ απ' τους θεούς μηνύτρα
» η μάννα που με γέννησε, θαλάσσιου γέρου η κόρη.
» Κι' εσένα δεν μού ξέφυγε —το νοιώθει, γέρο, ο νους μου—
» θεός πως σ' έφερε ως εδώ στ' Αργίτικα καράβια.
» Τι νά᾽ρθει ως τον στρατό θνητός, και νιός αν πεις λεβέντης,    565
» δεν θα κοτούσε· τους φρουρούς δεν διάβαινε κρυφά τους,
» μήτε και σάλευε εύκολα τής πόρτας μου τον σύρτη·
» Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου,
» μήπως —και πρόσπεφτω έτσι εδώ— κι' εσένα δε σ' αφήκω
» γερό, και τότες στού Διός τον λόγο θ' αμαρτήσω.»    570
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει τον λόγο.
Κι' εκείνος σα λιοντάρι λες βγαίνει όξω απ' την καλύβα,
όχι μονάχος, πάγαιναν δυο παραγυιοί μαζί του,
ο Αυτομέδος κι' Άλκιμος, οι δυο τους π' αγαπούσε
πιο απ' όλους, τώρα ο Πάτροκλος που τού᾽χε πια πεθάνει.    575
Αυτοί ξεζεύουν τ' άλογα κι' ακούραστα μουλάρια
και μπάζουν τον τρανόφωνο κράχτη τού γέρου μέσα,
του λεν᾽ να κάτσει, κι' έπειτα απ' το πανώριο κάρο
παίρνουν την πλούσια ξαγορά τού φημισμένου Εχτόρου.
Μα αφήκαν πανωφόρια δυο κι' ένα σκουτί στο κάρο,    580
για να τυλίξει τον νεκρό και πίσω ναν τον δώκει
ναν τόνε παν στον τόπο του. Και κράζει σκλάβες όξω,
τους λέει να πλύνουν τον νεκρό, ναν τον αλείψουν λάδι,
παρέκει κάπου, μην τυχόν και δει το γυιό του ο γέρος.    583
Κι' οι σκλάβες σαν τον έπλυναν κι' αλείψανε με λάδι,    587
τον τύλιξαν μες στο σκουτί και στ' ώριο πανωφόρι·
και τότε αυτός τον σήκωσε κι' απίθωσε στο στρώμα,
κι' οι παραγυιοί τον έβαλαν κι' οι δυο μαζί στο κάρο.    590
Τότε έσπασε στα κλάμματα και τού Πατρόκλου κράζει.
« Μην μού χολιάσεις, Πάτροκλε, σαν μάθεις μες στον Άδη
» πως τώρα στον πατέρα του πάει ο φονιάς σου πίσω,
» τι έλαβα δίκια ξαγορά. Μα πάλι εγώ κι' εσένα
» καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σού δώσω.»    595
Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι,
και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφήσει,
έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και τού Πριάμου τού᾽πε
« Λεύτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες,
» ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα,    600
» παρ' το και σύρε στην ευκή. Μόν᾽ έλα τώρα ας φάμε.
» Τι να γευτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη,
» που δώδεκα έχασε παιδιά —κι' όχι ένα— στο πυργί της,
» νιούς έξι μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξι.
» Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γυιούς με τ' αργυρό δοξάρι,    605
» τι θύμωσε τής μάννας τους —κι' η Άρτεμη τις κόρες —
» τι ήθελε δα με την Λητώ να γίνεται ίσα κι' ίσα.
» Δώδεκα εγώ, είπε, γέννησα, μα δυο η Λητώ μονάχα·
» μα αυτοί, και δυο όντας, σκότωσαν τα δώδεκά της όλα.
» Μέρες στο αίμα κοίτουνταν εννιά, και ναν τους θάψει    610
» δεν είχε μείνει πια κανείς, γιατί ο μεγάλος Δίας
» έκανε πέτρες τον λαό· μα εκεί στις δέκα μέρες
» τους θάβουν τ' ουρανού οι θεοί. Κι' η Νιόβη τότες πήρε
» να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρυα.    613
» Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε    618
» μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γυιό σου, σα γυρίσεις
» στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν.»    620
Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλλέας
και σφάζει αρνί λευκόμαλλο. Κι' οι μπιστικοί συντρόφοι
το γδέρνουν και το συγυρνούν καλά με κάθε τέχνη,
και λιανισμένο ταχτικά στις σούγλες το περνούνε,
το ψαίνουν όμορφα όμορφα κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν.
Κατόπι παίρνει το ψωμί να δώσει ο Αυτομέδος    625
μες σε πανώρια κάνιστρα, και πάει και στο τραπέζι
τα βάζει απάνου· και το κριάς μοιράζει ο Αχιλλέας.
Και τότες σ' έτοιμα άπλωσαν καλούδια, ομπρός στρωμένα.
Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
ο γέρος τού Πηλιά το γυιό καμάρωνε, πώς είταν
λαμπρός μεγάλος ! λες θεό πως έμοιαζε ίσα πέρα.    630
Και πάλε αυτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας
την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.
Μα τέλος πια σα χόρτασαν με το να βλέπουνται έτσι,
πρώτος τότε ο θεόμορφος γυιὀς είπε τού Δαρδάνου
« Μη, θεοπαίδι, τώρα αργείς, μόν᾽ πες τους να μού στρώσουν,    635
» για να χαρούμε μιά σταλιά και το γλυκό τον ύπνο.
» Τι απ' όντας βρήκε θάνατο με το σπαθί σου ο γυιός μου,
» στιγμή κάτου απ' τα βλέφαρα δε μού᾽κλεισαν τα μάτια,
» μον᾽ κλαίω στενάζω, τις πολλές τις πίκρες μου αναδεύω,
» κι' όξω κυλιούμαι στα σβουνιά μεσ᾽ στης αυλής το γύρο.    640
» Τώρα να κι' έφαγα ψωμί και μού᾽βρεξε τα χείλια
» λίγο κρασάκι· μα όμως πριν δεν είχα αγγίξει στάλα.»
Είπε, κι' αυτός τους παραγυιούς προστάζει και τις σκλάβες
στο λιακωτό να βάλουνε κλινάρι, και να στρώσουν
όμορφα κόκκινα χαλιά, ν' απλώσουν αντρομίδες,    645
κι' απάνου σκέπασμα σγουρές να βάλουνε φλοκάτες.
Κι' έβγαιναν απ' τη σάλα αυτές στα χέρια φως κρατώντας,
κι' αμέσως — κάνοντας γοργά — τους στρώνουν δυο κλινάρια.
Τότες τού λέει ο Αχιλλιάς γλυκόλαλα τού γέρου
« Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει    650
» κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους
» κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλειά μιλάμε.
» Όποιος τους μεσ᾽ στη φτερωτή μελανοφόρα νύχτα
» σε δει, θάν το προφτάσει ευτύς τού βασιλιά Αγαμέμνου,
» και πια το να δοθεί ο νεκρός αναβολές θ' αρχίσουν.    655
» Μόν᾽ έλα πες μου τώρα αυτό και μίλα την αλήθεια·
» πόσον καιρό τον Έχτορα σκοπό 'χεις να θρηνήσεις,
» που ως τότε εγώ με τον στρατό να μην ανοίξω μάχη.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γυιός τού Δαρδάνου κι' είπε
« Α θες το ξόδι του, όπως λες, τού γυιού μου ν' αποσώσω,    660
» γυιέ τού Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα.
» Τι ξέρεις, μεσ᾽ στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα
» στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαρειά 'ναι φοβισμένος.
» Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μεσ᾽ στον πύργο,
» στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος,    665
» τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα·
» κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχη.»
Τότε ο γοργός τού μίλησε γυιός τού Πηλιά και τού᾽πε
« Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αυτό καθώς ορίζεις, έτσι·
» τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν αγγίζω.»    670
Είπε και τότες τού᾽πιασε το χέρι το δεξύ του
εκεί στο χτένι, μην τυχόν και βάλει ο νους τους φόβους.
Κι' εκείνοι οι δυο στο πρόσπιτο, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης,
πλαγιάζουν, κι' είχε συλλογές ο νους τους και φροντίδες.
Μα ο Αχιλλέας πλάγιασε στής στερεής καλύβας    675
το βάθος, κι' η ροδόθωρη κοντά του η Βρισοπούλα.
Κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί κι' οι άντρες, καρωμένοι
από βαθύ ύπνο μαλακό, κοιμούντανε όλη νύχτα·
μα τού θνηταγωγιάτη Ερμή δεν τού κατέβαιν' ύπνος,
τι όλο λογάριαζε το πώς να βγάλει οχ τα καράβια    680
τον γέρο Πρίαμο, κλεφτά απ' τών φρουρών τον λόχο.
Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει
« Γέρο, το βλέπω, οι συφορές δεν σε τρομάζουν, του έτσι
» κοιμάσαι ακόμα από πολλούς οχτρούς τριγυρισμένος,
» τι ο Αχιλλέας σ' άφησε. Και τώρα ναι τον πήρες    685
» το γυιό σου αδρά πλερώνοντας, μα εσένα ο Αγαμέμνος
» κι' οι Δαναοί αν σε νοιώσουνε, σαν τρίδιπλα οι δικοί σου
» οι γυιοί ίσως δώσουν, ζωντανό για να σε πάρουν πίσω.»
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη.
Τ' άλογα τότες ο Ερμής τούς ζεύει και μουλάρια,    690
και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα
γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νοιώσει πώς περνούσαν.
Μα όταν στον πόρο φτάσανε τ' ασώπαστου Σκαμάντρου,
τ' ώριου ποτάμου πού᾽κανε ο βροχοδότης Δίας,
τότε ο Ερμής τούς άφησε στον Ὀλυμπο να σύρει,
και βγήκε η ρόδινη η αυγή τους κάμπους να φωτίσει.    695
Κι' εκείνοι οι δυο με κλάμματα και δάκρυα προχωρούσαν
κατά την Τροία με τον νεκρό μεσ᾽ στο πανώριο κάρο.
Και δεν τους είδε πριν κανείς, θες άντρας θες γυναίκα,
παρά η Κασσάντρα η όμορφη σα χρυσωπή Αφροδίτη
στην άκρη ανέβη και θωράει τον γέρο της πατέρα    700
όρθιο με τον καλόφωνο μέσα στ' αμάξι κράχτη,
και τον νεκρό 'δε πού᾽φερναν τα δυο μουλάρια πίσω
στο στρώμα απάνου πλαγιαστό. Και μπήγει ευτύς το κλάμμα
και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου
« Άντρες γυναίκες, τρέξτε ευτύς τον Έχτορα να δείτε...
» Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη    705
» σ' άλλους καιρούς, τι τού λαού χαρά 'ταν και καμάρι.»
Είπε, κι' αυτού δεν έμεινε ψυχή —γυναίκα ή άντρας —
στη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη,
μον᾽ παν τους σμίγουν στο πορτί με τον νεκρό στο κάρο.
Πρώτες στο κάρο χύθηκαν μαδώντας τα μαλλιά τους    710
η μάννα κι' η γυναίκα του, και το νεκρό κεφάλι
κρατούσαν· κι' έκλαιγε ο λαός τριγύρω πυκνωμένος.
Εκεί όλη μέρα τον νεκρό ως να βουτήξει ο ήλιος
με δάκρια θά᾽κλαιγαν πικρά μπροστά στο καστροπόρτι,
μόνε απ' τ' αμάξι φώναξε σ' όλους τριγύρω ο γέρος    715
« Κάντε μου τόπο να διαβούν τ' αμάξια, και κατόπι
» χορταίνετε όλοι κλάψιμο όταν τον πάω στον πύργο.»
Είπε, κι' αυτοί παραμερούν κι' αφήνουν να περάσει.
Έτσι σαν πήγαν τον νεκρό στον όμορφό του πύργο,
τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνευτό κλινάρι,
κι' άρχισε εκεί τών γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω.    720
Κι' η Αντρομάχη η λυγερή το κλάμα αρχίζει πρώτη,    723
την κεφαλή τού Έχτορα στα χέρια της κρατώντας
« Άντρα μου, νιός μού χάθηκες και χήρα νιά μ' αφήνεις    725
» στον πύργο εδώ, κι' ο γυιόκας μας μικρούλης έτσι ακόμα
» που εσύ κι' εγώ τον κάναμε, μηδέ θα δει πια νιότη,
» τι πριν —ναι, κάτι μού το λέει— η χώρα αυτή ως στο κάστρο
» θα ρημαχτεί, τι εσύ ο φρουρός νά ! πήγες, που φρουρούσες
» και κάστρο και μικρά παιδιά κι' αρχοντικές γυναίκες,    730
» που τώρα με καράβια οχτρών ταχιά θα παν στα ξένα,
» και θε νά πάω μαζί κι' εγώ... Τότες κι' εσύ, παιδί μου,
» μαζί μου ή θά᾽ρθεις στη σκλαβιά και θα σκλαβοδουλεύεις
» εκεί στα ξένα από σκληρό αφέντη αγγαρεμένος,
» ή —ώ φρίκη !— θα σε πιάσει οχτρός, θα ρήξει σε οχ τον πύργο    735
» με πάθος που ίσως τού᾽σφαξε ο Έχτορας το γυιό του
» τον πατέρα ή αδερφό· τι απ' το χαλκό του πλήθος
» Αργίτες δάγκασαν τής γης τ' αμέτρητα λιθάρια,
» τι σα θεριό ο πατέρας σου είταν στη μάχη πάντα.    739
» Για αυτό όλος τον θρηνά ο λαός μεσ᾽ στ' αψηλό μας κάστρο...
» κι' έκανες θρήνους να ποθούν και κλάμματα οι γονιοί σου,
» Έχτορα· εγώ όμως θάν τα πιώ τα πιο πολλά φαρμάκια,
» τι ξεψυχώντας, άντρα μου, δεν μ' άπλωσες τα χέρια,
» δεν μούπες λόγο σου γλυκό, που πάντα ... νύχτα μέρα ...
» ναν τον θυμάμαι και βροχή τα δάκρυά μου να τρέχουν. »    745
Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες.
Τότε η Εκάβη δεύτερη τα μοιρολόγια στήνει
«Έχτορα, εσύ τών σπλάχνων μου το λατρευτό βλαστάρι,
» είχες και πρώτα τών θεών σα ζούσες την αγάπη,
» μα και στού χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα.    750
» Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τά᾽πιανε Αχιλλέας,
» αντίκρυ —τον ψαρύ γιαλό περνώντας— τα πουλούσε,
» στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί τής πεφκωμένης Σάμος·
» μα εσένα σαν σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι,
» όλο τριγύρω σ' έσερνε στού βλάμη του τον τάφο    755
» που τούσφαξες... μα τάχα τί, μην τον ανάστησε έτσι;....
» μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο,
» σαν κάποιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γυιός τού Δία
» και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες.»
Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμμα.    760
Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιώ τα μοιρολόγια
« Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος τής καρδιάς μου,
» άντρας μου ᾽ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία
» μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα !
» Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα, που μαζί του    765
» πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα,
» μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου·
» μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος
» θες συννυφάδα μου ή κουνιάδα θες τάχα η πεθερά μου —
» μα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα —    770
» εσύ με μιά σου συμβουλή τη γνώμη τούς γυρνούσες.
» Για αυτό κι' εσένα κλαίω ᾽γω με σπλάχνα πληγωμένα,    773
» θρηνάω μαζί κι' εμένανε· τι φίλο πια δεν έχω,
» λόγο καλό δεν θ' αγρικώ, τί μ' αποστρέφουνται όλοι.»    775
Έτσι είπε, κι' έκλαιγε έπειτα το πυκνωμένο πλήθος.
Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει δυο λόγια
« Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο
» από καρτέρι τών οχτρών. Τι πριν ο Αχιλλέας
» δεν θα μάς βλάψει —μού᾽ταξε σαν μ' έστελνε απ' τα πλοία—    780
» πριν η δωδέκατη η αυγή γλυκοχαράξει πρώτα.»
Είπε, κι' αυτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια
ζεύουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζεύουνται στη χώρα.
Μέρες εννιά σωρούς σωρούς τα ξύλα κουβαλούσαν·
μα πια σαν βγήκε η δέκατη θνητοφωτίστρα αυγούλα,    735
βγάζουν τον άτρομο Έχτορα με θρήνους, και στών ξύλων
παν και τον θέτουν την κορφή, κι' απέ φωτιά τους βάζουν.
Και νά ! προβάλλει η χαραυγή απ' τα σκοτάδια πάλε,
και τότες γύρω στη φωτιά συνάζουνται όλοι οι Τρώες.
Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω,    790
πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα
που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι
μαζεύουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι,
κι' έτρεχαν δάκρυα πύρινα στα μάγουλά τους κάτου.
Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν    795
που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα·
τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου
χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.
Κι' αμέσως μνήμα τού᾽σκαψαν, κι' είχαν στημένους γύρω
παντού σκοπούς μην τύχει πριν κι' οι Δαναοί πλακώσουν.

Κι' αφού το μνήμα τέλειωσαν, παν πίσω· και κατόπι    800

μαζεύουνται όλοι ταχτικά και κάθουνται να φάνε
στον πύργο τού διόσπαρτου τού βασιλιά Πριάμου.
Έτσι τότε έγινε ο θαμός τ' αλογομάχου Εχτόρου.