Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΣΤ

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Η Φονισσα: Κεφαλαιο Στ)
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ἀφοῦ ἡ Ἀμέρσα εἶχε χάσει τὸν ὕπνον της, μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἐκ τῆς οἰκίας τῆς λεχώνας καὶ εἶχε πλαγιάσει πάλιν, χωρὶς νὰ κοιμηθῆ, εἰς τὸ πλάγι τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς της, ἐπὶ μακρὸν ἐξηκολούθησε νὰ σκέπτεται καὶ πάλιν τὸν ἀδελφόν της, τὸν δυστυχῆ καὶ ἔνοχον ἐκεῖνον. Ἔκτοτε, μετὰ τὸ πήδημα ἀπὸ τῆς κλαβανῆς καὶ τὴν ἀπόδρασίν του, δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ πλέον. Οἱ χωροφύλακες τὸν κατεζήτουν ἐπὶ ἡμέρας, ἀλλ' οὐδαμοῦ τὸν εὗρον.

Εὐθὺς τότε μετὰ τὰς ἐρωτήσεις τῶν χωροφυλάκων, εἰς τὰς ὁποίας ἀπήντησεν ὅπως ἀπήντησεν ἡ Ἀμέρσα, ἅμα ἔφθασεν ἡ μήτηρ εἰς τὴν οἰκίαν, ηὗρε τὴν κόρην τυλιγμένην εἰς τὸ πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, καὶ πολὺ χλωμὴν ἐκ τῆς λιποθυμίας τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος.

Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, "γερόντισσα, ποὺ εἴν' ὁ γυιόκας σου", δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννού. Ἀλλ' ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον τόνον εἶπε:

- Κοίταξε, κυρά, τί ἔχ' ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι ἄρρωστη.

- Ἄρρωστη εἶναι! πὼς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μέθ' ἐτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννού. Ἐπῆρε φρίξη ἀπ' τὰ καμώματα ἐκείνου τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν τυραγνήσετε πολύ...

- Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχη; Κατὰ ποῦ ἔκαμε;

- Τὸν εἴδ' ἀπ' ἀλάργα!... Ἔκαμε κατὰ τὰ Πηγάδια, πέρα στ' Ἁλώνια.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐψεύδετο διπλᾶ. Δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν Μοῦρον, ἀλλ' ἧτο βεβαία ὅτι αὐτὸς θὰ ἐτράπη κατὰ τὴν διεύθυνσιν τὴν ἀντίθετον ἧς αὐτὴ ἔλεγε, κατὰ τὰ Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς οἰκίας, πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἤτον μαθημένος ἀπ' τὰ μικρὰ τοῦ χρόνια νὰ κυνηγᾶ τὶς κουκουβάγιες.

Οἱ δυὸ ἄνδρες ἀπῆλθον δρομαῖοι. Ὁ εἰς, φεύγων, ἔρριψε τελευταῖον φιλύποπτον βλέμμα ὀπίσω διὰ τῆς ἠμιανοικτῆς θύρας.

Ἡ Χαδούλα ἔκλεισε τὴν θύραν. Συγχρόνως δὲ ἤνοιξε τὸ παράθυρον.

- Μ' ἐμαχαίρωσε, μάννα! ἐστέναξε μετὰ πόνων ἡ Ἀμέρσα, αἰσθανθείσα τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος τὸ εἰσρεῦσαν διὰ τοῦ ἀνοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, καὶ συνελθοῦσα ἐκ τῆς λιποθυμίας.

Συγχρόνως δὲ ἀπέρριψε τὸ πάπλωμα, κ' ἐφάνη αἰματωμένη ἡ φανέλα τὴν ὁποίαν ἐφόρει ἔξωθεν τοῦ ὑποκαμίσου.

- Ὤ! ἄχ! ὁ φονιάς!... ὁ Θεὸς κ' ἡ γῆς νὰ τὸν εὔρη! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της.

Καὶ ἄρχισε νὰ ψαύη τὴν κόρην, καὶ νὰ ζητῆ νὰ σταματήση τὸ αἷμα, καὶ νὰ ἐπιδέση τὴν πληγήν. Ἀφήρεσε τὴν φανέλαν, ἐξέσυρε τὴν χερίδα τοῦ ὑποκαμίσου, κ' ἐφάνη ὁ δεξιὸς βραχίων τῆς Ἀμέρσας, ἰσχνὸς καὶ ὕπωχρος ἀλλὰ καλοδεμένος καὶ νευρώδης.

Τὸ τραύμα ἧτο μᾶλλον ἐπιπόλαιον, ἀλλ' οὐχ ἧττον τὸ αἷμα ἔρρεε. Ἡ Χαδούλα μετεχειρίσθη ὅ,τι ἴσχαιμον ἐγνώριζεν, ἴσως τὸν «αἰμοστάτην» ἂν εἶχε, κ' ἐπέδεσε τὴν πληγήν. Μετ' ὀλίγον ἔπαυσε τὸ αἷμα.

Ἡ Ἀμέρσα εἶχεν ἀδυνατήσει ὀπωσοῦν, ἀλλ' ἧτο ἰσχυρά, θαρραλέα καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Πράγματι μετ' ὀλίγας ἡμέρας, χάρις εἰς τὰς φροντίδας τῆς μητρός της, ἐπουλώθη τὸ τραύμα.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ποτὲ δὲν θὰ ἐκάλει τὸν ἰατρόν. Δὲν ἤθελε νὰ γνωσθῆ ὅτι ὁ υἱὸς τῆς εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του. Εἰς ὅλας τὰς καλοθελητρίας μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν, ὅσαι τὴν ἠρώτων, πότε μετὰ προσποιητὴς ἀγανακτήσεως, πότε μετὰ γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ὅτι ὁ Μοῦρος εἶχε τραυματίσει τὴν κόρην της. Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ μάθη ἂν ὁ Μιχάλης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χείρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς ἐπήγαινεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!

Τῷ ὄντι, μετ' ὀλίγας ἡμέρας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ υἱὸς τῆς ἐμβαρκάρισε κρυφὰ τὴν νύκτα, μὲ ἐν πλοῖον, ὡς ναύτης, κ' ἔφυγεν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἤτον βολικὸς καὶ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ τὸν ναυτολόγηση. Ἧτο δὲ τότε ὁ Μοῦρος σχεδὸν εἰκοσαετής, ἡ δὲ Ἀμέρσα ἧτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν.

Παρῆλθε χρόνος ἐωσότου ἡ οἰκογένεια λαβὴ εἰδήσεις περὶ τοῦ φυγάδος. Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη, ὅτι ὁ Μωρὸς διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. Αἱ ἀδελφαί του, ὅταν τὸ ἤκουσαν, εἰς τὸν κόσμον εἶπαν ὅτι δὲν ἠξεύρουν τίποτε, καὶ ὀλοψύχως ηὔχοντο νὰ ἧτο ψευδὴς ἡ φήμη. Ἀλλ' ἡ μήτηρ ἐνδομύχως ἐπίστευεν εἰς τὸ ἀληθὲς τῆς εἰδήσεως.

Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ἔλαβον ἐπιστολὴν φέρουσαν τὴν ταχυδρομικὴν σφραγίδα Χαλκίδος. Ὁ Μιχάλης ἔγραφεν ἀπὸ τῶν εἰρκτῶν τῆς πόλεως ἐκείνης. Κατὰ σχήμα πρωθύστερον, ἐξετραγώδει ἐν πρῶτοις τὰ βάσανά του καὶ τὰ πάθη του εἰς τὰ βουδρούμια τοῦ βενετικοῦ φρουρίου. Εἴτα, μετὰ συντριβῆς καρδίας, ἀλλὰ μὲ διφορουμένας φράσεις καὶ οἰονεῖ μεταξὺ τῶν γραμμῶν, ἐξωμολογεῖτο ὅτι ἴσως νὰ ἐφόνευσε πράγματι τὸν ἄνθρωπον, τὸν γέρο-Πορταΐτην, τὸν λοστρόμον τοῦ πλοίου, ἀλλὰ χωρὶς καλὰ νὰ τὸ ἐννοήση, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη. (Πράγματι, δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸν εἶχε φονεύσει). Ὁ ἐχθρὸς τὸν ἔβαλεν, αὐτὸς δὲν ἔπταιε τίποτε, τὸ φονικὸ ἔγινε στὸν καυγᾶν ἐπάνω. Αὐτὸς εἶχεν εὑρεθῆ «εἰς βρασμὸν ψυχῆς». Ἀπεδείχθη μάλιστα ὅτι ἡ μάχαιρα ἤτον «τοῦ παθόν». Ἴσως νὰ εἶχεν ἀποσπάσει, ἀλλὰ δὲν ἐνθυμεῖτο πώς, τὴν μάχαιραν ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ θύματος. Αὐτὸς ἐπίστευεν ὅτι τοῦ τὴν εἶχεν ἁρπάσει μᾶλλον ἀπὸ τὴν χείρα.

Εἴτα καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὰ βάσανά του, ὅσα ὑπέφερε δυὸ μήνας τώρα, εἰς τὰς φυλακάς. Ἀκολούθως ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς μητρός του, καὶ τὴν ἐξώρκιζε «νὰ σηκωθῆ, -τὸ δίχως ἄλλο- νὰ πάη νὰ βρὴ τὴν Πορταΐτινα», τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος καὶ τὴν θυγατέραν του, καὶ νὰ τὰς παρακαλέση μετὰ δακρύων, «νὰ κάμη νόμο-τρόπο», νὰ τὰς καταφέρη ὅπως αἱ ἴδιαι ζητήσουν τὴν ἀθώωσιν τοῦ φονέως!

«Νὰ σηκωθῆς, μάννα, νὰ μπαρκάρης, νὰ πᾶς πέρα, στὴν Πλατάνα, νὰ τὴν περικαλέσης, τὴν Πορταΐτινα, ὡς καθὼς καὶ τὴν κόρη της, τὴν Καρίκλεια, νὰ τὶς καταφέρης νὰ ζητήσουν νὰ βγῶ ἀθῶος, κ' ἐγὼ νὰ γίνω παιδί τους, νὰ πάρω καὶ τὴν Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρὶς προίκα, καὶ νὰ ζήσουμε καλὰ κι ἀγαπημένα ὅλοι μας... Καὶ νὰ δοῦν πὼς ἐγὼ θὰ τὴν ἀγαπῶ, τὴν Καρίκλεια, καὶ πὼς θὰ τὴν ἔχω τὴν πεθερά μου, νὰ δουλεύω σᾶ σκλάβος νὰ τὶς ζωοθρέφω, μὲ πολλὰ καλά, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ μπορῶ νὰ βγάλω λεπτά...». Περαίνων ὁ φονεύς, ἐπανήρχετο ἐκ τρίτου εἰς τὰ βάσανά του, καὶ ὑπέσχετο ὅτι, ἅμα ἐξέλθη τῶν φυλακῶν, θὰ φέρη πολλὰ ὡραία πράγματα καὶ στολίδια, διὰ νὰ προικίση τὰς δυὸ ἀδελφάς του, ἀκόμη καὶ κοῦκλες καὶ παιγνίδια διὰ τὰ μικρὰ κοράσια τῆς μεγάλης ἀδελφῆς του, τῆς Δελχαρῶς.

Λοιπὸν δὲν εἶναι παράδοξον ἂν ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήματα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσημικὸν εἶχε, κ' ἐμβαρκάρισε, κ' ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον Πλατάναν, κ' ἐπῆγε νὰ εὔρη τὴν Πορταΐταιναν. Ἀλλὰ παράδοξον εἶναι ὅτι, μὲ τὴν εὐγλωττίαν της τὴν περιπαθῆ, μὲ τὴν στωμυλίαν της τὴν γυναικείαν, μὲ τὰ χίλια ψεύματα ὅσα ἤξευρεν -ἧτο δὲ τότε ἡ Φραγκογιαννοὺ 55 ἐτῶν, ἀλλ' ἀκμαία γυνὴ καὶ μὲ ζωηροὺς χαρακτήρας- κατώρθωσε νὰ πείση τὴν γραίαν, τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος (σημειώσατε ὅτι ἡ μήτηρ καὶ ἡ κόρη ἔδωκαν καὶ ξενίαν ἀκόμη εἰς τὴν μητέρα τοῦ φονέως), νὰ τὴν πείση, λέγω, καταβάλλουσα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου αὐτή, ν' ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς τὴν Χαλκίδα, μὲ σκοπὸν νὰ ἐνεργήσωσιν ἀπὸ κοινοῦ πλησίον τῆς Εἰσαγγελίας, τοῦ Δικαστηρίου καὶ τῶν Ἐνόρκων ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἢ τῆς ἀθωώσεως τοῦ ὑποδίκου. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν κόρην, «τὴν Καρίκλειαν», αὔτη ἐδήλωσεν ὅτι ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ «ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω», μόνον ποτὲ δὲν θὰ θέληση τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιμᾶ νὰ μένη ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα.

Ἐπῆγαν ὁμοῦ, αἱ δυὸ γραῖαι, κ' ἔμειναν εἰς Χαλκίδα τρεῖς μήνας, κατοικοῦσαι εἰς τρώγλην, εἰς ἕνα τουρκόσπιτον - κοντὰ εἰς τὰ Ἐβραίικα, παρὰ τὴν Ἄνω Πύλην τοῦ φρουρίου. Καὶ καθημερινῶς ἡ Χαδούλα ἐπήγαινεν εἰς τὰς εἰρκτᾶς, τὰς πρωινὰς ὥρας, κατὰ τὴν ἔξοδον τῶν φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως ἀπὸ τὴν Πορταΐταιναν, ἥτις ὅμως ἐκάθητο ἀντικρὺ τῆς εἰρκτῆς κ' ἐπερίμενε, μὴ θέλουσα νὰ ἰδῆ κατὰ πρόσωπον τὸν φονέα. Διερχόμεναι ἔξω ἀπὸ τὸν μέγαν καὶ ἄκομψον παλαιὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἔκαμναν τὸν σταυρόν των, καὶ ἡ μήτηρ ἔφερεν εἰς τὸν ὑπόδικον σιμίθια καὶ σύκα καὶ σαρδέλες, καὶ καπνὸν διὰ τὴν πίπαν του. Καὶ μέσα εἰς τὴν βαθείαν τσέπην τοῦ φουστανιοῦ της, κρυφά, εἶχε χωμένην μικρὰν φιαλίδα μὲ ρώμι ἢ ρακί, πρὸς παρηγορίαν τοῦ φυλακισμένου.

Ἀλλὰ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἐβδομάδος διὰ τῆς Ἄνω Πύλης τοῦ φρουρίου ἐξήρχοντο κ' ἔβλεπαν κρεμάμενα ἐκεῖ, εἰς τὸν σκοτεινὸν πυλώνα, τὴν κνήμην τοῦ «Ἕλληνος γίγαντος», καὶ τὸ «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, ἐπιφυλαττόμεναι, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπτον μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα, νὰ διηγῶνται κ' αἱ δυὸ τὸ πράγμα εἰς τὰ ἐγγόνια των. Εἴτα διηυθύνοντο κατὰ τὴν συνοικίαν Σουβάλαν, ἢ κατὰ τὸν Ἅγιον Δημήτριον, κ' ἐπεσκέπτοντο τὸν Εἰσαγγελέα, ὅστις διὰ τοῦ γραφέως τοῦ τὰς ἀπεδίωκε, καὶ τοὺς δικαστάς, οἵτινες ἐνίοτε κατεδέχοντο νὰ γελώσι μαζί των.

Τέλος ὅταν ὡρίσθη ἡ δίκη, ἐζήτησαν νὰ πλησιάσουν τοὺς ἐνόρκους, οἵτινες εἶχον ἔλθει, ἄλλοι φουστανελάδες, ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωρία, ἄλλοι βρακάδες, ἀπὸ τὰς νήσους καὶ τὰ παραθαλάσσια. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὑπέσχετο χιλίων λογιῶν δῶρα εἰς ὅλους, καὶ θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ τὰ δώση, ἂν εἶχε· μοσχάτα κρασιά, ὡραῖα λάδια «κεχριμπάρι», ἀστακοουρές, παστὰ κεφαλόπουλα, αὐγοτάραχα, ξεροχτάποδα, ἐκλεκτὰ σύκα, καὶ πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ παράγη ἡ νῆσος της.

Εἰς ἕνα τῶν ἐνόρκων, ἄνθρωπον κίτρινον καὶ βήχοντα, ὅστις ἐφαίνετο νὰ πάσχη, ὑπεσχέθη αὐτὴ νὰ τὸν ἰατρεύση, μ' ἕνα μαντζούνι ποὺ ἤξευρεν. Ὄλ' αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσμά. Ἐναυάγησαν ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συμπεθεριὰ μεταξὺ τῆς μητρὸς τοῦ φονέως καὶ τῆς χήρας τοῦ θύματος.

Τώρα ἀνάγκη ἧτο νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ τὰ ὀλίγα χρήματα τῶν εἶχον ἐξαντληθῆ, καὶ ὅσα εἶχον κομίσει μέθ' ἑαυτὸν καὶ ὅσα εἶχε στείλει ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀμέρσα ξενοδουλεύουσα καὶ ὑφαίνουσα εἰς τὴν πατρίδα. Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ μάτην παρεκάλεσεν ὅσα πλοῖα ἔβλεπεν ἐτοιμαζόμενα νὰ πλεύσωσι πρὸς τὸν Μαλιακὸν κόλπον ἢ πρὸς τὴν Ἰστιαίαν, νὰ παραλάβωσιν τουλάχιστον τὴν Πορταΐταιναν, ὡς γεροντοτέραν καὶ ἀσθενεστέραν -αὐτὴ διὰ τὸν ἑαυτὸν τῆς εἶχε τὸ σχέδιόν της- ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ διάφοροι κυβερνῆται ἀπήτουν ὄχι μόνον τὸν ναῦλον, ἀλλὰ νὰ ἔχη καὶ τρόφιμα ἡ ἐπιβάτις, καὶ ἂν τὴν ἄφηναν εἰς τὴν Στυλίδα ἢ τοὺς Ὠρεούς, ἂς κάμη καλὰ νὰ εὔρη πλοῖον διὰ τὴν πατρίδα τῆς - ἐξεμυστηρεύθη τὸ σχέδιόν της εἰς τὴν Πορταΐταιναν.

- Ἐγώ, εἶπεν, εἶμαι ἱκανὴ νὰ πάω στεριά, μὲ τὰ ποδάρια μου, ἀποδῶ ὡς τὴν Ἁγίαν Ἄννα -λένε πὼς εἶναι δυὸ μέρες δρόμος- κ' ἐκεῖ θὰ βροῦμε τὸ ταχύπλο, τὸ δικό μας ποὺ θά μας γνωρίση ὁ καπετᾶν Πετσερέλος, ὁ ταχυδρόμος, καὶ θά μας πάρη. Τὰ ἔξοδά μου στὸ δρόμο θὰ τὰ οἰκονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι ἀγριολάχανα, κι ὅποια χριστιανὴ βρῶ κ' ἔχη τὸ παιδὶ τῆς ἄρρωστο, ἢ τὸν ἄνδρα της, θὰ τῆς κάμω ψευτογιατρικᾶ νὰ βοηθήσω τὸν ἄνθρωπό της, νὰ τὴν ὑποχρεώσω... Μπορεῖς ἐσύ; Βαστοῦν τὰ κότσια σου;

- Τί θὰ κάμω; μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἀπήντησεν ἡ Πορταΐταινα. Καλύτερα νὰ πᾶμε συντροφιά, ὅπως ἤρθαμε.

Κ' ἐξεκίνησαν. Ἡ Χαδούλα ἔκαμεν ὅπως εἶπε, μόνον πὼς ἀργοπόρησαν περισσότερον εἰς τὸν δρόμον, ἕνεκα τῆς βραδυπορίας τῆς Πορταΐταινας. Κ' ἐπέτυχε μάλιστα ὑπὲρ τὰς ἐλπίδας της. Ὅταν, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχε καὶ περρίσευμα ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν. Ἔφερεν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐξ ὅσων τῆς ἔδιδον δι' ἀμοιβὴν τῶν ἐκδουλεύσεών της, ἕναν σάκκον μὲ σίτον, ὡς μίαν ὀκᾶν τυρίου, δυὸ ὄρνιθας, ἕνα μάλλινο χράμι, τὸ ὁποῖον τῆς ἐχάρισαν, καὶ ὀλίγας δραχμὰς μετρητά. Ἐκ τούτων ἐπλήρωσε γενναιοφρόνως καὶ τὸ ναῦλον τῆς Πορταΐταινας, διὰ νὰ ὑπάγη κι αὐτὴ εἰς τὴν ἑστίαν της.

Ὅλα ταῦτα τὰ ἐνθυμεῖται καλῶς ἡ Ἀμέρσα, ἐπειδὴ ἡ μάννα της δὲν εἶχε παύσει νὰ τὰ διηγῆται ἔκτοτε. Τώρα, εἶχον παρέλθει δώδεκα ἔτη, ὁ ἀδελφὸς τῆς εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὰς φυλακάς, ὁ πατήρ της πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀποθάνει, ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς δὲν ἐπανῆλθον ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ὁ μικρὸς ὁ Γιωργάκης κ' ἐκεῖνος εἶχε πάρει μεγάλα πέλαγα, ἡ Κρινιῶ κι αὐτὴ εἶχε μεγαλώσει, ἡ Δελχαρῶ εἶχε γεννήσει καὶ πάλιν κόρην, κι αὐτή, ἡ Ἀμέρσα, εἶχε μείνει γεροντοκόρη.