Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη)
Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, ήτοι το άνθος και αναγκαίον αυτής
Συγγραφέας:
Κεφάλαια ρνθ΄ ως ρζα΄
Βλέπε Ιωαννίκιος Καρτάνος, Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, Φιλολογική επιμέλεια: Ελένη Κακουλίδη-Πάνου. Γλωσσικό επίμετρο: Ελένη Καραντζόλα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000.



Πως εγεννήθη ο Χριστός και που Κεφ. ρνθ΄

[Επεξεργασία]

Και όταν έσωσαν εις το σπήλαιον, τότες ο Ιωσήφ έβαλεν το βόδι και το γαδούρι μέσα εις τούτο το σπήλαιον. Και εις τούτον τον τόπον έβαλεν και την Μαρίαν την Παρθένον και εγέννησεν τον Υιόν και Λόγον του Θεού. Και ήτον παρθένος και μετά την γέννησιν πάλιν παρθένος έμεινεν. Και σιμώνοντας η ώρα να γεννηθεί ο Χριστός, ήλθεν από τους ουρανούς μέγα φως και οι ακτίνες του έλαμπαν και έδειχναν την γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και ο Ιωσήφ εγνώρισε τούτο, ότι θέλει να γεννήσει η Θεοτόκος και έτρεξεν γλήγορα εις τα σπίτια των αρχόντων γυρεύοντας μάμμη δια να έλθει να πιάσει την Μαρίαν την Θεοτόκον να γεννήσει. Και παγαινάμενος ο Ιωσήφ εκατέβη ένα φως αγγελικόν και έλαμψεν το γύρο εις την Θεοτόκον και αειπαρθένον Μαρίαν με ένα πλήθος αγγέλων, οι οποίοι την υπηρετούσαν με μεγάλην ευλάβειαν. Kαι έτσι ήλθεν ο Ιωσήφ με τες μάμμες και εγέννησεν τον υιόν της τον μονογενήν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και σωτήρα του κόσμου. Και όταν εγεννήθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, εκεί ήσαν ψαλμοί και υμνωδίαι από τους αγγέλους και αρχαγγέλους, οι οποίοι επροσκυνούσαν και εδόξαζαν και έλεγαν τον τρισάγιον ύμνον και έλεγαν: Χαρά εν τω ουρανώ και εν τη γη και ειρήνη εν τοις ανθρώποις. Και τούτη η αγία γέννησις έγινεν εις τες είκοσι πέντε του Δεκεβρίου. Και γυρίζοντας ο Ιωσήφ να έλθει με τες δύο μάμμες εις το σπήλαιον, ηύρε και ήτονε γεννημένος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Και παρευθύς ο Ιωσήφ τον επροσκύνησε, και οι μάμμες έστεκαν έξω από το σπήλαιον και δεν ήβλεπαν μήτε ημπορούσαν να σεβούν μέσα εις το σπήλαιον από την πολλήν λάμψιν οπού είχεν. Και τότες λέγει ο Ιωσήφ της Μαρίας της Θεοτόκου: Εγώ σου έφερα δύο μάμμες, την Σαλώμην και την Γελώμην, και στέκουν έξω και δεν ημπορούν να σεβούν μέσα από τούτην την πολλήν λάμψιν. Και η Θεοτόκος λέγει του Ιωσήφ: Τι έχεις και ε-σκοτίσθης; Και αυτός της λέγει: Μη σου φαίνεται παράξενο αν εσκοτίσθηκα από την πολλήν λάμψιν. Και τότες η Θεοτόκος όρισε ότι να σεβεί η Γελώμην μοναχή και όχι με την Σαλώμην. Και τούτη η Γελώμη ηθέλησε να υπάγει να πιάσει την Μαρίαν την Παρ-θένον, ώσπερ έναι η συνήθεια να πιάσει την λεχώναν και να κάμει όσα είναι της φύσεως των γυναικών. Και ψηλαφώντας την ηβλέπει και έναι παρθένος ώσπερ ήτον, και δεν επαρηνόχλησε μήτε έφθειρεν το πυρ της θεότητος την μήτρα της Παρθένου, αλλά παρθένος ήτον και παρθένος έμεινεν. Και τότες η μάμη τούτη η Γελώμη εδόξασεν τον παντοδύναμον και πανοικτίρμονα Θεόν εις το παράδοξον και μέγα θαύμα όπερ είδεν εις την αγίαν Μαρίαν την Θεοτόκον, ότι εγέννησεν υιόν και μήτε πόνον εγροίκησεν μήτε την μήτραν της άνοιξεν, αλλά πάλιν παρθένος ήτονε και τα βυζία της γεμάτα γάλα. Και ηκούγοντας τούτους τους λόγους η άλλη μάμμη, ήγουν η Σαλώμη, οπού έστεκεν εις την έξω μερίαν του σπηλαίου, λέγει: Δεν έναι δυνατόν αυτό οπού λέγει αυτή, αν δεν ιδώ ατή μου να την ψηλαφήσω. Και η Θεοτόκος της λέγει: Έλα μέσα ιδές με. Και έτσι εσέβη και αφήνει την και ψηλαφά την. Και βάνοντας το χέρι της η μάμμη η Σαλώμη δια να την ψηλαφήσει, εξεράσθη. Και τότες εφώναξεν μεγάλως και έκλαυσεν την αμαρτίαν της και την απιστίαν οπού είχεν. Και λέγει της Μαρίας της Παρθένου και Θεοτόκου: Ω Κυρία, ελέησόν με. Και παρευθύς φαίνεται ένας άγγελος λαμπροφορεμένος και λέγει της:Σαλώμη, άπιστη της γεννήσεως τούτης οπού έκαμε τούτη η Παρθένος Μαρία, οπού εγέννησε τον ποιητήν πάσης κτίσεως και ελευθερωτήν των ψυχών πάντων των ορθοδόξων χριστιανών και όσοι πιστεύσουν εις αυτόν, ας είσαι συγχωρημένη και μην είσαι άπιστη, αλλά πιστή, διότι είδες και εψηλάφησες. Kαι σύρε εις το παιδίον αυτό και προσκύνησέ το και θέλει σου υγιάνει το χέρι, διότι αυτός έναι ο Υιός και Λόγος του Θεού και αυτός έναι οπού ήλθεν να ελευθερώσει πάσα χριστιανόν από τας χείρας του διαβόλου. Και ει τις τον πιστεύει ότι έναι Υιός και Λόγος του Θεού θέλει σωθεί και θέλει υγιάνει από πάσαν αρρωστίαν οπού να έχει. Και παρευθύς η μάμμη η Σαλώμη υπήγεν με μεγάλην ευλάβειαν εις το παιδίον και έπεσεν και επροσκύνησέ το και άπλωσε το χέρι της απάνω του και παρευθύς υγίανε. Τότες ούν η Σαλώμη επίστευσεν ότι ναι, αυτός έναι εκείνος ο Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος, και εβγήκεν έξω και εδίδαχνε μεγαλοφώνως εις όλους εις άνδρας τε και εις γυναίκες πως εγεννήθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και πως την υγίανεν. Και εις την διδαχήν της εμαζώνενταν πολλοί να την ηκούγουν τι λέγει. Και εις τούτο ήλθαν και οι βοσκοί οπού έβοσκαν τα πρόβατα εκεί το γύρο και λέγουν ότι ημείς είδαμεν πλήθος αγγέλων οπού ευχαριστούσαν τον Θεόν και έλεγαν: Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία. Και έλεγαν ότι σήμερον εγεννήθη ο Υιός και Λόγος του Θεού δια να λυτρώσει το γένος πάντων των χριστιανών οπού θέλουν πιστέψει εις αυτόν. Και είδαμεν και έναν άστρον έκλαμπρον πολλά, οπού είχεν παράξενον φως και ήλθεν εχτές εις την ώραν του εσπερινού και εκάθησεν απάνω εις το σπήλαιον και εστάθηκεν έως το πρωί και η λάμψις αυτή η μεγάλη και φρικτή οπού είχεν δεν δηλοί άλλο, μόνον μεγάλου βασιλέως γέννησιν. Και τούτος έναι εκείνος οπού λέγεις και διδάσκεις ότι έναι ο Υιός του Θεού, οπού μέλλει να λυτρώσει τας ψυχάς ημών των πιστευόντων εις αυτόν. Και το ομοίως εφάνηκεν και των αλλουνών βοσκών οπού ήσαν πλέον μακρύτερα από αυτούς και έβοσκαν τα πρόβατα, εφάνη τους ένα μέγα φως και άγγελοι πολλοί και έλεγάν τους: Μη φοβάστεν, αλλά χαίρετε, διότι σήμερον εγεννήθη εις την Βηθλεέμ ο Υιός και Λόγος του Θεού, οπού θέλει να λυτρώσει πάντας, και αμέτε να τον ευρείτε εις το σπήλαιον με την Μαρίαν την Παρθένον την μητέρα του, οπού τον εγέννησεν και έχει τον φασκιωμένον με παλαιά σκουτία και κομμένα, και προσκυνήσετέ τον ως Θεόν των απάντων.

Πως ο Υιός του θεού εγεννήθη εις την Βηθλεέμ και ο άγγελος εφανίσθη των ποιμένων, ήγουν των βοσκών Κεφ. ρξ΄

[Επεξεργασία]

Διηγείται ο άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής και λέγει ότι εκείνην την νύκταν οπού εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις την Βηθλεέμ, ήσαν ποιμένες εκεί εις ένα βουνό, οπού έβοσκαν τα πρόβατα. Και ο άγγελος του Θεού φαίνεται και λέγει τους: Χαίρετε πάντες εσείς, ότι έγινε εις εσάς μεγάλη χαράν και αγαλλίασις. Και οι βοσκοί ακούγοντας αυτόν τον λόγον ασηκώθησαν απάνω συχυσμένοι, διότι εκοιμούνταν, και δια την αλήθειαν οπού τους είπε ο άγγελος, μη φοβείσθε, αλλά χαίρεσθε και εσείς και πάντες, ότι ο Σωτήρ υμών ο λυτρωτής του κόσμου εγεννήθη εις την Βηθλεέμ, και δια να εγνωρίσετε ότι έναι έτσι αμέτε να ιδείτε εις την Βηθλεέμ, εις ένα σπήλαιον οπού τρων τα βόδια, και έναι φασκιωμένο με πανία. Και με τούτον τον λόγον ο άγγελος τους άφησεν. Και παγαινάμενος ο άγγελος, ηκούγουν οι βοσκοί ύμνον μέγαν και μεγάλην δοξολογίαν από τους αγγέλους, και έψαλλαν τον τρισάγιον ύμνον και εμοσκοβόλα ο τόπος όλος της Βηθλεέμ. Και όταν ήκουσαν οι βοσκοί τοιούτην δοξολογίαν εσυλλογίζονταν και είπαν: Ας υπάμε εις την Βηθλεέμ να ιδούμε τι έναι τούτο το πράγμα οπού έκαμε ο Θεός και οπού μας είπε. Και παρευθύς ήλθαν εις την Βηθλεέμ και ηυρίσκουν την αγίαν Θεοτόκον και τον Ιωσήφ με το παιδί εις την φάτνη των αλόγων. Kαι όταν είδαν το παιδί, παρευθύς οι βοσκοί έπεσαν και επροσκυνήσαν το και εγνώρισαν τότες εκείνο οπού ήκουσαν από τον άγγελον. Και έτσι επίστρεψαν με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν δοξάζοντας και υμνούντας τον Θεόν τον καταδεξάμενον γεννηθήναι εκ της αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Και εκείνην την ευλογημένην νύκταν οπού εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος, εμφανίσθησαν σημεία πολλά και διάφορα εις διαφόρους τόπους και χώρας, εις τρόπον ότι οι σοφοί και διδασκάλοι οπού τα είδαν έκριναν ότι έναι γέννησιν μεγάλου βασιλέως. Και τότες ενθυμήθησαν την προφητείαν του Βαλαάμ του μάντην, οπού είχεν ειπεί ότι μετά τριακοσίους τόσους χρόνους θέλει γεννηθεί άστρον από την ανατολήν και θέλει χαλάσει τους υιούς Μωάβ και θέλει βασιλεύσει εις τους αιώνας Και τούτο το άστρον είχεν φανεί και εις την Περσίαν, εις τον τόπον των Μάγων, και είχεν εμφανισθεί εις το Ιερόν του Διός και είχαν πέσει όλα τα είδωλα οπού ήσαν εκεί και εσυντρίφθησαν, και άλλα τίποτες σημεία πολλά, ως λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις τον λόγον οπού έκαμεν δια την γέννησιν του Χριστού. Και δια να ιδούν αυτά οι Μάγοι, ενθυμήθησαν την προφητείαν του Βαλαάμ και ήλθαν να ιδούν την γέννησιν αυτού του μεγάλου βα-σιλέως. Και το ομοίως έγιναν σημεία και εις την Ρώμην, ήγουν εκείνην την νύκταν όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγεννήθη, εβγήκεν μίαν βρύση η οποία έβγανεν καθάριον λάδι. Ακόμη είχεν ιδεί ο βασιλεύς εις τον ουρανόν ένα φως παράδοξον, και εις αυτό το φως έδειχνε μίαν παρθένος με ένα παιδόπουλο εις τες αγκάλες της και έλαμπε πλέον παρά τον ήλιον. Και θέλοντας ο βασιλεύς να μάθει την δηλοποίησιν τουτουνού του σημείου ερώτησε πολλούς να του ειπούν. Και η Σιβύλλα επροφήτευσεν και είπεν ότι εκείνο το σημάδι δείχνει ότι εγεννήθη ο βασιλεύς του κόσμου από μίαν παρθένον, και αυτός θέλει ορίσει τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν. Και τότες ο βασιλεύς έκαμε και εχαλάσαν του μίαν εικόναν οπού είχεν κάμει την τύπωσίν του, νομίζοντας ότι εις τον κόσμον δεν ήτονε άλλος βασιλεύς ουδέ θέλει γένει ώσπερ αυτόν. Kαι έκαμε και έκαμάν του άλλην εις τύπωσιν αυτηνού οπού εγεννήθη και έμελλεν να έλθει, επειδή αυτός έναι μεγαλύτερος βασιλεύς παρά όλους. Και τούτην την εικόνα την έκαμαν πολλά έμορφη και αυτός την επροσκύνα ώσπερ Θεόν ζώντα. Και την ώραν εκείνην οπού ο Χριστός εγεννήθη έβρεξεν εις όλον τον κόσμον, οπού πούπετες δεν είχεν μείνει οπού να μην βρέξει. Και όλοι οι ουρανοί έστεκαν ατάραχοι και οι ποταμοί εσταμάτησαν τρεις ώρες οπού δεν εκινούσαν τα νερά τους. Ακόμη όλοι οι αμαρτωλοί και οι σοδομίται τότες απέθαναν όλοι. Και τούτο ήτονε μέγα θαύμα περισσότερον παρά όλα, οπού η κιβωτός οπού ήτονε εις τα βουνά της Αρμενίας, ήγουν εκείνη οπού ήτονε ο Νώε με την φαμελίαν του μέσα εις τον καιρόν του κατακλυσμού, ώσπερ ηκούσετε όπισθεν εις το δεύτερον βιβλίον τούτο, και ήτονε τότες εις την γέννησιν του Χριστού παλαιά και χαλασμένη, και τότες οπού εγεννήθη ο Χριστός εξεβλάστωσεν και έκαμε κλωνάρια και φύλλα και άνθη και καρπόν ευμορφότατον, οπού ήτονε τόσον καιρόν παλαιά και διεφθαρμένη. Ακόμη εις τον τόπον της Μπαρμπαρίας εφάνη μίαν εικόνα εις τύπωσιν μιάς παρθένου με ένα παιδόπουλον εις τες αγκάλες της με κορόνα εις την κεφάλην του και έδειχνε τούτη η εικόνα ότι ήτονε ώσπερ παγότη παγωμένη, πλην δε δεν ηλλοιώνετον, αμή εδούρησε τριάντα τρεις χρόνους, έως εις τον καιρόν οπού εσταυρώθη ο Χριστός, και τούτη η εικόνα άρχισε και εχαλάτον φανερά τον καιρόν οπόταν άρχισαν οι Εβραίοι και έδερναν τον Χριστόν, και παθαίνοντας τα πάθη εχαλότον ολίγον κατ’ ολίγον, και όταν εσταυρώθη ο Χριστός αποχάλασε. Λέγουν οι ιστορίες των Ρωμάνων ότι έκτιζαν εις την Ρώμην μίαν εκκλησίαν μεγίστην και θαυμαστήν και ελέγαν την εκκλησίαν της Ειρήνης. Και εκεί εις εκείνην την εκκλησίαν οπού έκτιζαν, φαίνεται των μα-στόρων μίαν γραία και λέγει τους: Όταν η παρθένος θέλει γεννήσει, τότες θέλει χαλάσει τούτος ο ναός. Ηκούγοντας τούτον τον λόγον τον έγραψαν φανερά και εβάλαν τον εις την πόρταν απάνω του ναού και έγραψαν ούτως: Τούτος ο ναός δεν θέλει χαλάσει έως ότου να γεννήσει η παρθένος. Και μετά τριακοσίους χρόνους, την νύκταν εκείνην οπού εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εχάλασεν τούτος ο ναός ο περιβόητος και δυνατός και έπεσε όλος κατά κράτος και έγινεν έτσι ως καθώς είπεν και επροφήτευσεν εκείνη η γραία. Λέγει ο άγιος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων και ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς εις το χρονικόν της Ρώμης ότι ομπρός παρά να γεννηθεί ο Χριστός εφάνησαν απάνω εις τον ουρανόν τρεις ήλιοι και τρία φεγγάρια και δεν ήτονε μόνον ένα κορμί του ηλίου και ένα του φεγγαρίου. Τούτοι οι τρεις ήλιοι και τα τρία φεγγάρια εσημείωναν την αγίαν Τριάδαν, και το ένα κορμί του ηλίου και του φεγγαρίου εσημείωναν τον έναν και μόνον Θεόν τον αιώνιον. Ακόμη εις την γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού είδαν οι Ρωμάνοι έναν κύκλον εις τον ουρανόν, οποίος έδειχνε ώσπερ μίαν κορόνα χρυσή. Ακόμη ηυρίσκεται εις τες ιστορίες των Ρωμάνων ότι εις την περιοχήν των τριών Μάγων εκεινών οπού ήλθαν να προσκυνήσουν τον Χριστόν εμφανίσθησαν πολλά σημεία, και από τούτα ένας από τους Μάγους έκανε να του αναθρέψουν ένα πουλί και εμάθαινέ το εις το κιλάδισμα ότι να το ημερώσουν, και ήτονε όμορφο πουλί και η χρόα του πολυποίκιλη, και τούτο το πουλί εγέννησεν εις μίαν ώραν δύο αβγά και εκάθησε να τα γεννήσει καθώς έναι η συνήθεια των πουλίων, και ερχάμενος ο καιρός οπού ήθελαν να έβγουν τα πουλία, από το ένα αβγό εβγήκεν ένα αρνί και από το άλλο εβγήκεν ένα λεονταρόπουλον. Λοιπόν όλοι εθαυμάστηκαν το πράγμα αυτό, και μάλιστα ο Μάγος εκείνος οπού το ανάθρεφεν. Και εφοβούνταν όλοι το σημάδι αυτό και οι διδασκάλοι έλεγαν και υπόπτευαν ότι δια το αρνί θέλει γεννηθεί μίαν παρθέ-νον, ένας ταπεινός σιγαλός ωσάν αρνάκι, και δια το λεονταράκι εσημείωνε ότι τούτο το αρνί θέλει αναστήσει λεοντάρι. Και ο δεύτερος Μάγος είχεν έναν κήπον σπαρμένον πολλά έμορφον και είχεν μέσα και δένδρα κάρπιμα, οπού απ’ αύτα εμάζωνε το βάλσαμον. Και μέσα εις τούτα τα πολλά και έμνοστα φυτά οπού είχεν αυτός ο κήπος, είχεν και ένα δενδρόν έμορφον, οπού τινάς δεν το εγνώριζε δια τι τρόπον έναι καλόν, και έδειχνε ότι να το είχαν φέρει από την Ίντια. Και εις την κορυφήν τουτουνού του δενδρού είχεν εβγάλει άνθος και εμύριζεν έμορφα και η μυρωδία του και η χρόα του ήτονε από ρόδα. Και εις την μέσην τουτουνού του ρόδου εξεβλάστωσεν ένα μπουμπούκι στρογγυλόν, και εις αυτό έδειχνεν ότι αύξαινε ο σπόρος του την νύκταν την θαυμαστήν οπού ο Χριστός εγεννήθη. Και από τούτο το μπουμπούκι εβγήκεν ένα πουλί όμοιον ώσπερ ένα περιστέρι ασπρότατον και έλεγεν φωνήν αγγελικήν καθαράν, ότι εγεννήθηκεν από μίαν παρθένον ο Υιός του θεού, οποίος έναι αυθέντης του ουρανού και της γης και της θαλάσσου και πάσης κτίσεως. Και ο τρίτος Μάγος είχεν δια γυναίκα του μίαν αγίαν γυναίκα και ήτονε εγκαστρωμένη, και τη νύκτα εκείνη οπού εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τούτη η γυναίκα εγέννησεν ένα παιδί και τον να το εγέννησεν εστάθηκε ορθό εις τα ποδάρια του και εσύντυχεν και είπεν ότι εγώ εγεννήθηκα εις τούτον τον κόσμον δια να ειπώ πως εγεννήθηκεν ο Υιός και Λόγος του θεού από μίαν παρθένον άσπιλον και άμωμον και καθαράν, οποίος έλαβεν ανθρωπίνην σάρκαν υπό του Πνεύματος του αγίου και εσαρκώθη εις τούτην την αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον. Και τούτος θέλει ζήσει εις τούτον τον κόσμον τριάντα τρεις χρόνους και θέλει λάβει εμπτυσμούς και ραπισμούς και θέλει σταυρωθεί να λάβει τον θάνατον, δια να ελευθερώσει το γένος των χριστιανών. Και δια πίστωσιν δια τούτο οπού σας λέγω την αλήθειαν, εγώ είμαι να ζήσω εις τούτον τον κόσμον τριάντα τρεις χρόνους. Και ως καθώς είπε τούτο το παιδί έτσι και έγινεν, και έτσι το ηύρανε και επροφήτευσεν πολλά μέλλοντα πράγματα ομπρός παρά να απεθάνει. Λέγουν ότι εις εκείνον τον καιρόν ήσαν δύο δένδρα, οπού τα λέγουν εμπρίονοι εις εκείνην την γλώσσαν, και ήσανε υψηλά πήχες εκατόν. Και τινές ιδιώτες έλεγαν δένδρον του ηλίου το ένα και το άλλο το έλεγαν δένδρον του φεγγαρίου. Και εις τούτα τα δένδρα εκατοικούσαν οι διαβόλοι και τα εναέρια πνεύματα, τα οποία ει τις τους ερώτα τίποτες τους το έλεγαν. Και την νύκταν εκείνην οπού εγεννήθη ο Χριστός, το ένα δένδρον, οπού το έλεγαν του ηλίου, έχασεν την χάριν οπού είχεν, και το άλλο δένδρον του φεγγαρίου την νύκταν εκείνη οπού εσταυρώθη ο Χριστός άναψεν και εκαίγοτον, και τα δαιμόνια έφευγαν φωνάζοντας και ήτονε ανάγκη ότι να φύγουν απόκει, και όταν ο Θεός είχεν κάμει τον κόσμον είχαν πέσει από τους ουρανούς εις την γην, τότες οπού ηθέλησαν να γένουν όμοιοι τω Θεώ τω υψίστω. Και έτσι δια την γέννησιν του Υιού και την σταύρωσιν τα εδίωξεν από τούτα τα δύο δένδρα. Και όταν ανάτελνε ο ήλιος, η λάμψη του έγγιζεν εις την κορυφήν τουτουνών των δενδρών, και εταράζοντα όλα και έσκυφθαν και επροσκυνούσαν τον ήλιον. Και τότες οπού έσκυφθαν, ει τις έρχοτον να τα ερωτήσει δια ει τι υπόθεσιν ήθελεν, τους το έλεγαν τούτα τα δένδρα. Και τούτα τα δένδρα έκαναν μήλα μεγάλα, τα οποία εδουρούσαν έτσι χλωρά τριακοσίους χρόνους, οπού δεν εσέπονταν. Και από τούτα τα μήλα τινάς δεν ημπόρειε να πάρει απ’ αύτα αν δεν ήτονε παρθένος και καθαρός, ώσπερ το λέγει ο άγιος Αμβρόσιος ο Μεδιολάνων εις το χρονικό του.

Πώς εδώ είχανε μετρήσει όλα τα θαύματα και τα σημεία άπερ εφάνησαν όταν ο Χρι-στός εγεννήθη Κεφ. ρξα΄

[Επεξεργασία]

Την ώραν οπού εγεννήθη ο Χριστός εφάνησαν ως είπαμεν τα σημεία αυτά οπού ηκούσετε και ταύτα άπερ θέλετε ηκούσει. Φαίνεται έναν άστρον από την ανατολήν και ηβλέπουν τούτοι οι Μάγοι ότι είχεν έναν κύκλον χρυσόν και η χρόα του κόκκινη, και τούτος ο κύκλος ήτονε σιμά εις τον ήλιον. Ακόμη εκείνην την νύκταν είχεν γεννηθεί μίαν βρύση εις την χώραν της Ρώμης και έβγανε λάδι. Ακόμη τότες είχεν αγάπη όλος ο κόσμος και ήτονε υποτασσόμενος εις έναν αυθέντη, και μίαν πόρτα, οπού άνοιξεν μοναχή της. Ακόμη τότες εδιηγούνταν και τα κτήνη όλα, και θέλω να σας φανερώσω την αιτίαν αυτών των σημείων. Το άστρον δηλοποιεί τον Πατέρα Θεόν του ουρανού και της γης και φαίνεται εις τον Ιησούν οπού ήθελεν να έλθει εις τον κόσμον, οπού έναι αρχή εις όλους τους αγίους. Και ο κύκλος οπού εφάνη σιμά εις τον ήλιον, οπού είχεν την κόκκινην χρόαν, δηλοί τον Ιησούν, οπού έναι ήλιος της δικαιοσύνης, οπού ηθέλησε και έβαλεν την κορόναν την χρυσήν, και δια την χρόαν την κόκκινην οπού έχει αίμα δηλοί ότι θέλει κερδίσει την κορόναν του θανάτου, οπού έπαθε εις την σταύρωσιν. Και η βρύση οπού εγεννήθη με το λάδι δηλοποιεί την μεγάλην ελεημοσύνην του Χριστού οπού δείχνει εις τους αμαρτωλούς, δια τούτο εγεννήθη τούτη η βρύσις του Ιησού, ήγουν του λαδίου, δια να καταλάβουν ότι ο Θεός οπού εγεννήθη ήτον εκείνη η βρύση της δικαιοσύνης. Και η αληθινή αγάπη οπού ήτονε εις όλον τον κόσμον, ήτον ο αυθέντης εκείνος ο ένας, οπού όριζε τότες τον κόσμον. Και η πόρτα οπού άνοιξεν ήτον ένας Θεός, οπού άνοιξεν την πόρταν του Παραδείσου δια τον άνθρωπον οπού έπλασεν. Και εκείνοι οπού δεν επίστευαν τον Θεόν απέθαναν και επαρομοίασαν εις εκείνους οπού λέγουν ότι δεν θέλομεν ότι ετούτος να βασιλεύσει εις ημάς. Και τα κτήνη οπού εδιηγούνταν ήσαν οι άνθρωποι, οπού εδιηγούνταν εκείνοι του πλήθους οπού επίστευσαν εις το όνομα του Θεού, οπού ήσαν αλλογενείς και επίστρεψαν. Τούτα όλα τα πράγματα ήσαν εις την γέννησιν του Χριστού, έπειτα ήλθαν τρεις βασιλείς από το μέρος του κόσμου, οπού ήθελαν να προσκυνήσουν την πίστιν του Χριστού. Και ο κόσμος έναι διαμερισμένος εις τρία μερτικά, ήγουν Ασία, Άφρικα και Ευρώπη. Και έπειτα υπήγε εις την Αίγυπτον, οπού ήτονε άγρια, δια να δείξει την ταπείνωσίν του. Και έτσι ώσπερ ο Μωυσής έβγαλε το πλήθος του Ισραήλ έξω από την Αίγυπτον από τας χείρας του Φαραώ και υπήρε το εις την χώραν οπού τους έταξεν, έτσι και ο Υιός του Θεού ελευθέρωσε τον άνθρωπον, οπού ήτονε πλάσμα του, από τας χείρας του διαβόλου και ήφερέ το εις την βασιλείαν των ουρανών. Και μετά επτά χρόνους επίστρεψε εις την Ιερουσαλήμ δια να παρομοιάσει των επτά χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος, διότι τότες είχεν απεθάνει ο Ηρώδης και ο Αρχέλαος, οπού τον είχεν αφήσει να βασιλεύει εις την Ιερουσαλήμ. Και τι έκαμε αυτός ο Ηρώδης ο ασεβέστατος; Λέγουν ότι όταν ήτονε ο καιρός και είδε ότι απεθηνίσκει και υπάγει εις την αιώνιον Κόλασιν, ητοίμασεν αυτόν τον κάκιστον Αρχέλαον ότι να μάσει όλους τους πρώτους της Ιερουσαλήμ, και όταν δώσει τον κακόν του θάνατον ο Ηρώδης τότες να σκοτώσει όλους τους πρώτους, διατί ήξευρε ότι όλοι του ήθελαν κακόν και όταν απεθάνει ήθελαν χαρεί, και δια τούτο λέγει να κάμω ότι να με κλαίγουν όλοι όταν απεθάνω και μη θελών. Και έτσι το έκαμεν και εσκότωσέ τους. Και έκλαιγαν τότες όλοι της Ιερουσαλήμ, όχι δια τον Ηρώδη, αλλά δια τους εδικούς τους. Λοιπόν όταν εψόφησαν τούτοι, ο Ηρώδης και ο Αρχέλαος, τότες εφάνη ο άγγελος εις την Αίγυπτον του Ιωσήφ και είπε του ότι να πάρει την Θεοτόκον και το παιδί και να γυρίσει εις την Ιερουσαλήμ, διότι απέθαναν οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου. Και τη τρίτη ημέρα αφού εγεννήθη ο Χριστός, η Θεοτόκος Μαρία εβγήκεν έξω από το σπήλαιον και πάλιν εσέβη, και έβαλεν τον υιόν της εις την μέσην του βοδίου και του γαδουρίου, και το παιδίον ήβλεπε τα ζώα και εκείνα έστεκαν με μεγάλην τιμήν και επροσκυνούσαν το και έτρωγαν και έστεκαν τον περισσότερον καιρόν γονατισμένα ομπρός του. Και τότες ετελειώθη η προφητεία του Ησαΐου του προφήτου οπού λέγει: Έγνω βους τον κτίσαντα και όνος την φάτνην, ήγουν το βόδι εγνώρισε εκείνον οπού το έκαμε και ο γάδαρος τον τόπον του αυθεντός του. Και ετελειώθη και η προφητεία του Αββακούμ του προφήτου, οπού είπεν εις την τετάρτην ωδήν: Εν μέσω δύο ζώων γνωσθήσει, ήγουν εν μέσω δύο ζώων θέλει γνωρισθεί ο Υιός του Θεού. Και εις τούτον τον τόπον εστάθηκεν η Θεοτόκος και αειπαρθένος Μαρία άλλες τρεις ημέρες και τη έκτη ημέρα εβγήκε και υπήγε εις την Βηθλεέμ, στέκοντας και ο Ιωσήφ εις την Βηθλεέμ ομού με την αγίαν Θεοτόκον Μαρίαν, και τη ογδόη ημέρα αφού εγεννήθη ο Χριστός τον ήφεραν εις τον ναόν και επεριετμήσαν τον καθώς ήτονε συνήθεια των Εβραίων κατά τον νόμον του Μωυσέως και έβγαλάν του όνομα Ιησούν, ως καθώς του είχεν ειπεί ο άγγελος. Και τούτη η αγία περιτομή ήτονε εις την πρώτην του Ιανουαρίου. Και έπειτα εσταμάτησαν εις την Βηθλεέμ έως έναν χρόνον. Και μετά σαράντα ημέρας αφού εγεννήθη ο Χριστός, οπού εξεκαθάρισε η Θεοτόκος καλά και ήτονε καθαρά και παρθένος, υπήγανε με τον Ιησούν εις τον ναόν εις την Ιερουσαλήμ, και εις τον ναόν εκείνον, ήγουν εις το ιερόν, ήτον ένας άγιος άνθρωπος, οπού ήτονε εκατόν τριών χρονών ονόματι Συμεών. Και τούτος είχεν παρακαλέσει τον Θεόν ότι να μην απεθάνει εάν δεν αγκαλιάσει τον Υιόν του Θεού εις τες αγκάλες του. Και όταν ηβλέπει και φέρνουν το παιδί εις τον ναόν, εγνώρισέ το ότι έναι ο Υιός και Λόγος του Θεού και επίασέ το εις τες αγκάλες του και είπε μεγαλοφώνως και μετά δακρύ-ων: Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη και τα εξής. Και τότες λέγει και της Θεοτόκου Μαρίας ο Συμεών: Και σου την καρδίαν, άφθορε, ρομφαίαν διελεύσεται, ήγουν από τούτον θέλεις πικραθεί και θέλεις λυπηθεί πολλά εις την καρδίαν, ώσπερ να σου ήθελαν βαρήσει με ένα σπαθί. Και ευλόγησέ τους ο Συμεών. Και εκεί εις τον ναόν ήτονε η Άννα η προφήτις, η θυγατέρα του Φανουήλ του προφήτου, και τούτη ήτονε παλαιά και ήτονε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνους μετά την παρθενίαν της, έπειτα απέθανεν, και από τότες ήτονε χήρα έως ογδοήντα τέσσαρεις χρόνους, οπού δεν εβγήκεν ποτέ της από τον ναόν, μόνον εδούλευεν νύκτα και ημέρα τον ναόν με δάκρυα και νήστειαν και προσευχήν ακατάπαυστον. Και τούτη ήλθεν απάνω εις εκείνην την ώραν οπού είχεν έλθει η Θεοτόκος με τον Ιησούν και έπεσε και επροσκύνησέ τον τον Χριστόν και επροφήτευσεν και είπεν δια τον Χριστόν όλα εκείνα άπερ έμελλεν να πάθει από τους Εβραίους, και πως αυτός θέλει λυτρώσει το γένος του Ισραήλ και η Μαρία η Θεοτόκος τα έβανεν όλα εις τον νουν της και επεφύλαγέ τα μέσον της. Και αφού έσωσαν όλες τες ευχές και εκείνα άπερ είχανε συνήθεια να κάνουν κατά τον νόμον του Θεού, τότες εγύρισαν εις την Ναζαρέτ εις το σπίτι τους εκείνο οπού εκατοικούσαν. Και ερχάμενοι εις το σπίτι εις την Βηθλεέμ, έθρεφε το παιδί αυτή η Θεοτόκος με το γάλα της και εφάσκιωνέ το και έβρεχέ το με το γάλα της η αγία Θεοτόκος, και ποτέ της δεν ηθέλησεν να αφήσει καμίαν μάμμη να το αναθρέψει ή να το βυζάσει ή να το φασκιώσει, μόνον ατή της. Και το παιδίον ήτονε σιγαλόν, φρόνιμον, τακτικόν και εις την θροφήν του ήτονε μεμετρημένον και πάντοτε έστεκεν ειρημένον, οπού ποτέ του δεν επείραζεν την μάνα του ώσπερ είναι τα άλλα παιδία, και κανέναν γείτοναν δεν ελύπησεν ποτέ του. Σώνοντας ο Ιησούς εις καιρόν ενού χρονού και δεκατριών ημερών, ο Ηρώδης εβασίλευεν τότες εις την Γαλιλαίαν . Και εις εκείνον τον καιρόν ήλθανε και οι τρεις Μάγοι από την Ανατολήν δια να προσκυνήσουν τον Χριστόν και έσωσαν τότες εις την Ιερουσαλήμ, και εκεί ερωτούσαν που εγεννήθη εκείνος οπού θέλει να έναι βασι-λεύς των Ιουδαίων, διότι ημείς είδαμεν το άστρον του εις την Ανατολήν και ήλθαμεν να τον προσκυνήσομεν. Και τούτοι οι Μάγοι είχαν έλθει με πολλούς ανθρώπους, και ο Ηρώδης όταν ήκουσεν τούτο εταράχθη και όλη η Ιερουσαλήμ ομού μετ’ αυτόν. Και έκραξεν όλους τους πρώτους και τους διδασκάλους και ερώτησέ τους που λέγουν οι Γραφές ότι θέλει γεννηθεί ο Χριστός και είπαν του ότι εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι έναι γραμμένον υπό του προφήτου: Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσι, εκ σου γάρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ, ήγουν εσύ Βηθλεέμ, γη του Ιούδα, δεν θέλεις γένει ολιγότερη από τους βασιλείς και από σένα θέλει έβγει βασιλεύς, οποίος θέλει ποιμάνει τον λαόν μου του Ισραήλ. Και τότες ο Ηρώδης έκραξεν τους Μάγους κρυφά δια να μάθει κα-θολικά απ’ αυτούς που γεννάται ο Χριστός και πόσος καιρός έναι οπού εγεννήθη και πότε είδανε τον αστέρα. Και τότες τους πέβει εις την Βηθλεέμ και λέγει τους: Αμέτε και ευρέτε τον, και όταν τον προσκυνήσετε ελάτε να μου το ειπείτε δια να υπάγω και εγώ να τον προσκυνήσω. Και αυτός ο σκύλος ο ασεβής δεν ήθελεν πως να τον προσκυνήσει, αμή ήθελεν να μάθει που έναι δια να τον σκοτώσει, τον Θεόν ήθελεν να σκοτώσει ο αλιτήριος. Και οι Μάγοι δεν ήξευραν την στράταν να έλθουν από την ανατολήν από την Περσίαν εις την Ιερουσαλήμ, μόνον έναν άστρον ήτονε ομπρός τους, οπού τους έδειχνεν νύκτα και ημέρα την στράταν. Και όταν είχαν σώσει εις την Ιερουσαλήμ, αυτού το είχαν χάσει, και πάλιν όταν εκίνησαν από την Ιερουσαλήμ, οπού τους έπεψεν ο Ηρώδης, πάλιν τότες τους εφάνη το άστρον και υπήγαινεν ομπρός τους και υπήγε έως την Βηθλεέμ και εκάθησεν απάνω εις το σπήλαιον εκεί οπού ήτονε ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος και το παιδί, και έτσι εσέβησαν οι Μάγοι και ηύραν το παιδίον με την μητέρα αυτού και έπεσαν και επροσκύνησάν το και άνοιξαν τους θησαυρούς αυτών και εδώσαν του χαρίσματα οπού του εβαστούσαν, χρυσόν και λίβανον και σμύρνα, και επληρώθη η προφητεία του Δαβίδ του προφήτου, οπού λέγει εις τον εβδομηκοστόν πρώτον αυτού ψαλμόν: Βασιλείς Αράβων και Σαββά δώρα προσάξουσιν και προσκυνήσουσιν αυτόν. Και στέκοντας οι βασιλείς γονατισμένοι κατέμπροσθεν αυτού του παιδίου, ήγουν του Ιησού Χριστού, εκεί οπού το επίασαν άπλωσε το χέρι του και έβαλέ το εις την κεφάλη τους και εβούλωσεν ενός εκάστου εκεί οπού τους έγγιξεν και είναι έως την σήμερον και φαίνονται βουλωμένες αι κεφαλαί αυτών. Και τούτο λέγουν ότι ήτονε εις τες δεκατέσσαρεις ημέρας αφού εγεννήθη ο Χριστός. Και τινές λέγουν ότι ο αστήρ οπού εφάνη των Μάγων εις την Περσίαν εγεννήθη την ώραν εκείνην οπού εγεννήθη ο Χριστός. Και πάλιν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι εγεννήθη, ήγουν ο αστήρ οπού εμφανίσθη των Μάγων είχεν εμφανισθεί ομπρός παρά την γέννησιν του Χριστού, διότι εμέτρησεν ο Θεός τον καιρόν να έναι τόσος όσον ότι να έλθουν οι Μάγοι εις την Βηθλεέμ την ώραν εκείνην οπού θέλει γεννηθεί ο Χριστός, και άλλοι λέγουν ότι εις τέσσαρεις ημέρας ήλθαν οι Μάγοι αφού εγεννήθη ο Χριστός. Και ο μέγας Επιφάνιος λέγει εις το βιβλίον των Παναρίων ότι εις δύο χρόνους και εισέ σπίτι ήλθαν και επροσκύνησαν οι Μάγοι τον Χριστόν. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλιν λέγει ότι οι Μάγοι ηύραν τηνΘεοτόκον με το παιδί τον Ιησούν Χριστόν εις καλύβι, και αλλαχού λέγει και το καλύβι σπήλαιον, διότι λέγουν τινές διδασκάλοι ότι ένα χρόνον και δεκατρείς ημέρες ή και πλεότερον δεν ήθελεν κάθεσταιν η Θεοτόκος εις το σπήλαιον, αμή ήτονε εισέ σπίτι. Και άλλοι λέγουν ότι δεν ηύρισκε σπίτι να κατοικήσει, διότι ήσαν πολλοί εις την Βηθλεέμ διατί είχαν μαζωχθεί όσοι είχαν γεννηθεί εκεί δια να υπογραφτούν κατά τον oρισμόν του Καίσαρος Αυγούστου, οπού ήλθεν ο Κυρήνιος να τους υπογράψει, και δια να μην έχει κατοικίαν λέγουν ότι έστεκεν εις το σπήλαιον. Και αυτό λέγει ο Χρυσόστομος σπίτι και σπήλαιον ομού. Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι όταν υπήγαν οι Μάγοι και ηύραν τον Χριστόν με την μάνα του την Μαρίαν την Παρθένον, όταν τον επροσκύνησαν και εδώσαν του τα χαρίσματα, τον επίασεν πάσα ένας από τους Μάγους τον Χριστόν εις τα χέρια τους και εκαταφιλούσαν τας πόδας και τας χείρας αυτού και ο Χριστός εγέλα. Και είχαν με του λόγου τους έναν αζωγράφον δια να ζωγραφίσει την όψιν της Θεοτόκου και του παιδίου. Και έτσι το έκαμαν. Και όταν εφανίσθη ο άγγελος και τους είπεν ότι να μην υπάνε εις τον Ηρώδη, αμή να υπάν απ’ άλλην στράταν, τότες υπήραν άλογα καλά και εκαβαλίκεψαν και υπήγαν απ’ άλλην στράταν, ως καθώς τους είπεν ο άγγελος. Και δεν εφοβήθησαν τον Ηρώδη, έχοντας την πίστιν καθαράν προς τον γεννηθέντα Χριστόν. Και παγαινάμενοι εις την στράταν ερώτα ένας τον άλλον δια το παιδί, πως τους εφάνησαν. Και ο ένας Μάγος είπεν ότι εγώ το επίασα και εφάνη μου ως ενού χρονού παιδίον και ο άλλος είπεν ότι εμένα μου εφάνη ως τριάντα χρονών και ο τρίτος είπεν ότι εμένα μου εφάνη ως γέρος πεπαλαιωμένος. Και εθαυμάζονταν εις την εναλλαγή της όψεως, οπού τους εφανερώθη. Λοιπόν όταν είδε ο Ηρώδης ότι οι Μάγοι τον ενέμπαιξαν και εγελάσαν τον, έστειλεν και εσκότωσαν δεκατέσσαρεις χιλιάδες παιδία από δύο χρονών και κάτου, δια να ημπορέσει να σκοτώσει και τον Θεόν. Τόση γνώσιν είχεν, αλλ’ αστόχησεν ο άθλιος, μόνον όσο οπού έκαμε τον φόνον, αμή το θέλημά του δεν έγινεν.

Πως οι Μάγοι εγύρισαν οπίσω απ’ άλλην στράτα και δεν υπήγαν από το σπίτι του Ηρώδου δια τον φόβον Κεφ.ρξβ΄

[Επεξεργασία]

Πιστεύοντας ο Ηρώδης ότι οι Μάγοι θέλουν γυρίσει απ’ αυτόν, τους ανάμενε. Και όταν ήκουσε ότι υπήγαν και αυτός έμεινεν γελασμένος απ’ αυτούς, διότι έκαμαν άλλην στράταν, έστειλε το αποταχία καβαλαραίους πολλούς κατόπισθεν αυτών και δεν ημπόρεσαν να τους σώσουν, αμή του είπαν ότι εσέβησαν εις ένα ξύλον εις την Ταρσίαν, και αφού εγύρισαν οι καβαλαραίοι εις τον Ηρώδην είπαν του την αιτίαν, και αυτός εσπληνίσθη πολλά και έβαλεν εις το νου του ότι να κάμει να απεθάνουν όλα τα παιδία της επαρχίας του, όσα είχαν γεννηθεί εκείνον τον χρόνον, διότι έλεγεν: Αν εγώ το κάμω τούτο, θέλει απεθάνει και εκείνος οπού λέγουν βασιλέα των Ιουδαίων. Και τούτος ο Ηρώδης ήτον αλλόφυλος και δεν ήτονε Ιουδαίος, και υποτάσσοτον την βασιλείαν της Ρώμης. Ακόμη ο Ηρώδης είχεν δύο γυναίκες, την μίαν την έκραζαν Μαριάνα και απ’ αυτήν έκαμε δύο παιδία, το ένα το έλεγαν Αλέξανδρον και το άλλο Αριστοτέλη. Και η άλλη γυναίκα την έλεγαν Σις και απ’ αυτήν έκαμε έναν υιόν και εκράζαν τον Αντίπατρον. Και ο Ηρώδης αγάπα καλύτερα την Σις παρά την Μαριάναν, και ήθελεν ο Ηρώδης ότι αφού απεθάνει, τούτο το παιδί της Σις, ο Αντίπατρος, να γένει βασιλεύς, αμή εκείνο οπού είχεν με την Μαριάναν δεν ήθελεν να βασιλεύσει αυτό μήτε να κληρονομήσει. Και ο Αλέξανδρος οπού ήτον μεγαλότερος, ήτον λωλός και από ολίγη ψυχή και ο Αριστοτέλης οπού ήτονε μικρό-τερος, ήτονε φρόνιμος και είχεν μεγάλην ενθύμησιν και αίστησιν. Και ο Αριστοτέλης υπήγεν εις την Ρώμην εις τον βασιλέαν τον Οκτάβιον δια να παραπονεθεί εις τα κακά πράγματα οπού έκανε ο πατήρ του ο Ηρώδης και εις τα κακά οπού έκανε της μητρός του και του αδελφού του και αυτηνού. Και τούτο ήτον oμπρός παρά να γεννηθεί ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Πως ο Αριστοτέλης υπήγε να εγκαλέσει τον Ηρώδη εις τον βασιλέαν εις την Ρώ-μην Κεφ. ρξγ΄

[Επεξεργασία]

Όταν έσωσεν ο Αριστοτέλης εις την Ρώμην, εγκάλεσε τον πατέρα του εις τον βασιλέαν τον Οκτάβιον, και ηβλέποντας ο βασιλεύς την εγκαλεσίαν οπού έκαμεν ο Αριστοτέλης του πατρός του, έγραψε ο Οκτάβιος του Ηρώδου ότι παρευθύς το να ιδεί τον ορισμόν του να έλθει εις την Ρώμην να απολογηθεί εις την εγκαλεσίαν ην έποικεν ο υιός αυτού ο Αριστοτέλης καταπάνω του. Και εκείνον τον καιρόν οπού υπήγε ο Αριστοτέλης εις την Ρώμην, τότες έστειλε και ο Ηρώδης τους ανθρώπους να σκοτώσουν τα παιδία του ενού χρονού. Και εκείνην την ημέραν οπού οι άνθρωποι εκίνησαν να κάμουν τούτον τον φόνον, έφθασε και ο άνθρωπος οπού ήφερεν τον ορισμόν από τον βασιλέαν από την Ρώμην προς τον Ηρώδην, λέγοντας: Από ορισμόν του βασιλέως του Οκτάβιου παρευθύς το να ιδείς τον παρόντα μου ορισμόν να σώσεις εις την Ρώμην ομπρός μου. Και όταν ήκουσε ο Ηρώδης τον ορισμόν έλαβεν μέγαν φόβον και δια τούτο δεν είχεν ψυχήν να κάμει να σκοτώσουν τα παιδία, ώσπερ ήθελεν να κάμει, έχοντας φόβον να μην του κάμει κακό ο βασιλεύς αν το μάθει. Και παρευθύς έστειλε έναν άνθρωπον με γραφές ότι να γυρίσουν οπίσω και τίποτες να μην κάμουν απ’ εκείνο οπού τους όρισε έως ου να γυρίσει αυτός από την Ρώμην. Και έτσι υπήρε συντροφίαν όση ηθέλησε και υπήγε εις την Ρώμην, και παρευθύς το να έσωσε εις την Ρώμην υπήγε εις τον βασιλέαν ομπρός και εδιαφεντεύτη γνωστικά και φρόνιμα, εις τρόπον ότι ο βασιλεύς τον ελευθέρωσεν και κάνει του και χαρτί βεβαιωτικόν της βασιλείας αυτού, ότι τινάς να μην τον διασείσει και άλλα πολλά πράγματα. Και έπειτα εις κακήν του ώρα και ψυχρή και ανάποδή του εγύρισε εις την Ιερουσαλήμ, και ερχάμενος δια θαλάσσης έκαμε τους ναύτες ότι να τον πάρουν εις το πόρτο της χώρας της Ταρσίας. Και παρευθύς τον να έσωσε έκαμε και εχάλασαν το καράβι οπού ήτονε εις το πόρτο και κάνει και καίγουν το, διότι εις εκείνο το καράβι είχαν απεράσει οι τρεις Μάγοι.

Πως ο άγγελος φαίνεται κατ’ όναρ τω Ιωσήφ και λέγει να πάρει το παιδίον και την μητέρα αυτού εις την Αίγυπτον Κεφ. ρξδ΄

[Επεξεργασία]

Ο άγιος Ματθαίος ο Ευαγγελιστής λέγει εις το δεύτερον αυτού κεφάλαιον: Έστοντας να έναι η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ με το παιδί εις την Βηθλεέμ, εκεί φαίνεται ο άγγελος την νύκταν του Ιωσήφ και λέγει του εις τον ύπνον του: Ασηκώσου έπαρε το παιδίον και την μάνα του και φεύγα εις την Αίγυπτον και στέκει εκεί έως να σου ειπώ εγώ, διότι ο Ηρώδης γυρεύει το παιδίον να το θανατώσει. Και τότες ασηκώθηκεν και υπάγει ο Ιωσήφ εις την Αίγυπτον και υπήρε μετ’ αυτόν έναν άνθρωπον και μίαν γυναίκαν δια να τους δουλεύουν, και δύο μουλάρια, οπού τους εβαστούσαν τα ρούχα τους. Και επεριπατούσαν εκείνην την ημέραν και την νύκταν, και το βράδυ έσωσαν εις ένα σπήλαιον οπού ήσαν όλο λέοντες και δράκοι, οπού εκατοικούσαν εκεί. Και ο Ιησούς ηβλέπει τον Ιωσήφ και την μάνα του και τους άλλους πως εφοβήθησαν από τους λέοντας και από τους δράκους, και γυρίζει και κοιτάζει τους, και παρευθύς από τον φόβον τους έπεσαν και κανένα πλέον δεν εφάνη. Και το πρωί εκίνησαν απέκει και ηβλέποντας ο Ιωσήφ ότι η στράτα ήτονε μακρέα, λέγει της Θεοτόκου:Καλύτερον ήθελεν είσταιν να υπαγαίναμε αποκάτω από την παραθαλασσίαν, οπού έναι ισιάδι, διότι η στράτα έναι πολλά μακρέα . Και λέγοντας τούτο εγύρισε με την συντροφίαν του εις το βουνό οπού το λέγουν Ντριόπολο, οπού έναι προς την Αίγυπτον. Και έτσι επεριεπάτησαν και υπήγαν εκείνην την ημέραν πλέον τόπον παρά οπού ήθελεν κάμει ένας ολάκις και όταν έσωσαν εις αυτό το βουνό ήτονε βράδυ και υπήγανε να αναπαυτούν εις μίαν εκκλησίαν, και εκεί ήσαν τριακόσια εξήντα πέντε είδωλα τα οποία τα επροσκυνούσαν εκείνοι της Αιγύπτου. Και όταν εσέβη μέσα εις εκείνον τον ναόν η Θεοτόκος με τον υιόν της αγκαλίασε τα είδωλα και παρευθύς έπεσαν και ετσακίσθησαν. Και ηβλέποντας τούτο εκείνοι της χώρας εκείνης, ήγουν της Φρόντης, εσυλλογίζοντα περί τούτου. Και ήτον ένας μέγας άρχος εκεί εις εκείνην την χώραν, οπού την όριζε, και αυτός κάνει και μαζώνει όλους τους ανθρώπους εκεινού του χωρίου, του Φρόντε, και λέγει τους: Ας κάμομεν εκείνο οπού θέλομεν να κάμομε εις τον Θεόν ημών, δια να μην πέσομεν εις την οργήν του και έλθει μας ώσπερ ήλθεν και του Φαραώ, οπού δεν ηθέλησε να πιστεύσει εις τα σημεία άπερ του έκανε ο Θεός τα μεγάλα, οπού του τα έδειχνε ο Μωυσής, και δια τούτο εκαταποντίσθησαν εις την Ερυθράν θάλασσαν, ήγουν εις την Κόκκινην θά-λασσαν.

Πως ο Ηρώδης έκαμε και εσκότωσαν όλα τα παιδία εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχω-ρα αυτής Κεφ. ρξε΄

[Επεξεργασία]

Οπόταν εγύρισε ο Ηρώδης από την Ρώμην και ήλθε εις την Ιερουσαλήμ, το κακόν οπού είχεν βάλει εις το νουν του να κάμει ηθέλησε ότι να έλθει εις απο-πληρωμήν, και στέλνει ανθρώπους να υπάνε να σκοτώσουν όλα τα παιδία όσα εγεννήθησαν από του Χριστού την γέννησιν και εκεί, και σκοτώνει εκατόν σαράντα τέσσαρεις χιλιάδες παιδία από δύο χρονών και κάτου. Άλλοι δε λέγουν ότι εσκότωσαν δεκατέσσαρες χιλιάδες, και έτσι έναι και η αλήθεια, ως λέγει η θεία γραφή πολλών αγίων και μάλιστα ο Συναξαριστής, και τούτα τα εσκότωσε εις δύο χρόνους και τρεις μήνας αφού εγεννήθη ο Χριστός. Τινές λέγουν ότι τη δεκάτη τετάρτη ημέρα αφού ο Χριστός εγεννήθη εσκότωσαν τα παιδία, και ο Ηρώδης δεν ήξευρεν ότι ο Χριστός εγεννήθη, μόνον αφού ήρθαν οι Μάγοι εις την Ιερουσαλήμ, και είναι πολλοί οπού νομίζουν ότι οι Μάγοι δεν ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ, μόνον εις έναν χρόνον πληρέστατον και επεριπατούσαν εις τους δύο. Και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι Μάγοι ήλθαν εις δύο χρόνους όχι σωστούς, αμή επεριπατούσαν, και έτσι έναι και η αλήθεια.

Πως ο Ιησούς περιπατώντας με τα παιδία, αναστήθη ένα παιδί οπού ήτον απεθαμένο Κεφ. ρξς΄

[Επεξεργασία]

Έστοντας ο Ιωσήφ εις την Αίγυπτον οπού είχεν φύγει με την Θεοτόκον και με το παιδί, ως είπαμεν, εβγαίνει με την Θεοτόκον και με το παιδί να υπάγει να κατοικήσει εις ένα χωρίον και εστάθηκαν εκεί έναν καλόν καιρόν εις ένα σπίτι μιάς χήρας, και όταν εμεγάλωσε ο Ιησούς οπού ημπόρειε να περιπατεί, υπήγαινε παίζοντας με τα παιδία απάνω εις έναν τοίχον. Και ένα από τα παιδία πίπτει κάτω απ’ εκείνον το τοίχον και απεθηνίσκει παρευθύς. Και όταν ηβλέπουν τα άλλα τα παιδία ότι τούτο απέθανεν, του τα υπήραν και έφυγαν και ο Ιησούς έμεινεν μετ’ αυτό μοναχός. Και οι άνθρωποι έτρεξαν όλοι εκεί και ευρίσκουν το παιδί απεθαμένο και τον Ιησούν οπού στέκει εκεί, και λέγουν του: Τις το εσκότωσε; Και ο Ιησούς τους λέγει: Ατό του εσκοτώθη. Και εκείνοι έλεγαν: Όχι, εσύ το εσκότωσες. Ηβλέποντας τούτο ο Χριστός, ότι τον διαβάλνουν λέγοντας ότι αυτός το εσκότωσε, πιάνει το παιδί και λέγει του: Ω Σιναή, εγώ ήμουν οπού σε εσκότωσα; Και παρευθύς ασηκώθη το παιδί και λέγει: Όχι, αφέντη, μόνε μοναχός μου έπεσα, αμή εσύ με ανάστησες. Ηβλέποντας τούτο οι Ιουδαίοι εθαυμάστησαν και λέγουν: Τίνος έναι υιός τούτο το παιδί; Και μίαν γυναίκα ήτονε εκεί και λέγει τους: Αυτό έναι παιδί μιας καλής γυναικός, οπού την κράζουν Μαρία. Και εκείνη η γυναίκα η χήρα, οπού εκατοίκα εις το σπίτι της η Θεοτόκος, την ερωτάγει την Παναγίαν και λέγει της: Εδικός σου έναι το παιδί τούτο; Και αυτή της λέγει: Ναι, εδικό μου έναι και ο πατήρ του έναι μόνος ο Θεός. Και η γυναίκα εκείνη της λέγει: Να είσαι ευλογημένη απ’ όλες τες γυναίκες και να έναι ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.

Πως έστειλαν τον Ιησούν εις το σχολείον Κεφ. ρξζ΄

[Επεξεργασία]

Και μετ’ ολίγας ημέρας εμίσεψαν απόκει να υπάν εις άλλο χωρίον, οπού έστεκε ένας διδάσκαλος και εμάθανε τα παιδία, οποίος λέγει μίαν ημέρα του Ιωσήφ: Τούτο το παιδί σου έχει καλήν γνώσιν και κάμε το να μάθει να διαβάζει γράμματα και εγώ θέλω του δείχνει καλά. Και έτσι το βάνει εις τον δάσκαλον και αυτός του γράφει την αλφάβητον. Και ο Ιησούς τον εκοίταζε και ο δάσκαλος εφοβείτον. Και ο Ιησούς του λέγει: Εσύ δεν ηξεύρεις δια λόγου σου και εμένα θέλεις να δείξεις; Αμή ειπές μου τι πράγμα έναι η βήτα και εγώ να σου ειπώ εσένα τι έναι η άλφα. Και ο δάσκαλος εσπληνίσθη και δίδει του Ιησού μίαν σφοντυλία, και παρευθύς ο Ιησούς εκαταράσθη τον δάσκαλον και έπεσε απεθαμένος. Και έρχονται οι γειτόνοι εις τον Ιωσήφ και λέ-γουν του: Παίδεψε τον υιόν σου, οπού τον εβάσταξε η ψυχή του να κάμει τόσο κακόν. Και ο Ιωσήφ λέγει: Ω παιδί μου, δεν ηβλέπεις ότι οι άνθρωποι σε μέφονται; Κάμε καλά. Και ο Ιησούς του λέγει:Οι λόγοι αυτοί οπού με παιδεύουν δεν είναι εδικοί σου, αμή επειδή ορίζεις, να παιδευτώ μετά χαράς.

Πώς ο Ιησούς Χριστός επεριεπάτει απάνω εις την ακτίναν του ηλίου Κεφ.ρξη΄

[Επεξεργασία]

Όταν ήτον ο Χριστός χρονών επτά, ήτονε με ένα πλήθος παιδίων πολύ και επε-ριπατούσαν εις ένα ξώστην ενού σπιτίου μεγάλου, και εις αυτό το σπίτι εσέβαινεν η ακτίς του ηλίου από πολλές μερίες. Και ο Ιησούς υπήγαινεν και επεριεπάτει αποπάνω από τες ακτές του ηλίου και εκαβαλίκευέ τες ωσά να εκαβαλίκευε εις έναν άλογον. Και ηβλέποντας τούτο τα άλλα τα παιδία ηθέλησαν να κάμουν και αυτά ώσπερ έκανε ο Ιησούς και υπήγαιναν και έπεφταν και ετσάκιζαν την κεφαλήν τους. Και ένα απ’ αυτά ηθέλησε να απηδήσει τρεχάτο να καθήσει εις μίαν ακτή οπού ήτον ψηλά και πέφτει και απεθηνίσκει. Και ηβλέποντας τα άλλα τα παιδία πως απέθανε, έτρεξαν εις το σπίτι του και λέγουν της μάνας του ότι ο υιός της Μαρίας εσκότωσε τον υιόν σου παίζοντας. Και παρευθύς η μάνα του υπήγε κλαίγοντας εις την Θεοτόκον να παραπονεθεί πως ο υιός της εσκότωσε το παιδί της παίζοντας. Και η Θεοτόκος λέγει του Ιησού: Ω υιέ μου, δεν ηβλέπεις πόσες καλές γυναίκες παραπονούνται από τα καμώματά σου; Παρακαλώ σε, μην το κάμεις πλέον. Και ο Ιησούς λέγει: Ω μήτηρ, εγώ δεν του έκαμα τίποτες, μόνον ατός του το έκαμε, και αν θέλεις να ιδείς την αλήθειαν, έλα μετ’ εμένα και θέλεις ιδεί. Και ελάτε και εσείς, γυναίκες, και θέλω σας δείξει ότι εγώ δεν το εσκότωσα. Και όταν υπήγε εκεί οπού ήτον το παιδί απεθαμένο, λέγει του ο Ιησούς: Αδελφέ, εγώ ήμουν εκείνος οπού σε εσκότωσα; Και παρευθύς απιλογήθη το παιδί και λέγει: Όχι, αμή εγώ ηθέλησα να καβαλικέψω την ακτίναν του ηλίου και έπεσα και απέθανα, διότι ηθέλησα να κάμω ωσάν έκανες και εσύ. Και ηβλέποντας τούτο οι γυναίκες ευχαρίστησαν αυτόν και την μάνα του και πάσα μία απήλθε εις το σπίτι της.

Πώς έστειλαν τον Ιησούν δευτέραν φοράν εις το σχολείο εις άλλον δάσκαλον Κεφ. ρξθ΄

[Επεξεργασία]

Και μετ’ ολίγον καιρόν μισεύει ο Ιωσήφ με τον Ιησούν και υπαγαίνει εις άλλο χωρίο, οπού ήτον ένας δάσκαλος ονόματι Σωκράτης. Και όταν είδε ο δάσκαλος τον Ιησούν λέγει τω Ιωσήφ:Τούτο το παιδί έχει καλήν έννοιαν και στείλε μου το και εγώ θέλω του δείχνει πολλά καλά. Και ο Ιωσήφ του λέγει: Δεν έναι άνθρωπος οπού να ηξεύρει να τον δείξει, μόνον ο Θεός. Και ο δάσκαλος λέγει: Εγώ να τον κράξω και να του δείξω ει τι γράμματα θέλει, αμή εγώ να του δείξω πρώτα μεν τα γράμματα των Ιερέων τα λεπτά.Και γράφει του την αλφάβητον και αρχινάγει και δείχνει του με κα-λήν όρεξιν και εχάδευέ τον πολλά, και ο Ιησούς του απολογείται και λέγει του: Ηξεύρεις να μου δείξεις τι λέγει η άλφα, και εγώ να σου δείξω την βήτα. Και πα-ρευθύς άρχισε ο διδάσκαλος ο Σωκράτης να του ξεκαθαρίζει την άλφα τι λέγει. Και ηβλέποντας το παιδί λέγει: Τούτος θέλει γένει αυθέντης και διδάσκαλος του πυρός και του ανέμου και ημπορεί να κάμει ει τι θέλει με τον λόγον του. Και παρευθύς επίστευσε τούτος ο διδάσκαλός του εις τον Θεόν και όλοι εκείνοι όσοι ήσαν εις την χώραν εκείνη άρρωστοι όλοι υγίαναν.

Πως ο Ιωσήφ υπήγε να κάμει ένα κρεβάτι εις έναν του γείτοναν Κεφ. ρο΄

[Επεξεργασία]

Μίαν ημέραν υπήγε ο Ιωσήφ εις έναν άρχονταν και μέγαν άνθρωπον να του κάμει μίαν λετιέραν. Και ηβλέποντας τα ξύλα έτυχε και ήτονε το ένα κοντότερον από το άλλο, και ήτον πολλά λυπημένος, διότι άλλο δεν είχεν ουδέ ηύρισκε. Kαι ο Ιησούς ήλθε απ’ όξω οπού ήτονε με τα παιδία και έρχεται μέσα εις το σπίτι και ηβλέπει τον Ιωσήφ και έναι πολλά πικραμένος, οπού δεν έσωνε το ξύλον να κάμει την λετιέραν, και ο Ιησούς του λέγει: Μην λυπείσαι, πιάσε από την μίαν μερίαν εσύ του ξύλου και εγώ από την άλλην. Και έτσι πιάνουν οι δύο, ο Χριστός και ο Ιωσήφ, και ταυρίζουν το ξύλον και μακραίνει όσον ηθέλησεν ο Ιωσήφ, οπού του έκανε χρεία, και έτσι ετελείωσε την λετιέραν και εδόξασεν τον Θεόν. Και τότες ο Ιησούς έσωσε τους επτά χρόνους.

Πώς ο Ιησούς έκαμε δώδεκα γενεές από τα πουλία Κεφ.ροα΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Ματθαίος ο Ευαγγελιστής εις το δεύτερον κεφάλαιον αυτού ότι όταν απέθανεν ο Ηρώδης, φαίνεται ο άγγελος του Ιωσήφ και λέγει ότι να πάρει την Θεοτόκον και το παιδί εις την γην της Ιουδαίας, διότι απέθαναν εκείνοι οπού ήθελαν να σκοτώσουν το παιδί. Και τότες εγύρισε η Θεοτόκος με τον υιόν της και με τον Ιω-σήφ εις την Ιουδαίαν, και έτσι ετελειώθη η προφητεία του Ησαΐα του προφήτου, οπού λέγει: Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου τον Ισραήλ. Και όταν ήκουσε ο Ιωσήφ ότι αρχεύει ο Αρχέλαος εις όλην την Ιουδαίαν, ώσπερ και ο πατήρ του ο Ηρώδης, εφοβήθη να έλθει εις την Ιερουσαλήμ, και έτσι υπήγε εις τον Αβιάθαρ εις την γην της Ιουδαίας, ήγουν εις την Ναζαρέτ, δια να πληρωθούν οι προφητείες όπου λέγουν δια τον Χριστόν ότι Ναζωραίος κληθήσεται. Και έστοντας εις την Ναζαρέτ ο Ιησούς, είχεν υπάγει μίαν ημέραν να περιπατήσει με παιδία εις τον φόρον, ήγουν εις το παζάρι. Και εκεί ήτονε ένας λάκκος και τότες είχεν βρέξει πολλά, και τούτος παίρνει από εκείνην την λάσπην οπού ήτον εις τον λάκκον και κάνει δώδεκα γενεές πουλία και λέγει τους: Εγώ σας oρίζω ότι να απετάξετε και να ζήσετε. Και τα πουλία όταν ήκουσαν τον ορισμόν του Θεού, παρευθύς ασηκώθηκαν και απέταξαν. Και έπειτα όρισε το νερόν εκείνο του λάκκου οπού ήτονε θολόν ότι να ξεκαθαρίσει, και παρευθύς έγινεν ξάστερον ως τον ήλιον, και όρισε ότι ποτέ να μην λείψει το νερόν απ’ εκεί. Και όταν το έκαμε τούτο ο Ιησούς ήτονε Σάββατον, και τα παιδία οπού ήσαν μετ’ εκείνον το είπαν των πατέρων τους, οι οποίοι παρευθύς υπήγανε εις τον Ιωσήφ και λέγουν του: Παίδευσε το παιδί σου να μην κάνει τέτοια πράγματα την ημέραν του Σαββάτου. Λέγει ο Ιωσήφ: Τινάς δεν δύναται να τον παιδεύσει, μόνον ο Θεός.

Πως ο Ιησούς ήφερεν από το νερόν εις την ποδίαν του της Θεοτόκου της μάνας του Κεφ.ροβ΄

[Επεξεργασία]

Και μίαν ημέραν είπε η Θεοτόκος του υιού της να της φέρει νερόν, και ο Ιησούς λέγει: Μετά χαράς. Kαι παίρνει ένα κανάτι και υπάγει έξω από την πόρταν και εκεί ηυρίσκει πολλά παιδία ομπρός του οπού υπήγαιναν δια νερό και αυτά. Και τούτα τα παιδία υπήγαιναν παίζοντας έως την βρύσην, και όταν έσωσαν εις την βρύσην εγέμι-σαν τα κανάτια τους νερόν, και ο Ιησούς μετωρίζοντας παίρνει το κανάτι του έτσι γεμάτο με το νερόν και τσακίζει το. Και έτσι έκαμαν και όλα τα παιδία και ετσάκισαν τα εδικά τους και υπήγαν όλα διχώς νερόν, και ο Ιησούς γυρίζει και παίρνει νερόν και βάνει το εις την ποδίαν του και παίρνει της μάνας του της Θεοτόκου. Και ηβλέποντας τούτο οι άλλοι παίδες ηθέλησαν να κάμουν και αυτοί έτσι και δεν ημπόρεσαν, και όλοι εγύρισαν κλαίγοντας εις τες μανάδες τους, και ο Ιησούς ήφερεν της μάνας του νερόν, και όταν τον είδε να το φέρει εις την ποδίαν του εθαυμάστη και εδόξασε τον Θεόν.

Πως η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ υπήγαν και ηύραν τον Ιησούν και εδίδασκε με τους Γραμματείς Κεφ. ρογ΄

[Επεξεργασία]

Ο άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής λέγει ότι έχοντας ο Ιησούς δώδεκα χρόνους, ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος και το παιδί υπήγαν εις την Ιερουσαλήμ εις την εορτήν ως κα-θώς ήτονε συνήθειαν. Και αφού απέρασε η ημέρα της εορτής, εγύρισαν εις την Ναζα-ρέτ, και ο Ιησούς έμεινεν εις την Ιερουσαλήμ και η Θεοτόκος εγύρισε οπίσω και ηβλέπει δι’ αυτόν και δεν τον είδε και ενόμισε ότι έναι με τον Ιωσήφ, και πάλιν ο Ιω-σήφ ενόμιζε ότι έναι με την Θεοτόκον, και έστοντας να υπάνε όλοι μίαν ημέραν, η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ εσμίκτησαν και παρευθύς τον ερώτησεν τον Ιωσήφ δια τον Χριστόν. Και ο Ιωσήφ λέγει πως τον άφησε εις την Ιερουσαλήμ, και παρευθύς εγύρισαν οπίσω την τρίτην ημέραν εις το ιερόν και ηυρίσκουν τον οπού εκάθετον και εδίδαχνε εις την μέσην των διδασκάλων, και εκείνοι όλοι οπού τον ήκουγαν εθαυμάζονταν εις την τόση σοφίαν οπού είχεν και εις την απόκρισιν οπού τους έδιδε, και έλεγαν: Πως ούτος οίδεν γράμματα μη μεμαθηκώς; Και ηβλέποντας τούτο η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ εθαυμάζονταν μεγάλως, και η Θεοτόκος του λέγει: Ω υιέ μου, τι κάνεις εδώ; Kαι ημείς επιστεύαμεν ότι σε εχάσαμεν και ήμεσθεν πολλά λυπημένοι οπού δεν σε ευρίσκαμεν. Και ο Ιησούς τους λέγει: Διατί με γυρεύετε, δεν ηξεύρετε ότι εγώ είμαι εκεί οπού θέλει ο Πατήρ μου; Και η Θεοτόκος έβαλεν τον λόγον αυτόν εις τον νουν της. Και έστοντας εις την Ναζαρέτ εσυλλογίζοτον η Θεοτόκος τον λόγον αυτόν οπού της είπε. Ηκούσετε πως ο Ιησούς εγεννήθη εις τον καιρόν του Καίσαρος του Αυγούστου, οποίος ήτονε βασιλεύς εις την Ρώμην. Και απεθηνίσκει τούτος ο Αύγουστος Καίσαρ και βασιλεύει ο Τιβέριος Αύγουστος, και εις είκοσι πέντε χρόνους οπού εβασίλευσεν, εσταυρώθη ο Χριστός ώσπερ το θέλετε ηκούσει εδώ ομπρός. Πλην δε δια τώρα θέλω σας αναφέρει πως ο Χριστός είχεν γένει από τους Ιουδαίους αρχιερεύς ομπρός παρά να βαπτισθεί, οποίος δια να έναι γραμμένος και αυτός δια αρχιερεύς είχε εξουσία και ανάγνωθεν. Και ότι έναι έτσι η αλήθεια, ακούσετε την ιστορία οπού έγινεν εν τοις χρόνοις του ευσεβεστάτου βασιλέως του Ιουστινιανού. Εις αυτόν τον καιρόν ήτονε ένας άρχος πρώτος των Εβραίων, ονόματι Θεοδόσιος, οποίος ήτονε φίλος πολλών χριστιανών, ακόμη και αυτηνού του βασιλέως. Και εις εκείνον τον καιρόν ήτονε ένας χριστιανός ονόματι Φίλιππος και ήτονε χρυσικός, και τούτος ήτονε φίλος του Εβραίου τουτουνού του Θεοδοσίου και αγάπα τον πολλά και ενουθέτα τον δια να γένει χριστιανός, και μίαν ημέρα του λέγει: Διατί εσύ οπού είσαι έτσι γραμματισμένος καλά και σοφός άνδρας και ηξεύρεις όλους τους προφήτας τι επροφήτευσαν και είπαν δια τον Χριστόν, δεν τον πιστεύεις και να βαπτισθείς εις αυτόν να γένεις χριστιανός; Και ήξευρε ότι δεν θέλω σιωπεί να μην σου αναθυμώ την θείαν Γραφήν και δια τον ημών Δεσπότην Χριστόν και περί της αυτού παρουσίας δια να γένεις χριστιανός, και έλα να σώσεις την ψυχήν σου και μην μείνεις εις την πλάνην αυτήν οπού είσαι και κολασθείς. Και όταν ήκουσε ο Εβραίος τοιούτους λόγους από τον χριστιανόν, τον ευχαρίστησε και λέγει του: Ευχαριστώ σε, αδελφέ, οπού φροντίζεις την σωτηρίαν μου και πάσχεις να με κάμεις χριστιανόν, πλην δε ενώπιον του Θεού θέλω να σου ειπώ την πάσαν αλήθειαν και να βεβαιώσω τους λό-γους σου. Όταν ήλθε αυτός ο Χριστός οπού τον εκήρυξαν οι προφήται και ο νόμος και εσείς οι χριστιανοί τον προσκυνάτε, πληροφορώ σε και ομολογώ σου το εις τον θάρ-ρον τον πολύν οπού έχω με σένα και ως φίλον μου εγκαρδιακόν οπού σε έχω και εσύ σπουδάζεις δια καλό μου, αλλ’ εγώ κρατώμαι υπό τους λογισμούς των ανθρώπων και δια τούτο δεν γίνομαι χριστιανός και δια τούτο ηξεύρω το και εγώ ότι κακά κάνω, και τώρα είμαι Ιουδαίος και πρώτος των Ιουδαίων και έχω πολλά χρήματα και τιμήν απ’ αυτούς και ει τι και αν μου κάνει χρεία όλα τα έχω απ’ αυτούς, και βάνω εις τον νουν μου ότι αν γένω χριστιανός, αν ήμουν και πατριάρχης, τόσην τιμήν ωσάν την έχω τώρα και διάφορον δεν την ήθελα έχει. Και αν με κάμετε και πρώτον σας, τόσο καλόν δεν το ’ποκτίζω, και λοιπόν δι’ αυτό, δια να μην χάσω τούτα τα καλά οπού έχω, δι’ αυτό δεν γένομαι χριστιανός και καταφρονώ της μελλούσης ζωής. Και κάνω κακά, πλην δε δια να σου βεβαιώσω τους λόγους μου ότι είναι αληθινοί, εξομολογούμαι σου ένα μυστήριον οπού το έχομεν ημείς οι Εβραίοι κεκρυμμένον και απ’ αυτό το μυστήριον ηξεύρομεν καλά ότι ο Χριστός οπού προσκυνάτε εσείς οι χριστιανοί, αυτός έναι εκείνος οπού επροφήτευσαν οι προφήται και οπού έχει ο νόμος, και όχι μόνον απ’ αυτούς τον έχομεν δια Θεόν, αλλά και από το εδικό μας το γράμμα όπερ έχομεν γραμμένον εις τον κώνδικάν μας και έχομέ το κρυφόν μυστήριον, και έναι ο λόγος τούτος από τον καιρόν οπού εκτίζετον ο ναός των Ιεροσολύμων. Τότες είχαν συνήθεια οι Ιουδαίοι ότι να κάνουν είκοσι δύο ιερείς εις τύπον των είκοσι δύο γραμμάτων οπού έχομεν και να τους βάνουν εις τον ναόν να στέκουν. Και απ’ αύτην την συνήθειαν έχομεν και είκοσι δύο βιβλία οπού αναγιγνώσκομεν. Λοιπόν είχαμεν και εις τον ναόν έναν κώνδικαν και εις αυτόν εγράφαμεν τα ονόματα των είκοσι δύο ιερέων και τους γονείς αυτών, ήγουν του πατρός τους και της μητρός τους, και όταν ετύχαινε και απεθήνισκε ένας από τους παπάδες, έρχονταν οι άλλοι εις τον ναόν και εψήφιζαν τις να γένει εις τον τόπον εκεινού οπού απέθανεν δια να αναπληρώσουν τον αριθμόν των είκοσι δύο ιερέων. Και εγράφονταν εις τον κώνδικαν ότι την οδείναν ημέραν απέθανεν οδείνας ο ιερεύς ο υιός του οδείνος και της οδείνας, και εις τον τόπον αυτού εψηφίσθη οδείνας ο υιός του οδείνος και της οδείνας. Λοιπόν αυτήν την συνήθειαν είχαν και εκρατούσαν το έθνος των Ιουδαίων, και έτσι εσυνέβη εκείνους τους χρόνους οπού ήτον ο Ιησούς εις την Ιουδαίαν, και απέθανεν ένας απ’ αυτούς τους ιερείς τους είκοσι δύο πριν παρά να αρχίσει ο Ιησούς να δειχθεί και να διδάσκει και να πιστεύουν οι άνθρωποι εις αυτόν. Και έτσι λοιπόν εμαζώχθησαν οι ιερείς δια να κάμουν άλλον εις τον τόπον εκεινού του ιερέως οπού απέθανεν, και πάσα ένας έλεγεν εκείνον οπού ήξευρεν άξιον να γένει, και οι άλλοι ιερείς τον εδοκίμαζαν αν έχει αρετήν καλήν και εάν έναι άξιος να γένει ιερεύς, και εδοκιμάζαν τον αν έναι σοφός ή αν έχει ήθη και σχήμα καλόν και εάν επιτήρησε τον νόμον και τους προφήτας εν αγνεία και σωφροσύνη. Και έτσι ανάφεραν πολλούς και εδοκίμασαν πολλούς εκεί εναλλήλως τους. Και ένας από εκείνους τους ιερείς ασηκώνεται εις την μέσην και λέγει των άλλων ιερέων: Εσείς εδοκιμάσετε και εψηφίσατε πολλούς και τινάν απ’ αυτούς δεν ηύρετε άξιον να τον κάμετε ιερέαν, δια τούτο δεκτείτε και εμένα τον λόγον μου να σας ειπώ δι’ έναν οπού έναι άξιος να χειροτονηθεί και να τον κάμετε εις τον τόπον εκεινού οπού απέθανε, και νομίζω τον να τον ηκούσετε, τινάς από εσάς δεν θέλει ειπεί όχι, ότι δεν έναι άξιος αυτός οπού λέγεις εσύ να γένει. Και έτσι είπαν οι ιερείς ότι να τον ειπεί, και τότες λέγει: Εγώ λέγω να κάμομε τον Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ του τέκτονος, ήγουν του μαραγκού, οποίος έναι αληθινά την ηλικίαν νέος, αμή έναι λόγω και έργω και σχήμα και πράξει και θεωρία όλος αγαθός, και πιστεύω ότι τινάς από τους ανθρώπους να μηδέν ευρεθεί να έναι ωσάν αυτός, ώσπερ το ηξεύρετε καλά και εσείς εις όλην την Ιερουσαλήμ πως έναι. Ακούγοντας τούτον τον λόγον οι άλλοι ιερείς όλοι εδέχθησαν τον λόγον αυτόν και εβεβαιώσαν τον και εψήφισαν ότι να γένει ο Ιησούς, και όλοι είπαν ότι δεν έναι άλλος καλύτερος και άλλοι τινές έλεγαν ότι αυτός δεν έναι από την φυλήν του Λευΐ, αμή έναι από την φυλήν του Ιούδα, και όλοι εκρατούσαν ότι ήτονε υιός του Ιωσήφ από την φυλήν του Ιούδα και δεν ημπορεί να γένει. Τότες γουν πάλιν λέγει εκείνος ο ιερεύς: Αυτηνού το γένος έναι μεικτόν, ήγουν εσμίχθηκεν από την φυλήν του Λευΐ και του Ιούδα και έγινεν ο Ιωσήφ, και όταν ήκουσαν τούτο οι ιερείς έστερξαν το ψήφισμα και όλοι από μιας βουλής είπαν ότι να γένει ο Ιησούς εις τον τόπον εκεινού οπού απέθανεν. Και είχαν τούτην την συνήθειαν ότι όχι μόνον να γράφουν το όνομα του ιερέως, αλλά και του πατρός του και της μάνας του, και έτσι είπαν τινές απ’ αυτούς ότι ας κράξομεν τους γονείς του δια να τους ερωτήσομεναν έναι υιός τους αυτός και να τους γράψομεν και αυτούς και αυτόν εις τον κώνδικα. Και άρεσε ο λόγος ολουνών, και τότες λέγει πάλιν εκείνος ο ιερεύς οπού τον επρω-τοψήφισεν, ότι ο πατέρας του απέθανεν και δεν έχει, μόνον μάνα. Και έτσι είπαν όλοι ότι να έλθει η μάνα του να την ερωτήσουν αν έναι αυτός υιός της ο Ιησούς και εάν αυτή τον εγέννησεν και να ηκούσουν και το όνομα του ανδρός της. Kαι έκραξαν την Θεοτόκον την μάνα του και ερωτήσαν την και λέγουν της: Επειδή οδείνας ο ιερεύς απέθανεν, ο υιός του οδείνος και της οδείνας, θέλομεν να κάμομεν τον υιόν σου εις τον τόπον αυτόν και έχομεν έθος ότι να ερωτούμεν τους γονείς του να μας λέγουν τίνες είναι τούτοι. Λοιπόν ερωτούμεν σε και εσένα να μας ειπείς την αλήθειαν, υιός σου έναι τούτος και εσύ τον εγέννησες;Και η Μαρία ηκούγοντας τούτα λέγει τους: Αληθινά υιός μου έναι και εγώ τον εγέννησα, και μαρτυρούν το και όσοι ευρέθησαν εκεί και η μάμμη οπού με επίασε, αμή πατέραν τούτος εις την γην δεν έχει και εγώ παρθένος είμαι. Εγώ έστεκα εις την Γαλιλαίαν και επροσεύχομουν και έκανα δουλεία μου και εκεί έρχεται άγγελος Κυρίου εις το σπίτι οπού ήμουν και λέγει μου ότι να κάμω υιόν υπό του Πνεύματος του αγίου και να καλέσω το όνομα αυτού Ιησούν. Kαι ήμουν παρθένος και με τον λόγον εκείνον εγκαστρώθηκα και εγέννησα τούτον, και πάλιν παρθένος είμαι έως την σήμερον. Τότες ουν όρισαν οι ιερείς ότι να έλθουν μάμμες να την ιδούν εάν αληθινά έναι παρθένος, και ήλθαν και εψηλαφήσαν την και ηύραν την παρθένον ώσπερ έλεγεν. Τότες έκραξαν και εκείνους οπού ήσαν εκεί εις την γέννησιν του Χριστού και εβεβαιώθησαν παρ’ αυτών ότι αυτή τον εγέννησεν, και εθαύμασαν όλοι όταν ήκουσαν τοιούτους λόγους από την Μαρίαν και από εκείνους οπού την εμαρτύρησαν. Και τότες λέγουν της Μαρίας: Ειπές μας το παρρησία δια να ηκούσομεν από το στόμα σου τίνος υιός έναι, δια να τον γράψομεν έτσι ώσπερ θέλεις μαρτυρήσει, και εκεινούς οπού μας θέλεις ειπεί ότι είναι οι γονείς του, εκεινούς θέλομεν γράψει. Kαι αυτή απολογήθη και λέγει: Εν αληθεία εγώ τον εγέννησα και πατέραν εδώ εις την γην δεν ηξεύρω τινάν, μόνον από τον άγγελον ήκουσα ότι Υιός Θεού έναι και υιός εδικός μου εμένα της Μαρίας και του Θεού Υιός, και ποτέ μου δεν επαντρεύτηκα και είμαι παρθένος. Και όταν ήκουσαν οι ιερείς αυτό ήφεραν τον κώνδικαν και υπόγραψαν έτσι ως είπεν η Μαρία και γράφουν ότι τη οδείνα ημέρα απέθανεν οδείνας ιερεύς ο υιός του οδείνος και της οδείνας και αντ’ αυτού κάνομεν εις τον τόπον αυτού κοινη ψήφος όλοι μας τον Ιησούν τον Υιόν και Λόγον του Θεού του ζώντος και υιόν της Μαρίας της Παρθένου. Και τούτος ο κώνδικας τον έχουν εις την Βεριάδα, διότι όταν εκούρσεψαν τον ναόν της Ιερουσαλήμ και την Ιερουσαλήμ, οι πρώτοι των Ιουδαίων τον υπήραν και ανασώσαν τον και έβαλάν τον εις φύλαξιν εκεί εις την Βεριάδα, και τούτο το μυστήριον, λέγει ο Εβραίος του χριστιανού του φίλου του, έναι εις ολίγους από ημάς φανερόν, μόνον εις τους πρώτους και πιστούς από ημάς, και δια να είμαι και εγώ πρώτος και άρχος των Ιουδαίων μου το έδειξαν, και δι’ αυτό σου λέγω ότι από τούτην την υπογραφήν οπού έναι εις αυτόν τον κώνδικα πιστεύομεν ότι ο Χριστός οπού προσκυνάτε εσείς οι χριστιανοί έναι αληθινός Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος οπού ήλθεν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων εις την γην, οποίος κώνδικας έναι έως την σήμερον και έχομέ τον εις την Βεριάδα. Και όταν ήκουσε ο χριστιανός τούτους τους λόγους από τον Εβραίον, ζήλω θείω κινηθείς λέγει του Εβραίου ότι να τα ειπώ του βασιλέα αυτά οπού μου είπες δια να στείλει εις την Βεριάδα να τον πάρει αυτόν τον κώνδικα δια να έναι δια έλεγχος των Ιουδαίων. Και ο Ιουδαίος δεν τον άφησεν, αμή του λέγει: Διατί θέλεις να βάλεις τόσην αμαρτίαν εις την ψυχήν σου, οπού ο βασιλεύς θέλει θελήσει να τον πάρει και αυτοί δεν τον θέλουν αφήσει και μό-νον θέλουν γένει πολλά φονικά και εκείνον δεν τον θέλει πάρει, και αν ιδούν και νι-κώνται θέλουν βάλει στία να κάψουν τον τόπον οπού έναι και ουδ’ αυτός θέλει τον πάρει ουδ’ ημείς θέλομεν τον έχει, και δι’ αυτό μηδέν ειπείς τίποτες. Και έτσι εστα-μάτησε ο χριστιανός και δεν ηθέλησε να ειπεί του βασιλέως τίποτες. Και λέγει του ο Εβραίος του χριστιανού: Εγώ δια να σε έχω πιστόν φίλον σου το ανάφερα δια να σε πιστώσω ότι όχι πως δεν ηξεύρω ότι αυτός έναι ο Χριστός ο αληθινός Θεός, αμή δια να έχω αυτήν την δόξαν στέκω και είμαι Εβραίος. Λοιπόν τούτους τους λόγους οπού ήκουσε ο Φίλιππος ο χρυσικός από τον Εβραίον δεν ηθέλησεν να τους ειπεί του ευσεβούς βασιλέως δια να μην κάμει χύση αιμάτων πολλή, αμή μετά ταύτα το είπε πολλών φίλων του. Λοιπόν ηθελήσαμεν να ευρούμεν την αλήθειαν του Εβραίου, εάν έναι έτσι ως λέγει δια την υπογραφήν, και ηύραμεν εις την ιστορίαν του Ευσεβίου του Παμφίλου, οπού κάνει δια την εκκλησίαν και λέγει ότι ο Ιώσηπος έγραψε περί της αιχμαλωσίας των Ιεροσολύμων, και λέγει φανερά εις την ιστορίαν αυτού ότι ο Ιησούς αγίαζε μέσα εις το ιερόν αντάμα με όλους τους ιερείς. Λοιπόν επειδή εύρομεν αυτόν τον Ιώσηπον οπού έναι αρχαίος άνθρωπος και ήτον τότες εκεί σιμά όταν και οι Απόστολοι έγιναν, οπού το λέγει, πιστεύομέν το ότι έτσι έναι η αλήθεια. Και λέγει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον ότι υπήγε ο Ιησούς εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και εδώσαν του βιβλίον και εδιάβασεν τον προφήτην Ησαΐαν εκεί οπού λέγει: Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, οποίο με ήφερεν και έχρισέ με και έπεψέ με να ευαγγελίσω πολλούς επτωχούς. Και δια τούτο λέγομεν ότι εάν δεν ήθελε να έχει τάξιν υπηρεσίας ο Χριστός, ως είχαν και οι άλλοι ιερείς εις τον ναόν, δεν του ήθελαν δώσει βιβλίον να αναγνώσει φανερά εις την μέσην του ναού, και ουδέ ημείς την σήμερον οι χριστιανοί αφήνομεν τινάν οπού να μην έχει χειροτονίαν παρά επισκόπου να αναγνώσει εις το μέσον της εκκλησίας φανερά βιβλίον των θεοπνεύστων Γραφών. Και λοιπόν από του Ιωσήπου τους λόγους, οπού έχει γραμμένους, και από τον Ευαγγελιστήν Λουκάν βεβαιούμεθα ότι ο προειρημένος Εβραίος ο Θεοδόσιος αληθινά είπε του Φιλίππου του χρυσικού και έτσι έναι και η αλήθεια και έτσι το πιστεύετε και μηδέν θαυμάζεσθεν πως οι Ευαγγελισταί τούτα δεν τα λέγουν, διότι λέγει ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εις το εικοστό αυτού πρώτο κεφάλαιον, ότι είναι και άλλα πολλά οπού έκαμεν ο Ιησούς, τα οποία εάν τα εγράφαμεν καθένα, υπολαμβάνω ότι όλος ο κόσμος δεν ήθελεν χωρήσει τα γραφόμενα βιβλία. Και όταν ήλθεν εις καιρόν τριάντα χρονών, τότες ο Ιησούς Χρι-στός υπήγεν εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εβαπτίσθη υπό Ιωάννου, και αφοντότες άρχισε να διδάσκει και να θαυματουργά και τότες υπήγεν και εις την Καπερναούμ και εκεί εστάθη ολίγες ημέρες οπού εκήρυττε εκεινών των ανθρώπων ότι να επιστρέψουν υπό των αμαρτιών αυτών, διότι έρχοτον ο καιρός του οπού εσίμωνεν να δοξασθεί η βασιλεία του, και έτσι όλοι εκείνοι επίστευσαν και ακολουθούσαν τον όπου και αν υπήγαινεν. Και ο Ιησούς υπήγεν σιμά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας και ηβλέπει τον Σίμωνα τον οποίον μετά ταύτα τον έκραξαν Πέτρον και μετ’ αυτόν ήτονε και ο Ανδρέας ο αδελφός του και έβαναν τα δίκτυα εις την θάλασσαν δια να πιάσουν ψάρια, διότι ήσαν ψαράδες, και ο Ιησούς Χριστός τους κράζει και λέγει τους: Ελάτε οπίσω μου και εγώ σας θέλω κάμει ψαράδες των ανθρώπων. Και ηκούγοντας εκείνοι αυτόν τον λόγον άφησαν τα δίκτυα και υπήγανε μετ’ αυτόν. Και παγαινάμενος απάνω εις την θάλασσαν ο Ιησούς ηβλέπει άλλους δύο αδελφούς, και αυτοί ψαράδες, ήγουν τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην του Ζεβεδαίου, με τον Ζεβεδαίον τον πατέραν τους, οι οποίοι άπλωναν τα δίκτυα εις την θάλασσαν, και ο Ιησούς τους κράζει και λέγει τους: Αδελφοί μου, ελάτε οπίσω μου. Και αυτοί ηκούγοντας τον λό-γον αυτόν παρευθύς άφησαν τα δίκτυα και το ξύλο τους με τον πατέρα τους και ακολούθησαν τον Χριστόν. Και παγαινάμενος ο Ιησούς Χριστός εις την στράταν ηβλέπει έναν άνθρωπον οπού εκάθετον εις έναν μπάκον οπού αλλάζουν και ελέγαν τον Ματθαίον, και ο Ιησούς του λέγει: Ω Ματθαίε, έλα μετ’ εμέν, ακολούθα με. Και ο Ματθαίος άφησε πάσα πράγμα και υπήγεν με τον Ιησούν Χριστόν, και ο Ματθαίος μίαν φοράν εκάλεσεν τον Χριστόν με τους μαθητάδες του να φάνε μετ’ αυτόν και εις τούτο το κάλεσμα ήσαν πολλοί αμαρτωλοί και τελώναι οπού έτρωγαν αντάμα, και ένας Φαρισαίος λέγει των μαθητών: Διατί τρώγει ο διδάσκαλος σας με τους αμαρτω-λούς; Και ο Ιησούς ως καρδιογνώστης τους λέγει: Εγώ δεν ήλθα δια να κράξω τους δικαίους, αμή ήλθα δια τους αμαρτωλούς να επιστρέψουν. Και παγαινάμενος ο Ιη-σούς Χριστός από την Γαλιλαίαν ευρίσκει τον Φίλιππον και ο Φίλιππος ηύρε τον Ναθαναήλ και λέγει του: Ημείς ηύραμεν την προφητείαν των προφητών, εκείνον οπού έγραψεν ο Μωυσής οπού τον λέγουνΙησούν υιόν του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ, έλα να τον ιδείς. Και υπήγεν ο Ναθαναήλ να ιδεί τον Χριστόν, και ο Ιησούς του λέγει: Εγώ σε γνωρίζω καλά, Ναθαναήλ.Και αποκρένεται ο Ναθαναήλ και λέγει του: Πόθεν με εγνωρίζεις; Λέγει του ο Ιησούς: Όταν σε έκραξεν ο Φίλιππος ήσουν αποκάτου εις την συκίαν και είδα πως επίστεψες εις εμέ. Και λέγω σου κατά αλήθεια ότι θέλεις ιδεί μεγαλύτερα πράγματα παρά τούτα. Και θέλεις ιδεί τον ουρανόν ανοι-κτόν και τους αγγέλους να ανεβοκατεβαίνουν εις τον υιόν του ανθρώπου. Και απεργώντας ημέρες ο Ιησούς ηύρε τους άλλους Αποστόλους εις διάφορους τόπους, ώσπερ ήσαν ο Ιάκωβος του Αλφαίου και ο Σίμων και ο Ιούδας, τον οποίον τον έκραξαν Θαδ-δαίον, Θωμάς και Βαρθολομαίος και Ιούδας Ισκαριώτης, Οποίος επαράδωσε τον Χριστόν. Και εκεί οπού τους έκραξεν τούτους ο Χριστός τους έβαλεν εις τον αριθμόν των μαθητών του και αδελφών του και έστειλέ τους εις όλον τον κόσμον να κηρύξουν την βασιλείαν του Θεού. Και έδωσέ τους εξουσίαν να καθαρίσουν πάσαν αρρωστίαν και να διώξουν όλα τα δαιμόνια εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού του αληθινού ζώντος. Και ήσανε δώδεκα και λέγουν ότι τούτοι οι δώδεκα Απόστολοι οπού έκραξεν ο Ιησούς, οι έξι ήσανε εξαδέλφοι του γεννημένοι από δύο αδελφές από τον πατέρα και από την μάνα. Και πως άκουσον: Η Ασμέρια γεννά την Ελισάβετ και τούτη η Ελισάβετ ήτονε γυναίκα του Ζαχαρία του προφήτου και από τούτους εβγήκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, και η Άννα υπήρε τον Ιωακείμ δια άνδραν της και απ’ αυτούς εγεννήθη η Παρθένος ημών Μαρία, οπού εγέννησεν τον Χριστόν, και επαντρέψαν την με τον Ιωσήφ τον παρθένον δια να επιτηρήσουν ομού την παρθενίαν τους και δια να γελάσουν τον διάβολον οπού εκοίταζεν τες παρθένες. Έπειτα απεθηνίσκει ο Ιωακείμ ο πατέρας της και η Άννα η μάνα της υπήρεν άλλον άνδρα αδελφόν του Ιωσήφ, οποίον τον έλεγαν Κλεώπα, και από τουτουνούς εγεννήθη η δεύτερη Μαρία, και τούτη η δευτέρα Μαρία υπαντρεύεται και παίρνει έναν ονόματι Αλφαίον και από τούτην εγεννήθησαν τέσσαρα παιδία, Ιάκωβος ο μικρός, Σίμων ο Ιούδας, οπού τον έκραξαν Θαδδαίον, και ο δίκαιος Ιωσήφ. Και τούτοι οι τέσσαρες αδελφοί εκράζονταν αδελφοί του Ιησού Χριστού, διατί ήσαν γεννημένοι από δύο αδελφάδες και επαρομοίαζαν του Χριστού εις την όψιν. Και ο Κλεώπας οπού ήτονε δεύτερος άνδρας της Άννας απέθανεν, και η Άννα παίρνει άλλον έναν τρίτον άνδραν, οπού τον έκραζαν Σαλώμην, και από τούτους εγεννήθη η τρίτη Μαρία, η οποία ήτονε γυναίκα ενού οπού τον έλεγαν Ζεβεδαίον, και από τούτους εγεννήθη Ιάκωβος ο μέγας και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Και θέλω να σας ξεκαθαρίσω πλέον καλύτερα την γενεαλογίαν της Άννας της μητρός της Θεοτόκου και να σας ξεκαθαρίσω και τούτους τους πέντε Αποστόλους τι πιάνονται του Χριστού από το μέρος της μάνας του. Ο Ιωακείμ υπήρε γυναίκα την Άννα και κάνει μετ’ αυτήν την Θεοτόκον, έπειτα απεθηνίσκει. Kαι ο αδελφός του ο Ιωσήφ παίρνει δια γυναίκα την Θεοτόκον, όχι ότι έκαμεν αμαρτίαν μετ’ αυτήν, αλλά δια να την φυλάγει και να την υπηρετεί εις τες ανάγκες οπού έμελλεν να πάθει ώσπερ τες έπαθε, οπού εγροικιέται ότι δύο αδελφοί είχαν μάνα και θυγατέρα, ήγουν ο Ιωακείμ είχεν την Άνναν και ο Ιωσήφ ο αδελφός του είχεν την θυγατέρα της Άννας, ονόματι την Μαρίαν την Παρθένον Θεοτόκον οπού έκαμεν τον Χριστόν. Και μετά την θανήν του Ιωακείμ ματαπαντρεύεται η Άννα η μάνα της Θεοτόκου Μαρίας και παίρνει δεύτερον άνδραν ονόματι Κλεώπαν και κάνει μετ’ αυτόν τον Κλεώπαν η Άννα άλλην μία θυγατέραν ονόματι και αυτή Μαρία, και αυτήν την Μαρίαν την παίρνει δια γυναίκα ο Αλφαίος, και τούτος ο Αλφαίος κάνει με τούτην την δεύτερην Μαρία οπού έκαμεν η Άννα, ήγουν με την αδελφήν της Θεοτόκου, τέσσαρα παιδία, Ιάκωβον τον μικρόν, Σίμων, Ιούδαν και Ιωσήφ τον δίκαιον, οπού τούτα τα τέσσαρα παιδία είναι με τον Χριστόν πρώτα εξαδέλφια, διότι είναι γεννημένοι από δύο αδελφάδες, ο Χριστός από την Μαρίαν την Παρθένον και τούτοι οι τρεις από την δεύτερη Μαρίαν την θυγατέρα του Κλεώπα και γυναίκα του Αλφαίου. Και απεθηνίσκει και τούτος ο Κλεώπας και ματαπαντρεύεται πάλιν τρίτην φοράν η Άννα και παίρνει τρίτον άνδρα ονόματι Σαλώμην και ματαγκαστρώνεται η Άννα με τούτον τον Σαλώμην και κάνει πάλε άλλη μίαν θυγατέραν και λέγουν την και αυτή Μαρία, οπού είναι τρεις Μαρίες αδελφάδες, και τούτην την τρίτην Μαρίαν την θυγατέρα της Άννας, οπού την έκαμε με τον Σαλώμην, υπαντρεύεται και παίρνει άνδραν τον Ζεβεδαίον. Και ο Ζεβεδαίος κάνει με τούτην την τρίτην Μαρίαν την θυγατέραν της Άννας δύο παιδία, Ιάκωβον τον μέγαν και Ιωάννην τον Θεολόγον, οπού έρχονται να είναι και τούτοι με τον Χριστόν πρώτοι εξαδέλφοι, διότι είναι η μάνα του Χριστού και η μάνα τουτουνών αδελφάδες, οπού είναι τούτοι οι έξι Αποστόλοι, ήγουν ο Ιάκωβος ο μικρός, ο Σίμων, ο Ιούδας, ο Ιωσήφ ο δίκαιος, ο Ιάκωβος ο μέγας και ο Ιωάννης ο Θεολόγος πρώτοι εξαδέλφοι με τον Χριστόν, διότι είναι από τρεις αδελφές γεννημένοι, ήγουν από την Μαρίαν την Παρθένον, θυγατέρα του Ιωακείμ, έναι ο Χριστός. Και από την αδελφήν της της Θεοτόκου της Μαρίας Παρθένου, της άλλης Μαρίας της θυγατέρας του Κλεώπα και γυναίκας του Αλφαίου εγεννήθηκαν ως είπαμεν οι τέσσαρεις, Ιάκωβος ο μικρός, Σίμων, Ιούδας και ο Ιωσήφ ο δίκαιος. Και από την άλλην της την αδελφήν, οπού έκαμεν η μάνα της με τον Σαλώμην και υπήρε την ο Ζεβεδαίος, εγεννήθη ο Ιά-κωβος ο μέγας και Ιωάννης ο Θεολόγος, οπού είναι πρώτοι εξαδέλφοι, διότι είναι από τες τρεις αδελφάδες γεννημένοι, και τούτες είναι οπού λέγουν οι Ευαγγελισταί Μαρία Ιακώβου και Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Σαλώμου, και ηξεύρετε ότι οι Εβραίοι είχαν συνήθειαν ότι αν έπαιρνε ένας αδελφός μίαν γυναίκα και δεν έκανεν παιδί μετ’ αυτόν, την έπαιρνεν ο άλλος του ο αδελφός δια να κάμει παιδί από την γενεάν αυτού, και αν ο δεύτερος αδελφός έκανεν παιδί με την γυναίκαν αυτήν την νύμφη του, ήγουν την γυναίκα του αδελφού του οπού υπήρε δια να να αναστήσει σπέρμα, δεν ελέγοτον αυτό το παιδί εδικό του, αμή ελέγοτον παιδί του πρώτου αδελφού, καλά και εκείνος δεν το έσπειρεν, και αν ο δεύτερος δεν έκανεν παιδί την έπαιρνε την νύμφη του ο τρίτος ο αδελφός, και αν ουδ’ αυτός δεν έκανε την έπαιρνε ο τέταρτος και έτσι την έπαιρναν έως επτά αδελφοί, και αν ο έβδομος έκανεν παιδί μετ’ αυτήν δεν ελογάτον παιδί εδικό του, αλλά του αδελφού του του πρώτου, και έτσι ήτονε η συνήθεια των Εβραίων από έκπαλαι κατά τον νόμον του Μωυσέως, οπού του έδωσε ο Θεός να τον δώσει των Εβραίων ώσπερ το ηκούσετε εδώ όπισθεν εις τούτο το βιβλίον οπού το έγραψα πως ο Θεός έδωσε τον νόμον του Μωυσή και που εις τι τόπον και βουνό του τον έδωσεν. Ιωακείμ την Μαρίαν την Παρθένον Κλεώπας Άννα Μαρίαν ο Αλφαίος Σαλώμης Μαρία ο Ζεβεδαίος α’ η Μαρία η Παρθένος τον Χριστόν β’ η Μαρία του Αλφαίου Ιάκωβον τον μικρόν Σίμων, Ιούδαν Ιωσήφ τον δίκαιον γ’ η Μαρία του Ζεβεδαίου Ιάκωβον τον μέγαν Ιωάννην τον Θεολόγον Τρεις Μαρίες, αδελφάδες από μίαν μάναν και από τρεις πατέρας, η Άννα η μάνα τους, και πατέρες τους: της πρώτης ο Ιωακείμ της δευτέρας ο Κλεώπας της τρίτης ο Σαλώμης Και τούτοι λέγουν έτσι ως είπαμεν, πλην δε ως εμοί δοκεί δεν έναι έτσι η αλήθεια, διότι ο Ιωακείμ παιδί δεν έκανεν με την Άνναν, διότι ήτονε στείρα και δια προσευχής άνοιξεν ο Θεός την μήτραν της Άννας και έκαμεν την αγίαν Θεοτόκον, και μετά ταύτα έμεινεν στείρα και άλλον άνδραν η Άννα δεν υπήρεν, αλλ’ όμως δε λέγει εις το συναξάρι της Μεγάλης Παρασκευής ότι εις τον σταυρόν του Ιησού έστεκεν η μήτηρ αυτού και η αδελφή αυτής Μαρία η του Κλωπά, ην ο Ιωακείμ εγέννησε τω Κλωπά, άπαιδι τεθνηκότι, πως να το μετρήσω ουκ οίδα. Και εις το Πεντηκοστάριν την Κυριακήν των Μυροφόρων λέγει την γενεάν των έξι Αποστόλων, οπού είπαμεν ότι ήσαν από τον Κλωπάν και τον Αλφαίον, αλλοτρόπως. Λέγει γουν έτσι: Ο Ιωσήφ ο μνηστήρ της Θεοτόκου πριν παρά να μνηστεί την Θεοτόκον Μαρίαν είχεν γυναίκα την Σαλώμην και μετ’ αυτήν έκαμε επτά παιδία, τέσσαρα αρσενικά και τρία θηλυκά. Τα αρσενικά είναι τούτα: Ιάκωβος ο μικρός, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας ο επικληθείς Θαδδαίος, και τα θηλυκά είναι τούτα: την Εσθήρ, την Θάμαρ και την Σαλώμην, και τούτη η Σαλώμη είχεν το όνομα της μάνας της, και παίρνει την τούτην την Σαλώμην την θυγατέραν του Ιωσήφ του μνήστορος δια γυναίκα του ο Ζεβεδαίος και κάνει μετ’ αυτήν δύο παιδία, τον άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον και τον άγιον Ιάκωβον τον μέγαν, οπού έρχεται να έναι ο Ιωσήφ του Ιωάννου και του Ιακώβου πάππους, και του Ζεβεδαίου του πιάνεται ο Ιωσήφ πεθερός, και δια να μνηστευθεί ο Ιωσήφ την Θεοτόκον την κράζει ο Ιωσής ο υιός του μητέρα, ως καθώς έναι γεγραμμένον εις το Ευαγγέλιον του Ματθαίου, και δια να έναι η αγία Θεοτόκος μνηστήρ του Ιωσήφ και ήτον ο Ιωάννης εγγονάς του, λέγεται ανεψιός του Χριστού, και το ομοίως λέγεται και ο Ιάκωβος ο μέγας, και τούτη έναι η καθολική αλήθεια.

Πως ο Ιησούς Χριστός εβγήκεν από την Γαλιλαίαν και υπήγε εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εβαπτίσθη υπό του Ιωάννου Κεφ. ροδ΄

[Επεξεργασία]

Ο άγιος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς εβγήκεν από την Γαλιλαίαν και υπήγεν εις τον Ιορδάνην ποταμόν και ηυρίσκει τον άγιον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, οπού ήτον εκεί και εδίδαχνε και εβάπτιζε πάσα έναν οπού έρχοτον εις αυτόν. Και όταν ο Ιησούς έσμιξεν με τον άγιον Ιωάννην του λέγει: Ιωάννη, εγώ θέλω να με βαπτίσεις. Και ο Ιωάννης λέγει: Εγώ έχω χρεία από εσένα να βαπτιστώ, και εσύ μου λέγεις να σε βα-πτίσω; Και τότες λέγει ο Ιησούς: Άφες τα αυτά, μόνον έλα και βάπτισέ με, διότι μου κάνει χρεία να βαπτιστώ υπό σου δια να τελειώσω την δικαιοσύνην. Και το νερόν ήτονε εκεί σιμά και υπήγαν και εσέβησαν και οι δύο εις το νερόν. Και ο άγιος Ιωάννης εβάπτισε τον Ιησούν και βαπτιζόμενος είδεν ανοικτούς τους ουρανούς και το πνεύμα ωσεί περιστεράν κατερχόμενον επ’ αυτόν και φωνή εκ των ουρανών και έλεγεν: Τούτος έναι ο υιός μου ο αγαπητός, τον οποίον εγώ τον αγαπώ και ηκούγετέ τον, ότι εγώ τον έστειλα. Ακόμη λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ότι όταν είδε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής τον Ιησούν και υπήγαινε εις αυτόν είπε: Τούτος έναι ο άγγελος Κυρίου oποίος βαστάγει τας αμαρτίας του κόσμου. Και τούτο έναι εκείνο οπού σας είπα ομπρός οπού έγινεν, ήγουν ο πίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ου ουκ ειμί άξιος να σκύψω να λύσω τα παπούτσια του, αμή τότες δεν τον εγνώρισαν, και δια να κάμουν να εγνωρισθεί εις την Ιερουσαλήμ ήτον ανάγκη να βαπτισθούν εις το νερόν. Και εις τούτο έναι μάρτυρας ο άγιος Ιωάννης ο Ευ-αγγελιστής ότι εβαπτίσθη υπό του Πνεύματος του αγίου, οπού το είδεν ώσπερ μίαν περιστεράν οπού εκάθησεν απάνω εις την κεφαλήν του Ιησού, και αυτός δεν τον εγνώρισεν, μόνον όταν ήκουσε την φωνήν οπού τον εμαρτύρησεν.

Πώς ο Ιησούς Χριστός έκαμεν το νερόν κρασί εις τον εν Κανά της Γαλιλαίας Κεφ. ροε΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εις το δεύτερον αυτού κεφάλαιον: Αφού είπε του Φιλίππου ότι θέλετε ιδεί τον ουρανόν ανοικτόν, τη τρίτη ημέρα εγένετον γάμος εις τον Κανά της Γαλιλαίας και ήτον η μάνα του Ιησού εκεί. Και εκάλεσαν και τον Ιησούν με τους μαθητάδες του εις τον γάμον, και εις τον γάμον έλειψεν κρασί. Και λέγει η μάνα του Ιησού προς αυτόν: Υιέ μου, κρασί δεν έχουν. Λέγει της ο Ιησούς: Τι να τους κάμομεν εγώ και εσύ, γυναίκα, αν δεν έχουν; Ακόμη η ώρα μου δεν ήλθε. Και τόσο τον επαρακάλεσεν, ότι έκαμε το θέλημά της, και λέγει η μάνα του η Θεοτόκος ημών και Κυρία των υπηρετών εκεινών οπού υπηρετούσαν εκεί τον γά-μον:Κάμετε το ει τι σας λέγει ο υιός μου. Και ήσαν εκεί σταμνία πέτρινα, ήγουν πίλες έξι, οι oποίες ήσαν δια τον καθαρισμόν των Ιουδαίων και εχώρα πάσα μία δύο ή τρεις μέτρες. Λέγει τους ο Ιησούς: Γεμίσατε τα σταμνία αυτά τα έξι ως απάνω νερόν. Και τούτοι τα εγέμισαν έως άνω. Και τότες τους λέγει ο Ιησούς: Εβγάλετε τώρα απ’ αυτό και φέρετε του αρχιτρικλίνου , ήγουν του μαγείρου. Και έτσι το έκαμαν. Και όταν έπιεν ο αρχιτρίκλινος το νερόν οπού έγινεν κρασί δεν ήξευρεν, διότι εκείνοι το ήξευραν πόθεν έγινεν τούτο το πράγμα, μόνον οι υπηρέται το ήξευραν οπού έβαλαν το νερόν εις τα σταμνία. Λέγει ο αρχιτρίκλινος του γαμπρού: Πάσα άνθρωπος πρώτα βάνει το καλόν κρασί και όταν μεθύσουν τότες βάνει το άτυχον, και εσύ έκαμες το ανάπαλιν και εκράτησες το καλόν κρασί έως τώρα και το άτυχον μας επρω-τόδωσες. Και τούτο ήτονε το πρώτον θαύμα οπού έκαμεν ο Χριστός αφού εβαπτίσθη, και τότες εφανέρωσεν την δόξαν του και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθητάδες του.

Πως ο Ιησούς εδίδασκεν και διδάσκοντας έρχεται εις αυτόν ένας άρχοντας ονόματι Ιάειρος, πλούσιος, και παρακαλεί τον να του αναστήσει την θυγατέρα του, και πως υγίανεν μίαν γυναίκα οπού την έτρεχεν το αίμα Κεφ. ρος΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Ματθαίος εις το θ΄ κεφάλαιον αυτού και ο άγιος Μάρκος εις το ε’ ότι ο Χριστός εδίδασκεν εις έναν κάμπον και ένας άρχοντας, άρχων της συναγωγής, ονόματι Ιάειρος, ήλθεν εις αυτόν και γονυπετών αυτόν και προσκυνά τον και λέγει του:Η θυγατέρα μου τώρα τώρα απέθανεν, και ηξεύρω καλά ότι εάν έλθεις να βάλεις το χέρι σου απάνω της ανασταίνεται. Και τότες ουν ο Χριστός υπήγε με τους μαθητάς του εκεί εις το σπίτι του και παγαινάμενοι εις την στράταν έρχεται μίαν καλήν γυναίκα δια να συντύχει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, η οποία της έτρεχε πολύ αίμα δώδεκα χρόνους, και ηβλέποντας ότι δεν ημπορεί να του συντύχει από το πολύ πλήθος, έβαλε εις το νουν της ότι να τον πιάσει μόνον από τα ρούχα του και θέλει υγιάνει, ώσπερ και έγινεν. Μόνον οπού επίασε την άκρην του κρασπέδου αυτού, παρευθύς έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και τούτη η γυνή είχεν εξοδιάσει ει τι και αν είχεν εις τους ιατρούς και τίποτες δεν της έκαμαν, και παρευθύς τον να επίασε τα ρούχα του Χριστού μου υγίανε. Και ο Ιησούς Χριστός εγνώρισε οπού τον επίασε και γυρίζει προς τους ανθρώπους και λέγει: Τις με επίασεν; Και ο άγιος Πέτρος με τους άλλους λέγει: Τι λέγεις, αυθέντη, δεν βλέπεις εδώ πόσοι άνθρωποι σε ταυρίζουν, αμή μας ερωτάς τις σε επίασε; Και ο Ιησούς εκοίταξε την γυναίκαν οπού έστεκεν με φόβον και με τρόμον, οπού είδε τούτο το μέγα πράγμα, να υγιάνει παρευθύς το να τον επίασε μόνον από την άκρην του ρούχου του, οπού εξοδίασε εις ιατρούς και εις ιατρικά ει τι και αν είχεν και τίποτες δεν της έκαμαν. Και αυτή πέφτει τότες εις τα ποδάρια του και λέγει: Εγώ ειμί οπού σε άγγιξα και επίασα το ρούχο σου, και δια να το πιάσω υγίανα. Και ο Ιησούς της λέγει: Θυγατέρα, η πίστις σου σε υγίανε και άμε εις το σπίτι σου γερή από την αρρωστίαν οπού είχες. Και όταν έσωσε ο Ιησούς εις το σπίτι του άρχοντος εκεινού, οπού η θυγατέρα του είχε απεθάνει και έκραξε τον Χρι-στόν να βάλει το χέρι του απάνου της δια να υγιάνει, ηβλέπει πλήθος ανθρώπων και έστεκαν εκεί. Λέγει τους: Εβγάτε όλοι σας έξω, ότι η θυγατέρα του άρχοντος δεν απέθανεν αμή κοιμάται. Και τινές από εκείνους εγελούσαν οπού είπε ότι κοιμάται. Και όταν εβγήκαν όλοι από το σπίτι, τότες ο Ιησούς εσέβη μέσα εις το σπίτι του άρχοντος και πιάνει την θυγατέραν του και λέγει: Σηκώσου απάνου, θυγατέρα, γερή και καλή. Και παρευθύς ασηκώθηκε γερή και ζωντανή, και τότες ουν εκηρύχθη το όνομα του Ιησού Χριστού εις όλην εκείνην την χώραν, ότι έναι Θεός σημειοφόρος.

Πώς ο Ιησούς Χριστός υπήρε δώδεκα μαθητάς και υπήγε εις την Ιερουσαλήμ και παγαινάμενος ανάβλεψεν έναν τυφλόν Κεφ. ροζ΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρε δώδεκα μαθη-τάδες και λέγει τους: Εγώ θέλω να πάμε εις την Ιερουσαλήμ δια να πληρωθούν οι προφητείες οπού λέγουν και προφητεύουν δια τον υιόν του Θεού, οπού λέγουν ότι θέλει πάθει πολλά κακά και θέλουν τον υβρίσει και θέλουν τον ενεμπαίξει και τέλος πάντων θέλουν τον σταυρώσει και τη τρίτη ημέρα θέλει αναστηθεί.Και τινάς από τους Αποστόλους δεν το εγροίκησε. Και τότες παρευθύς άρχισε και επεριεπάτει ο Χριστός με τους μαθητάς και ήλθαν σιμά εις μίαν χώραν οπού την λέγουν Ιεριχώ. Και εις την στράταν ευρίσκουν έναν τυφλόν και εκάθετον και εγύρευεν ελεημοσύνην από τους διαβάτες, και τούτος ο τυφλός ηκούγει τον κτύπον τοσούτων ανθρώπων οπού απερνούσαν απόκει, λέγει ενού και ερωτά τον τι πράγμα έναι αυτό. Και λέγει του ότι απερνάγει ο Ιησούς Χριστός, και τότες ο τυφλός ασηκώνεται απάνω και φωνάζει και λέγει: Ω Ιησού Χριστέ, υιέ του Δαβίδ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Και εκείνοι οι άνθρωποι οπού επεριπατούσαν με τον Χριστόν τον ανασχυντούσαν και ελέγαν του: Σιώπα, μην φωνάζεις. Και αυτός εφώναζε τότες μεγαλότερα, και ηκούγοντάς τον ο Ιησούς Χριστός λέγει: Φέρετέ μου τον εδώ.Και φέρνουν τον, και λέγει του: Τι θέλεις να σου κάμω; Και ο τυφλός λέγει: Να αναβλέψω. Και ο Χριστός του λέγει: Ανάβλεψε, η πίστις σου σε ανάβλεψε. Και παρευθύς άνοιξε τα μάτια του και ήβλεπε και υπήγε κατόπισθεν του Χριστού δοξάζοντας και υμνούντας τον αλη-θινόν Θεόν οπού του έκαμε τέτοιον θαύμα.

Πώς ο Χριστός εχόρτασεν πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε ψωμία και με δύο ψάρια Κεφ. ροη΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής πως ο Ιησούς Χριστός υπήγεν μίαν φοράν εις την Βεριάδα θάλασσα και υπήγανε μετ’ αυτόν πολλοί άνθρωποι δια τα θαύματα οπού έκανε, και εκάθησε με τους μαθητάδες του εκεί εις ένα μεγάλο βουνό και άρχισε και εδίδασκε εκεινών των ανθρώπων. Και ήτον σιμά το Πάσχα οπού έκαναν οι Ιουδαίοι, και οι άνθρωποι οπού έρχονταν ήσαν πολύ πλήθος, και λέγει του αγίου Φιλίππου: Ω Φίλιππε, πούθε να αγοράσομε ψωμί να φάνε τόσοι άνθρωποι; Και τούτο το είπε δια να τον δοκιμάσει, διότι αυτός ήξευρε εκείνο οπού ήθελεν να κάμει. Λέγει του ο Φίλιππος: Διακόσια δουκάτα δεν μας σώνουν να τους δώσομε πάσα ενός ένα μπουκούνι. Λέγει ο άγιος Ανδρέας: Κύριέ μου, εδώ έναι ένα παιδί και έχει πέντε ψωμία κρίθινα και δύο ψαρόπουλα, και τούτο οπού έναι δώσ’ το ολουνών και ας το φάνε. Λέγει τους ο Χριστός: Κάμετε να καθήσουν όλοι οι άνθρωποι, και εκεί ήτονε ένας τόπος με χορταράκια έμορφα οπού εκάθησαν οι άνθρωποι εκείνοι οι πέντε χιλιάδες χωρίς τα παιδία και τες γυναίκες. Και τότες ο Ιησούς Χριστός πιάνει εκείνα τα πέντε ψωμία και τα δύο ψάρια και ευλογεί τα και δίδει τα των μαθητάδων του να τα ημοιράσουν εκεινών των ανθρώπων, και έτσι το έκαμαν. Και όσο έκοπταν, τόσο επλήθαινε περισσότερον, εις τρόπον ότι αυτά τα πέντε ψωμία και τα δύο ψάρια εχόρτασάν τους όλους. Και όταν απόφαγαν και εχόρτασαν, λέγει ο Χριστός των μαθητάδων του να μάσουν τα κομμάτια οπού τους απόμειναν, δια να μην τα ρίξουν. Και έτσι ασηκώνουν οι μαθητάδες τα κομμάτια και γεμίζουν δώδεκα κόφες μεγάλες από εκείνα οπού τους επερίσσεψαν, και όταν είδαν εκείνο το μέγα θαύμα λέγουν: Τούτος έναι ο αληθινός προφήτης, ο σωτήρ του κόσμου.

Πως ο Χριστός απερνώντας από την κολυμβήθραν την προβατικήν υγίανε τον παράλυτον οποίος ήτον εκεί πολύν καιρόν Κεφ.ροθ΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ότι απερνώντας ο Ιησούς από την προβα-τικήν κολυμβήθραν η οποία υγίαινε τους αρρώστους, εκεί σιμά έστεκε ένας παράλυτος εις το κρεβάτι και ο Ιησούς Χριστός του λέγει: Θέλεις να υγιάνεις; Και ο παράλυτος λέγει: Αυθέντη, δια τούτο στέκω εδώ τόσον καιρόν, και δια να μην έχω άνθρωπον να με πάρει να με βάλει εις το νερόν όταν έναι ο καιρός οπού ταράζεται, δεν υγίανα. Και ο Χριστός τον πιάνει από το χέρι και λέγει του: Ασηκώσου και έπαρε το κρεβάτι σου και σύρε εις το σπίτι σου. Και τινές οπού ήσαν εκεί του λέγουν: Μην αγγίξεις το κρεβάτι σου, ότι έναι Σάββατον και δεν ημπορείς να το πάρεις. Και αυτός τους λέγει: Εκείνος ο ιατρός και αυθέντης οπού με υγίανε μου είπε ότι να το πάρω το κρεβάτι μου, δια τούτο δεν κάνω δι’ άλλον, μόνον να το πάρω. Και εκείνοι του έλε-γαν: Τις σε υγίανε; Και αυτός τους λέγει:Εγώ δεν ηξεύρω. Και μετά ταύτα τον ευρί-σκει ο Χριστός εις την πόρταν του ιερού και λέγει του: Ίδε, υγιής γέγονας μηκέτι αμάρτανε, ήγουν επειδή υγίανες τώρα φυλάγοσου να μην αμαρτάνεις άλλην φοράν, διότι λέγουν ότι του ήλθε υπό αμαρτιών και λέγουν και τινές ότι αυτός έδωσε του Χριστού σφονδυλία όταν τον επίασαν, και δι’ αυτό του είπε ο Χριστός ότι να μην αμαρτάνει πλέον.

Περί του Δείπνου του Μυστικού και ετέρων αποδείξεων Κεφ. ρπ΄

[Επεξεργασία]

Λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, τον καιρόν οπόταν εκάθησεν ο Πιλάτος εις τον τόπον οπού τον λέγουν Λιθόστρωτον δια να κρίνει τον Ιησούν Χριστόν έλεγεν ότι ήτον Παρασκευή του Πάσχα εις τες έξι ώρες. Και διατί λέγεται η έκτη ημέρα της εβδομάδος Παρασκευή του Πάσχα ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής το εξεκαθαρίζει. Ώσπερ το Σαββάτο έναι εβδόμη ημέρα της εβδομάδος και λέγεται Σάββατον, ή-γουν κατάπαυσις, διότι ο Θεός το Σαββάτο ετελείωσε όλα τα έργα, και τότες και οι δούλοι δεν δουλεύουν μήτε τα κτήνη, μήτε άλλο τίποτες κάνουν οι Εβραίοι. Έτσι έναι και η Παρασκευή έκτη ημέρα της εβδόμης και λέγεται Παρασκευή, διότι εν αυτή τη ημέρα παρασκευάζουν και ητοιμάζουν οι Εβραίοι εκείνα όλα οπού τους κάνει χρεία να έχουν το Σαββάτο, διότι το Σαββάτο μήτε ξύλα μαζώνουν μήτε στία ανάφτουν, ούτε ετοιμάζουν την τάβλα τους δια να φαν, μόνον την έκτην ημέραν τα ετοιμάζουν, δια τούτο λέγεται Παρασκευή. Λοιπόν και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής την λέγει Παρασκευή του Πάσχα αυτήν την ημέραν, έδειξεν γουν φανερά ότι ομπρός παρά το Πάσχα ετοίμαζαν οι Εβραίοι αυτήν την ημέραν ει τι και αν ήθελαν να έχουν. Έτσι όριζεν ο νόμος ο παλαιός, οποίος το λέγει εις το δωδέκατο κεφάλαιον της Εξόδου: Και από τες έξι ώρες της ημέρας της δεκατέσσαρεις του φεγγαρίου πάσα ψωμί ανεβατόν ψημένον το έριχναν ή το έκαιγαν δια να μην ευρεθεί απ’ αυτήν την ώραν την έκτην, ήγουν από τες δεκατέσσαρες του φεγγαρίου έως εις την είκοσι μίαν του φεγγαρίου, οπού επτά ημέρες ψωμί ανεβατόν δεν ευρίσκετον. Και από τες έξι ώρες της ημέρας τες δεκατέσσαρες του φεγγαρίου ως είπαμεν ητοίμαζαν τα άζυμα. Λοιπόν αν ο νόμος ο παλαιός ήτονε έτσι, το λοιπόν φανερόν έναι ότι εκείνο οπού έδωσεν ο Χριστός την Μεγάλην Πέμπτην το βράδυ, οπού τότες είχεν το φεγγάρι δεκατρείς, των Αποστόλων ψωμί και κρασί και είπε τους όταν τους έδωσε το ψωμί ότι λάβετε φάγετε τούτο μου εστί το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών , και το κρασί τους έδωσε και είπε τουςπίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου το της Καινής Διαθήκης το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών , το λοιπόν ψωμί ανεβατόν ήτονε και όχι άζυμον, διότι καιρός τότε δεν ήτονε αζύμων, μηδέ τότες ηφάνιζαν το ψωμί το ανεβατόν, αλλά από τες έξι ώρες της Παρασκευής αρχινούσαν και έκαναν τα άζυμα, και επειδή από τες έξι ώρες της Παρασκευής οπού ήσαν οι δεκατέσσαρες του φεγγαρίου τα αρχινούσαν, τότες οπού ο Χριστός τους έδωσεν τον άρτον ήσαν δεκατρείς του φεγγαρίου, ήγουν την μεγάλην Πέμπτην, ώστε καιρός δεν ήτον. Λοιπόν ψεύγονται όσοι λέγουν ότι ο Χριστός εις τον Δείπνον έδωσε άζυμον. Αν καιρός αζύμων δεν ήτον, τα άζυμα που τα ηύρε; Λοιπόν την ημέραν εκείνην οπού έκαναν το Πάσχα, εκείνην την ημέραν την έκραζαν και ημέραν των αζύμων και Πάσχα, ήγουν από την βραδίαν αυτής και έμπροσθεν, διότι αυτήν την βραδίαν έτρωγαν τον αμνόν και έτρωγαν και τα άζυμα, ήγουν την βραδίαν των δεκατεσσάρων ημερών του φεγγαρίου. Και τότες γουν εκείνην την Παρασκευήν οπού εσταύρωσαν τον Χριστόν, τότες είχεν το φεγγάρι δεκατέσσαρεις και τότες εκείνην την ημέραν την έλεγαν πρώτη των αζύμων και Πάσχα. Και αυτά όλα τα ονόματα τα ευρίσκομεν την μεγάλην Παρασκευήν, και εγροίκα καλά αυτά οπού λέγομεν, πρώτη των αζύμων λέγεται η Μεγάλη Πέμπτη, διότι έναι ομπρός παρά τα άζυμα, ώσπερ έλεγεν ο άγιος Μάρκος ο Ευαγγελιστής την Μεγάλην Παρασκευήν προσάββατον, διότι έναι ομπρός παρά το Σαββάτο, έτσι λέγομεν και την Μεγάλην Πέμπτην πρώτη των αζύμων, λέγει ο άγιος Ματθαίος εις το εικοστό έκτο κεφάλαιον αυτού, διότι έναι ομπρός παρά το άζυμα, καθώς λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οπού είπεν την Μεγάλην Παρασκευήν. Και το ομοίως λέγει ο άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής εις το εικοστό δεύτερο αυτού κεφάλαιον: Ήγγιζεν δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη Πάσχα, ως καθώς είπεν και ο Ματθαίος, και ο άγιος Ιωάννης λέγει ομπρός παρά την εορτήν του Πάσχα έγινεν το δείπνον, αυτήν την Παρασκευήν είπεν, διότι μετά ταύτα το φανερώνει και λέγει εις το δέκατο όγδοο κεφάλαιον, και αυτοί δεν ήλθαν δια να μην μαγαρισθούν, αλλά δια να φαν το Πάσχα. Και πάλιν λέγει εις το αυτό κεφάλαιον, έναι εις εσάς συνήθεια να αφήνω το Πάσχα έναν από εσάς, ήγουν εκείνο το Πάσχα έλεγεν, αύτου οπού λέγει και τον καιρόν, οπόταν εκάθησεν ο Πιλάτος εις τινά τόπον οπού τον έλεγαν Λιθόστρωτον, λέγει ότι ήτονε Παρασκευή του Πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη, και παρακάτου λέγει ότι ήτονε μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου. Δεν ήθελεν ειπεί μεγάλην αυτήν την ημέραν, εάν δεν έρχοτον εκείνο το Σαββάτο, η πρώτη ημέρα των αζύμων, και αυτήν την ημέραν την έκραζαν αγία. Αύτου πως όλοι οι Ευαγγελιστάδες φανερά δείχνουν ότι την βραδίαν εκείνην της Παρασκευής οπού εσταύρωσαν τον Χριστόν, φανερά τότες άρχισαν και έτρωγαν το Πάσχα, και δια τούτο την είπαν Παρασκευή του Πάσχα, διότι επα-ρασκεύαζαν εκείνα του Πάσχα. Λοιπόν διχώς καμίαν αντιλογίαν φαίνεται ότι την βραδίαν εκείνην της Παρασκευής έκαναν το Πάσχα. Εάν δεν ήθελεν είσταιν τούτο, δεν ήθελεν ειπεί ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής παραπάνω ότι και αυτοί δεν ήλθαν εις το πραιτώριον δια να μη μιανθώσιν, αλλά να φαν το Πάσχα. Το λοιπόν ακόμη το Πάσχα δεν ήτον γιναμένον όταν ήτον ο Χριστός εις τον σταυρόν, και άκουσον τι λέγει ο μέγας Κύριλλος οπού τα έγραψεν και είπεν ότι ετιμούσαν μόνον τον τύπον, ήγουν πως να φαν το πρόβατον να είναι καθαροί. Και δια τούτο δεν ήθελαν να έλθουν εις το πραιτώριον, εις αυτήν την αλήθειαν ύβριζαν τον Χριστόν, ήθελαν να είναι καθαροί να φαν το Πάσχα του νόμου, οπού εκείνος ο νόμος κακόν δεν εδύνοτον να τους κάμει. Λοιπόν επειδή είναι έτσι ως άνωθεν είπαμεν, ψεύδονται φανερά εκείνοι οπού λέγουν ότι την βραδίαν της Μεγάλης Πέμπτης έφαγαν το πρόβατον το τυπικόν, φιλονικούν να στήσουν τα άζυμα, να ειπούν, ναι με άζυμον έκαμε ο Χριστός τον δείπνον, και θέλουν να κάμουν την αλήθειαν ψέμα, δεν ηξεύρουν τι λέγουν, κακώς ομολογούν. Και έχεις πάλιν αυτόν τον Χρυσόστομον οπού λέγει εις του κατά Ιωάννην την ερμηνείαν, εκεί οπού λέγει: και αυτοί ουκ εισήλθον εις το πραιτώριον ίνα μη μιανθώσιν, αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα. Το λοιπόν λέγει ότι και ο Χριστός προ μιας ημέρας έφαγεν το Πάσχα, διατί; διότι εκοίταζε την σφαγήν οπού έμελλεν να πάθει την Παρασκευήν, τότες οπού εγίνετον το Πάσχα το νομικόν, ήγουν των Εβραίων. Λοιπόν εκείνο οπού έδωκεν ο Χριστός των Αποστόλων ήτον ψωμί ανεβατόν, όχι άζυμον, ως πολλοί λέγουν. Ο θειότατος τούτος χρυσορρήμων Ιωάννης φανερά σου τα παρασταίνει, δια της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης έκαμε τον λόγον, και λέγει τούτα κατά λόγον: Εκεί έναι το γράμμα, εδώ έναι το πνεύμα, εκεί έναι η κιβωτός, εδώ η Παρθένος, εκεί έναι η ράβδος του Ααρών, εδώ έναι ο Σταυρός, εκεί ήτον το πρόβατον, εδώ έναι ο Χριστός, εκεί ήσαν άζυμα, εδώ έναι το ψωμί. Λοιπόν τούτα όλα ήσαν τύπος των νέων, ώσπερ τα ηβλέπεις. Λέγει ο άγιος Ι-ωάννης ο Ευαγγελιστής εις το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον εις κεφάλαια δεκατρία: Ηβλέποντας ο Ιησούς ότι όλα τα έδωκεν αυτού ο Πατέρας εις τα χέρια και ότι από τον Θεόν εβγήκεν και εις τον Θεόν υπάγει, ασηκώνεται από τον δείπνον και βάνει τα ρούχα του και παίρνει λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί τη, έπειτα βάνει νερόν εις την λεκάνην και άρχισε και ένιπτε τα ποδάρια των μαθητάδων του, και με εκείνην την εμπόλιαν τους εσφόγγιζεν τα ποδάρια, και έτσι τους ένιψεν όλους και ξυστέρου έρχεται και εις τον Σίμων Πέτρον, και αυτός του λέγει: Κύριε, εσύ μου νίπτεις τα ποδάρια; Λέγει του ο Ιησούς: Εκείνο οπού κάνω εγώ εσύ τώρα δεν το ηξεύρεις, αλλά μετά ταύτα θέλεις το εγνωρίσει. Λέγει του ο Πέτρος: Δεν μου θέλεις νίψει τους πόδας εις τον αιώνα. Λέγει του ο Ιησούς: Εάν δεν σου νίψω τα ποδάρια μερτικόν μετ’ εμένα δεν έχεις. Λέγει του ο Σίμων ο Πέτρος: Κύριε, όχι μόνον τα ποδάρια, αλλά και τα χέρια και την κεφαλήν. Λέγει του ο Ιησούς: Ο πλυμένος δεν έχει χρεία να νίψει τα ποδάρια, διότι έναι όλος καθαρός. Και εσείς καθαροί είστεν, αλλά όχι όλοι. Ήβλεπεν εκείνον οπού ήθελεν να τον παραδώσει, δια τούτο είπεν ότι δεν είναι όλοι καθαροί. Λοιπόν αφού τους ένιψεν τα ποδάρια, υπήρεν πάλιν τα ρούχα του και εκάθησεν πάλε κάτω και λέγει τους: Εγνωρίζετε τι σας έκαμα. Εσείς με λέγετε ο διδάσκαλος και ο κύριος, και καλά λέγετε, έτσι είμαι. Λοιπόν επειδή εγώ ο διδάσκαλός σας και ο κύριός σας ένιψα τα ποδάρια σας, έτσι κάνει χρεία και εσείς να κάνει ένας του αλλουνού, να νίβετε τους πόδας σας. Υπόδειγμα σας άφησα, έτσι ως καθώς σας έκαμα εγώ, έτσι να κάνετε και εσείς. Αμήν αμήν λέγω σας ότι δεν έναι δούλος καλύτερος από τον αυθέντην του ουδέ αποστολάτορας καλύτερος από εκείνον οπού τον απόστειλεν. Και αν τα εγνωρίζετε αυτά μακάριοι θέλετε είσταιν. Δεν λέγω δια όλους εσάς, εγώ ηξεύρω ποίους εδιάλεξα, αμή δια να πληρωθεί η γραφή του Δαβίδ, ο σαρακοστός ψαλμός οπού λέγει: Όστις τρώγει μετ’ εμέν το ψωμί επήρεν εις εμέ την πτέρναν του. Και λέγω σας το τώρα πριν παρά να γένει, δια να πιστωθείτε οπόταν γένει ότι εγώ είμαι. Αμήν αμήν λέγω σας, εκείνος οπού δέχεται εκείνον οπού πέμψω εμένα δέχεται, και εκείνος οπού με δέχεται εμέναν δέχεται και εκείνον οπού με έστειλεν. Ηβλέπετε, αδελφοί, τι λέγει ο Χριστός. Που είναι αυτοί οπού λέγουν ότι και οι Εβραίοι και οι Τούρκοι τον Θεόν πιστεύουν και θέλουν σωθεί; Αν τον Υιόν του Θεού δεν θέλουν, πως θέλουν τον Θεόν; Όστις πιστεύει τον Υιόν, πι-στεύει και τον Πατέρα Θεόν, όστις δεν πιστεύει τον Υιόν ουδέ τον Θεόν δεν τον πιστεύει. Λοιπόν αυτοί ψεύδονται και κακώς πιστεύουν, επειδή τον Υιόν δεν πιστεύουν, διότι ο Χριστός το λέγει: Εκείνος, λέγει, οπού δέχεται εμένα δέχεται και εκείνον οπού με έστειλεν, και λέγοντας τούτον τον λόγον ο Ιησούς εταράχθη το πνεύμα του και λέγει: Αμήν αμήν λέγω σας ότι ένας από εσάς με θέλει παραδώσει, και τότες οι μαθητάδες ηκούγοντας αυτόν τον λόγον εκοίταζεν ένας από τον άλλον και εθαυμάζονταν δια τίναν λέγει. Και εκάθοτον ο άγιος Ιωάννης σιμά του και ο Πέτρος του γνέφει και κάνει του νόημα να τον ερωτήσει τον Χριστόν ποίος έναι τούτος οπού θέλει να τον παραδώσει. Και ο Ιωάννης έπεσε εις το στήθος του Ιησού και ερωτά τον και λέγει του: Κύριε, τις έναι τούτος οπού σε θέλει παραδώσει; Λέγει του ο Ιησούς: Έναι εκείνος οπού του θέλω δώσει εγώ ψωμί βρεμένο. Kαι έτσι βρέχει το ψωμί και δίδει το του Ιούδα του Ισκαριώτου. Kαι αφού του έδωσε το ψωμί ο Χρι-στός, τότες και ο διάβολος εσέβη εις την καρδίαν του Ιούδα και ήθελε να τον παραδώσει. Τότες του λέγει ο Ιησούς: Εκείνο οπού θέλεις να κάμεις κάμε το γλήγορα. Και οι άλλοι οι Απόστολοι δεν εγνώρισαν τούτον τον λόγον, διατί του το είπεν, αμή τους εφάνη ότι του είπεν δια να αγοράσει τίποτες δια να έχουν εις την χρείαν τους ή δια να δώσει τίποτες των επτωχών, διότι αυτός ο Ιούδας εβάσταινε το γλωσσόκομον, ήγουν τα στάμενα οπού τους έδιδαν ελεημοσύνες. Και το να έλαβεν το ψωμί από τον Χριστόν εβγήκεν έξω παρευθύς και τότες ήτονε νύκτα και αυτός υπήγε να εύρει τους Εβραίους δια να τον παραδώσει, ως καθώς είχεν τον συνιβασμόν από την Τετράδη, οπού τους είπε: Τι θέλετε να μου δώσετε να σας τον παραδώσω; Kαι έκαναν τον συνιβασμόν δια τριάκοντα αργύρια, και τούτα είναι εκείνα τα τριάκοντα αργύρια άπερ είχεν αφιερώσει η Σάβα η βασίλισσα, ώσπερ είπαμεν εις την Παλαιάν Διαθήκην οπίσω εις τούτο το βιβλίον εις το ογδοηκοστόν πρώτον κεφάλαιον, και τότες γουν υπήγε την βραδίαν εκείνην όταν υπήρε το ψωμί από τον Χριστόν και ηύρε τους Ιουδαίους και παίρνει τα τριάντα αργύρια οπού του έταξαν και φέρνει τους εκεί οπού ήξευρεν που επροσεύχοτον ο Χριστός με τους Αποστόλους, ήγουν εις το χωρίον της Γεθσημανής, και πριν παρά να έλθει ο Ιούδας εκεί ο Χριστός επροσεύχοτον και είπεν: Κύριε, εάν έναι δυνατόν να τον παρέλθω τούτον τον θάνατον, ήγουν να μην τον πάθω, ας μην μου έλθει. Όχι πως ο Ιησούς δεν ήθελεν να τον λάβει, αμή να δείξει την ανθρωπότητα ότι ως άνθρωπος πονεί, όχι ως Θεός. Και τότες υπήγεν εις τους Αποστόλους και ηυρίσκει τους και κοιμούνται και λέγει τους: Έτσι δεν ημπορέσετε να αγρυπνήσετε μίαν νύκτα μετ’ εμένα. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε ίνα μη πειραχθείτε, ότι εκείνος οπού με παραδίδει έναι σιμά. Και λέγει του Πέτρου: Εσύ είσαι εκείνος οπού έλεγες ότι την ψυχήν σου να βάλεις διάτ’ εμέν, και τώρα κοιμάσαι. Λέγει: Ναι, Κύριε, καν δέη με συν σοι αποθανείν. Kαι μόνον έρχεται ο Ιούδας ο Ισκαριώτης με τους Εβραίους με όλην την σπείραν αρματωμένοι με κοντάρια, με σπαθία και με ξύλα και με λαμπάδες πολλές αναμμένες, και είχεν τους ειπεί ο Ιούδας ότι εκείνον οπού θέλω φιλήσει εγώ εκείνον πιάσετε, και έτσι ήλθαν μετά φανών και λαμπάδων εις τον Χριστόν και ο Ιούδας ήλθεν και επίασεν και αγκαλίασε τον Χριστόν και λέγει του: Χαίρε, Ραββί. Λέγει του ο Χριστός: Και με το φίλημα ήλθες να με παραδώσεις; Και εκεινών τους λέγει: Και εγώ ήμουν καθ’ ημέρα μετ’ εσάς και δεν με επιάνετε και εδώ ήλθετε να με πιάσετε; Aμή δια να πληρωθεί η Γραφή οπού λέγει: να σκοτώσουν τον ποιμένα και τα πρόβατα να σκορπισθούν, και έτσι έρχονται οι Ιουδαίοι να τον πιάσουν και πέφτουν όλοι κάτω εις την γην με όλα τους τα άρματα, και τότες τους λέγει ο Χριστός: Ασηκωθείτε, τίναν γυρεύετε; Λέγουν του: Ιησούν τον Ναζωραίον. Λέγει τους: Εγώ είμαι. Kαι τότες τον πιάνουν. Και ο Πέτρος εβάσταινε ένα μαχαίρι και εβγάνει το και θέλει να κόψει το κεφάλι του Μάλχου, οπού ήτονε δούλος του Άννα του αρχιερέως, και εκείνος εταύρισε το κεφάλι του και έκοψέ του μόνον το αφτί. Και τότες ο Ιησούς επετίμησε τον Πέτρον και είπε του: Βάλε οπίσω το μαχαίρι, διότι ει τις δώσει μετ’ αυτό απ’ αύτο λαμβάνει. Και του Μάλχου υγίανεν το αφτί και αυτός λέγει του Πέτρου: Τι πιστεύεις, ότι δεν δύνομαι εγώ να κάνω τον Πατέρα μου να μου στείλει δώδεκα λεγεώνας αγγέλων να μου βοη-θήσουν, αμή εσύ θέλεις να μου βοηθήσεις, οπού πάσα ένας λεγεών έναι μύριοι μυριάδες αγγέλων, αμή πως, λέγει, θέλεις να πληρωθούν οι Γραφές και να γένει η σωτηρία των ανθρώπων; Έτσι γουν τον επίασαν και εδέσαν τον και υπήραν τον εις του Άννα το σπίτι και ήτονε πενθερός του Καϊάφα και εκείνος τον εκράτειεν όλην την νύκταν οπού τον εξέταζεν και προς την αυγήν τον υπήραν εις του Καϊάφα και οι Απόστολοι έφυγαν όλοι. Και ο Πέτρος έστεκεν από μακρέα και ακολούθα μόνον ο Ιωάννης οπού ήτονε με τον Χριστόν, διότι αυτός ήτονε φίλος του Καϊάφα του αρχιερέως και δεν εφοβάτον, και έτσι εκεί οπού τον είχαν τον Χριστόν την νύκταν εις την αυλήν του αρχιερέως, έξω έστεκεν ο Πέτρος, και ο Ιωάννης υπήγεν και έκαμε εκείνους τους δουλευτάδες του αρχιερέως και εμπάσαν τον μέσα και εκεί είχανε στία οπού επυρώνονταν, διότι ήτονε κρυότη. Και έτσι υπήγεν και Πέτρος και επυρώνετον και ένας του λέγει: Φαίνεταί μου ότι και εσύ με τον Ιησούν τον Ναζωραίον ήσουν. Και εκείνος αρνήθη και λέγει του: Δεν ηξεύρω τι μου λέγεις. Και έτσι πάλιν άλλη μίαν γυναίκα του λέγει, οπού ήτονε πορτάρισσα: Και εσύ από τους μαθητάδες του ανθρώπου τουτουνού είσαι. Και αυτός αρνήθη. Και τότες του λέγει ένας από τους δούλους του αρχιερέως οποίος ήτονε συγγενής εκεινού οπού έκοψεν ο Πέτρος το αφτί: Δεν σε είδα εγώ μετ’ αυτόν εις τον κήπον; Και πάλιν ο Πέτρος αρνήθηκεν και αναθεμάτισεν και το γένος του αν τον εγνωρίζει. Και παρευθύς εφώναξεν ο πετεινός και ενθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Χριστού και εβγήκε έξω και έκλαψεν πικρώς. Και έτσι υπήραν τον Ιησούν από του Καϊάφα εις το πραιτώριον και αυτοί ουκ εισήλθον δια να μη μιανθούν, αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα, ήγουν τινές απ’ αυτούς δεν ηθέλησαν να έρθουν εις τον θάνατον του Χριστού δια να είναι καθαροί. Και oπόταν εξημέρωσεν, οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς και όλο το πλήθος των Εβραίων υπήραν τον Ιησούν και εδέσαν του τας χείρας οπίσω και έκαμαν και ήλθαν οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ήγουν οι πρώτοι, και εβαστούσαν τα φλάμπουρά τους, τα οποία δεν τα έβγαναν, μόνον εις μεγάλην ανάγκην. Και τούτο το έκαμαν δια να έχουν μεγαλύτερην πίστιν και δια να τους κρατήσουν δια μεγάλους εις την κρίσιν. Kαι υπήραν τον Ιησούν εις το παλάτι του Πιλάτου δεδεμένον, και όταν έσωσαν εις το σπίτι του Πιλάτου, τον Ιησούν τον έβαλαν έξω εις την σάλα του παλατίου. Kαι αυτοί εσέβησαν εκεί οπού ήτον ο Πιλάτος και λέγουν του: Ημείς ηφέραμεν τον Ιησούν οποίος υπάγει λέγοντας ότι έναι υιός του Θεού και έναι βασιλεύς του Ισραήλ και συγχύζει το πλήθος και το Σάββατον δεν κοιτάζει, και δια τούτο τον επιάσαμεν και εδέσαμέ τον και ηφέραμέ τον εδώ εις την αυθεντίαν σου ομπρός να τον κρίνεις. Και κάμε να έλθει ομπρός σου και θέλεις ηκούσει πως έναι εναντίος του νόμου μας. Και έτσι έκαμεν ο Πιλάτος και ήφεράν τον ομπρός του, και ερχάμενος ο Ιησούς εις τον Πιλάτον ένας από τους δούλους του Πιλάτου πίπτει εις τους πόδας του Ιησού και προσκυνά τον και εβγάνει το ρούχο του και απλώνει το εις την γην και λέγει του: Πάτησε από τούτο το ρούχο και έλα εις τον Πιλάτον. Δια τούτο βάνομεν και ημείς το αντιμήσιον εις την αγίαν Τράπεζαν όταν ιερουργούμεν. Και ηβλέποντας οι Ιουδαίοι τον δούλον του Πιλάτου πως του έκαμεν τόσην τιμήν, τους εκακοφάνη πολλά και εγκαλούν τον εις τον Πιλάτον και λέγουν του: Ημείς ηφέραμεν δεμένον έναν κακοποιόν άνθρωπον, οπού καταλύει τα Σάββατα και λέγει ότι έναι υιός του Θεού και η αυθεντία σου όρισες τον δούλον σου να του ειπεί να έλθει μέσα ως κατάδικος, και αυτός υπήγεν και έπεσεν εις τους πόδας του και εμπροσκύνησέ τον και έστρωσέ του και το ρούχο του εις την γην και είπε του να πατήσει αποπάνου και να έλθει εις την αυθεντίαν σου! Και ο Πιλάτος έκραξεν τον δούλον του και λέγει του: Δια τι τρόπον το έκαμες αυτό και τον επροσκύνησες; Και ο δούλος απιλογήθη και λέγει του του Πιλάτου: Εγώ όταν με έστειλες να υπάγω εις την Ιερουσαλήμ εις τον Αλέξανδρον, είδα τούτον τον Ιησούν οπού ήτονε καβαλικεμένος εις ένα γαδουράκι και το πλήθος των Εβραίων έρχονταν ομπρός του και εβαστούσαν κλωνάρια από ελές και από φοινίκια και ερίχναν τα εις την γην να απεράσει αυτός ο Ιησούς και άλλοι έριχναν τα ρούχα τους και έστρωναν την γην δια να πατήσει το γαδουράκι και εσυντροφεύαν τον και εφώναζαν μεγαλοφώνως τόσον άνδρες όσον και παιδία: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου σωτήρος ημών και ο βασιλεύς του Ισραήλ ευλογημένος εις τους αιώνας αμήν. Και τότες απιλογήθηκαν οι Εβραίοι και ανασχυντήσαν τον και λέγουν του: Ψέματα λέγεις, αν εσύ είσαι Ρωμαίος και εβραϊκά δεν ηξεύρεις, πως εγροικάς εσύ τους Εβραίους ότι λέγουν έτσι;Λέγει τους: Εγώ ερώτησα έναν Εβραίον και είπα του τι έναι αυτό οπού φωνάζουν τα παιδία, και αυτός μου είπε ότι λέγουν: Σώσον ημάς, υιέ Δαβίδ, ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλεύς του Ισραήλ. Και τότες τους απιλογήθη ο Πιλάτος και είπε τους ότι διατί σας είπε ο δουλευτής μου την αλήθειαν οπού ήκουσεν τον αναισχυντάτε. Και τότες οι Εβραίοι εσιώπησαν και ο Πιλάτος λέγει του δούλου του: Σύρε κάμε να έλθει ο Ιησούς μέσα και φέρε τον με όσην τιμήν σου φαίνεται εσένα. Και τότες ο δούλος υπήγεν και ήφερέν τον ως καθώς είπαμεν, οπού τον επροσκύνησεν και έστρωσέ του και το ρούχο του. Και ηβλέποντας τούτοι οι δώδεκα οι πρώτοι του Ισραήλ την τιμήν οπού του έκαμεν ο δούλος εθαυμάστηκαν και έπεσαν και αυτοί και επροσκυνήσαν τον όταν ήλθεν. Και τότες οι Εβραίοι ηβλέποντας τουτουνούς τους πρώτους οπού είχαν τα φλάμπουρα και μετά αυτά επροσκύνησαν τον Χριστόν, εγκάλεσαν και αυτούς εις τον Πιλάτον. Και ο Πιλάτος τους λέγει: Εσείς πιστεύετε ότι είναι αυτοί οπού κρατούν τα φλάμπουρα οπού προσκυνούν τον Χριστόν, αμή αυτοί είναι οι πρώτοι οπού oρίζουν τα φλάμπουρα. Και οι Εβραίοι λέγουν του Πιλάτου:Ημείς είδαμεν και αυτηνούς και εκείνους οπού κρατούν τα φλάμπουρα οπού τον επροσκύνησαν. Και ο Πιλάτος ηθέλησεν να μάθει την αλήθειαν και την αιτίαν διατί τον προσκυνούν και ερωτά τους. Και αυτοί του απολογήθηκαν και είπαν: Ημείς κατά αλήθεια με το θέλημά μας τούτο δεν το ηθέλαμεν κάμει ποτέ μας και μάλιστα ομπρός σου, ημείς είμεσθεν δουλευτάδες του ναού και ήλθαμεν εδώ δι’ ετούτον οπού λέγει ότι έναι υιός του Θεού και ημείς τον να τον είδαμεν και ήλθεν μέσα εις την σάλα παρευθύς εσκύψαμεν και ημείς και τα φλάμπουρα διχώς να θέλομεν. Και τότες λέγει ο Πιλάτος των αρχιερέων και των φαρισαίων: Διαλέξατε εσείς ανθρώπους εκεινούς οπού να σας φαίνεται εσάς και ας κρατούν τα φλάμπουρα δυνατά όσον ημπορούν, να ιδούμεν αν και αυτοί θέλουν προσκυνήσει τον Ιησούν. Και τότες ο Πιλάτος έκαμεν και έβγαλαν τον Χριστόν έξω και υπήραν τον εις τον σακριτάριόν του και έκαμεν και εφοβέρισαν εκείνους οπού εκρατούσαν τα φλάμπουρα και είπαν τους ότι αν τολμήσουν και τον προσκυνήσουν να τους κόπτει τα κεφάλια. Και τούτο τους το είπεν ομπρός παρά να εβγάλει τον Χριστόν να τον πάρει εις τον σακριτάριον, και τότες εκρατούσαν τα φλάμπουρα δυνατά, και έτσι εβγάνουν τον Χριστόν να τον πάρουν εις τον σακριτάριον και όταν τον είδαν έπεσαν όλοι έως την γην και επροσκυνήσαν τον πλέον καλύτερα παρά την πρώτην φοράν. Και οι Εβραίοι ιδόντας πάλιν τούτο τους εχθρεύονταν μεγάλως. Και το ομοίως και ο Πιλάτος ιδόντας τούτο ετρόμαξεν και έπεσεν από τον θρόνον του και δεν είχεν ομιλία μήτε ήξευρεν τι να κάμει μετ’ αυτούς τους Εβραίους τους κακούς και άπιστους. Kαι στέκοντας εις τούτον τον φόβον και τον τρόμον η γυναίκα του Πιλάτου ονόματι Πέρκουλλα έστειλεν έναν άνθρωπον και λέγει του Πιλάτου ότι να αφήσει τούτον τον Ιησούν Χριστόν να υπάγει όπου του κάνει χρεία, διότι έναι αθώος απ’ αύτα οπού του λέγουν οι Εβραίοι και έναι αληθινός Υιός Θεού και διδάσκαλος και σωτήρ πάντων. Kαι τούτην την νύκτα έπαθα πολλά καλά τίποτες απ’ αυτόν. Ήξευρε ότι μου έστειλεν έναν του άγγελον απόψε και υγίανέ μου την μεγάλην αρρωστίαν οπού είχα και ασηκώθηκα από το κρεβάτι και είμαι γερή ώσπερ να μη δεν είχα πάθει ποτέ μου τίποτες κακόν. Και ήξευρε ότι εγέννησα και ένα παιδί αρσενικόν. Και λοιπόν άφες τον ότι αυτός έναι αληθινός Υιός του Θεού και αυτήνοι οι Εβραίοι δια να τον μισούν εις τόσα καλά οπού κάνει σου τον ήφεραν και ψευδομαρτυρούν τον. Και ηκούγοντας ο Πιλάτος τόσα καλά οπού έκαμεν της γυναικός του και ελευθέρωσέ την από την μεγάλην θέρμην και αρ-ρωστίαν οπού είχεν και πως έκαμεν και αρσενικόν παιδί, εχάρηκεν πολλά και εγύρευεν αιτία να τον ελευθερώσει από τας χείρας των Εβραίων και να τον παρα-στήσει του Καίσαρος. Και όταν ήκουσαν οι Εβραίοι τους λόγους οπού του εμήνυσεν η γυναίκα του του Πιλάτου, λέγουν του: Όλα αυτά τα κάνει αυτός ο Ιησούς με ενεργεία διαβολική. Λέγει ο Πιλάτος του Ιησού: Δεν αποκρένεσαι εις αυτά οπού σε καταμαρτυ-ρούν; Λέγει ο Χριστός: Αυτεξούσιοι είναι και ημπορούν να λέγουν ει τι θέλουν, τινάς δεν τους κωλύει, πλην δε ιδεί θέλουν και ηκούσουν εκείνο οπού θέλει συγύρει. Και οι Ιουδαίοι απολογούνται και λέγουν του Χριστού: Ημείς σε μαρτυρούμεν ότι εγεννήθης από πορνείαν από πόρνην και δια σεν έκοψαν τόσα παιδία εις την Βηθλεέμ. Και ο πατέρας σου ο Ιωσήφ και η μάνα σου έφυγαν εις την Αίγυπτον δια να μην σε σκοτώσουν και εσέν. Και τινές από τους Ιουδαίους δεν εθαρρεύονταν, αμή εντρέπονταν να ειπούν ότι εγεννήθη από πορνείαν, διότι η Μαρία η μητέρα του είχεν μνηστευθεί με τον Ιωσήφ, πλην δεν ηξεύραν το τούτο πως δεν έναι έτσι η αλήθεια, διότι είχεν την μνηστευθεί ο Ιωσήφ ώσπερ λέγουν οι άνθρωποι οι εδικοί μας. Ο Άννας και ο Καϊάφας έλεγαν του Πιλάτου ότι όλο το πλήθος κράζουν και βοούν, και ήξευρε ότι αυτός εγεννήθη υπό πορνείας και εκείνοι οπού του βοηθούν είναι προσήλυτοι και μαθηταί του. Λέγει τους ο Πιλάτος: Τι έρχεται να ειπεί προσήλυτος; Και αυτοί του είπαν ότι είναι υιοί των εχθρών και γίνονται Εβραίοι, και τούτοι είναι εκείνοι οπού λέγουν ότι ο Ιησούς δεν εγεννήθη από πορνείας. Και απολογούνται τινές απ’ εκείνους τους Εβραίους και λέγουν: Δεν είμεσθεν ημείς προσήλυτοι, μάλιστα είμεσθεν καλοί και τιμημένοι Εβραίοι, και τούτα οπού διηγούμεσθεν τα διηγούμεσθεν με αλήθειαν και ήμεσθεν εκεί οπόταν η μάνα του η Μαρία είχεν μνηστευθεί τον Ιωσήφ. Και τούτοι οπού το είπαν τούτο ήσαν Λάζαρος, Αντώνιος, Σαμουήλ, Κρίσιππος, Ισάκ, Άριππας, Άννες, Ιούδας και άλλοι πολλοί. Και τότες λέγει ο Πιλάτος τουτουνών των δώδεκα:Ερωτώ σας με τον όρκον σας και εις την υγείαν του Καίσαρος ότι να μου ειπείτε την πάσαν αλήθειαν, πως αυτός εγεννήθη, από πορνείαν ή όχι. Και εκείνοι του απιλογήθηκαν και είπαν του ότι: Ημείς κατά τον νόμον μας δεν ημπορούμεν να ομόσομεν, αμή επειδή μας λέγεις δια την υγείαν του Καίσαρος, λέγομέν σου μεθ’ όρκου ότι αυτός ο Ιησούς δεν έναι γεννημένος από πορνείαν ώσπερ λέγουν αυτοί και δεν έναι άξιος θανάτου. Και ο Άννας και ο Καϊάφας λέγουν του Πιλάτου: Εσύ πιστεύεις πλέον καλύτερα αυτηνών των δώδεκα παρά ημάς. Ημείς σου λέγομεν ότι έναι άνθρωπος κακοποιός και γίνεται υιός Θεού. Και τότες ο Πιλάτος έκαμε και εβγήκαν όλο το πλήθος έξω και δεν από-μειναν, μόνον τούτοι οι δώδεκα. Και ερωτά τους να του ειπούν την αλήθειαν, τι έναι η αιτία οπού θέλουν οι Εβραίοι να σκοτώσουν τούτον τον άνθρωπον. Και απολογούνται και λέγουν του Πιλάτου: Δεν έναι άλλο τίποτες, μόνον τον φθονούν πως έναι καλός άνθρωπος και άγιος και διότι κάνει πολλά θαύματα και υγίανε πολλούς αρρώστους και ανάστησεν τον Λάζαρον και τυφλούς ανάβλεψεν και λεπρούς εκαθάρισεν, και δια φθόνον θέλουν να τον χαλάσουν. Λέγει τους ο Πιλάτος: Το λοιπόν δια να κάμει καλά αυτοί θέλουν να κάμουν να απεθάνει; Και αυτοί του απιλογούνται και λέγουν: Κατά αλήθειαν όχι δι’ άλλο. Και τότες ο Πιλάτος εβγήκεν έξω εις την σάλα θυμωμένος κατά των Εβραίων και λέγει τους: Εγώ ερωτώ τον ήλιον να μου ειπεί την αλήθειαν, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμίαν αιτίαν κακήν του-τουνού του ανθρώπου. Λέγουν του οι Ιουδαίοι: Αν ετούτος δεν ήθελεν είσταιν κακο-ποιός άνθρωπος, ημείς δεν τον ηθέλαμεν φέρει εδώ μήτε εγκαλέσει τον ηθέλα-μεν. Λέγει τους ο Πιλάτος: Επάρετέ τον εσείς και κρίνετέ τονε καθώς θέλει ο νό-μος. Λέγουν του οι Ιουδαίοι: Ημείς δεν έχομεν εξουσία ότι να κρίνομεν τινάν. Λέγει τους ο Πιλάτος: Εάν ο Θεός σας όρισεν ότι τινάν να μην φονέψετε, διατί εσείς θέλετε ότι να κάμετε εμένα να τον θανατώσω, οπού δεν έναι άξιος θανάτου; Και τότες στρέφεται ο Πιλάτος προς τον Ιησούν και λέγει του: Εσύ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Λέγει του ο Ιησούς: Εσύ αφ’ εαυτού σου το λέγεις ή άλλοι σου το είπανε ότι εγώ είμαι; Λέγει του ο Πιλάτος: Εγώ δεν είμαι Εβραίος, το έθνος το εδικό σου και οι αρχιερείς και φαρισαίοι σε επρόδωσαν, αμή ειπές μου τι έκαμες. Λέγει του ο Ιησούς: Εγώ παρρησία ελάλησα εις τον κόσμον και η βασιλεία μου δεν έναι από τούτον τον κόσμον. Και αν ήθελεν είσταιν από τούτον τον κόσμον, οι δούλοι μου και οι υπηρέται μου ήθελαν αγωνίζεσθαι δι’ εμέ και με ήθελαν βγάλει από τας χείρας σου. Αλλ’ επειδή η βασιλεία μου δεν έναι από δω κάνετε τούτο. Λέγει του ο Πιλάτος: Το λοιπόν βασιλεύς είσαι; Απολογήθη ο Χριστός και είπεν. Συ είπας. Εγώ δια τούτο εγεννήθηκα και δια τούτο ήλθα εις τον κόσμον δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν, και πάσα ένας οπού να έναι από την αλήθειαν ηκούγει μου τους λόγους. Λέγει του ο Πιλάτος: Τι πράγμα έναι η αλήθεια;Λέγει του ο Χριστός: Η α-λήθεια ήλθεν από τον ουρανόν εις την γην και ήλθεν να κρίνει εκείνους οπού κατοι-κούν εις την γην. Και τότες ο Πιλάτος εβγήκεν έξω και λέγει των Εβραίων: Εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν καμίαν αιτίαν να απεθάνει. Και ο νόμος των Ρωμαίων δεν θέλει ότι δια τόσο ολίγον τίποτες να απεθάνει. Λέγουν οι Ιουδαίοι: Αλλά δια τούτο έναι άξιος να απεθάνει, διότι λέγει ότι έναι Υιός Θεού. Ακόμη λέγουν αυτοί οι δύο, ο Άννας και ο Καϊάφας ότι Hμείς ηκούσαμεν ότι αυτός δύναται να χαλάσει τον ναόν και εις τρεις ημέρας να τον αναστήσει. Και τούτο το είπεν κατέμπροσθεν πολλών. Λέγει τους ο Πιλάτος: Και ποίον ναόν εγροικάτε εσείς ότι είπεν, εκείνον του Σολομού, οπού τον έκτιζαν σαράντα έξι χρόνους; Λέγουν οι Ιουδαίοι: Εκείνον εγροικούμεν ημείς. Λέγει τους ο Πιλάτος: Δεν έναι αυτό να το πιστεύσομεν ότι είπε τοιούτους λόγους. Έπειτα τους λέγει: Εγώ είμαι αθώος από το αίμα τουτουνού του δικαίου ανθρώπου, και εσείς θέλετε ιδεί το τι σας θέλει έλθει.Λέγουν οι Εβραίοι: Το αίμα αυτού να έναι απάνω εις ημάς και απάνω εις τα παιδία μας. Λέγει τους ο Πιλάτος: Μηδέν αμαρτάνετε εις αυτόν, ότι έναι δίκαιος και άξιος θανάτου δεν έναι, μήτε Σάββατον χαλάγει. Λέγουν του οι Ιουδαίοι: Πάσα ένας οπού να βλαστημά αντιλέγει τον Καίσαρα και έναι άξιος να απεθάνει, διότι αυτός εβλασφήμησε τον Καίσαρα και είπε ότι έναι βασιλεύς των Ιουδαίων και έναι και υιός του Θεού. Και τότες ο Πιλάτος φοβιζάμενος έκαμεν και εβγήκαν όλοι έξω και λέγει του Ιησού Χριστού: Τι τους έκαμες εσύ τουτουνών των Εβραίων; Και ο Ιησούς του αποκρίθη και λέγει του: Έτσι ώσπερ έναι γεγραμμένον εις εμέ, έτσι κάνει χρεία να γένει. Λέγει του ο Πιλάτος: Πως έναι γεγραμμένον εις εσέν; Λέγει ο Ιησούς: Ο Μωυσής με όλους τους άλλους τους προφήτας επροεφήτευσαν και είπαν τα πάθη μου και την ανάστασίν μου. Και ηκούγοντας οι Εβραίοι τούτο λέγουν του Πιλάτου: Και τι άλλην μαρτυρίαν γυρεύεις να ηκούσεις μεγαλοτέρα βλασφημία παρ’ αυτή; Λέγει τους ο Πιλά-τος: Επειδή αυτή έναι βλασφημία, εγώ νίπτω τας χείρας μου και εσείς επάρετέ τον εις την συναγωγήν σας και κατά τον νόμον σας κρίνετέ τονε. Λέγουν του οι Ιουδαίοι: Ημείς έχομεν εις τον νόμον μας ότι εάν άνθρωπος αμαρτήσει εις άλλον άνθρωπον να έχει συμπάθειον, ει δε και βλασφημήσει εις τον Θεόν να απεθάνει. Λέγει τους ο Πιλάτος: Εγώ είπα σας το ότι αν αυτήνοι οι λόγοι είναι βλασφημία, εσείς νόμον έχετε και επάρτε τον και κρίνετέ τον κατά τον νόμον σας. Τότες λέγουν οι Ιουδαίοι: Ημείς θέλομεν να σταυρωθεί. Λέγει τους ο Πιλάτος: Εγώ ηβλέπω έναν από εσάς οπού δακρύζει, και από τούτο μου φαίνεται ότι να μηδέν έναι άξιος του θανάτου. Και οι γραμματείς και οι αρχιερείς έλεγαν: Ναι, το πλήθος όλο θέλει ότι να απεθάνει, και δια τούτο ήλθαμεν εις εσένα, διότι φωνάζουννα απεθάνει. Λέγει ο Πιλάτος: Δια τι αιτία θέλετε ότι να απεθάνει; Λέγουν του οι Ιουδαίοι: Διότι αυτός λέγει ότι έναι υιός του Θεού και έναι και βασιλεύς των Ιουδαίων. Και λέγοντας τούτα έρχεται ένας ονόματι Νικόδημος, Εβραίος και αυτός και λέγει: Παρακαλώ σε, Πιλάτο, να με ακροαστείς και εμέν να ειπώ . Εγώ είπα πολλά των αρχιερέων τουτουνών και των φαρισαίων, και αναισχύντησά τους πως γυρεύουν να θανατώσουν τον αναίτιον του θανάτου. Ερωτώ σε, αληθινά έναι ότι τούτος ο άνθρωπος έκαμεν τόσα μεγάλα θαύματα άπερ άλλος άνθρωπος δεν δύναται να τα κάμει; Εάν όλα αυτά τα θαύματα έκαμεν, φαίνεται μου ότι έναι άξιος να τον ελευθερώσεις να υπάγει να κάμει την δουλείαν του, και αν αυτά τα θαύματα οπού έκαμεν είναι από τον Θεόν, θέλουν σταθεί αενάως, ει δε και από τον Θεόν δεν είναι θέλουν φανερωθεί γλήγορα ότι είναι ψέματα. Πλην δε ως καθώς έγραψεν ο Μωυσής και είπεν, ηβλέπομεν ότι έτσι έναι. Τούτος υπήγεν εις την Αίγυπτον και εκεί τον εδέκτηκαν και είχαν τον εις μεγάλην τιμήν ο βασιλεύς της Αιγύπτου και οι άνθρωποί του. Και εκεί έκαμεν πολλά θαύματα από την χάριν του Θεού, και εκεί εις την Αίγυπτον ήσαν δύο μάγοι ονόματι Ιαννής και Ιαμβρής, και όταν υπήγεν ο Μωυσής οπού τον έστειλεν ο Θεός και έκαμεν τα σημεία οπού του είπεν να κάμει ομπρός εις τον Φαραών, τα έκαμαν και αυτήνοι οι μάγοι και είχαν τους εκείνοι της Αιγύπτου δια θεούς, αλλ’ επειδή εκείνα τα θαύματα δεν ήσαν από τον Θεόν γιναμένα ώσπερ ήσαν του Μωυσή, δεν εστάθησαν ουδέ πολύ ουδέ ολίγον και αφανίσθησαν. Και τότες εκείνοι οπού επίστευαν εις αυτούς τους μάγους ιδόντας αυτά επίστεψαν εις τον Θεόν του Μωυσή και εις τα σημεία άπερ έκανεν ο Μωυσής. Και εκείνοι έμειναν δια ψεύτες και άτυχοι. Και δια τούτο λέγω σου ότι να τον αφήσεις να υπάγει, διότι αυτά τα θαύματα άπερ κάνει ηβλέπομεν ότι είναι από τον Θεόν και δεν έναι άξιος του θανάτου. Και ηκούγοντας τούτους τους λόγους τινές Εβραίοι λέγουν του:Αληθινά εσύ, Νικόδημε, είσαι μαθητής του και δι’ αυτό το λέγεις αυτό δια να τον διαφεντέψεις. Τότες λέγει και ο Νικόδημος αυτηνών: Και εσείς είστεν μαθητάδες των αρχιερέων και δι’ αυτό λέγετε και εσείς τόσο κακόν δι’ αυτόν. Και τότες άρχισαν όλοι οι αρχιερείς και οι γραμματείς και όλο το έθνος των Εβραίων και λέγουν του: Τώρα θέλεις ιδεί εσύ τες χάριτές του και θέλεις λάβει απ’ αυτόν κατά τες πράξες σου καθώς σου πρέπει. Λέγει ο Νικόδημος: Ο Θεός να μου δώσει τόσην χάριν ότι μετ’ αυτόν να λάβω καθώς του πρέπει και κατά τες χάριτές αυτού. Και λέγοντας τούτα έρχεται άλλος ένας και λέγει του Πιλάτου: Παρακαλώ σε, άκουσέ μου έναν λόγον. Λέγει, αυθέντες, εγώ είχα μίαν αρρωστίαν μεγάλην και ήμουν παράλυτος εις το κρεβάτι τριάντα οκτώ χρόνους και ποτέ μου τους αυτούς χρόνους δεν ασηκώθηκα από το κρεβάτι, μήτε ιατρείαν ηύρα, και τούτος ο Ιησούς Χριστός με είδε και λέγει μου: Θέλεις να γένεις γερός; και εγώ τον επαρακάλεσα να μου δώσει τοιούτην χάριν, και έτσι με υπήρανε ομπρός του με όλο το κρεβάτι και λέγει μου: Σηκώσου και έπαρε και το κρεβάτι σου και σύρε. Και παρευθύς το να μου είπε αυτόν τον λόγον υγίανα και ασηκώθηκα και υπήρα και το κρεβάτι μου εις τον πλάτην μου και επεριεπάτουν. Και μετά ταύτα ηύρα και άλλους πολλούς οπού είχεν υγιάνει και αυτούς από διάφορες αμαρτίες οπού είχαν. Και ακούγοντας τούτα οι Εβραίοι εφώναξαν όλοι με θυμόν και είπαν ότι αυτός τα έκανεν υπό ενεργείας διαβόλου και εκατάλυεν και τα Σάββατα. Ακόμη ήλθεν ένας Εβραίος και λέγει: Εγώ ήμουν τυφλός, και ηκούγοντας τον Ιησούν Χριστόν οπού απέρνα εφώναξα: Ελέησόν με Υιέ του Δαβίδ. Και τότες ήλθεν και έβαλεν το χέρι του εις την κεφάλην μου και παρευθύς ανάβλεψα και εγώ τον εδόξασα και επροσκύνησά τονε ως Θεόν. Και έτσι έρχεται και άλλος ένας και λέγει: Και εγώ ήμουν λεπρός και τούτος ο Ιησούς Χριστός με υγίανεν. Και έτσι έρχεται και μίαν γυναίκα και λέγει: Εγώ, αυθέντη, είχα δώδεκα χρόνους οπού μου έτρεχεν το αίμα και είχα εξοδιάσει τον βίον μου και τίποτες δεν μου έκαμαν οι ιατροί. Και είδα τούτον τον Ιησούν Χριστόν οπού επεριεπάτει και ήτον πολύ πλήθος μετ’ αυτόν και δεν ημπόρουν να του συντύχω και επίασα μόνον την άκρην του ρούχου του και παρευθύς υγίανα. Και άλλοι πολλοί εμαρτύρησαν δια τον Χριστόν πως έκαμεν πολλά θαύματα. Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι άλλοι Εβραίοι έλεγαν πάσα κακόν δι’ αυτόν και έλεγαν: Σταύρωσέ τονε, σταύρωσέ τονε, ότι αυτός με μαγείες τα έκανεν και ήσαν τα δαιμόνια οπού ενεργούσαν. Λέγει τους ο Πιλάτος: Και πως δεν δύνονται οι εδικοί μας οι διδασκάλοι να τα κάμουν αυτά οπού έκανεν αυτός; Και τότες λέγει ένας Εβραίος του Πιλάτου: Τούτος έναι ο Ιησούς οπού ανάστησε τον Λάζαρον, οπού ήτονε τέσσαρεις ημέρας εις τον τάφον.Και ο Πιλάτος εθαύμασεν και εφοβήθη και είπεν: Εγώ ηβλέπω πόσο κακόν έναι να κάμω να χυθεί το αίμα τουτουνού του δικαίου δια τες ψεύτικες εγκαλεσίες οπού κάνετε. Και έτσι κράζει ο Πιλάτος τον Νικόδημον και εκείνους τους δώδεκα οπού τους ερώτησε αν εγεν-νήθηκεν από πορνείας και εσυμβουλεύτηκεν μετ’ αυτηνούς με τι τρόπον να αφήσει τον Ιησούν Χριστόν, και αυτοί του είπανε: Άφησ’ τον. Και τότες εβγαίνει εις τους Ιουδαίους ο Πιλάτος και λέγει τους: Ηξεύρετε ότι πάσα χρόνον έχω εξουσίαν να εβγάνω έναν κακοποιόν από την φυλακήν να σας τον χαρίζω. Και έχω δύο, έναν Βα-ραββάν ονόματι, οποίος έναι φονεύς και κακοποιός άνθρωπος, και τούτον τον Ιη-σούν οπού έναι δίκαιος και καλός, και από τους δύο τίναν θέλετε να απολύσω, τον Βαραββάν ή τον Ιησούν Χριστόν; Και τότες εφώναξαν όλοι οι Εβραίοι: Απόλυσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν σταύρωσέ τον. Λέγει τους ο Πιλάτος: Τι κακόν σας έκαμεν και θέλετε να τον σταυρώσω; Λέγουν του οι Εβραίοι: Εάν απολύσεις τούτον δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Και ο Πιλάτος εσπληνίσθη και λέγει τους: Ω άθλιοι και ταλαίπωροι, οπού πάντοτες είστεν καταπάνω εις το γένος σας και εις τους εδικούς σας και εις εκείνους οπού σας έκαμαν καλό. Λέγουν του οι Εβραίοι: Και τι καλόν μας έκαμεν αυτός; Λέγει τους ο Πιλάτος: Ο Θεός αυτηνού δεν σας έβγαλεν από την Αίγυπτον από την δούλεψιν την πολλήν οπού είχετε και δεν σας απέρασεν αποπάνω από την θάλασσαν και τους εχθρούς σας έπνιξεν και έθρεψέ σας εις την έρημον το μάννα του ουρανού σαράντα χρόνους και έβγαλέ σας νερόν από την πέτραν και εχορτάσετε και έδωσέ σας και νόμον, και δι’ αυτό θέλετε να τον σταυρώσετε; Και όταν ο Θεός ήθελεν να σας χαλάσει από την απιστίαν σας και από τα κακά οπού εκάμετε και ο Μωυσής τον επαρακάλεσεν και δεν σας εχάλασεν. Kαι ημπορώ να ειπώ ότι καλά σας έκανεν, και εγώ τώρα διατί σας λέγω την αλήθειαν μου λέγετε ότι είμαι εχθρός του Καίσαρος. Και έτσι εκατέβη ο Πιλάτος από τον θρόνον του με πολύν θυμόν κατ’ αυτούς και αυτοί εφώναζαν του Πιλάτου και έλεγαν: Ημείς ηξεύρομεν τούτον τον άνθρωπον, ότι έναι αυτός οπού μας καταλύει τον νόμον, αλλ’ όχι ο Καίσαρ. Και τούτος έναι εκείνος οπού ήλθαν οι Μάγοι και επροσκυνήσαν τον από την Ανατολήν και ήθελεν τότες ο Ηρώδης να τον σκοτώσει, και ο πατέρας του ο Ιωσήφ και η μάνα του η Μαρία τον υπήραν εις την Αίγυπτον και ο Ηρώδης έκαμεν και εσκότωσαν δεκατέσσαρεις χιλιάδες παιδία εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής, και τούτος έναι η αιτία οπού εσκοτώθησαν. Και τότες ο Πιλάτος εφοβήθηκεν τους Εβραίους και λέγει τους: Το λοιπόν τούτος έναι εκείνος ο Ιησούς οπού εγύρευεν ο Ηρώδης να φονέψει; Λέγουν οι Ιουδαίοι: Τούτος έναι εκείνος ο Ιησούς οπού έκαμε και επίστρεψαν πολλοί εις αυτόν από την Γαλιλαίαν και από την Ιερουσαλήμ. Και ο Πιλάτος ηκούγοντας οπού εμελέτησαν την Γαλιλαίαν τον ερώτησεν αν έναι από την Γαλιλαίαν. Και ο Ηρώδης άρχευεν εις την Γαλιλαίαν, και όταν εγνώρισεν ο Πιλάτος ότι έναι Γαλιλαίος έκαμε και υπήραν τον εις τον Ηρώδην, οποίος είχεν έλθει εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην συντροφίαν. Kαι όταν τον είδε ο Ηρώδης τον Ιησούν εχάρη πολλά, διότι ήκουγεν πολλάκις ότι αυτός κάνει θαύματα και είχεν ελπίδα ότι θέλει του κάμει να ιδεί και αυτός κανένα θαύμα. Και ερώτησεν τον Χριστόν δια πολλά τίποτες. Και ο Ιησούς Χριστός δεν του έδωσεν καμίαν απόκρισιν, και τότες οι αρχιερείς και όλο το συνέδριον των Ιουδαίων άρχισαν και έλεγαν μύρια κατά του Ηρώδου δια τον Χριστόν. Και ηβλέποντας ο Ηρώδης ότι ο Ιησούς δεν του απιλογάται τίποτες δεν τον εκράτειεν δια ουδετίποτες, και κάνει και εντύνουν τον ένα ποκάμισον άσπρο νομίζοντάς τον ως ουδετίποτες και αποστέλνει τον εις τον Πιλάτον. Και εκείνην την ώραν έκαμεν αγάπη ο Ηρώδης με τον Πιλάτον οπού ήσαν εχθροί θανάσιμοι, και ηβλέποντας ο Πιλάτος τον Χριστόν οπού εστράφη από τον Ηρώδην, ερώτησε εκεινούς οπού τον ήφεραν τι έκαμεν ο Ηρώδης εις αυτόν και διατί τον έστρεψεν εις αυτόν και εντυσέ τονε και άσπρο ποκάμισον. Τότες απολογούνται εκείνοι οι Ιουδαίοι και λέγουν του την αιτίαν όλην, τι του είπε ο Ηρώδης του Χριστού. Και τότες κράζει ο Πιλάτος όλους τους πρώτους των Εβραίων και λέγει τους: Εσείς μου ηφέρατε τούτον τον Ιησούν ως κακοποιόν και εγώ τον εξέτασα και τίποτες κακόν δεν ηύρα οπού να έκαμεν και έστειλά τον και εις τον Ηρώδην να τον εξετάσει και αυτός επειδή έναι από την Γαλιλαίαν και έναι άνθρωπος εδικός του, και αυτός τον εματάστειλεν εις εμέ, διότι δεν ηύρισκεν εις αυτόν κανένα κακόν να έκαμεν. Kαι δια τούτο σας λέγω ότι εμένα μου φαίνεται ότι δεν έναι άξιος θανάτου, αμή ας τον φοβερίσομεν και ας του ειπούμεν ότι απόδε και έμπροσθεν να μην τα κάμει πλέον αυτά οπού λέγουν και ας τον αφήσομεν να υπάγει. Ηκούγοντας τούτα οι Εβραίοι εφώναξαν και είπαν όλοι τους του Πιλάτου ότι εάν τούτον απολέσεις δεν είσαι φίλος του Καίσαρος, διότι πάσα ένας οπού λέγει ότι έναι βασιλεύς αντιλέγει τον Καίσαρα. Αυτός λέγει ότι έναι βασιλεύς και υιός Θεού και δια τούτο έναι άξιος να απεθάνει. Και ο Πιλάτος θέλοντας ότι να τον αφήσει, τους ερωτάγει και λέγει τους: Διατί θέλετε ότι να απεθάνει; Kαι αυτοί εφώναζαν σταυρωθήτω. ότι έναι άξιος θανάτου. Και έχοντας ο Πιλάτος καλήν όρεξιν ότι να αφήσει τον Χριστόν και ενόμιζεν ότι να τον αφήσει, έκραξεν όλους τους αρχιερείς και γραμματείς και φαρισαίους του ναού και λέγει τους: Αυθέντες, ας τον ελευθερώσομεν τούτον τον Ιησούν τον λεγόμενον Χριστόν. Kαι αυτήνοι εφώναξαν: Όχι, όχι, αλλά να σταυρωθεί. Λέγει τους ο Πιλάτος: Και τι κακόν σας έκαμεν; Εγώ καμίαν αιτίαν κακού εις αυτόν δεν ευρίσκω οπού να έναι άξιος θανάτου. Και τότες πάλιν περισσοτέρως έκραζαν σταυρωθήτω . Και ηβλέποντας ο Πιλάτος ότι αυτοί αληθινά δια φθόνον ήθελαν να τον απεθάνουν, δια να τους θαραπαύσει την κακήν τους γνώμην και να ταπεινώσει την οργήν τους την τόσην οπού είχαν εις τον Χριστόν, νομίζοντας ότι μετά ταύτα θέλει τον ελευθερώσει, λέγει τους: Επειδή λέγετε ότι αυτός ήτονε τόσο πολλά εναντίος του νόμου σας, δείρετέ τον και φραγγελώσετέ τον και σώνει του αυτό. Και τούτοι οι ασεβείς και αχάριστοι Εβραίοι παρευθύς τον εφραγγέλωσαν και εδέσαν τον εις μίαν κολόναν και εδείραν τον τόσο πολλά, ότι όλο του το άγιον κορμί εμαύρισεν από άνω έως κάτω και έτρεχεν όλο αίμα. Και αφού τον έδειραν καλά όσο ηθέλησαν, τότες τον εγελούσαν και εφτυούσαν τον εις το πρόσωπον. Και εντύνουν τον ένα ποκάμισον κόκκινον και εις την κεφάλην του του έβαλαν ένα στεφάνι απ’ αγκάνθια και απ’ αυτά τα αγκάνθια έβγαινεν το αίμα από την αγίαν αυτού κεφαλήν. Και έπειτα του έβαλαν ένα καλάμι εις την αγίαν αυτού και άχραντον και άμωμον χείρα και το εκράτειεν και εγονάτιζαν ομπρός του και ελέγαν του δια μπαίγνιο: Χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Και έφτυσαν εις το τίμιον και άγιον αυτού πρόσωπον. Και άλλοι έρχονταν και εβγάναν του την αγίαν γενεάδαν και εκτυπούσαν τον σφοντυλίες. Και άλλοι έπαιρναν το καλάμι από το χέρι του και ετσακίζαν το εις την αγίαν αυτού κεφαλήν και αυτός ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός όλα τα εσιώπαινεν και ήφερνέ τα γενναίως. Και έτσι δαρμένον και εφτυσμένον και με τα πάθη αυτά όλα οπού του έκαμαν, πάλιν τον ήφεραν εις τον Πιλάτον. Και τότες γουν λέγει τους ο Πιλά-τος: Αύτου ο βασιλεύς σας οπού τον εδείρατε και εκάμετέ του ει τι ηθελήσατε. Εγώ εις αυτόν δεν ευρίσκω αιτίαν ότι να πάθει πλέον τίποτες θάνατον και καλά και σας έφταισεν τίποτες, σώνει του ο τόσος δαρμός και η τόση κατεφρόνεσις οπού του εκάμετε, και μηδέ θελήσατε να εμπείτε εις το κρίμα αυτηνού του δικαίου να χύσετε το αίμα του. Και τότες άρχισαν και εφώναζαν όλοι οι Εβραίοι: Έπαρ’ τον και κάμε να σταυρωθεί. Λέγει τους ο Πιλάτος: Τι κακόν σας έκαμεν τούτος ο άνθρωπος και όλοι φωνάζετε ότι να σταυρωθεί; Και αυτοί έλεγαν: Διότι λέγει ότι έναι βασιλεύς και υιός του Θεού. Και τότες λέγει ο Πιλάτος του Ιησού: Ορκίζω σε εις τον Θεόν τον ζώντα να μου ειπείς την αλήθειαν, εάν είσαι εσύ υιός του Θεού ή όχι. Αποκρένεται ο Ιησούς και λέγει: Εάν εγώ σας το ειπώ εσείς δεν μου θέλετε πιστεύσει και εάν εγώ σας ερωτήσω εσείς δεν μου θέλετε αποκριθεί μήτε δι’ αυτό με θέλετε αφήσει, πλην δε ηξεύρετε τούτο, ότι από τα τώρα θέλετε ιδεί τον Υιόν του Θεού να κάθεται εις τον θρόνον αυτού εις τον ουρανόν και θέλετε ιδεί τον Υιόν του Θεού να έλθει να κρίνει τον κόσμον. Λέγει του ο Πιλάτος: Το λοιπόν εσύ είσαι ο υιός του Θεού; Και ο Ιησούς του είπεν: Εσύ είπες. Και τότες οι Εβραίοι δια να δείξουν του Πιλάτου ότι αυτός ο λόγος οπού είπεν ο Ιησούς ήτονε μεγάλος, έσκισαν τα ρούχα τους ομπρός του και εφώναξαν: Και τι άλλην μαρτυρίαν θέλεις παρ’ αυτήν την βλασφημίαν οπού είπε τώρα, οπού εβλασφήμησεν τον Θεόν; Και όλοι ήσαν καταπάνω προς τον Ιησούν Χριστόν, ώσπερ λύκοι ανήμεροι και άγρια θηρία και εκτυπούσαν τον και εφώναζαν: Σταύρωσέ τονε τον κακοποιόν. Και τότες ο Πιλάτος ηβλέποντας τον μέγαν θυμόν οπού είχαν τούτοι οι Εβραίοι καταπάνω εις τον Χριστόν, λέγει του: Ειπές μου την αλήθειαν, τις είσαι και πόθεν και τι έκαμες τουτουνών των Εβραίων και διατί σε επρόδωσεν το έθνος σου εις τας χείρας των αρχιερέων. Και ο Ιησούς δεν του έδωσεν καμίαν απόκρισιν του Πιλάτου. Και ο Πιλάτος του λέγει: Δεν μου αποκρένεσαι; Δεν ηξεύρεις ότι εγώ έχω εξουσίαν να σε απολύσω και εξουσίαν έχω να σε σταυρώσω;Αποκρένεται ο Ιησούς και λέγει του: Καμίαν δύναμιν εσύ δεν έχεις εις εμένα εάν δεν σου ήθελεν δοθεί αποπάνω από τον Πατέρα μου. Μάλιστα σου λέγω ότι απ’ εκείνον οπού με επαράδωσεν εσύ είσαι καλύτερος, ήγουν έναι άξιος κολάσεως περισσότερον διότι επειδή λέγει ότι εξουσίαν έχει να τον αφήσει ή να τον σταυρώσει. Το λοιπόν αυτός έναι αιτία οπού τον θανατώνει. Και με όλα αυτά οπού είπεν ο Πιλάτος του Χριστού ακόμη εγύρευεν από τους Ιουδαίους ότι να τον αφήσει, και οι κάκιστοι Εβραίοι του έλεγαν ότι ημείς σου το είπαμεν ότι αν αυτόν αφήσεις είσαι εχθρός του Καίσαρος και πάσα ένας οπού αντιλέγει τον Καίσαραν έναι εχθρός του και έναι άξιος θανάτου. Και ο Πιλάτος ηκούγοντας αυτά τους εφοβάταν και λέγει τους: Τι θέλετε να τον κάμω; Λέγουν του: Να τον σταυρώσεις. Λέγει τους ο Πιλάτος:Τον βασιλέα σας να σταυρώσω; Λέγουν του: Ημείς δεν έχομεν βασιλέαν άλλον μόνον τον Καίσαρα. Και ο Πιλάτος ηβλέποντας ότι τίποτες δεν ημπορεί να τους κάμει δια να τον αφήσουν, αλλά μάλλον τους έκανεν πλέον αργίλους προς αυτόν, κάνει και φέρνουν του νερόν και πλένει τας χείρας του ομπρός εις όλους τους αρχιερείς και γραμματείς και εις τους Εβραίους και λέγει: Εγώ ας είμαι άναιτος από το αίμα τουτουνού του δικαίου και έχετε το κρίμα εσείς απάνω σας. Λέγουν οι Εβραίοι: Το αίμα του ας έναι απάνω εις ημάς και εις τα παιδία μας. Και τότες πάλιν με όλα τούτα τους ερώτησεν ο Πιλάτος και λέγει τους: Τίναν θέλετε να απολύσομεν το λοιπόν, τον Ιησούν ή τον Βαραββάν; Και όλοι εφώναξαν: Τον Βαραββάν. Και παρευθύς ο Πιλάτος ελευθέρωσεν τον Βαραββάν. Και οι Εβραίοι εγύρευαν τον Ιησούν και ο Πιλάτος δεν τους αποκρένοτον εις την γνώμην τους, και ηβλέποντας οι Εβραίοι τον Πιλάτον πως δεν τους τον δίδει τον Χριστόν έτσι γλήγορα να τον σταυρώσουν, εσυνάχθησαν όλοι ομού και είπαν: Εάν ημείς αργήσομεν να θανατώσομεν τούτον τον άνθρωπον, δεν θέλομεν κάμει ουδετίποτες, διότι εάν το μάθουν οι Ρωμάνοι πως έναι έτσι σοφός και θαυματοποιός και κάνει τόσα πράγματα μεγάλα, θέλουν ειπεί ότι από τον Θεόν έναι τούτος και έναι άγιος και θέλουν μας απολέσει και θέλουν μας κάμει υποχειρίους αυτών και θέλουν προσκυνήσει αυτόν δια αυθέντην τους. Αμή καλύτερον ήθελεν είσταιν ότι να υπάμε να χαρίσομεν του Πιλάτου στάμενα δια να μας τον αποφασίσει να τον σταυρώσομεν ομπρός παρά να συγύρει τίποτες άλλο. Και οι Ρωμάνοι το μάθουν, και έτσι το έκαμαν. Έμασαν πολλά στάμενα και υπήγαν και εχάρισαν του Πιλάτου και εκείνος το να τα είδεν παρευθύς τον αποφάσισεν ότι να σταυρωθεί. Δι’ ετούτο όσοι κριτάδες παίρνουν στάμενα να κάμουν κρίσιν, την αιώνιον Κόλασιν κληρονομούν ώσπερ τούτον τον Πιλάτον τον κάκιστον και ασεβήν. Και τότες ο Πιλάτος κάνει και φέρνουν ομπρός του τον Ιησούν Χριστόν δια να τον κρίνει και να δώσει την απόφασιν, και λέγει του: Οι εδικοί σου άνθρωποι και το γένος σου σε μαρτυρούν ότι είσαι άξιος να απεθάνεις, διότι λέγεις ότι είσαι υιός του Θεού. Και έτσι κρένω και αποφασίζω ότι να είσαι αίτιος θανάτου και να σε φραγγελώσουν κατά την συνήθειαν των αρχιερέων. Ακόμη αποφασίζω ότι να σε σταυρώσουν αγνάντια εις το όρος των Ελαιών εις το βουνό οπού το λέγουν Γολγοθά ομού με τους δύο κλέπτες και ληστάς, ένας να έναι εις την ζερβάν σου μερίαν και ο άλλος εις την δεξιάν σου ως καθώς θέλουν οι Εβραίοι. Και έτσι παρευθύς έδωσεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν εις τας χείρας των κακίστων Εβραίων και αυτοί τον έγδυσαν και εβάλαν του ένα μαντήλι ομπρός εις τα μάτια του και εδέσαν τον και εδέρναν τον με τα καλάμια και εδέρναν τον και με έναν βούρδουλαν και ελέγαν του: Προφήτευσε τώρα τις έναι οπού σε δέρνει. Kαι άλ-λοι του έβγαναν το καλάμι από το χέρι και εκτυπούσαν τον εις το κεφάλι και εφτυού-σαν τον και άλλοι εγονάτιζαν ομπρός του και εγελούσαν τον και ελέγαν του: Χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων. Έπειτα του έβαλαν το φόρεμά του το γύρο απάνω του και υπήραν τον από το παλάτι απάνω του Πιλάτου συντροφεμένον με τους δύο ληστάς και το γύρο του πολλοί άνθρωποι. Έπειτα τον έγδυσαν εκεί εις την μέσην των Ιου-δαίων και εντύσαν τον από τα ρούχα τα εδικά του και ητοίμασαν να τον σταυρώσουν. Και τότες ηύραν ένα ξύλον το οποίον ήτον μέσα εις μίαν λούτσα, ήγουν εις έναν τόπον οπού εμαζώνοτον το νερόν της βροχής, το οποίον ξύλον το είχεν βάλει ο Σολομών εις ένα πηγάδι εκεί οπού λέγουν τώρα του Σιλωάμ η κολυβήθρα. Έπειτα είχαν το βάλει εις τον ναόν και εκάθονταν απάνω τους ώσπερ το ηκούσετε εις το πέμπτο βιβλίον όπισθεν και παίρνουν αυτό το ξύλον και κάνουν έναν σταυρόν και βάνουν τον απάνω εις τους πλάτες του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια να τον πάρει ως εκεί εις τον τόπον οπού ήθελαν να τον σταυρώσουν. Και τούτον τον σταυρόν έλεγεν ο Χριστός των Αποστόλων ότι όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι Σταυρός λέγεται ο άδικος θάνατος, και ει τις λάβει άδικον θάνατον δια την αλήθειαν και δια το όνομα του Χριστού, ώσπερ έπαθεν και ο Χριστός, θέλει υπάγει εις την βασιλείαν του Χριστού. Και παγαινάμενος με τον σταυρόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τον Πιλάτον, τον ακολουθούσαν πολλοί Εβραίοι και απ’ αυτούς τις τον ύβριζεν τις τον εβλαστήμα και τις έκλαιγεν όπισθεν προς αυτόν παραπονώντας το πάθος οπού ελάμβανεν. Kαι τότες ο Ιησούς γυρίζει όπισθεν να ιδεί τινάν από τους μαθητάς του και δεν ηβλέπει τινάν, διότι όλοι είχανε φύγει, μόνον ο Ιωάννης ο Θεολόγος οπού ήτονε. Λέγει ο εν αγίοις πατήρ ημών Γερμανός ότι εκείνην την νύκταν οπού επίασαν οι Εβραίοι τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και υπήραν τον εις την Ιερουσαλήμ, η Κυρία ημών Θεοτόκος και απειπαρθένος Μαρία ήτονε εις την Βηθανίαν εις το σπίτι της Μάρθας. Και τότες οι Απόστολοι έστειλαν έναν και υπήγεν και είπε της ότι πως επίασαν οι Εβραίοι τον Χριστόν και υπήραν τον εις την Ιερουσαλήμ, και ηκούγοντας τούτον τον λόγον η Κυρία ημών Θεοτόκος και Παρθένος Μαρία έχασε τον νουν της και τον λογισμόν της και έπεσεν από την πικρίαν της κάτω εις την γην ώσπερ απεθαμένη. Και όταν εσυνήλθεν λέγει εκεινού οπού της είπε τον λόγον αυτόν: Ειπές μου, αδελφέ, τάχα να τον σκοτώσουν οι Εβραίοι τον γλυκύτατόν μου υιόν; Είδες τους αν τον υπήραν εις τον Πιλάτον, πιστεύεις ότι να τον σώσω ζωντανόν να τον ιδούν τα μάτια μου πριν παρά να τον θανατώσουν; Και λέγοντας τούτα εκίνησεν η Θεοτόκος μετ’ αυτόν οπού ήλθεν και της το είπεν και με την Μάρθα και με άλλες πολλές γυναίκες. Και έτρεχαν κλαίγοντας να σώσουν τον Χριστόν πριν παρά να τον θανατώσουν. Και έλεγεν η Δέσποινα ημών Θεοτόκος: Ουαί μοι την άτυχη και πως δεν έτυχα και εγώ αυτήν την νύκταν με τον Ιησούν μου τον υιόν μου τον γλυκύτατον να είχα λάβει και εγώ τον θάνατον αντάμα μετ’ αυτόν, αμή τώρα δεν τον θέλουν ιδεί τα μάτια μου ζωντανόν. Ουαί μοι την ταπεινήν και ας είχα απεθάνει και εγώ με τον μονογενήν μου υιόν. Ήξευρά το εγώ η άτυχος ότι το θέλω πάθει ηβλέποντας την οργήν οπού είχαν οι κάκιστοι Εβραίοι προς τον γλυκύτατόν μου υιόν.Και έλεγεν: Ω Ιησού μου γλυκύτατε, κάμε μου τόσην χάριν ότι να σε εύρω ζωντανόν. Και λέγοντας τούτα και άλλα έσωσεν εις την Ιερουσαλήμ και ηκούγει όχλον πολύν και λέγει: Τώρα πιστεύω η ελεεινή ότι να, παίρνουν τον Ιησούν μου υιόν να τον θανατώσουν. Και τρέχοντας να σώσει απανταίνει την Μαρίαν την Μαγδαληνή με άλλες πολλές γυναίκες, οπού έρχονταν απόκει οπού εμαρτυρούσαν τον Χριστόν. Και έρχονταν κλαίγοντας, και ηβλέποντας την Μαγδαληνήν Μαρίαν η Κυρία Θεοτόκος, οπού έρχοτον κλαίγοντας και μοιρολογώντας, απονεκρώθη πάλιν από τον πόνον της και μετά βίας έβγαλεν φωνήν και της λέγει: Ω Μαρία Μαγδαληνή, πό ’ναι ο υιός μου ο γλυκύτατος, είδες τον τι τον έκαμαν, έναι απεθαμένος ή ζωντανός; Και η Μαγδαληνή ηβλέποντας την Δέσποινα Θεοτόκον τόσο πολλά νενεκρωμένην από την μεγάλην πικρίαν και από τα πολλά κλάματα, έμεινεν και αυτή ως απεθαμένη και λόγον δεν είχεν να της αποκριθεί, μόνον έσκυψε και αγκαλίασεν την Δέσποινα Θεοτόκον και έκλαιγεν μετ’ αυτήν, και όταν εσυνήλθεν της λέγει: Ω Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκος, ο υιός σου έναι σιμά εις τον θάνατον, και έλα να υπάμε να τον σώσομεν. Εγώ τον είδα οπού τον είχανε δεμένον εις μίαν κολόναν και εδέρναν τον πολλά κακά και ο Πιλάτος όρισε και αποφάσισε ότι να υπάν να τον σταυρώσουν και έτσι τον υπήραν οι Εβραίοι και εγδύσαν τον και εδώσαν του έναν σταυρόν εις τον πλάτην και υπάνε να τον σταυρώσουν. Και ηκούγοντας τούτα η Δέσποινα Θεοτόκος έπεσεν εις την γην δειλιασμένη και λέγει της Μάρθας και της Μαγδαληνής: Ασηκώσετέ με και κρατείτε με να υπάμε μήνα σώσω ζωντανόν τον υιόν μου τον γλυκύτατον να τον ιδούν τα μάτια μου μήνα συνέλθει η ψυχή μου και ας απεθάνω μετ’ αυτόν. Και έτσι την ασήκωσαν και υπήγαν και εσώσαν τον, οπού τον έπαιρναν να τον σταυρώσουν και εβάσταινε τον σταυρόν εις τους πλάτες του. Και αυτήνοι οι Εβραίοι ήσαν αρματωμένοι και εφώναζαν: Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν . Ηβλέποντας η Θεο-τόκος ημών και Κυρία τον υιόν της τον γλυκύτατον έτσι πικρώς εις την μέσην των Εβραίων και με τον σταυρόν εις τον πλάτην, λέγει: Ω υιέ μου γλυκύτατε, και τι κακόν τους έκαμες των Εβραίων και σε έχουν εις τέτοιον τρόπον και θέλουν να σε θανατώ-σουν; Διατί τους ανάστησες νεκρούς και κουτσούς υγίανες και λεπρούς εκαθάρισες, δια τούτο σε σταυρώνουνε, υιέ μου γλυκύτατε. Και έτσι υπήγαινεν εις συντροφίαν του Ιησού με την Μαγδαληνήν Μαρίαν και με την Μαρίαν την αδελφήν της του Ιακώβου και με την άλλην της την αδελφήν την Μαρίαν του Σαλώμου και με την Μάρθαν την αδελφήν της Μαρίας της Μαγδαληνής και με άλλες πολλές γυναίκες, οποίες όλες έκλαιγαν δια τον θάνατον οπού ελάμβανεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός των απάντων, καλά και αυτός ο θάνατος ήτονε οπού μας έσωσεν όλους. Και παγαινάμενος έξω από την Ιερουσαλήμ γυρίζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ηβλέπει οπού έκλαιγαν οι γυναίκες και λέγει τους: Μηδέν με κλαίγετε εμένα, αμή κλαίγετε του λόγου σας και τα παιδία σας, διότι θέλει έλθει καιρός οπού θέλετε ειπεί: Χαρά σ’ εκείνες οπού δεν εγέννησαν ποτέ τους και χαρά στα βυζία εκεί-να οπού ποτέ δεν εβύζασαν τινάν, και ηξεύρετε ότι ακόμη θέλει έλθει απάνω εις την χώραν σας πολύς χαλασμός και κακόν, εις τρόπον ότι εκείνοι οπού θέλουν ευρεθεί μέσα θέλουν ειπεί: Να έπεφταν εκείνα τα βουνά απάνω μας να μας επλάκωναν και να εσκίζοτον η γης να μας εκατάπινεν και να μηδέν ηθέλαμεν ιδεί τόσο κακόν και χαλασμόν απάνω μας. Λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ότι όταν τον έπαιρναν να τον σταυρώσουν επαρηγόρα την μητέρα αυτού ο Ιησούς και της έλεγεν: Μητέρα, μηδέν λυπείσαι τόσον, διότι εγώ απεθηνίσκω δια να σώσω τον κόσμον και χαίροσουν μάλιστα και ενθυμούσουν τι σου είπα, ότι θέλω αναστηθεί τη τρίτη ήμερα και θέλω εμφανισθεί ομπρός σου, και μηδέν λυπείσαι. Λέγει πάλιν αυτός ο Ιγνάτιος ότι ο Ιησούς εις όσο ακαρτερεί εις την ανθρωπότητα οπού είχεν ήτον τόσος αχαμνός και τόσο πολλά αγανακτισμένος από τες πολλές ραβδές και από τα πολλά μαρτύρια οπού του έκαμαν, ότι ήτονε σχεδόν ως απεθαμένος και δεν εδύνοτον να συντύχει. Από τούτο πιστωθείτε ότι ναι, ήτον τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και εφόρεσεν ανθρωπίνην σάρκαν και αγανάκτησεν και επείνασεν και εδίψασεν και έπαθεν όλα ως άνθρωπος, μόνον αμαρτίαν οπού δεν έκαμεν. Και λοιπόν τότες οι Εβραίοι ηβλέποντάς τον τόσον αχαμνόν, ότι τον σταυρόν μόλις τον εβάσταινε, απα-νταίνουν έναν οπού έρχοτον από το χωρίον ονόματι Συμεών Κυρηναίον, τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου, και δίδουν του και τον σταυρόν και αγγαρέψαν τον να τον βασταίνει να υπάγει έως τον τόπον εκεί οπού ήθελαν να σταυρώσουν τον Χριστόν. Και έτσι το έκαμαν, και παγαινάμενος ο Ιησούς ήτονε μίαν γυναίκα οπίσω του ονόματι Βερόνικα, την οποίαν την είχεν υγιάνει ο Χριστός από μίαν μεγάλην αρρωστίαν οπού είχεν, και τούτη σιμώνει εις τον Χριστόν και κλαίγει και λυπείται εις τα πάθη άπερ του έκαναν οι Εβραίοι και ενθυμώντας το καλόν οπού της έκαμεν ευχαρίστα τον και εδόξαζέ τον ως Θεόν και έλεγέ του: Ελέησόν με, Κύριε, και μνήσθητί μου και μη με εγκαταλείπεις έως τέλους. Και τότες της λέγει ο Ιησούς Χριστός καιπαρακαλεί την ότι να εβγάλει το μαντήλι της οπού εβάσταινε εις την κεφάλην της το άσπρο να τον σφογγίσει εις το πρόσωπον οπού ήτον ιδρωμένος από τον κόπον και τον παιδεμόν οπού του έκαναν οι Εβραίοι, και παρευθύς αυτή η ευλογημένη γυνή έβγαλεν το μαντήλι της οπού εφόρειεν και υπήγεν και εσφόγγισεν το αγιότατον και θείον αυτού πρόσωπον, και παρευθύς ετυπώθη η πρόσοψις του προσώπου του εις εκείνο το μαντήλι, και έτσι τούτη η Βερόνικα εχάρηκεν πολλά όταν είδεν την τύπωσιν αυτήν και είχε το εις μεγάλην φύλαξιν με μεγάλην ευλάβειαν, και τούτο έναι εκείνο οπού λέγουν σουδάριον, το οποίον θέλετε ηκούσει παρεμπρός προς την άκρην του βιβλίου πως και τις ήτονε αιτία να το φέρουν εις την Ρώμην. Και σώνοντας οι Εβραίοι εις τον τόπον οπού ήθελαν να σταυρώσουν τον Χριστόν εις τον τόπον οπού τον λέγουν Γολγοθά, εκεί έγδυσαν τον Χριστόν ολόζορ-κον και κάνουν πάλε και ένα στεφάνι απ’ αγκάνθια και βάνουν το εις την αγίαν κεφαλήν του Χριστού, και έπειτα βάνουν τον σταυρόν κάτω εις την γην και φέρνουν τον Χριστόν και εξαπλώνουν τον απάνω εις τον σταυρόν ζόρκον και πιάνουν το χέρι του το ζερβόν ομπρός και εξαπλώνουν το καλά και καρφώνουν το με ένα καρφί πα-ράξενον χοντρόν. Έπειτα πιάνουν το άλλο του χέρι το δεξιόν και ταυρίζουν το καλά δυνατά και καρφώνουν το και αυτό με καρφίν όμοιον ως το άλλο. Έπειτα βάνουν το κορμί του απάνω εις τον σταυρόν και ταυρίζουν τα ποδάρια του δυνατά δια να τα καρφώσουν, και τόσο τον εταύρισαν δυνατά ότι τα νεύρα του και τα κόκκαλά του σχεδόν τα ετσάκισαν. Και τότες ο Ιησούς Χριστός ασήκωσε το ένα του ποδάρι και έβαλέ το εις το άλλο δια να σκεπάσει την ανθρωπίνην αισχύνην, διότι ήτονε ολόζορ-κος, και εκείνοι οι κάκιστοι Εβραίοι ήθελαν να τα καρφώσουν εξαπλωτά τα ποδάρια του δια πλέον καταισχύνην, αμή δεν εδυνήθησαν αυτό να το κάνουν δια χάρις Θεού, και μη δυνάμενοι να κάμουν αλλέως εκαρφώσαν τα απανωτά ένα το άλλον καθώς τα είχεν ο Χριστός και εκαρφώσαν τα με ένα καρφί και μόνον. Και ο Ιησούς Χριστός έστεκεν ειρημένος ώσπερ αρνίον άκακον και έτσι τον ασήκωσαν και εβάλαν τον τον σταυρόν ορθόν.

Περί την σταύρωσιν του Χριστού Κεφ. ρπα΄

[Επεξεργασία]

Και όταν έβαλαν τον σταυρόν ορθόν, τότες ο Ιησούς Χριστός ασήκωσεν τα μά-τια του εις τον ουρανόν προς τον Πατέρα και είπε: Κύριε μηδέν μνησθείς την αμαρτίαν αυτών, ότι δεν ηξεύρουν τι κάνουν. Και οι φαρισαίοι και οι αρχιερείς εγελούσαν και έλεγαν: Δια άλλουςπαρακαλεί και δια λόγου του δεν παρακαλεί να τον σώσει. Και ηβλέποντας η Δέσποινα ημών και Κυρία Θεοτόκος τον Ιησούν Χριστόν οπού τον εσταύρωσαν ολόγυμνον, έπεσεν δειλιασμένη και ήθελεν να σιμώσει εις αυτόν και δεν ημπόρειεν από τόσο πλήθος πεζών και καβαλαραίων οπού ήσαν. Και τότες εβγάνει το μαντήλι της οπού εβάσταινε εις την κεφάλη της και δίδει το της Μαγδαληνής Μαρίας και λέγει της: Σύρε παρακάλεσεν τινάν από τους ανθρώπους οπού είναι εκεί σιμά εις τον σταυρόν μήνα τυλίξει την ανθρωπίνην αισχύνην του γλυκυτάτου μου τέκνου. Και η Μαγδαληνή Μαρία το υπήρε και ετύλιξε το κεφάλι της και εσέβη μέσα εις το πλήθος ντριμώνοντας αμπώνοντας έναν και άλλον και έσωσεν σιμά εις τον σταυρόν και δίδει το ενού απ’ εκείνους οπού ήσαν εκεί σιμά και ετύλιξεν την αισχύνην της ανθρωπίνης του Ιησού Χριστού δια να έναι πλέον τιμιότερον. Και τότες βάνουν και δύο ληστάς, τον έναν εις την μίαν του μερίαν και τον άλλον εις την άλλην του, και τα ονόματα των ληστών είναι τούτα: Δημάς και Κέστας, οι οποίοι ήσαν κλέπται και ληστάδες όλη τους την ζωήν, και εις την μέσην αυτών έβαλαν τον αθώον τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, και έστεκεν εις την μέσην τους ώσπερ αρνίον άκακον. Και τότες τον ενέμπαιζαν οι άπιστοι και αχάριστοι οι Ιουδαίοι και έλεγάν του τινές: Άλλους έσωσες και τον εαυτόν σου δεν δύνασαι να σώσεις και άλλοι του έλεγαν: Αν είσαι εσύ ο υιός του Θεού κατέβα τώρα από τον σταυρόν και να σε πιστεύσομεν. Και τότες ο Πιλάτος έγραψεν εις ένα κομμάτι χαρτί γράμματα τα οποία έλεγαν ούτως: Ιησούς Ναζωρεύς βασιλεύς Ιουδαίων και έκαμε και έβαλάν τα απάνω εις τον σταυρόν. Και ηβλέποντάς τα οι Εβραίοι του λέγουν: Μην γράφεις έτσι, αμή ειπές πως αυτός έλεγεν ότι έναι βασιλεύς των Ιουδαίων. Λέγει τους ο Πιλάτος: Εκείνο οπού έγραψα, έγραψα. Και ήσανε γραμμένα εβραϊκά, ρωμαίικα και φράγκικα. Και τότες ήσαν τέσσαρεις Εβραίοι οι οποίοι είχαν πάρει το ρούχο του και ήθελαν να το κάμουν τέσσαρα κομμάτια να πάρει πάσα ένας το κομμάτι του, και ένας απ’ εκείνους λέγει: Μηδέν το σκίσομεν, αμή ας ρίξομεν κλήρους, και ει τινός τύχει ας τον πάρει. Και έτσι το έκαμαν. Και τότες επληρώθη η προφητεία του Δαβίδ, οπού λέγει: Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. Και τότες ο ένας ληστής ονόματι Κέστας, οπού ήτονε εις την ζερβάν του μερίαν, εγέλα τον Χριστόν και ενέμπαιζέ τον και έλεγε του: Αν είσαι εσύ υιός Θεού ως λέγεις, σώσον σεαυτόν και ημάς. Kαι ο άλλος ο ληστής, ονόματι Δημάς, οπού ήτονε εις την δεξιάν του την μερίαν, τον αναισχύντα και έλεγέ του: Σιώπα, δεν φοβείσαι τον Θεόν; Και ημείς τούτο οπού παθαίνομεν δικαίως το παθαίνομεν, διότι είμεσθεν κλέπται και λησταί, οπού τίποτες άλλο δεν εκάμαμεν όλη μας την ζωήν, αμή αυτός τι έκαμεν; Και γυρίζει προς τον Ιησούν Χριστόν και λέγει του: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Και ο Ιησούς Χριστός του λέγει: Από την σήμερον να είσαι μετ’ εμένα εις τον Παράδεισον. Ηβλέποντας γουν η Κυρία ημών Θεοτόκος και αειπαρθένος Μαρία ότι οι κάκιστοι Εβραίοι εσκορπίσθησαν αφού τον εσταύρωσαν, τότες ηύρεν καιρόν και εσίμωσεν εις τον σταυρόν και ήσαν μετ’ αυτήν πολλές γυναίκες και οι αδελφές της ως είπα και ο Ιωάννης ο Θεολόγος, και όταν εσίμωσεν εις τον σταυρόν με μεγάλον θρήνον οποίος έναι αμέτρητος να σας τον ειπώ, έπεσεν η αγία αυτή Θεοτόκος και έλεγεν: Ω υιέ μου γλυκύτατε, και πως δύναμαι να σε ηβλέπουν τα μάτια μου εις τον σταυρόν απάνω και δεν λαμβάνω τον θάνατον, και που με αφήνεις, υιέ μου γλυκύτατε, ορφανήν; Τούτος έναι ο πόνος και το μαχαίρι οπού μου είχεν ειπεί ο προφήτης Συμεών ότι μου θέλει έλθει, οπού μου είπεν: Και σου την καρδίαν, άφθορε, ρομφαία διελεύσεται. Ω υιέ μου, έπαρέ μου την ζωήν μου τώρα, επειδή εσύ, υιέ μου γλυκύτατε, υπάγεις απ’ ομπρός μου, και τι να γένω η ελεεινή μοναχή μου διχώς εσέν; Τότες ο Ιησούς λέγει της μητρός του: Ω μητέρα, μηδέν λυπείσαι, και αφήνω τον Ιωάννην να σε κυβερνά εις τες χρείες σου όλες. Και τότες γυρίζει τους οφθαλμούς του προς τον Ιωάννην και λέγει του: Ιωάννη, τούτη έναι η μάνα σου. Και της Θεοτόκου λέγει: Μήτηρ, τούτος έναι ο υιός σου. Και απ’ εκείνην την ώραν ο Ιωάννης υπήρε την Θεοτόκον και είχεν την εις το σπίτι του και εκυβέρνα την ως μητέρα του, καλά και ήτονε και αδελφή της μητρός του. Λοιπόν οπόταν τον έβαλαν εις τον σταυρόν ήτονε Παρασκευή και είχεν το φεγγάρι τότες δεκατέσσαρεις και εσταυρώσαν τον εις τες έξι ώρες, και ηβλέποντας ο Ιησούς ότι τότες ετελειώθησαν, δια να τελειωθεί η Γραφή λέγει: Διψώ, και δότε μου ολίγο νερόν να πιώ. Και εκεί ήτονε ένα κανάτι ξίδι, το οποίον το είχαν ητοιμασμένον οι Εβραίοι ανακατωμένον με χολήν και με καπνίαν δια να το δώσουν του Χριστού, και όταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπεν διψώ, τότες του δίδουν εκείνο το ξίδι την χολήν ανακατωμένον και γεμίζουν ένα σφογγάρι και φέρνουν το και βάνουν το εις το στόμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και όταν έπιεν εκείνο το ξίδι, τότες είπεν: Ετελειώθη. Και έσκυψε την κεφάλη του εις την δεξιάν μερίαν και έδωσεν το πνεύμα εις τες αγκάλες του Πατρός. Και οι Εβραίοι ηβλέποντας τούτο πως εκοιμήθη, δια να μην μείνουν τα κορμία εις τον σταυρόν το Σαββάτο, επειδή ήτονε εκείνη η μέρα μεγάλη, ήγουν ήτονε πρώτη των αζύμων οπού αρχινούσαν το Πάσχα τότες την βραδίαν εκείνην της Παρασκευής οπού ήτον ο Χριστός σταυρωμένος, και επειδή ήθελαν να κάμουν το Πάσχα τους τότες και ήτονε πρώτη ημέρα των αζύμων το Σάββατον, δι’ αυτόν λέγουν ότι ήτονε μεγάλη η ημέρα εκείνη του Σαββάτου, και υπήγαν εις τον Πιλάτον και ερωτήσαν τον αν θέλει να υπάν να τσακίσουν τα ποδάρια των σωμάτων οπού ήσαν εις τον σταυρόν, τόσον του Χριστού όσον και των δύο ληστών, δια να μη ηυρεθούν εκεί εις τους σταυρούς το αποταχία, οπού ήτονε Σάββατον, αμή να τα πάρουν να τα θάψουν. Και έτσι ο Πιλάτος έστειλεν τους στρατιώτας ότι να υπάν να τους τα τσακίσουν. Και ήλθαν εις τον πρώτον ληστήν και τσακίζουν τα ποδάρια του, ήγουν εις τες άντζες, και έτσι υπήγαν και εις τον άλλον και ετσάκισαν και αυτηνού το ομοίως, και έρχονται να τσακίσουν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και όταν είδαν ότι έναι απεθαμένος δεν ηθέλησαν να του τσακίσουν αυτηνού τα ποδάρια, αμή ένας από τους στρατιώτας εκείνους ονόματι Κεντυρίων λέγει: Α, να ιδώ εγώ αν απέθανεν ή ζει. Και τότες του δίδει με το κοντάρι οπού εβάσταινε εις την πλευράν και παρευθύς εβγήκεν αίμα και νερόν. Kαι τούτο το μαρτυρεί ο Ιωάννης ο Θεολόγος οπού το είδεν οπού ήτονε εκεί παρών, και η μαρτυρία του έναι πιστή και γράφει το αυτός εις το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον εις κεφάλαια δεκα-εννέα δια να το πιστεύσομεν και ημείς οι χριστιανοί όσοι πιστεύομεν και ομολογού-μεν αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, ότι ναι, έναι Υιός και Λόγος του θεού και αληθινά εσταυρώθη, και πιστεύετε, αδελφοί, ότι έτσι έναι η αλήθεια και έτσι πιστεύετε. Και τούτα όλα έγιναν δια να πληρωθούν οι Γραφές οι προφητικές, οπού λέγουν:Οστούν ου συντριβήσεται απ’ αυτού, ήγουν κόκκαλον να μην τσακισθεί απ’ αυτόν, και πάλιν άλλη γραφή λέγει: Όψονται εις ον εξεκέντησαν, ήγουν θέλουν ιδεί εις τίναν έκαμαν κακόν. Και έτσι από τες έξι ώρες έγινε σκότος εις όλην την γην έως εις τες εννέα ώρες. Τινές αγανακτούν εις τούτα οπού έγιναν, οπού ο Θεός τα έκαμε με πάσα δίκαιον, και έκλειψις δεν ήτονε, ωσάν λέγει ο Χρυσόστομος, αμή ήτονε οργή και αγανάκτησις και φανερόν έναι από τον καιρόν. Τρεις ώρες εκράτησεν αυτή η έκλειψις, οπού ποτέ έκλειψις τόσο δεν κρατεί, αλλά ως έναν Πάτερ ημών. Και ο Χρυσόστομος λέγει τούτα, αμή ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν το λέγει έτσι απλώς και ως έτυχεν, αμή λέγει ότι εκείνο το σκότος έκλεισε και το φεγγάρι και εκείνην την ώραν ετελείωσε και έγινεν καινούργιον, και αναπληρώθη του Δαβίδ του προφήτου ο ψαλμός, οπού λέγει: Έως ου ανταναιρεθή η σελήνη και κατακυριεύση από θαλάσσης έως θαλάσσης. Και αυτός ο Διονύσιος έστειλεν μίαν γραφήν ενού επι-σκόπου, του Πολυκάρπου, δια κάτιναν σοφόν Απολλοφάνην, οπού δεν ήθελεν όλως να ηκούσει των χριστιανών, και λέγει τούτα λόγον προς λόγον εις αυτόν: Ειπές του Απολλοφάνη έτσι: Τι λέγεις δια την έκλειψιν οπού έγινεν εις την σωτήριον σταύ-ρωσιν του Χριστού; Τότες ήμεσθεν αντάμα εις την Ηλιούπολιν, ήγουν ο Διονύσιος με τον Απολλοφάνην, και έστεκεν και έτσι μόνον εχάθηκεν και ο ήλιος και το φεγγάρι και ηβλέπομέ τα και πέφτουν. Και εστάθηκεν από την έκτην ώραν έως την ενάτην και πάλιν από την ενάτην ώραν έως το βράδυ ο ήλιος πάλιν ήλθε και εστάθη, τόσον ότι και αυτός ο Απολλοφάνης εξεπλάγη τότε και είπε μου τούτα: Ω Διονύσιε, τούτα Θεού πράγματα είναι. Και πάλιν δια το σκοτίδι εκείνο οπού έγινεν εις την σταύρωσιν του Χριστού και ο προφήτης Ζαχαρίας επροφήτευσεν και είπεν: Εν εκείνη τη ημέρα δεν θέλει είσταιν φως, ήγουν οπόταν θέλει σταυρωθεί ο Χριστός, αμή κρυότη και παγετός θέλει είσταιν μίαν ημέραν. Και εκείνη ημέρα την ηξεύρει ο Κύριος μόνον. Απάνω ο Θεός τα ήξευρεν όλα, όχι η ημέρα και η νύκτα και ούτε ημέρα ήτονε καθολικά, διότι ήτονε τρεις ώρες σκοτίδι, ούτε νύκτα αληθινά, διατί έγινεν σκοτίδι από τες έξι ώρες έως εις τες εννέα, και πάλιν από τες εννέα ώρες έως το βράδυ έγινεν φως, ήγουν ημέρα. Τούτο φανερώνει ο προφήτης Ζαχαρίας οπού είπεν και ότι προς το βράδυ θέλει είσταινε φως. Λοιπόν τούτα, αδελφοί μου, δεν τα επροείπαν μόνον προφήτες, αμή και πολλοί από τους Έλληνας τα έχουν γραμμένα εις τα βιβλία τους και λέγουν ότι έγινεν μέγας σεισμός τότε και σκοτίδι τόσον όσον ότι εφάνησαν και άστρη. Τότε γουν εις τον σταυρόν ο Χριστός ανάφερε και προφητικήν ρήσιν και είπεν: Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες; Και τα είπεν εβραϊκά, ήγουν Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί. Και διατί τα είπεν τούτα; Δια να τα ηκούσουν και οι Ιουδαίοι, και αυτοί ηκούγοντας και αυτά πάλιν ασελγείς και ακόλαστοι ήσαν ως καθώς λέγει ο Χρυσόστομος, και έλεγαν ότι κράζει τον Ηλίαν, αλλά εκείνη η φωνή του Χριστού έσχισεν το καταπέτασμα και άνοιξεν και τα μνήματα και ανεστάθησαν πολλοί. Και αυτήνοι οι άτυχοι και οι κακοί πάλιν δεν ήθελαν να πιστέψουν, αμή του έλεγαν: Κατέβα κάτω από τον σταυρόν αν είσαι υιός Θεού και τότες να σε πιστέψομεν. Και τότες ήσαν και δύο ληστάδες σταυρωμένοι ομού με τον Χριστόν, ο ένας εις την μίαν του μερίαν και ο άλλος εις την άλλην, και ο ένας τον ύβριζεν και του έλεγεν: Εάν είσαι εσύ ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και σώσε και ημάς . Και ο άλλος του έλεγεν: Δεν εντρέπεσαι, ημείς δικαίως το παθαίνομεν τούτο, διότι εκάμαμεν κακά, αμή αυτός τι έκαμεν; Και λέγει του Χριστού: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Και ο Χριστός του λέγει: Από την σήμερον να είσαι μετ’ εμένα εις την βασιλείαν μου. Και τούτο έναι γραμμένον εις το εικοστό τρίτο κεφάλαιον του Λουκά. Ηβλέπετε, αδελφοί, ποίος λόγος έβαλεν τον ληστήν εις την βασιλείαν του Θεού, μόνον πως είπεν εξ όλης ψυχής το: μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου . Λοιπόν, αδελφοί, και ημείς μηδέν λείπομεν πάντοτε και αεί, καλά και είμεσθεν αμαρτωλοί, ότι να μηδέν παρακαλούμεν τον Θεόν εξ όλης μας της ψυχής να μας ελεήσει, διότι δεν έναι άλλο τίποτες μεγαλότερο να αφήνει τες αμαρτίες παρά η καθαρά προσευχή, καν πόρνος είσαι καν φονεύς είσαι, καν ληστής είσαι, καν οιονδήποτε αμάρτημα και αν έκαμες, μην οκνήσεις να μηδέν παρακαλέσεις τον Θεόν εξ όλης σου της ψυχής, ώσπερ επαρακάλεσεν και αυτός ο ληστής τότε εις τον σταυρόν και δια έναν λόγον οπού είπεν εσώθηκεν και υπήγεν εις την βασιλείαν του Θεού. Λοιπόν ο Χριστός έστεκεν εις τον σταυρόν, ώσπερ λέγει ο Χρυσόστομος, και εις τους δούλους του έδειξεν την εξουσίαν του οπού τους ανάστησεν. Και καλά και του Λαζάρου η ανάστασις ήτον πολύ, τούτο ήτονε μεγαλύτερον. Εκεί ανάστησεν έναν και εδώ ανάστησεν πολλούς, οπού ήσαν τόσον καιρόν απεθαμένοι, και παρευθύς ως εν ροπή οφθαλμού να τους αναστήσει, καθώς λέγει ο άγιος Ματθαίος ο Ευαγγελιστής οπού λέγει: Και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν και υπήγαν εις την αγίαν πόλιν και εμφάνησαν πολλών αφού ο Χριστός αναστήθηκεν. Και επληρώθηκεν η φωνή η προφητική, οπού λέγει: Τοις εν δεσμοίς εξέλθετε, και τοις εν τω σκότει ανακαλύπτεσθε. Λοιπόν ώσπερ λέγουν οι Γραφές, ο Χριστός σταυρώνεται εις τες έξι ώρες και εις τες εννέα το πνεύμα παραδίδει εις τες αγκάλες του Πατρός, και όταν ηκούγεις ότι η αγία αυτού ψυχή υπήγε κάτω εις τον Άδην μη θαυμάζεις δια τούτο και λέγεις ότι αδύνατον έναι να υπάγει εις τον Άδην και να έναι και εις τες αγκάλες τες πατρικές, το χέρι του Θεού έναι τόσο δυνατό ότι να κρατεί όλα και τα άνω και τα κάτω και εκείνα οπού είναι εις τον Άδην. Και απ’ αύτα όλα ποτέ δεν λείπει. Και καλά και υπήγε εις τον Άδην η αγία αυτού ψυχή ως ήκουσες, αλλά ποτέ από τον Θεόν δεν έλειψεν, και υπήγε εις τον Άδην δια να εβγάλει όλους τους χριστιανούς οπού τον πιστεύουν ότι έναι Υιός και Λόγος του Θεού, από τον Άδην οπού ήσαν. Και λοιπόν ο θάνατος του Χριστού εζωοποίησεν ημάς, καθώς λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους Κορινθίους πρώτης εις το τέταρτον αυτού κεφάλαιον, λέγει: Χριστός απέθανεν δια τας αμαρτίας ημών ίνα ημάς ζωοποιήση τεθα-νατωμένους υπάρχοντας. Υπήγε γουν και δια να κηρύξει την θεοσέβειαν εκεί κάτω εκεινών οπού δεν την επίστευσαν, καθώς λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγει: Τάχα όλους εκείνους οπού ήσαν εις τον Άδην τους έσωσεν ο Κύριος οπού υπήγεν εκεί, ή μόνον εκεινούς οπού επίστευσαν εκεί; Λοιπόν δια τούτο μηδέν αμφιβάλλεις. Ώσπερ εκεινούς οπού είναι εις την γην τους επαράγγειλεν ειρήνην να έχουν και όσοι επίστευσαν εις αυτόν έσωσέ τους και όσοι απίστησαν δεν τους έσωσεν, αλλά μόνον έλεξεν την απιστίαν τους, καθώς λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, έτσι έκαμεν και εκεινών εις τον Άδην. Και μηδέν θαυμάζεσθεν εάν δεν επίστεψαν τινές ψυχές εις τον Άδην το κήρυγμα του Χριστού, ώσπερ και επί του Παύλου οπόταν έσεισε τα θεμέλια της φυλακής, ο δεσμοφύλακας, ήγουν εκείνος οπού εφύλαγεν την φυλακήν επίστεψεν παρευθύς, και εκείνοι οπού ήσαν δεμένοι, ήγουν φυλακωμένοι δεν επίστευσαν, ναι, οπού είδαν και την άλυσον οπού ήτον ο Πέτρος δεμένος οπού ήτον ομπρός τους κομμένη, και πάλιν έμειναν άπιστοι, έτσι εγίνηκεν και εκεί κάτω εις τον Άδην. Ει δε και πάλιν θέλεις να μάθεις την αιτίαν, δια τι τρόπον εκήρυξεν ο Χριστός και τες ψυχές εις τον Άδην, άκουσον. Εις τες πέντε χιλιάδες πεντακοσίους οκτώ χρόνους από του Αδάμ εγεννήθη ο Χριστός. Λέγει ο μέγας Βασίλειος, διατί τότες εκείνον τον καιρόν εγεννήθη ο Χριστός και εφάνη το φως το αληθινόν; Διότι τότες ήτονε, λέγει, η αρρωστία της κακίας, ως λέγει και ο Γρηγόριος ο Νυσσαεύς, και δια τούτο τότες ηθέλησεν να σαρκωθεί ο Χριστός ο Υιός και Λόγος του Θεού, διότι τότε ήθελεν να καλέσει τα έθνη να πιστεύσουν εις αυτόν, οίτινες είμεσθεν ημείς οι Χριστιανοί, οπού δεν τον είδαμεν και επιστεύσαμέ τον. Και οι Εβραίοι οπού τους έκαμε τόσα θαύματα δεν τον επίστευσαν, και τούτο έναι εκείνο οπού έλεγεν ο μέγας Παύλος: Ότε ήλθεν το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού. Ήλθεν γουν και έλαβεν ύβριτας και εμπαιγμούς και ονείδη δια να μας σώσει και ελευθερώσει ημάς από τας χείρας του διαβόλου. Λοιπόν εστάθηκεν εις τον σταυρόν από την έκτην ώραν της Παρασκευής έως την ενάτην, έπειτα υπήγεν ο Ιωσήφ ο απ’ Αριμαθίας, οπού ήτονε κρυφός μαθητής, εις τον Πιλάτον και εγύρεψεν το σώμα του Ιησού να του το δώσει να το θάψει. Και έτσι του το έδωσεν και εξεκρέμασέ το από τον σταυρόν και ήλθεν ο Νικόδημος εκείνος οπού είχεν έλθει πρώτος εις τον Ιησούν και ήφερεν εκατόν λίτρας σμύρνα και αλόη ανακατωμένο και άλειψαν τον Χριστόν και υπήραν και ένα σεντόνι και εσαβανώσαν τον με τα μυριστικά αυτά, ως καθώς ήτονε συνήθεια των Εβραίων να θάφτουν. Και εκεί όπου εσταύρωσαν τον Χριστόν ήτονε κήπος και εις αυτόν τον κήπον ήτονε ένα κιβούρι καινούργιον οπού τινάς δεν είχεν σεβεί μέσα, και εις αυτό το κιβούρι έβαλαν τον Χριστόν και εθάψαν τον. Έπειτα έβαλαν στρατιώτες πολλούς και εφυλάγαν τον, διότι εφοβούνταν να μην τον κλέψουν οι Απόστολοι. Δια τούτο υπήγαν εις τον Πιλάτον και λέγουν του: Αυθέντη, ημείς εθυμήθημαν τον λόγον οπού είπε αυτός ο πλάνος, ότι μετά τρεις ημέρας θέλει αναστηθεί, δια τούτο όρισε να φυλάξουν τον τάφον η κουστωδία , ήγουν οι στρατιώται με καλήν φύλαξιν να μηδέν τον κλέψουν και θέλει είσταιν η ξυστερνή πλάνη χειρότερη παρά την πρώτην. Και ο Πιλάτος τους είπεν: Αμέτε φυλάξετέ τονε εσείς ως ηξεύρετε. Και έτσι έβαλαν καλά τριακοσίους στρατιώτας να τον φυλάξουν και εκύλησαν και μίαν πέτραν μεγάλην και έβαλάν την απάνω εις τον τάφον και εκάθονταν και εφυλάγαν τον. Και όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπήγεν εις τον Άδην εκεί οπού ήσαν και οι προπάτορες ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, παρευθύς το να εκατέβη εκεί ήλθε ένα μέγιστον φως και εφώτισεν όλο εκείνο το σκότος όπερ ήτονε εκεί εις τον Άδην. Και ηβλέποντας οι προπάτορες ημών αυτό το μέγιστον φως εχάρησαν μεγάλως και ευφράνθησαν πολλά. Και τότες ουν ο Αδάμ με τους πατριάρχας και τους προφήτας είπαν: Τούτο το φως θέλει είσταιν αιώνιον, διότι ο Θεός μας το έταξεν. Απιλογάται ένας προφήτης και λέγει: Τούτο το φως έναι εκείνο οπού επροφήτευσα εγώ. Έτσι γουν το πλήθος εκείνο του Θεού στέκοντας εις το σκότος του θανάτου και λέγοντας τούτα πως θέλουν ιδεί ένα φως από τον ουρανόν και θέλει φέξει ως καθώς τους το είχεν τάξει, λέγει τους ο προφήτης Συμεών: Δοξάσατε και ευχαριστήσατε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αυτόν οπού εγώ τον είχα πιάσει με τας χείρας μου και τον να τον έβαλα εις τες αγκάλες μου εφωτίσθηκα υπό του Πνεύματος του αγίου και είπα: Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ. Και τότες όλοι ήσαν χαιράμενοι. Και έτσι έρχεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και λέγει: Εγώ είμαι εκείνος οπού έλεγα και εκήρυττα εις τον Ιορδάνην και εις τα περίχωρα αυτού πως έρχεται οπίσω μου ένας οπού εγίνηκεν ομπρός παρ’ εμέ και δεν είμαι άξιος να σκύψω να λύσω τα θηλυκωτήρια των παπουτσίων του και αυτός θέλει σώσει τον λαόν από τες αμαρτίες τους , ήγουν εκείνους οπού τον θέλουν πιστέψει ότι έναι Υιός και Λόγος του Θεού. Και είπα ότι ήλθε ο αμνός οπού θέλει να πάρει την αμαρτίαν του κόσμου, ήγουν ο Θεός οπού ήλθε να ελευθερώσει τους χριστιανούς από τες αμαρτίες τους, και έτσι είδα και άνοιξαν οι ουρανοί και ήλθε το Πνεύμα το άγιον εις ομοίωσιν μιας περιστεράς και εκάθησεν απάνω του και φωνή ήλθεν από τους ουρανούς και είπεν: Τούτος έναι ο ηγαπημένος μου υιός τον οποίον τον έστειλα εγώ και ακούετέ τον. Και λέγω σας ότι εγώ τον εβάπτισα εις τον Ιορδάνην ποταμόν και ήκουσα την φωνήν αυτήν οπού ήλθεν από τους ουρανούς και λέγω σας το ότι αυτός έρχεται τώρα τώρα να σας χαιρετήσει. Ακούγοντας ο Αδάμ ότι πως ο Θεός εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην ποταμόν, κράζει τον υιόν του παρευθύς τον Σήθ και λέγει του: Υιέ μου, ανάφερε τουτουνών των αγίων πατέρων και των προφητών εκείνο οπού ήκουσες από τον Μιχαήλ τον αρχάγγελον οπόταν σε είχα στείλει εις τον Παράδεισον δια να μου φέρεις το λάδι της ελεημοσύνης να παρακαλέσεις τον Θεόν να σου το δώσει ώσπερ μου το είχεν τάξει, τι σου απολογήθη ο άγγελος όταν του το εγύρεψες και είπες του: Δώσ’ μου το λάδι της ελεημοσύνης δια να αλείψω τον πατέρα μου, οπού έχει πόνους. Τότες άρχισε ο Σήθ και λέγει: Εγώ είχα υπάγει εις τον Παράδεισον από την στράταν οπού με είχε ερμηνεύσει ο πατέρας μου και άρχισα και επαρακάλουν τον Θεόν να μου δώσει εκείνο οπού μου είχεν ειπεί ο πατέρας μου, και παρακαλώντας φαίνεταί μου ένας και λέγει μου: Εγώ είμαι ο αρχάγγελος Γαβριήλ, οποίος είμαι ητοιμασμένος εδώ από τον Θεόν δια να φυλάγω την πόρταν του Παραδείσου να μην έμπει τινάς άνθρωπος μέσα έως ότου να θελήσει πάλιν αυτός ο Θεός να τον βάλει, και λέγω σου και ορκίζω σε από μέρος του Θεού να υπάς απ’ αύτου, διότι καιρός δεν έναι ότι να πάρεις το λάδι της ελεημοσύνης και σύρε, διότι ο πατέρας σου θέλει απεθάνει μετά τρεις ημέρας αφού υπάγεις. Πλην δε να τούτα τα τρία σπυρία από το δένδρον τούτο οπού ηβλέπεις οπού κάθεται εκείνο το παιδόπουλον απάνω του και κλαίγει και βάλε τα εις το στόμα του πατρός σου όταν απεθάνει, και αυτά θέλουν ξεφυτρώσει και θέλεις τα φυτεύσει και θέλουν αυξήσει και θέλουν κάμει καρπόν, οποίος καρπός θέλει είσταιν πολλά ωφέλιμος, και εις εκείνον τον καιρόν όταν θέλει αυξήσει αυτό το δένδρον θέλει κα-τεβεί ο Υιός και Λόγος του Θεού να γεννηθεί εις τον κόσμον και θέλει βαπτισθεί εις τον Ιορδάνην ποταμόν και θέλει σταυρωθεί εις αυτό το ξύλον και τότες θέλει έβγει τούτο το λάδι οπού γυρεύεις εσύ τώρα, και εκείνο το λάδι θέλει ελεήσει πάσα έναν οπού τον θέλει πιστέψει και οπού θέλει βαπτισθεί εις το όνομα αυτού. Και τότες θέλει αναστήσει πάλιν τον πατέρα σου με άλλους πολλούς προφήτας και οσίους και θέλει τους φέρει εις το δένδρον της ελεημοσύνης και εις την χαράν την αιώνιον και εις τον Παράδεισον. Και ηκούγοντας τούτα εκείνοι όσοι ήσαν εις τον Άδη, εδόξασαν τον Θεόν και εχάρησαν πως θέλουν αναστηθεί να υπάν εις το φως και εις αυτήν την χαράν οπού είπε ο Σήθ. Και παρευθύς τότες έρχεται ο Σατάν ο κύριος του σκότους και λέγει του Άδου και του θανάτου και των πρώτων του σκότους: Ας είστεν έτοιμοι δια να δεκτείτε τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού οπού έγινεν άνθρωπος. Και ηξεύρετε ότι τούτος έναι εκείνος οπού τον τρέμει και φοβείται ο θάνατος και τούτος έναι εκείνος οπού πάντοτε ήτονε εχθρός μου και δεν με άφηνε ποτέ να κερδέσω και να κάμω το θέλημά μου και τούτος έναι εκείνος οπού υγίανεν τους κουτσούς, τους λεπρούς και ανάβλεψε και τους τυφλούς, και τούτος έναι εκείνος οπού ανάστησεν τον Λάζαρον και υπήρε μας τον από τα χέρια μας. Απιλογήθηκεν ο πρώτος ο Σατάν, ο άρχων του σκότους και λέγει: Ω κακόν οπού με ηύρεν, ότι αυτός θέλει να έλθει εδώ μέσα να μου τους πάρει και από τον τάφον, οπού τους έχω τόσον καιρόν εις τας χείρας μου. Και τι άνθρωπος έναι αυτός, οπού δεν ημπορώ να τον κυριεύσω εγώ να τον έχω εις τον Άδην ώσπερ και τους άλλους; Πλην δε ανάγκασε να μου τον φέρεις εδώ, αμή πάλιν φοβούμαι ότι αν έλθει εδώ, αυτόν τον τρέμει ο θάνατος και αυτός δια ένα λόγον οπού είπεν μου έβγαλεν και ανάστησεν τον Λάζαρον και αν έλθει εδώ θέλει μου πάρει και τούτους οπού έχω εδώ. Απιλογήθη ο Άδης και λέγει: Τον να έλθει αυτός, όλους μας τους υπήρε από τον Άδην. Λέγει του ο Σατάν: Το λοιπόν φοβάσαι τον και τρέμεις τον. Λέγει του: Ναι και τον φοβούμαι, διότι αυτός έναι εκείνος oπού με εχώρισεν από το φως και έκαμέ με σκότος και αυτός έναι εκείνος οπού έκαμεν τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και τα πάντα και φοβούμαι τον, ότι ει τι θέλει κάνει. Τότες λέγει και ο Σατάν: Εγώ τον ήκουσα οπού λέγει να έλθει εδώ με θυμόν μεγάλον να μου πάρει όλους όσους και αν έχω εις τας χείρας μου, και εγώ τον επείραξα τόσα και ητίμασά τον και εδείραν τον και έφτυσαν τον και ενεμπαίξαν τον και εστεφανώσαν τον με αγκάνθια και έδωσα του ξίδι και χολή και έπιε και ετοίμασα του σφόγγον και κάλαμον και σταυρόν και θάνατον, και με όλα αυτά τον ήκουσα ότι θέλει να έλθει εδώ και μετά τρεις ημέρας να μας τσακίσει τα κλείσματα του Άδου και τες πόρτες και να μας πάρει όλους τους νεκρούς και εμάς να μας βάλει εις την πίσσα. Και λέγοντας τούτα ο Σατάν με τον Άδη, ιδού και έρχεται μίαν φωνήν αγγελικήν και λέγει: Ω πνεύματα πονηρά, εξέλθατε απ’ εδώθεν και ανοίξατε τες πόρτες του Άδου, ότι ο βασιλεύς της δόξης θέλει να έλθει εδώ. Και ηκούγοντας τούτον τον λόγον ο Άδης εδίωξεν τον Σατάν από τον θρόνον του και λέγει του: Αν είσαι δυνατός, σύρε μάλωσε μετ’ αυτόν τον βασιλέα και αν τον νενικήσεις έλα πάλιν εδώ και κλείσε καλά τες πόρτες να μη σου τες ανοίξει ο βασιλεύς της δόξης και εσένα σε βάλει εις την αιώνιον Κόλασιν. Και ηκούγοντας οι άγιοι την διαφοράν του Άδου με τον Σατάν και έπειτα την φωνήν την αγγελικήν οπού είπε ότι έρχεται ο βασιλεύς της δόξης, άρχισαν και εφώναζαν: Ανοίξατε, πόρτες του Άδου, ότι ο βασιλεύς της δόξης θέλει να έλθει. Λέγει ο Δαβίδ ο προφήτης ότι όταν ήμουν ζωντανός εγώ επροφήτευσα και είπα ότι θέλει έλθει ο ύψιστος αυθέντης να τσακίσει τας πόρτας του Άδου και είπα: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Και ο Ησαΐας ο προφήτης είπεν ότι εγώ είπα ότι όταν γεννηθεί ο βασιλεύς της δόξης, τότες θέλει αναστήσει τους νεκρούς από τα μνήματα και ο βασιλεύς θέλει τους κράξει εις αυτόν. Και πάλιν ήλθε και ο προφήτης Ωσηέ και λέγει: Ω Άδη και σκότος, πο ’ναι τώρα η δόξα σου; Δεν ωφελεί, διότι ήλθε άλλος βασιλεύς οπού δύναται πλέον παρά εσένα και έδειξε τώρα την δύναμιν σου την άτυχη. Και ηκούγοντας τούτα οι άγιοι άρχισαν και εφώναζαν: Άδη πανσκότεινε και άτυχε, άνοιξε τες πόρτες οπού εκέρδεσες, διότι τώρα χάνεις την δύναμιν σου και την εξουσίαν σου. Και μετ’ ολίγην ώραν ηκούγουν φωνήν και λέγει των αρχόντων του Άδου: Επάρετε τες πόρτες του Άδου, διότι έρχεται ο βασιλεύς της δόξης. Και απολογούνται οι άρχοντες του Άδου και του σκότους και λέγουν: Τις έναι τούτος ο βασιλεύς της δόξης; Λέγει η φωνή η αγγελική: Ο Κύριος των δυνάμεων, αυτός έναι ο βασιλεύς της δόξης. Και τούτο το είπαν τρεις φορές, και μετά την τρίτην φοράν ετσακίσθησαν οι πόρτες και τα κλείσματα και εσέβη ο βασιλεύς της δόξης εις ομοίωμα ανθρώπου, και τότες εκείνο το σκότος έλαμψεν και εφώτισε και όσοι ήσαν εκεί όλοι εβγήκαν και αναστήθησαν. Και ηβλέποντας τούτο ο Άδης και ο άρχων του σκότους πως ο βασιλεύς της δόξης εσέβη και ετσάκισε τες πόρτες του Άδου και αυτός εκάθησε εις θρόνον φωτεινόν, λέγουν του: Ημείς ενικήθημαν και απελέσθημαν, αμή είπες μας τις είσαι εσύ οπού δείχνεις έτσι τόσο ταπεινός και είσαι έτσι δυνατός βασιλεύς και φωτίζεις τόσο και φαίνεσαι ως άνθρωπος; Εσύ είσαι εκείνος ο βασιλεύς οπού εσταυρώθης και εβαρέσαν σου με το κοντάρι εις την πλευράν και εβγήκεν αίμα και νερόν και έπειτα σε έβαλαν εις τον τάφον, εσύ είσαι εκείνος και ήλθες εις ημάς να μας πάρεις τα δικαιώματά μας και να τα κυριεύσεις μόνος σου ως εκείνος οπού είσαι κύριος πάντων, εσύ ημπορείς να λυτρώσεις τες ψυχές και να τες εβγάλεις από την Κόλασιν και να τες βάλεις εις την πρώτην αυτών χαράν και ελευθερίαν και εσύ είσαι εκείνος οπού ήλθες εδώ εις το σκότος και εφώτισές το και από σκότος το έκαμες φως. Και το ομοίως και όλοι οι λεγεώνες των διαβόλων έλεγαν: Τις έναι τούτος οπού έναι τόσον δυνατός, ότι έφεξε το σκότος και τους νεκρούς ανασταίνει και ελευθερώνει τον κόσμον οπού έναι υποτασσόμενος εις ημάς. Ποτέ μας δεν είδαμεν τοιούτον μήτε ζωντανόν μήτε απεθαμένον. Εσύ είσαι ο Ιησούς Χριστός ο Υιός και Λό-γος του Θεού οπού μας είχεν ειπεί ο Σατάν ο αυθέντης μας ότι εσταυρώθης, και έρχε-σαι εδώ να μας εβγάλεις από την δύναμίν μας και από την εξουσίαν ην έχομεν. Και τότες ουν ο Ιησούς Χριστός έδειξεν την εξουσίαν οπού είχεν εκεί κάτω εις τον Άδην, επίασε τον Σατάν και εσιδέρωσέ τον και έδεσέ τον με άλυσον από στία οπού άναφτε, δια να στέκει δεδεμένος εις τους αιώνας των αιώνων και να μηδέν ημπορεί να πάρει πλέον κανέναν χριστιανόν. Και λέγει του ο Χριστός ότι εγώ δια άλλον δεν εσταυρώθηκα και εκατέβηκα εδώ, μόνον δι’ εσένα δια να σε δέσω εις το πυρ το αιώνιον οπού ητοίμασα διατ’ εσένα και δια τους υπηρέτας σου και δι’ εκείνους οπού κάνουν το θέλημά σου, και δια να ελευθερώσω την ανθρωπίνην φύσιν οπού υποσκέλισες εσύ, και επειδή υποσκέλισες τον Αδάμ και έφαγεν από το ξύλον της ζωής του γινώσκειν καλόν και κακόν, οπού εγώ του είπα να μην τολμήσει να το φάγει ειδεμή θέλει απεθάνει και εσύ υπήγες και εγέλασές τον και έφαγεν και δια να φάγει εξέπεσεν από την τρυφήν του Παραδείσου και έγινεν θνητός, οπού δεν ήθελεν απεθάνει ποτέ του, και είχες τον έως τώρα, δια τούτο ηθέλησα να σταυρωθώ εις εκείνο το ξύλο να τον λυτρώσω από εκείνην την αμαρτίαν οπού έκαμεν, και αυτόν πάλιν να τον βάλω εις την προτέραν τιμήν και εσένα να σε παιδέψω ως ψεύτην και πλάνον οπού εγέλασες την ανθρωπίνην φύσιν οπού την έκαμα εις την ομοίωσιν την εδικήν μου και έκαμες τον Αδάμ και έλαβεν τον θάνατον, τώρα γουν ήλθα να τον αναστήσω και εσένα να κολάσω. Και έτσι κράζει τον Αδάμ και πιάνει τον με το δεξιό του χέρι και λέγει του: Αδάμ, ειρήνη σοι, χαίρε και αγαλλιού και εσύ και όσοι με θέλουν πιστέψει, από την σήμερον πάλιν θέλω σε βάλει εις τον Παράδεισον ώσπερ σου το έταξα και εσέν και όλην σου την γενεάν οπού θέλει πιστέψει εις εμέν. Τότες γουν ο Αδάμ έπεσεν και επροσκύνησεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εδόξασε και ύμνησε τον ως Θεόν των απάντων και ως εύσπλαγχνον και ελεήμων και ως μακρόθυμον και πολυέλεον και ως εκείνον οπού ηθέλησεν να καταδεχτεί να γεννηθεί από την Παρθένον Μαρίαν και να σταυρωθεί και να ταφεί και να πάθει τόσα δι’ αυτόν τον Αδάμ και τους μετ’ αυτού, και έλεγεν: Ευχαριστώ σε, Κύριε και Θεέ μου μακρόθυμε και πολυέλεε, οπού ουδέ μέσα εις τον Άδην δεν ηθέλησες να με αφήσεις, αμή και εκεί εκατέβης και ελευθέρωσές με. Λοξάζω σε, Χριστέ μου μακρόθυμε. Και έτσι εμαζώχθησαν και όλοι οι όσιοι και δίκαιοι και οι προφήται και εδόξαζαν ομοίως τον Θεόν τον καταδεξάμενον ποιήσαι αυτά τα μεγάλα και θαυμαστά και εξαίσια θαύματα. Και έτσι επαρακάλεσαν τον Ιησούν Χριστόν ότι απ’ εκείνην την ώραν να μηδέν ημπορεί ο διάβολος να πάρει κανέναν χριστιανόν οπού να πιστέψει το όνομα του Ιησού Χριστού. Και τότες ο Χριστός, αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού τους έταξεν ότι χριστιανός οπού να πιστέψει το όνομά του να μηδέν κολα-σθεί. Και έτσι έβγαλεν τον Αδάμ και εκείνους όλους όσους τον επίστεψαν ότι ναι, αυ-τός έναι ο Υιός και Λόγος του Θεού του ζώντος, και υπήρε τους, και τότες άρχισε ο Δα-βίδ ο προφήτης να δοξάζει τον Χριστόν και να λέγει: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, βασιλεύς του Ισραήλ. Και το ομοίως όλοι οι άγιοι, οι δίκαιοι και οι προφήται εδοξολογούσαν τον Θεόν πως ηθέλησεν και εκατέβη και εγεννήθη και εσταυρώθη και ετάφη δι’ αυτούς και ανάστησέ τους από την Κόλασιν και από το σκότος οπού ήσαν και έδωσε τους εκείνο το φως το αιώνιον. Και ο Ιησούς Χριστός εκράτειε τον Αδάμ από το χέρι και υπήρε τον εις τον Παράδεισον και έδωσέ τον του Μιχαήλ του αρχαγγέλου οπού εφύλαγε την πόρταν της Παραδείσου και είπε του:Να, και βάλε τον πάλιν εις τον τόπον οπού ήτον πρώτα. Και έτσι τον υπήρε ο άγγελος και έβαλέ τον μέσα εις τον Παράδεισον με εκείνους τους άλλους τους οσίους πατριάρχας, Αβραάμ, Ισαάκ και με τον Ιακώβ και με τον προφήτην Δαβίδ και τους ετέρους προφήτας. Και εκεί εις τον Παράδεισον ήσαν δύο άνθρωποι, ο Ενώχ και ο Ηλίας, οι οποίοι ηβλέποντας τούτους να έρχονται μέσα εις τον Παράδεισον ήλθαν εις συνάντησιν αυτών και λέγουν τους: Καλώς ήλθατε, ευλογημένοι πατέρες και αδελφοί. Τότες γουν τους ερώτησαν και είπαν τους: Και ποίοι είστεν εσείς, οπού είστεν εδώ μέσα εις τον Παράδεισον; Και είπαν τους: Ημείς είμεσθεν ο Ενώχ και ο Ηλίας και ποτέ μας θάνατον δεν ελάβαμεν, μόνον ο Θεός μας ήφερεν εδώ με αμάξια από στία και έβαλέ μας εδώ να στέκομε έως ότου να γεννηθεί ο Αντίχριστος, ο υιός της απώλειας, οποίος θέλει γεννηθεί από πόρνη και θέλει πλανέσει πολλούς και θέλει ανασταίνει νεκρούς κατά φαντασίαν, και τότες γουν ημείς θέλομεν υπάγει να κηρύξομεν τον κόσμον να ειπούμεν ότι να μην τον πιστέψουν, ότι κατά φαντασίας κάνει τα σημεία αυτά, και τότες θέλομεν απεθάνει και ημείς απ’ αυτόν τον Αντίχριστον, πλην δε αι ημέρες του θέλουν είσταιν ολίγες, και τότες θέλει έλθει ο Υιός του Θεού μετά δόξης πολλής και δυνάμεως και θέλει χαλάσει τούτον τον Αντίχριστον με όλην του την δύναμιν και θέλει τον βάλει εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού και έπειτα θέλει κρίνει ζώντας και νεκρούς αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού, και τότες θέλομεν αναστηθεί και η-μείς. Και καλά και τινάς δεν έναι τώρα εις τον Παράδεισον, μόνον η Θεοτόκος και ο ληστής, αλλά την ώραν εκείνην υπήγαν τούτοι όλοι δια να πιστωθούν ότι ναι, εν τη Δευτέρα Παρουσία μέλλει να την κληρονομήσουν. Και εστάθησαν τότες οπού ανα-στήθη ο Χριστός δια βεβαίωσιν αυτών, πλην δε τώρα είναι εις τόπον φωτεινόν έως ότου να γένει η κρίσις της Δευτέρας Παρουσίας και τότες να απολαύσουν την ητοιμασμένην αυτοίς βασιλείαν, και λέγοντας τούτους τους λόγους αυτών των αγίων Ιεραρχών και οσίων και του Αδάμ, ιδού και έρχεται ένας άνθρωπος και βαστά εις τους πλάτες του έναν σταυρόν, οποίος έδειχνεν ώσπερ ληστής, και λέγουν τού-τοι: Και εσύ τις είσαι και φαίνεσαι ως ληστής; Λέγει τους: Αληθινά λέγετε ότι ληστής είμαι. Εγώ όλην μου την ζωήν την έκαμα εις λησταρχείον και έγδυνα τους ανθρώπους και εσκότωνά τους και έπαιρνα το εδικό τους και έτσι με επίασαν εμένα και άλλον έναν σύντροφόν μου, και αυτός ληστής, και εσταυρώσανέ μας προχτές την Παρασκευήν εις τες έξι ώρες της ημέρας αντάμα με τον Ιησούν Χριστόν και έβαλαν εμέ εις την δεξιάν του την μερίαν και τον άλλον τον ληστήν εις την ζερβάν και τον Ιησούν Χριστόν εις την μέσην μας, και στέκοντας εις τους σταυρούς και οι τρεις μας, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι φαρισαίοι και όλοι οι Εβραίοι έρχονταν και ύβριζαν και αναίσχυντουσαν τον Ιησούν Χριστόν, και τις του έλεγεν ότι αν είσαι εσύ εκείνος ο υιός του Θεού, ώσπερ έλεγες, κατέβα τώρα από τον σταυρόν και σώσε και του λογού σου και σώσε και ημάς και τότες να σε πιστέψομεν. Και άλλος ήλθε και έδωσέ του και έπιε χολή και ξίδι και άλλος ήλθε και έδωσέ του με ένα κοντάρι εις την πλευράν, και παρευθύς εβγήκεν αίμα και νερόν. Και τούτος ο άλλος ο ληστής ο σύντροφός μου τον ύβριζεν και αυτός και έλεγε του: Καλά σου λέγουνε, αν είσαι εσύ εκείνος ο υιός του Θεού ως λέγεις ότι είσαι, κατέβα από τον σταυρόν και ελευθέρωσέ μας και ημάς. Και εγώ του απολογήθηκα του ληστή και είπα του: Σιώπαινε, δεν φοβείσαι τον Θεόν; Ημείς ηξεύρεις ότι αείποτες εκλέφταμεν και εσκοτώναμεν και εγδύναμε τον κόσμον, και πρέπει μας τούτος ο θάνατος, αμή αυτός τι έκαμε και τον εσταύρωσαν; Πως ανάστησε τον Λάζαρον και υγίανε λεπρούς και κουτσούς και ανάβλεψε τυφλούς, δι’ αυτό να τον σταυρώσουν; Και έτσι γυρίζω και λέγω του: Κύριε, μνήσθητί μου όταν υπάγεις εις την βασιλείαν σου, και εκείνος μου είπε ότι από την σήμερον να είσαι μετ’ εμένα εις την βασιλείαν μου και έστειλέ με εδώ με τον σταυρόν οπού ηβλέπετε να είμαι εις τον Παράδεισον πάντοτε, δια να του ειπώ μόνον αυτόν τον λόγον. Και ήλθα εδώ, και τον να ήλθα και με είδε ο άγγελος οπού εφύλαγεν την πόρταν του Παραδείσου με τον σταυρόν, με έβαλεν εδώ εις την δεξιάν μερίαν του Παραδείσου και είπε μου: Καθόσουν εδώ, ότι αύριον έρχεται ο Αδάμ εδώ με τους προφήτας και με τους πατριάρχας, τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και με τον Δαβίδ τον προφήτην, οπού θέλει ψάλλει Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία και θέλει λέγειευλογημένοι ημείς τω Κυρίω, και ευλογημένον το όνομα της δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος και ευλογημένον το όνομα της αγίας δόξης αυτού εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Και ηκούγοντας τούτους τους λόγους ο Αδάμ και εκείνοι οι όσιοι προφήται και ιεράρχαι εδόξασαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, οπού εκαταδέχθηκεν και έλαβεν ανθρωπίνην μορφήν και ελευθέρωσέ τους από το σκότος εκείνο και ήφερέ τους εις την ζωήν την αιώνιον, ώσπερ είχαν προφητεύσει και οπόταν ήσαν ζωντανοί, οπού το Πνεύμα το άγιον τους εφώτιζε και έλεγαν όσα είπαν και επροφήτευσαν. Και είναι αυτοί μάρτυρες ότι ναι, εκείνα άπερ και επροφήτευσαν τα έπαθαν. Ακόμη θέλομεν να σας ειπούμεν απ’ εκείνους καθολικά οπού ανάστησε ο Χριστός εκείνην την ώραν, οπού έζησαν μετά ταύτα, ονόματι τον έναν Λέντζον και τον άλλον Ρανιέρ, οι οποίοι είχαν αναστηθεί και υπήρε τους ο άγγελος εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εκεί ηύρανε και τους άλλους αγίους οπού είχαν αναστηθεί, και εκεί εβαπτίστησαν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Έπειτα τους έστειλεν ο άγγελος εις την Ιερουσαλήμ και είπε τους: Σύρτε να κάμετε το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ και να μην ειπείτε τινός τίποτες έως ότου να αναστηθεί ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και έτσι ήλθαν εις την Ιερουσαλήμ και εστάθησαν, και μετά τρεις ημέρας αφού έκαμαν το Πάσχα επάρθησαν με ένα γνέφος μικρόν και υπήγαν εις την χώραν οπού την λέγουν Αριμαθίαν και εκεί έστεκαν εις την προσευχήν. Και φαίνεταί τους ο Ιησούς Χριστός όταν αναστήθη και λέγει τους να γράψουν όσα είδαν και όσα ήκουσαν δια να τα αποκαλύψουν εις τον κόσμον να ηξεύρουν του Θεού τα μυστήρια. Και έτσι τούτοι οι δύο, ο Ρανιέρης και ο Λέντζος, τα έγραψαν καταλεπτώς ώσπερ επαρακολούθησαν τα πράγματα όλα, και έπειτα την έδωσαν την γραφήν του Ιωσήφ του απ’ Αριμαθίας, οποίος την έδειξεν του Πιλάτου και των αρχιερέων, του Άννα και του Καϊάφα, και ολουνών των Εβραίων, και αυτοί παρευθύς τον να έδωσαν την γραφήν έγιναν άφαντοι. Και πάσα ένας έγραψεν μίαν γραφήν έτσι ώσπερ τους είπε ο Χριστός, και ο ένας, ήγουν ο Ρανιέρης την έδωσε του Πιλάτου και του Καϊάφα και του Γαμαλιήλ, και ο άλλος, ήγουν ο Λέντζος την έδωσε του Ιωσήφ του απ’ Αριμαθίας. Και αναγνώσαν τες και έλεγαν και οι δύο αύτο εκείνο και ανάγνωσάν τες ενώπιον πάντων και επίστευσαν τότες πολλοί από τους Εβραίους, και έτσι ο Πιλάτος αντίγραψε τες γραφές αυτές και έβαλέ τες εις το παλάτι δια να ευρίσκονται να ηξεύ-ρουν τα μυστήρια του Ιησού Χριστού, άπερ έκαμε. Και ηβλέποντας αυτά πολλοί από τους Εβραίους επίστευσαν, και τινές απ’ αυτούς τους κάκιστους οπού τον εσταύρωσαν ηβλέποντας ότι πολλοί πιστεύουν ηβλέποντάς τες, έκαμαν ότι να τες έχουν φυλαμένες, και ηβλέποντας και τους σταυρούς οπού ήσαν σταυρωμένοι ο Χριστός και οι δύο ληστάδες είπανε ότι εάν τους αφήσομεν να τους ηβλέπουν θέλουν πιστέψει όλοι εις αυτόν τον Ιησούν Χριστόν, αμή ας τους κρύψομεν να μην φαίνονται. Και έτσι την νύκτα εμαζώχθησαν πολλοί από τους Εβραίους αυτούς τους απίστους και έχωσαν τους σταυρούς και τους τρεις κάτω εις την γην. Και μετά καιρόν η αγία Ελένη η βασίλισσα τους ηύρε.

Περί την τριήμερον ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Κεφ.ρπβ΄

[Επεξεργασία]

Και την Κυριακήν ξημερώνοντας, προς την ώραν του μεσονυκτίου ή πριν ή μετά ταύτα, την ώραν ή την στιγμήν τινάς δεν την ηξεύρει, μόνον αυτός ο Θεός, έγινεν ένας μέγας σεισμός ως καθώς ομολόγησαν καθολικά ατοί τους εκείνοι οπού τον εφυλάγαν, έρχεται άγγελος Κυρίου και κυλάγει εκείνην την μεγάλην πέτραν οπού είχαν απάνω εις το μνήμα και αναστήθη ο Χριστός, και οι στρατιώται ηβλέποντας τούτο το θαύμα υπήγαν εις τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και είπαν το. Και αυτοί οι ασεβείς και άπιστοι έδωσαν πολλά στάμενα των στρατιωτών δια να ειπούν ότι ήλθαν οι μαθητάδες του όταν εκοιμούνταν και εκλέψαν τον. Λέγει ο Δαμασκηνός ο Ιωάννης: Και τις κλέπτει νεκρόν, μάλιστα δε και γυμνόν; Αυτός αναστήθηκεν με το θέλημά του. Και λέγει ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εις το εικοστό αυτού κεφάλαιον ότι ένα από τα Σάββατα ήλθεν η Μαρία η Μαγδαληνή, οπού ήτονε ακόμα νύκτα, και ήλθεν εις το μνήμα και ηβλέπει και έναι η πέτρα κυλιομένη από το μνήμα και παρευθύς τρέχει εις τον Σίμωνα Πέτρον και εις τον Ιωάννην τον Θεολόγον και λέγει τους: Υπήραν τον Κύριον από το μνήμα και δεν ηξεύρομεν που τον έβαλαν. Σάββατα λέγονται οι ημέρες, και το ομοίως και η εβδομάδα Σάββατον λέγεται, και μία από τα Σάββατα εγροικάται η Κυριακή, οπού έναι μία από τες ημέρες της εβδομάδος και αυτή. Λοιπόν η Μαγδαληνή Μαρία ήλθεν την Κυριακήν ξημερώνοντας, οπού ήτονε ακόμη πολλά σκοτεινά, και ηύρε ότι ο Χριστός αναστήθη και έτρεξεν και είπε το του Πέτρου και του Ιωάννου. Και αυτήνοι εβγήκαν και έτρεχαν και οι δύο δια να έλθουν εις το μνήμα να ιδούν. Και ο Ιωάννης ήτονε γληγορότερος και έτρεξεν και ήλθεν εις το μνήμα γληγορότερα παρά τον Πέ-τρον, διότι αυτός ήτονε πλέον νεότερος παρά τον Πέτρον. Και σκύφτει και κοιτάζει μέσα εις το μνήμα και δεν ηβλέπει, μόνον τα σεντόνια οπού ήσαν εκεί και το σουδάριον οπού είχεν εις το κεφάλι του, και ήτον τυλιμένο χώρια από τα σεντόνια εις έναν τόπον. Και τότες έρχεται και ο Πέτρος οπού τον ακολούθα και σεβαίνει αυτός μέσα εις το μνήμα και ηβλέπει και αυτός μόνον τα σεντόνια και το σουδάριον, και τότες επίστευσεν. Δεν είχαν εγνωρίσει πρώτα την γραφήν οπού έλεγεν ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστεί. Και έτσι αυτοί οι μαθητάδες υπήγαν μοναχοί τους και η Μαρία έστεκεν απόξω από το μνήμα και έκλαιγεν. Και έτσι κλαίγοντας σκύπτει εις το μνήμα και ηβλέπει οπού εκάθονταν δύο άγγελοι και ήσαν φορεμένοι άσπρα και εκάθοτον ένας προς την κεφάλη και άλλος προς τα ποδάρια εκεί οπού έβαλαν το κορμί του Ιησού. Και οι άγγελοι της λέγουν: Γυναίκα, τι κλαίγεις; Και εκείνη τους λέγει: Κλαίγω, διότι υπήραν τον Κύριόν μου και δεν ηξεύρω που τον έβαλαν. Και μόνον γυρίζει όταν είπε αυτά και ηβλέπει τον Ιησούν οπού έστεκεν και αυτήνη δεν ήξευρεν ότι έναι ο Ιησούς, αμή έλεγε ότι ήτονε ο κηπουρός. Και ο Ιησούς της λέγει: Γύναι, τι κλαίγεις, τίναν ζητείς; Και αυτή του λέγει: Κύριε, αν τον εβάσταξες εσύ αυτόν είπες μου που τον έβαλες να υπάγω να τον πάρω. Λέγει της ο Ιησούς: Μαρία. Και εκείνη το να ήκουσε το όνομά της και ήκουσε την γλυκείαν φωνή του Ιησού ηθέλησε να σκύψει να τον πιάσει από την χαράν της. Και λέγει του: Διδάσκαλε. Και ο Ιησούς της λέγει: Μη με εγγίζεις, διότι ακόμη δεν ανέβηκα προς τον Πατέρα μου, αμή σύρε εις τους αδελφούς μου και ειπές τους ότι υπάγω εις τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεόν μου και Θεόν σας. Έτσι έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και είπε των μαθητάδων ότι είδε τον Κύριον, διότι ήσαν κρυμμένοι εις την Γαλιλαίαν δια τον φόβον των Ιουδαίων. Και το βράδυ εκείνην την ημέραν, ήγουν την Κυριακήν, έρχεται ο Ιησούς εκεί οπού ήσαν οι μαθητάδες κλεισμένοι και στέκει εις την μέση τους και λέγει: Ειρήνη εις εσάς. Και όταν τους έδωσε την ειρήνην τους δείχνει τα χέρια του και την πλευράν του και εχάρησαν πολλά οι μαθητάδες οπού είδαν τον Κύριον. Και πάλιν τους λέγει δεύτερην φοράν: Ειρήνη εις εσάς. Και λέγει τους: Ως καθώς με έστειλεν εμένα ο Πατέρας έτσι πέβω και εγώ εσάς. Και εμφυσάγει τους και τους λέγει: Επάρετε το Πνεύμα το άγιον, και όσων αφήσετε τες αμαρτίες τους, να τους είναι αφημένες και όσων κρατήσετε να τους είναι κρατημένες. Και τότες ο Θωμάς ο απόστολος, ένας από τους δώδεκα, δεν ήτον εκεί μετ’ αυτηνούς όταν ήλθεν ο Ιησούς και τους έδωσε το Πνεύμα το άγιον. Και λέγουν του οι άλλοι μαθητάδες όταν ήλθεν, ότι ημείς είδαμεν τον Κύριον και έδωσέ μας το Πνεύμα το άγιον και είπε μας ότι όσων αφήσομεν τας αμαρτίας να τους είναι αφημένες και όσων κρατήσομεν να είναι κρατημένες. Και είπε μας ότι να υπάμε να κηρύξομεν, και έλα και εσύ. Λέγει τους ο Θωμάς: Όχι, εγώ αύτο δεν το πιστεύω, αν δεν τον ιδώ, μήτε έρχομαι, διότι αν εγώ έλθω να κηρύττω του κόσμου ότι ο Χριστός αναστήθη και έδωσέ μας το Πνεύμα του το άγιον θέλω λέγει ψέματα, διότι εγώ δεν τον είδα, και πάλιν αν τους ειπώ ότι εγώ δεν τον είδα θέλω κάμει εσάς ψεύτες, και δια τούτο εγώ δεν τον πιστεύω εάν δεν τον ιδώ και να τον ψηλαφήσω και να βάλω το χέρι μου εις την πλευράν του και να ιδώ τες τρύπες των καρφίων των χερίων του, και τότες να τον πιστέψω. Ω καλή η απιστία του Θωμά! Και μετά οκτώ ημέρας πάλιν ήσαν μέσα οι μαθηταί κλεισμένοι εκεί εις την Γαλιλαίαν και ήτονε και ο Θωμάς μετ’ αυτούς, και έρχεται ο Ιησούς, οπού ήσαν οι πόρτες κλεισμένες, και μόνον φαίνεται εις την μέσην τους και λέγει τους: Ειρήνη εις εσάς. Έπειτα λέγει του Θωμά: Φέρε το δάκτυλόν σου και ιδές τα χέρια μου και φέρε τας χείρας σου και βάλε τα εις την πλευράν μου και μηδέν γένεις άπιστος αλλά πιστός. Και έτσι ο Θωμάς τον εψηλάφησεν και είδε την αλήθειαν, και τότες του λέγει: Ο Κύριός μου και ο Θεός μου εσύ είσαι. Λέγει του ο Ιησούς: Θωμά, διατί με είδες με επίστευσες. Χαρά σ’ εκείνους οπού δεν με είδαν και με επίστευσαν. Και θέλω να σας εξεκαθαρίσω διατί εφάνη των Αποστόλων δύο φορές και τους έδωσε την ειρήνην. Δια να πιστωθούν τες δύο του φορές τες θαυμαστές και εξαίσιες, ήγουν την πρώτην, πως εγεννήθη από την αγίαν Θεοτόκον και αειπαρθένον Μαρίαν και έμεινεν παρθένος και την μήτραν της δεν άνοιξεν, έτσι γουν εμφανίσθη τότες το βράδυ οπού ήσαν κλεισμένοι και ουδέ πόρτα άνοιξεν ουδέ φανέστραν, μόνον εμφανίσθη δια να βάλουν εις τον νουν τους ότι έτσι ώσπερ εφανίσθηκεν αυτηνών κεκλεισμένων των θυρών, έτσι και από την Παρθένον εγεννήθη. Και τινές από αυτηνούς τους Εβραίους δεν τον επίστευσαν. Και πάλιν μεθ’ ημέρας οκτώ, οπού ήσαν κεκλεισμένοι, δια να εγνωρίσουν ότι έτσι ώσπερ τους εμφανίσθηκεν αυτού οπού ήτον και ο Θωμάς, έτσι αναστήθηκεν και εβγήκεν από τον τάφον και επιστεύσαν τον πολλοί και ανάστησεν και πολλούς από τους νεκρούς. Και διατί ήλθεν μεθ’ ημέρας οκτώ; Διότι μέλλει να έλθει μετά τους οκτώ αιώνας να κρίνει τον κόσμον και να δώσει την ευλογίαν εκεινών οπού τον επίστευσαν και έκαμαν το θέλημά του. Και τότες θέλει φανισθεί η δόξα του και η χαρά του και θέλομεν απολαύσει οι χριστιανοί την βασιλείαν του. Και διότι την πρώτην φοράν ήλθεν ο Χριστός και δεν τον επίστευσαν οι Ιουδαίοι, αλλά μάλλον τον εσταύρωσαν, ώσπερ και το πρώτο ο Θωμάς δεν επίστευσεν και μεθ’ ημέρας οκτώ όταν τον είδεν τον επίστευσεν, έτσι και την Δευτέραν αυτού Παρουσίαν, όταν ιδούν την δόξαν του, τότες τον θέλουν πιστεύσει ώσπερ ο Θωμάς, και τότες θέλει δώσει το Πνεύμα του το άγιον, ήγουν την βασιλείαν του, εκεινών οπού τον επίστεψαν. Το λοιπόν θέλω να σας εξεκαθαρίσω και δια την τριήμερον έγερσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι πολλοί των ανθρώπων έχουν τινάς λογισμούς πιθανούς και περιεργάζονται την θείαν Γραφήν διεστραμμένα και κακά και θέλουν να δείχνουν ότι ηξεύρουν πολλά γράμματα και θέλουν να δείχνουν την ψευδοσοφία τους με τα μυστήρια του Θεού και με εκείνα οπού έκαμεν ο Χριστός δι’ ωφέλειαν και σωτηρίαν του ημετέρου γένους οικονομικώς. Και λέγουν: Δείξε μου τες τρεις ημέρες οπού εστάθη ο Χριστός εις την γην, έπειτα αναστήθη. Λοιπόν εγροικήσετε καλά τα κάτωθεν γεγραμμένα και θέλω σας εξεκαθαρίσει υπό μαρτυρίας αγίων ανδρών διατί ο Χριστός αναστήθη αναμέσον των τριών ήμερων και όχι να αφήσει να τελειωθούν. Λέγει ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ότι ώσπερ κάνομεν ημείς όταν απεθάνει άνθρωπος, οπού τώρα κατά λόγον απέθανεν σήμερον προς το βράδυ, και αυτήν την ημέραν την μετρούμεν δια μίαν και την άλλην ημέραν κάνομεν κόλλυβα δια τες τρεις και παίρνομέ τα εις την εκκλησίαν την δεύτερην ήμερα και την τρίτην το πρωί την λειτουργίαν, αύτου οπού λέγομεν τρεις ήμερες έχει. Τον να αρχινήσει από μίαν ώραν της ήμερος όλη ημέρα εγροικάται, τον αυτόν τρόπον έγινεν και εις τον Χριστόν. Την Παρασκευήν έδωσε το πνεύμα εις Θεόν, αύτου μίαν ημέραν, το Σαββάτο όλον έκαμε εις τον τάφον, αύτου δύο ημέρες, και την νύκταν ξημερώνοντας Κυριακή αναστήθηκεν, αύτου τρεις ημέρες. Και πίστευσε τον Λουκάν και τον Κλεόπαν, οπού λέγουν του Χριστού εκεί οπού τους εφάνη: Αλλά γε συν πάσι τούτοις, τρίτην ταύτην ημέραν άγει σήμερον αφ’ ου ταύτα εγένετο. Και τούτα λέγει αυτός ο άγιος, ο δε άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος λέγει ότι και πολλά καλά έκαμεν ο Χριστός να αναστηθεί πριν να σώσουν οι τρεις ημέρες, διότι εάν δεν ήθελεν αναστηθεί τότες πριν να σωθούν οι τρεις ημέρες, οπού ακόμη ήσαν εκεί οι στρατιώτες και εφυλάγαν τον, αμή ήθελεν αναστηθεί αφού ήθελαν υπάγει οι στρατιώται, ήθελαν ειπεί οι Εβραίοι: Αληθινά ήλθαν και εκλέψαν τον οι μαθητάδες του και ήθελαν πιστωθεί όλοι τους ότι αληθινά έτσι έγινεν, διότι ήθελαν μόνον τρεις ημέρας να τον φυλάξουν, διότι τους επροείπεν ότι λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. Δια τούτο έβαλαν στρατιώτες και εφυλάγαν τον εκείνες τες τρεις ημέρες, δια να μην έλθουν οι μαθητάδες του και κλέψουν τον. Και δια τούτο ο Χριστός ανασταίνεται πριν να τελειωθούν σωστές οι τρεις ημέρες, δια να είναι εκεί παρών και οι στρατιώται να ιδούν το θαύμα ότι εξαίφνης αναστήθηκεν ομπρός τους εκεί οπού τον εφυλάγαν, δια να μην έχουν λόγον οι Εβραίοι να λέγουν ήλθαν οι μαθητάδες του και εκλέψαν τον, ώσπερ και το είπαν. Εάν αυτοί τον εφυλάγαν, και πάλιν οι κάκιστοι Εβραίοι επλέρωσαν τους στρατιώτας δια να ειπούν ότι ήλθαν οι μαθητάδες του και εκλέψαν τον, τι ήθελαν ειπεί εάν δεν ήθελαν είσταιν φύλακες εκεί τότες όταν αναστήθη; Δια τούτες τες αιτίες ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αναστήθη πριν των τριών ημερών σωστών, πλην δε ουδέ πάλιν διέλειψεν των τριών ημερών, αλλά μέσα εις τες τρεις ημέρες αναστήθη. Και άκουσον τι λέγει ο Ισίδωρος ο άγιος, πως τες μετράγει. Ο Χριστός σταυρώνεται εις τες έξι ώρες της Παρασκευής και από τες έξι ώρες έως τες εννέα έγινεν σκότος εις όλον τον κόσμον ώσπερ το ηκούσετε και παραπάνω οπού το είπαμεν. Και αυτό το σκότος έχε το δια μίαν νύκταν, και από τες εννέα ώρες έως εις τες δώδεκα, ήγουν έως το βράδυ, πάλιν έγινεν ημέρα, αύτου το λοιπόν και αυτήν ημέραν την νόμισεν, οπού έναι ένα νυχθήμερον, πάλιν η νύκτα της Παρασκευής και η ημέρα του Σαββάτου άλλον νυχθήμερον, αύτου οπού έχει δύο νυχθήμερα, πάλιν η νύκτα του Σαββάτου και η αυγή της Κυριακής άλλο νυχθήμερον, αύτου τρίτον νυχθήμερον. Και εις αυτό ανεστάθη ο Χριστός, πλην δε την ώραν και την στιγμήν πότε ανέστη τινάς δεν την οίδεν άνθρωπος, μόνον αυτός ο Θεός οπού την ηξεύρει. Και τούτο προοίμιον της Δευτέρας αυτού Παρουσίας. Ώσπερ την ώραν εκείνην οπού ανέστη ο Κύριος τινάς άνθρωπος δεν την οίδεν, έτσι ουδέ την ώραν εκείνην οπού μέλλει να έλθει να κρίνει ζώντας και νεκρούς τινάς δεν την θέλει ηξεύρει, αμή μόνον αυτός ο Θεός. Λοιπόν θέλω να σας ξεκαθαρίσω και άλλους τινάς λογούς οπού λέγουν τινές τσακωτάδες του λόγου, ώσπερ σας τους είπα άνωθεν, οπού λέγουν και δια τι τρόπον αναστήθη ο Χριστός εις τρεις ημέρας και όχι εις πλεότερες ή ολιγότερες. Και τούτο προοίμιον και οικονομίαν Θεού, ηθέλησεν να απεθάνει ο Χριστός δια όλην την φύσιν των ανθρώπων δια να αναστήσει όλους όσους επίστευσαν προς αυτόν και πριν και τότες και μετά ταύτα. Και επειδή τρεις καιροί είναι: παραλελυθώς, ενεστώς και μέλλων, και εκεινούς οπού απέθαναν ομπροτύτερα παρά να σταυρωθεί έσωσε τους οπού υπήγεν εις τον Άδην, και εκεινούς οπού ήσαν τότες τους έσωσεν, διότι επίστευσαν εις αυτόν, και εκεινούς οπού θέλουν είσταιν μετά ταύτα οπού θέλουν πιστεύσει εις το κήρυγμα των Αποστόλων και θέλουν βαπτιστεί. Λοιπόν εάν όλην την φύσιν την εδική μας έλαβεν, όλην πάλιν ηθέλησεν να την σώσει. Λοιπόν αναστήθη ο Κύριος από τους νεκρούς και δεν υπαγαίνει παρευθύς εις τους ουρανούς, διότι λέγει ο μέγας Αθανάσιος ότι ήθελε να στηρίξει τους μαθητάδες του ομπρός και έπειτα να υπάγει, να κάνει σαράντα ημέρες εδώ εις την γην, και φαίνεταί τους ένδεκα φορές αυτές τες σαράντα ημέρες και εψηλάφησέ τονε ο Θωμάς και έβαλεν τα δάκτυλά του εις την πλευράν του και επιστώθη. Και πρώτον μεν εφάνη των δύων γυναικών, οπόταν επίασαν τα ποδάρια του και εφιλήσαν τα. Έπειτα εφάνη μοναχής της Μαγδαληνής, μετά ταύτα του αγίου Πέτρου ως καθώς λέγει ο Παύλος: Ο Κύριος εγερθείς εκ νεκρών έπειτα εφάνη του Κηφά και μετά ταύτα του Λουκά και του Κλεόπα και έπειτα των δέκα και μετά ταύτα των ένδεκα, οπού τους εφάνη εις την Γαλιλαίαν. Ομοίως εις την Βεριάδα θάλασσα εφάνη Ιακώβου του αδελφοθέου, εφάνη απάνω εις πεντακοσίους άνδρας, και το ξυστερνό εφάνη τους ολουνών εις το όρος των Ελαιών εκεί οπού ανελήφθη εις τους ουρανούς μετά ημέρας σαράντα ως είπαμεν, ως λέγει και ο Παύλος προς Κορινθίους πρώτης εις κεφάλαια ιε’. Και δια τι τρόπον έκαμε σαράντα ημέρας εις την γην μετά την ανάστασιν και όχι πλέον ή ολιγότερον, λέγει ο άγιος μέγας Επιφάνιος ότι ως καθώς έβαλαν τον Χριστόν αφού εγεννήθη εις την φάτνη εκεί οπού έτρωγαν τα βόδια και εσπαργανώσαν τον και μετά τες σαράντα ημέρας τον ήφεραν εις τον ναόν καθώς έλεγεν ο νομός του Μωυσέως, έτσι και αφού αναστήθη από τους νεκρούς αυτός πρώτος υπήγεν εις την Άνω Ιερουσαλήμ, ήγουν εις τους ουρανούς να εμφανισθεί εις το πρόσωπον του Θεού δια τ’ εμάς. Και άκουσε τι λέγει ο μέγας Παύλος εις το επτά και δεκάτω κεφαλαίω των Πράξεων: Δεν υπήγε ο Χριστός εις άγια οπού τα έκαναν χέρια, οπού να είναι αντίτυπα των αληθινών, αλλά υπήγε εις αυτόν τον ουρανόν, δια να εμφανισθεί εις το πρόσωπον του Θεού δι’ ημάς. Και αφού ανελήφθη ο Κύριος, μετά δέκα ημέρας ήλθεν το Πνεύμα το άγιον και εκάθησε εις πάσα έναν απόστολον και εφώτισέ τους και έδωσε πάσα ενός άλλην γλώσσαν ξένην παρά που είχεν να διηγείται. Και διατί πάλιν μετά δέκα ημέρας ήλθεν το Πνεύμα το άγιον εις τους αποστόλους και όχι ή μετά πλεότερες ή λιγότερες; Άκουσον τι λέγει ο Χρυσόστομος: Διότι, λέγει, πάσα ημέρα έρχοτον ένα τάγμα των αγγέλων και επροσκυνούσαν την θεότητα, και αφού έσωσαν τα εννέα τάγματα τότες έστειλεν το Πνεύμα του το άγιον. Και πάλιν διότι ο αριθμός των δέκα έναι τέλειος αριθμός, και δια να δώσει την τελείαν τελειότητα των αποστόλων, οπού ήσαν ακόμη ατελείς, ήλθεν μετά δέκα ημέρας και έδωσέ τους την τελειότητα της πίστεως, δια τούτο μετά πενήντα ημέρας της αναστάσεως αυτού ήλθεν το Πνεύμα το άγιον, και δια να δείξει ότι τα παλαιά όλα ήσαν τύπος των νέων. Διότι και ο παλαιός νόμος εις τες πενήντα ημέρας αφού εφάνη ο Θεός του Μωυσή εις το όρος, τότες εδόθηκεν. Καθώς λέγει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και μάλιστα ο Μωυσής εις την ιστορίαν αυτού, ότι πενήντα ημέρας απέρασαν αφού εβγήκαν οι Ιουδαίοι από την Αίγυπτον και έλαβεν ο Μωυσής τον νόμον από τον Θεόν, ήγουν τα θεοχάρακτα γράμματα. Εάν το λοιπόν ο Θεός τον νόμον τον παλαιόν τον έδωσε εις τες πενήντα ημέρες, έτσι έπρεπεν και το πανάγιον αυτού Πνεύμα να δοθεί τοις αποστόλοις εις τες πενήντα ημέρες. Από τούτο ημπορείτε να ιδείτε την φύσιν της θεότης από τα παλαιά και τα νέα και πως το Πνεύμα το άγιον ήτονε και τότες και τώρα, αυτό ήτονε οπού έδιδεν τον νόμον, και έτσι εφάνησαν γλώσσες διαμερισμένες ώσπερ στία απάνω εις αυτούς και δια τούτο ήλθεν εις τους αποστόλους και εκάθησεν δια να τους φωτίσει, ότι ήσανε ψαράδες και λόγον δεν είχανε να υπάν εις το κήρυγμα εάν δεν ήθελεν έλθει το Πνεύμα το άγιον να τους φωτίσει, και λέγει μεριζόμεναι, διότι εφαίνοτον στία οπού έρχοτον και εκεί εμερίσθη και υπήγε και εκάθησεν απάνω εις έναν έκαστον από τους αποστόλους. Και εκείνη η στία δεν έκαιγεν, αμή ήτονε δύναμις του Πνεύματος, και δεν εσέβησαν εκείνες οι γλώσσες από το στόμα τους, αμή εκάθησαν εις την κεφάλην τους. Και εχειροτόνησέ τους το Πνεύμα το άγιον άρχοντας και κήρυκας της οικουμένης. Και κοίταζε ότι και έως την σήμερον τούτο περισώζεται, διότι όστις θέλει να χειροτονηθεί αρχιερεύς του βάνουν το Ευαγγέλιον απάνω εις την κεφάλη του, και όταν του το βάλουν δεν ηβλέπεις άλλο μόνον γλωσσά οπού λέγει την ευχήν, και εκείνη δια λόγου δίδει το Πνεύμα το άγιον, και εκείνη έναι εν είδει πυ-ρός, δια τον λόγον οπού λέγει: Στία ήλθα να βάλω εις τον κόσμον, δια τα πάθη εκεινών οπού κάνουν τες υλομανίες. Και εκάθησεν εις πάσα έναν απ’ αυτούς, και πάσα ένας οπού να υπηρετεί τον Θεόν θρόνος έναι του Θεού, δια τούτο είπεν ότι εκάθησεν. Και εγέμισαν όλοι Πνεύματος αγίου και άρχισαν και εδιηγούνταν ξένες γλώσσες καθώς τους έδωσε το Πνεύμα το άγιον να διηγείται πάσα ένας. Και εις τούτο έλεγαν και εκείνοι οπού τους ήξευραν, όταν τους είδαν να διηγούνται άλλες γλώσσες παρά τες εδικές τους έλεγαν: Δεν είναι τούτοι όλοι οπού διηγούνται άλλες γλώσσες Γαλιλαίοι; Πως έτσι ημείς ηκούγομεν πάσα ένας την εδικήν του την γλώσσαν, οπού είμεσθεν Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες, ώσπερ το λέγει και ο άγιος Λουκάς εις τες Πράξες εις κεφάλαιον δεύτερον. Και έλαβαν δεκαπέντε γλωσσών διήγημα, ήγουν χαρίσματα, ώπερ λέγει ο Χρυσόστομος. Και διατί δεκαπέντε; Δια να φανερωθεί η ενέργεια της αγίας Τριάδος και των δώδεκα υπηρετών. Και είδες τον Πέτρον οπού ήτονε Γαλιλαίος, και αυτός εδιηγάτον ρωμανικά, εκείνα οπού ποτέ του δεν τα ήξευρε, ήγουν τα φράγκικα. Και πάσα ένας άλλη και άλλη γλώσσα, και τούτο ήτονε του Θεού και τους οικονόμησε έτσι το Πνεύμα το άγιον δια να μην συγχυστούν οι απόστολοι εναλλήλως τους και ειπούν: Σύρε συ εκεί και εγώ εδώ. Δια τούτο το Πνεύμα τους χωρίζει και δίδει ενός εκάστου την γλώσσαν εκείνην οπού έμελλεν να υπάγει εις εκείνην την χώραν οπού ήξευραν αυτήν την γλώσσαν οπού το Πνεύμα το άγιον τους έδωσε, ώσπερ κανόναν έτσι τους την έδωσεν, ήγουν τι, εσύ ηξεύρεις ρωμανικά σύρε εις την Ρώμην, εσύ περσικά σύρε εις την Περσίαν και καθεξής όλοι ένας έκαστος. Και απ’ αυτό το Πνεύμα το άγιον έλαβαν και το κήρυγμα που να υπάνε, και επειδή ήθελαν να υπάν εις την Ρώμην έπαιρναν και άλλους βοηθούς, διότι καθ’ οδόν έμελλεν να απεράσουν και από άλλα έθνη. Και την πρώτην την είχαν ώσπερ χειροτονίαν. Ευρίσκομεν ότι και οι απόστολοι είχαν γλώσσες διάφορες οπού εδιηγούνταν, επειδή απέρασαν από πολλά έθνη. Και τούτο το φανερώνει ο άγιος Παύλος, λέγει: Ευχαριστώ τω Θεώ πάντων υμών γλώσσαις λαλώ. Και τότε επλη-ρώθηκε και η προφητεία του προφήτου Ιωήλ οπού λέγει: Εκχεώ από του πνεύματός μου, να χύσω από το Πνεύμα μου εις πάσα κορμί οπού να πιστεύσει. Και όχι μόνον οι απόστολοι ελαλούσαν γλώσσες άλλες, αμή και όσοι εβαπτίζονταν απ’ αυτούς ελάμβαναν και αυτοί αυτήν την χάριν. Και τούτο έναι εκείνο οπού έλεγεν ο Κύριος εις το ιερόν ευαγγέλιον του αγίου Μάρκου εις το ις’ κεφάλαιον: Σημεία δε τοις πιστεύσασιν ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματι μου δαιμόνια εκβάλλουσιν, γλώσσαις λαλήσουσιν καιναίς, όφεις αρούσι, καν θανάσιμόν τι πίωσιν ου μη αυτούς βλάψει. Και ιδές εκείνους τους δώδεκα άνδρας οπού ιστορεί ο άγιος Λουκάς εις τα δεκαεννέα κεφάλαια των Πράξεων, οπού ήσαν εις την Έφεσον οπού είχαν βαπτισθεί ομπρός παρά του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου το βάπτισμα και έλεγαν ότι Πνεύμα δεν ήξευραν τι έναι. Και όταν έβαλε ο Παύλος τα χέρια του εις αυτούς, παρευθύς έλαβαν το χάρισμα των γλωσσών και επροφήτευσαν. Επειδή το Πνεύμα το άγιον έναι άφανον και δεν φαίνεται, έκανε χρεία τότες να γένει τίποτες φανερόν πράγμα ώσπερ και έγινεν, δια να τρέχουν όλοι να λαμβάνουν το άγιον βάπτισμα. Και δια να ιδεί τούτο ο Σίμων ο απόστολος επαρακινήθη και ήλθεν εις τους αποστόλους και εγύρεψε το βάπτισμα. Και αν αυτός δεν ήθελεν ιδεί την δύναμιν του Πνεύματος, δεν ήθελεν έλθει εις τους μαθητάς του Χριστού να βαπτισθεί. Και τότες όσοι εβαπτίζονταν και ελάμβαναν το Πνεύμα το άγιον, παρευθύς ελάμβαναν και την χάριν να διηγούνται άλλες γλώσσες. Τέτοιον τίποτες έναι το Πνεύμα το άγιον, ήγουν ει τις λάβει το θείον και άγιον βάπτισμα, καθαρίζει τας αμαρτίας και φωτίζει τον άν-θρωπον και προβλέπει τα μέλλοντα. Και όστις εκείνος το επιτηρεί και προβλέπει και δεν το μολένει, γίνεται κληρονόμος της βασιλείας του Χριστού, ώσπερ έγινεν και ο άγιος Παύλος ο απόστολος. Λέγουν τινές ιστορίες και μάλιστα ο Ιππόλυτος ο Θηβαίος ότι μετά επτά χρόνους οπού αναστήθη ο Χριστός, ο άγιος Στέφανος ο πρωτομάρτυς έλαβε το μαρτύριον οπού τον ελιθοβόλησαν. Και απερνώντας έξι μήνες εκαλέσθη και ο άγιος Παύλος. Και η ιστορία του Παμφίλου λέγει ότι ακόμη ένας χρόνος δεν είχεν σώσει από την ανάστασιν του Χριστού, οπού και ο πρωτομάρτυς Στέφανος εμαρτύρησεν και ο άγιος Παύλος επίστευσεν. Και εδώ εις τούτον τον άγιον Παύλον εδήλωσε ο λόγος οπού λέγει ότι: Εκεί οπού θέλεις να υπάς, ηξεύρεις το, αμή το τι θέλεις πάθει δεν ηξεύρεις το. Τούτος ο Παύλος υπήρε εξουσίαν από τους αρχιερείς των Εβραίων δια να έλθει εις την Δαμασκόν και αλλαχού όπουθεν εύρει χριστιανούς να τους τυραννήσει και να τους κάμει μυρία βάσανα, διότι και αυτός ήτονε Εβραίος πρώτα και ήτον και αυτός εχθρός του Χριστού. Και όταν έλαβεν εξουσίαν και εκίνησεν από την Ιερουσαλήμ να έλθει εις την Δαμασκόν να πειράξει τους Χριστιανούς, εις την στράταν ερχάμενος ηκούγει θεία φωνή και φως μέγα τόσον, όσον ότι ετυφλώθη από την αστραπήν του φωτός και έκαμε τρεις ημέρας τυφλός, και φωνή και λέγει του: Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; οπού έρχεται να ειπεί αδελφέ, αδελφέ, τι με διώχνεις. Λοιπόν τότες ιδόντας τέτοιον θαύμα παρευθύς επίστεψεν και υπήγε εις τον Ανανίαν τον απόστολον και εβαπτίσθη, ως καθώς το λέγει και ο άγιος Λουκάς ο Ευαγγελιστής εις τες Πράξες αυτού εις κεφάλαια εννέα, και από το άγιον βάπτισμα εφωτίσθη και ψυχή και σώματι, και εκεί οπού υπήγαινεν να χαλάσει και να ρημάξει και να αφανίσει πάσα χριστιανόν, αυτός έγινεν κήρυκας της πίστεως του Χριστού και εφυλακίσθη και υβρίσθη και έπαθε μύρια κακά δια όνομα του Χριστού και τέλος πάντων εμαρτύρησεν και εκήρυξεν τοόνομα του Χριστού τριάντα πέντε χρόνους. Και εις τους δεκατρείς χρόνους της βασιλείας του Νέρωνος εκοιμήθη από το μαρτύριον οπού έλαβεν εις τες είκοσι εννέα του Ιουνίου εις τες πέντε χιλιάδες πεντακοσίους εβδομήντα πέντε. Και τότες ουν την αυτήν ώραν και ο άγιος Πέτρος εδέξατο το μαρτύριον, ήγουν από του Αδάμ έως τότε. Και βασιλεύουν από τον καιρόν του Νέρωνος του Κλαυδίου έως εις τον καιρόν του Κωνσταντίνου του μεγάλου βασιλέως σαράντα δύο βασιλείς, οι οποίοι είναι τούτοι: Μετά τον Νέρωναν βασιλεύει Γάλβας και Όθων και Βιτέλιος χρόνους δύο και μετ’ αυτούς βασιλεύει Ουεσπεσιανός με τον υιόν του τον Τίτον χρόνους εννέα. Και τούτος ο Ουεσπεσιανός ήτονε οπού εχάλασε τους Εβραίους εις την Ιερουσαλήμ και εις τα περίχωρα αυτής ώσπερ το θέλετε ηκούσει παρεμπρός οπού το έχω γραμμένον προς το τέλος του βιβλίου. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός του ο Τίτος χρόνους τρεις και μετά τον Τίτον βασιλεύει Δομετιανός χρόνους ιε’. Και εις τουτουνού τον καιρόν ήτονε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, και μετά τον Δομετιανόν βασιλεύει Νερούας έναν χρόνον. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Τραϊανός χρόνους δεκαεννέα, και εις τον δεύτερον χρόνον του Τραϊανού ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος εμετατέθη, ήγουν το άγιον αυτού σώμα. Και μετά τον Τραϊανόν βασιλεύει Αδριανός χρόνους είκοσι έναν, και εις τον καιρόν τουτουνού ήτονε ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς και ο Φλέγων ο χρονογράφος. Και μετά τον Αδριανόν βασιλεύει Τίτος Αντωνίνος ο ευσεβής με τα παιδία του χρόνους είκοσι τρεις, και εις αυτηνού τον καιρόν ήτονε ο μέγας ιατρός ο Γαληνός. Και μετά τον Τίτον βασιλεύει Μάρκος Αυρήλιος χρόνους δεκαεννέα, και εις τον καιρόν αυτηνού ήτονε Οππιανός, οπού έγραψε την αλιευτικήν, και ο Σέξτος. Και μετά τον Μάρκον βασιλεύει ο υιός του ο Κομόδος χρόνους δεκατρείς και μετ’ αυτόν βασιλεύει Περτίναξ και Ιουλιανός έναν χρόνον και εννέα μήνας, και εις τουτουνού τον καιρόν ήτονε Αφρικανός, χρονογράφος και τούτος. Και μετ’ αυτούς βασιλεύει Σεβήρος χρόνους δεκαεπτά, και μετά τον Σεβήρον βασιλεύει ο υιός του ο Αντωνίνος ο Καρακλός χρόνους επτά και μετ’ αυτόν βασιλεύει Μακρινός έναν χρόνον. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Αντωνίνος Ηλιογάβαλος χρόνους τρεις. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Αλέξανδρος ο Μαμαίας χρόνους δεκατρείς και μετ’ αυτόν βασιλεύει Γορδιανός χρόνους έξι. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Φίλιππος με τον υιόν του τον ομωνύμον χρόνους έξι, και εις τέταρτον χρόνον τουτουνού έσωσαν χίλιοι χρόνοι από τον καιρόν του Ρωμύλου οπού έχτισε την Ρώμην, και τότες οι Ρωμάνοι έκαναν μεγάλην εορτήν. Και μετά τον Φίλιππον βασιλεύει Δέκιος έναν χρόνον και μετ’ αυτόν βασιλεύει Γάλλος χρόνους τρεις και μετά τον Γάλλον βασιλεύει Ουαλεριανός και Γαληίνος χρόνους δεκαπέντε. Και μετ’ αυτούς βασιλεύει Κλαύδιος έναν χρόνον, και εις αυτηνού τον καιρόν ήσαν δύο φιλόσοφοι, Πορφυρίων και Πλωτίνος. Και μετά τον Κλαύδιον βασιλεύει Αυρηλιανός χρόνους έξι και μετ’ αυτόν βασιλεύει Τάκιτος και Φλωριανός χρόνον έναν και εννέα μήνες και μετ’ αυτούς βασιλεύει Πρόβος χρόνους έξι και μετ’ αυτόν βασιλεύει Κάρος με τους υιούς του Καρίνο και Νουμεριανό χρόνους δύο και μετ’ αυτούς βασιλεύει Διοκλητιανός και Μαξιμιανός ο Ερκούλιος χρόνους είκοσι. Και αφού απέθανεν ο Διοκλητιανός βασιλεύει Κωνστάντιος ολιγότερο παρά ένα χρόνον και αφήνει τον υιόν του τον Κώνσταντα με τον Μαξιμιανόν τον Γαλέριον και αρχί-νησαν αντάμα με τον Σεβήρο και με τον Μαξέντιον χρόνους δύο, και τον Μαξέντιον τον ενίκησεν ο Κωνσταντίνος και εθανάτωσέ τον. Και ο Λικίνιος παίρνει την αδελφήν του Κωνσταντίνου δια γυναίκα του νομίμη, και αξίωσέ τον εις την βασιλείαν και στέλνει τον να κυριεύει την Ανατολήν. Και βασιλεύουν τούτοι, ήγουν ο Κωνστάντιος και ο Μαξιμιανός και ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος χρόνους τέσσαρεις. Και μετ’ αυτούς βασιλεύει ο μέγας Κωνσταντίνος ο ισαπόστολος χρόνους τριάντα τρεις παρά έναν μήναν.

Περί των επτά αγίων και Οικουμενικών Συνόδων εις τίνος βασιλέως έγινε μια έκα-στη Κεφ. ρπγ΄

[Επεξεργασία]

Η πρώτη και αγία Σύνοδος έγινεν εις τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου εις τους εννέα χρόνους της βασιλείας αυτού και έκαμέ την εις την Νικαία. Και ήσαν πατέρες τριακόσιοι δεκαοκτώ, και ήτον ο άγιος Σίλβεστρος πάπας της Ρώμης, Μητροφάνης ο επίσκοπος του Βυζαντίου, οπού λέγεται τώρα Κωνσταντινούπολις, ήτονε ο Αλέξανδρος πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Ευστάθιος της Αντιοχείας πατριάρχης και ο Ιεροσολύμων Μακάριος. Και έκαμέ την κατά του Αρείου, οποίος εβλασφήμα τον Θεόν Λόγον και έλεγεν ότι ο Θεός έναι κτιστός και άλλη ουσία του Πατρός και έλεγεν ότι ο Θεός ήτον ποτέ οπότε δεν ήτον, και άλλα τίποτες εβλασφήμα ο αλιτήριος, και αφορίσαν τον. Και ήτον από του Χριστού έως εις τον καιρόν του μεγάλου Κωνσταντίνου χρόνοι τριακόσιοι δεκαοκτώ και από του Αδάμ έως αυτόν τον καιρόν χρόνοι πέντε χιλιάδες οκτακόσιοι είκοσι επτά, και αφού απέθανεν ο Αλέξανδρος ο Μακεδών έως αυτόν τον καιρόν είναι χρόνοι εξακόσιοι τριάντα έξι. Και από του Μεγάλου Κωνσταντίνου του βασιλέως έως εις τον καιρόν του βασιλέως του Ιωάννου του Κομνηνού εβασίλευσαν βασιλείς εξήντα πέντε, τους οποίους θέλω τους γράψει εδώ παρεμπρός συνοπτικά έναν και έναν και πόσους χρόνους εβασίλευσεν ο καθείς απ’ αυτούς, πλην δε δια τώρα θέλω να σας γράψω τους χρονογράφους, ποίοι είναι και ως που έγραψε πάσα εις απ’ αυτούς. Και πρώτος μεν έγραψεν ένας ονόματι Γεώργιος Σύγκελλος και έγραψεν από καταβολής κόσμου έως εις τον καιρόν των τυράννων τουτουνών των βασιλέων, ήγουν του Μαξιμιανού και του Μαξιμίνου του υιού του, ως καθώς λέγει ο χρονογράφος Ιωάννης ο Σκυλίτσης. Και μετά τον Γεώργιον έγραψεν ο ομολογητής Θεοφάνης και ηγούμενος του αγρού, και έγραψε από του Μαξιμιανού και του Μαξιμίνου έως εις τον καιρόν οπού απέθανεν ο Νικηφόρος ο από γενικού ο βασιλεύς. Και ο Ιωάννης ο Σκυλίτσης αρχίνησε από του Μιχαήλ του Ραγαβέ και τελειώνει έως του Ιωάννου του Κομνηνού. Και ηξεύρετε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν υπήγε καταπάνω του Μαξεντίου τότες είδε τον σταυρόν εις τον ουρανόν και φωνή οπού του ειπέ: Κωνσταντίνε, εν τούτω το σκήπτρον νικήσεις τους εχθρούς σου. Και έτσι μετ’ αυτό υπήγε και ενίκησεν, και πάλιν α-πίστησεν και ηθέλησε να υπάγει πάλιν κατά τους εχθρούς και ενικήθηκεν και αγανά-κτησε και έπεσε να κοιμηθεί και ηβλέπει εις τον ύπνον του ότι τον έδερναν με ραβδί και εβγήκε τόσο αίμα από πάνου του, ότι εχάραξε τον σταυρόν εις το κρεβάτι του. Και όταν είδε πάλιν τον σταυρόν επίστευσεν και πάλιν ενίκησε τους εχθρούς του. Και μετά ταύτα πάλιν έκαμέ τον τόσο η γυναίκα του η Φούστα, ότι έπεσεν εις ειδωλολατρίαν. Και έπειτα ο Θεός του έστειλεν μεγάλην λέπραν και αυτή τον έσωσεν, και είχαν του ειπεί πολλοί ιατροί ότι αν θέλεις να ευρείς άνεσιν απ’ αύτην, και μάλιστα οι ιερείς του Καπετωλίου, ότι να μάσει πολλά παιδία να τα σκοτώσει να πάρει το αίμα τους και να σεβεί εις αυτό και έτσι να αναπεύεται, και έτσι το έκαμε. Όρισε και εμάσαν του όλα τα παιδία και τότες ήλθαν και οι μανάδες τους εκεί και έκλαιγαν πολλά και από τα τόσα κλάματα οπού έκαναν ήκουσε την φωνήν ο Κωνσταντίνος και ερώτησε τι πράγμα έναι αυτό. Και είπαν του είναι οι επτωχές οι μανάδες των παιδιών όπου θέλεις να σκοτώσεις. Και τότες λέγει καλύτερον να πάσχει ένας παρά πολλοί και έτσι τα ελευθέρωσε. Και τη νυκτί εκείνη του φαίνονται οι Απόστολοι εις τον ύπνον του και λέγουν του: Σύρε να βαπτιστείς εις τον Σίλβεστρον τον επίσκοπον και θέλεις υγιάνει. Και έτσι τον έκραξεν και εβαπτίσθη και υγίανεν, και αφοντότες υπερμάχησε πολλά δια όνομα του Χριστού και αυτός έκαμε να νηστεύουν την Τετράδη και την Παρασκευήν και να τιμούν την Κυριακήν και δουλεία καμία να μην κάνουν και να προσκυνούν τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν και τινάς να μην τον καταδικάζει. Και έκαμε και επονόμασε και τες ημέρες και λέγουν τες Δευτέρα, Τρίτη, Τετράδη και καθεξής όλες, οπού πρώτα τες έλεγαν Κρόνον και Άρεα, τα ονόματα των πλανήτων και των άλλων αστέρων. Και τούτος επεθύμα να κτίσει χώρα, και εις τον ύπνον του του φαίνεται ότι να υπάγει προς την Ανατολήν να την κτίσει και έτσι υπήγε εις την Χαλκηδόνα να την κτίσει και άρχιζε και έκτιζε και οι αετοί έρχονταν και έπαιρναν τα σύνεργα των μαστόρων και έπαιρναν τα εις το Βυζάντιον, το οποίον Βυζάντιον ήτον πρώτα επισκοπή της Ηραλείας. Και πως άκουσον: Το Βυζάντιον ήτον παλαιά χώρα και εδιοικούτον μοναχό του, τινάς δεν το όριζε και είχεν το κτίσει ένας ονόματι Βύζος και δι’ αυτό το έλεγαν Βυζάντιον. Λοιπόν έρχεται ο Σεβήρος ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων και κουρσεύει το και στέκει τρεις χρόνους οπού το επολέμα και ύστερα το υπήραν και έμεινεν ολίγον μόνον και εχάλασε τα τείχη του και υπήρε και τα δίκαια της πολιτείας. Και εξυστέρου το έβαλαν να έναι αποκάτου εις την Ηράκλειαν και έτσι έρχεται ο μέγας Κωνσταντίνος και κτίζει πάλιν τα τείχη του Βυζαντίου και κάνει και άλλα τείχη περισσότερα και επονόμασε την νέαν Ρώμην. Και κτίζει την εις τες ένδεκα του Μαΐου μηνός εις τους πέντε χιλιάδες οκτακοσίους τριάντα οκτώ, και δια να την ματαχτίσει ο μέγας Κωνσταντίνος την λέγουν τώρα Κωνσταντινούπολη, και δια να κατοικήσει ο μέγας Κωνσταντίνος εκεί την αξίωσε και ύψωσέ την από επισκοπή Πατριαρχείο, πλην δε ο Ηράκλειας να τον χειροτονεί, και δια τούτο ο Ηράκλειας έναι πρωτόθρονος απ’ όλους τους μητροπολίτας. Και ο μέγας Κων-σταντίνος εστάθηκε εις την Ρώμην δώδεκα χρόνους και εις το Βυζάντιον είκοσι, και απέθανε εις την Νικομήδεια παγαινάμενος να πολεμήσει την Περσίαν, λέγουν ότι τον εφαρμάκωσαν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός αυτού ο Κωνσταντίνος χρόνους είκοσι τρεις, και τούτος ανάγκαζεν τον Πατριάρχην τον Αλέξανδρον να συγκοινωνήσει με τον Άρειον, και κάμει το ήθελεν, αμή ο Θεός του υπήρε την ζωήν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Ιουλιανός ο Παραβάτης χρόνους δύο, οποίος ήτον κακός εις τους χριστιανούς και ασεβής μεγάλος. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Ιοβιανός, καλός και θεοσεβής χρόνον έναν και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ουαλεντινιανός χρόνους δώδεκα και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ουάλης ο αδελφός του χρόνους τρεις και μετά τούτον βασιλεύει Γρατιανός χρόνους τρεις, και εις τον καιρόν τουτουνού εις την Αλεξάνδρειαν έγινεν μέγα θαύμα: Η θάλασσα έφυγεν και υπήγε μέσα προς το μέρος της θαλάσσου τόσο, όσον ότι τα ξύλα οπού ήσαν ριμμένα εκεί έμειναν εις την ξέρην και έδραμε ο κόσμος να ιδεί αυτό το θαύμα. Και πάλιν η θάλασσα εματάρθε με μεγάλην σπουδήν και ήλθε και επλήμανε περισσότερον παρά οπού ήτον και πνίγει πέντε μυριάδες ψυχές. Και τότες και η Κρήτης και η Σικελία εκλύσθη από το πολύ νερόν. Λέγουν ότι ήλθε εκατόν στάδια μέσα προς την γην, οπού πάσα επτά ήμισι στάδια έναι ένα μίλιον. Και αυτός ήτονε καλός τοξότης και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο μέγας Θεοδόσιος χρόνους δεκαεπτά. Και εις τον δεύτερον χρόνον της βασιλείας αυτού γίνεται η δευτέρα Σύνοδος και έκαμέ την εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ήσαν Πατέρες εκατόν πενήντα και ήσαν ο Τιμόθεος πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο Μελέτιος πατριάρχης της Αντιοχείας και ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων ο Κύριλλος και έκαμάν την κατά του Μακεδονίου. Έγινεν εις εβδομήντα χρόνους μετά την πρώτην, οπού έναι από του Αδάμ έως εις την δευτέρα Σύνοδον χρόνοι πέντε χιλιάδες εννακόσιοι τρεις, και από του Χριστού έως την δευτέραν Σύνοδον είναι χρόνοι τρι-ακόσιοι ενενήντα πέντε. Και μετά τον μέγαν Θεοδόσιον βασιλεύει ο υιός του ο Αρκάδιος χρόνους δεκατρείς. Και αυτός έστησεν εις την Κωνσταντινούπολιν τον κίονα εις το Ξηρόλοφον και έβαλεν έναν ανδριάντα. Και τότες έγινεν ένας μέγας σεισμός οπού έσεισε όλον τον κόσμον. Και τότες απέθανεν και ο Νεκτάριος ο πατριάρχης και έκαμαν τον μέγαν Ιωάννην τον Χρυσόστομον, και δια να ελέγχει την βασίλισσαν την Ευδοξίαν τον εξόρισεν εις την Κουκοσόν και εκεί έκαμε τρεις χρόνους και δύο μήνας, έπειτα υπήγεν εις τους Ποτιούς και εκεί απέθανεν. Και έκαμε πατριάρχης πέντε ήμιση χρόνους εις την Κωνσταντινούπολιν, και ήφεραν τον Αρσάκιον, τον οποίον τον αφόρισαν ακόμη και μετά τον θάνατόν του με όλους εκείνους οπού τον εσυγκοινώνησαν. Και τούτον τον αφόρισεν ο πάπας Ιννοκέντιος της Ρώμης ο επίσκοπος. Και μετά τον Αρκάδιον βασιλεύει ο υιός του ο Θεοδόσιος χρόνους σαράντα δύο. Και τούτος ήτονε άκακος άνθρωπος και ηφέρναν του να υπογράψει γραφήν με τα κόκκινα τα γράμματα και ποτέ δεν τα ανάγνωθεν να ερευνήσει τι λέγουν τα γράμματα. Και έτσι του κάνει εκείνη η θαυμαστή Πουλχερία η αδελφή του μίαν γραφήν και γράφει ως από προσώπου του ότι θέλω και παρακαλώ ότι να έχει η Πουλχερία την βασιλείαν μου, και έτσι του την φέρνει και υπογράφει την ατός του με τα κόκκινα τα γράμματα και υπήρε του την, πλην δε εν υστέροις την επαίδευσε δια το σφάλμα οπού έκαμεν. Και εις τους δεκατρείς χρόνους της βασιλείας αυτού έγινεν η τρίτη Σύνοδος εις την Έφεσον και έγινε κατά του Νεστορίου και ήσαν διακόσιοι πατέρες, ήτον γουν ο πατριάρχης της Αλεξανδρείας ο Κύριλλος και Ιουβενάλιος πατριάρχης των Ιεροσολύμων. Έγινεν γουν μετά την δεύτερην Σύνοδον εις χρόνους είκοσι έξι, το από του Χριστού έως της τρίτης Συνόδου χρόνοι τετρακόσιοι δεκατέσσαρες και από του Αδάμ χρόνοι πέντε χιλιάδες εννακόσιοι είκοσι δύο. Και μετά τον Θεοδόσιον βασιλεύει ο γαβρός του ο Μαρκιανός χρόνους έξι, και τούτο ήτονε από αιτία της Πουλχερίας της αδελφής του Θεοδοσίου. Και τούτος ο Μαρκιανός ήτονε επτωχός στρατιώτης και η Πουλχερία τον έκαμεν βασιλέα, πλην δε ήτονε αγαθός άνθρωπος. Και λέγουν ότι τούτος ποτέ παγαινάμενος με άλλους στρατιώτας εις την στρατιάν, εις την στράταν έπεσαν να κοιμηθούν. Και οι συντρόφοι του εξύπνησαν γληγορότερα παρ’ αυτόν και ηβλέπουν αποπάνω του έναν αετόν και τον είχεν σκεπασμένον με τες πτερούγες του. Ακόμη είχεν κάμει φουσάτα ένας άρχοντας των Λιβύων Γιζέριχος, και εις αυτά τα φουσάτα ήτονε και τούτος ο Μαρκιανός και γίνεται και αυτός σκλάβος. Και τούτος ο Γιζέριχος ηθέλησε να ιδεί τους σκλάβους και την αιχμαλωσίαν οπού έγινεν και υπήγε εις έναν τόπον υψηλόν και εκοίταξέ τους όλους, και ηβλέπει οπού εκοιμάτον ο Μαρκιανός και είχε τον ένας αετός σκεπασμένον. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο ευσεβής Μαρκιανός χρόνους έξι, και εις τον καιρόν αυτηνού γίνεται η τετάρτη Σύνοδος εις την Χαλκηδόνα κατά του Ευτυχούς και Διοσκόρου. Τούτος ο Ευτύχιος ήτονε αρχιμανδρίτης και ο Διόσκορος ήτονε επίσκοπος, ήγουν πατριάρχης της Αλεξανδρείας. Και μετά δέκα χρόνους οπού έγινεν η τρίτη Σύνοδος ασηκώθησαν τούτοι οι δύο και λέγουν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσαρκώθη κατά φαντασία και δεν έλαβεν την θεότη και έχει μίαν φύσιν, ήγουν μόνον άνθρωπος αλλ’ όχι Θεός και άνθρωπος, και δια τούτο τους αφόρισαν. Και ήσαν πατέρες εξακόσιοι και ήτον ο πάπας της Ρώμης Λεόντιος και ο πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος και Ιουβενάλιος πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ήσαν από του Χριστού χρόνοι πεντακόσιοι επτά. Και μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύει Λέων ο μέγας, το παρανόμι του Μακέλλος χρόνους δεκαεπτά, και τούτος απέθανεν από δυσεντερική. Και εις τον καιρόν του εφάνη εις τον ουρανόν σημείον μέγα, ένα γνέφος ώσπερ τρουμπέτα και έστεκε σαράντα ημέρες και έβρεχεν. Και έβρεξεν τόσο εις την Κωνσταντινούπολιν ότι ήτονε το νερόν μίαν πιθαμήν από την γην. Και ήτον εκείνο το νερόν ώσπερ στία και έλεγαν όλοι ότι στία έναι και θέλουν καγεί, και έβγαλαν λιτανείες και επαρακαλούσαν τον Θεόν, και έτσι ο φιλάνθρωπος Θεός τους ελευθέρωσεν. Και τότες ο Δανιήλ ο μέγας ανέβηκεν εις ένα στύλον εις το Ανάπλο και τότες ήφεραν και την αγίαν Εσθήτα της μητρός του Χριστού, της Κυρίας ημών Θεοτόκου. Και τούτος ο μέγας Λέων όρισε ότι την Κυριακήν να μην δουλεύουν μήτε να καβαλικεύουν μήτε λαβούτους και παιγνίδια να παίζουν. Και τότες έχασαν οι Ρωμαίοι την βασιλείαν τους. Και ήξευρε ότι από τον καιρόν του Ρωμύλου αρχίνησεν η βασιλεία των Ρωμάνων και μετά χιλίους τριακοσίους τρεις χρόνους πάλιν εις Ρώμυλον έπαυσεν. Και ορίζαν την εκεί ρηγάδες και μεγιστάνοι και άλλοι πρώτοι της χώρας άνθρωποι, χοντροί και ιδιώται. Και μετά τούτον τον Λέων βασιλεύει Λέων ο υιός του Ζήνωνος έναν χρόνον. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ζήνων ο και Ίσαυρος με τον Βασιλίσκον χρόνους δεκαεπτά και μετ’ αυτόν βασιλεύει Αναστάσιος ο Δυρραχινός και τούτος ήτον κακόπιστος και ηβλέπει εις τον ύπνον του έναν άνθρωπον και εκράτειεν έναν κώνδικα και λέγει του:Αύτου οπού δια την κακοπιστίαν σου κόπτω σου από την ζωήν οπού έμελλεν να ζήσεις δεκατέσσαρεις χρόνους. Και έτσι και έγινεν, έδωσέ τον μία αστραπή και απέθανεν, και έζησεν χρόνους ενενήντα οκτώ. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ιουστίνος ο γέρων ο Θράξ χρόνους εννέα. Και εις τον καιρόν του εφάνη εις την πόρταν απάνω την χάλκινην του παλατίου έναν άστρον και εστάθηκεν ήμερες είκοσι έξι και εγίνηκεν σεισμός μέγας και η Κωνσταντινούπολις εις πολλά μέρη εχάλασε. Και η Αντιόχεια εχάλασε όλη και επλάκωσε πολλούς και απέθαναν, και εκείνοι οπού έμειναν ζωντανοί έβγαινε στία από την γην και τους έκαιγεν. Και η χώρα οπού την λέγουν Πομπιούπολις εσκίσθηκεν εις την μέσην και η ήμιση εχώσθηκε με τους ανθρώπους οπού ήσαν εκεί και εταράζοτον η γης έναν χρόνον, οπού καθόλου δεν εσταμάτησεν. Και τότες εφάνηκεν και μία γυναίκα από την Κιλικίαν και ήτονε ώσπερ ένας γίγαντας και ήτον υψηλότερη από πάσα υψηλότερον άνθρωπον οπού να ευρίσκεται την σήμερον έναν πήχαν και ήτον και χοντρή πολλά. Και μετά τον Ιουστίνον αυτόν βασιλεύει ο μέγας Ιουστινιανός χρόνους τριάντα εννέα. Και εις τους δεκατέσσαρεις χρόνους της βασιλείας αυτού γίνεται η πέμπτη Σύνοδος εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ήσαν πατέρες εκατόν εξήντα πέντε, ήτον πάπας Ρώμης Βιγίλιος και ήτον ο πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, ο πατριάρχης της Αλεξανδρείας Απολλινάριος, ο πατριάρχης Αντιοχείας Δόμνος. Και εκάμαν την μετά χρόνους ογδοήντα έξι της τετάρτης Συνοδού κατά του Ωριγένους, οπού έλεγεν ότι οι ψυχές ήσαν γινόμενες ομπρός παρά τα κορμιά των ανθρώπων και πως πάλιν οι ψυχές έρχονται εις άλλα κορμιά και η Κόλασις έχει τέλος και τα κορμιά μας δεν ανασταίνονται, ώσπερ το είπαμεν και εις τα είκοσι έξι κεφάλαια τουτουνού του βιβλίου, και πως πάλιν οι δαίμονες θέλουν υπάγει εις την αρχαίαν αυτών τιμήν και πως ο Παράδεισος δεν έγινεν, μήτε ο Θεός τον έκαμε αισθητόν και πως μήτε ο Αδάμ δεν επλάσθηκεν με κορμί. Και τούτους τους αναθεμάτισεν η αγία Σύνοδος. Και ήτονε από του Χριστού και έως τότε χρόνοι πεντακόσιοι πενήντα οκτώ. Και τότες ήτονε και ο μέγας Βελισσάριος, οπού τον έστειλεν και εκέρδεσέ του πολύν τόπον και δια φθόνον τον ετύφλωσαν. Και ήξευρε ότι την αγίαν Σοφίαν πρώτα την είχεν κάμει ο Μέγας Κωνσταντίνος με ξύλα την τρούλαν και δρομικήν και ο βασιλεύς Ιουστινιανός την έκαμε έτσι ώσπερ φαίνεται την σήμερον. Και το ομοίως και την εκκλησίαν των αγίων Αποστολών ο Κωνσταντίνος ο Μέγας ξύλινην την έκτισεν, και η αγία Θεοδώρα η βασίλισσα η γυναίκα του Ιουστινιανού την έκτισεν εις το κάλλος οπού ήτον, και τώρα οι Τούρκοι την εχάλασαν και έκαμάν την μετσέτι, και εκεί ήσαν πολλά λείψανα αγίων πατριαρχών και αποστόλων. Τότες γουν έγινεν και άλλον θαύμα, ότι η θάλασσα πάλιν έτρεξε εις την γην τρία μίλια και έπνιξε πολλούς, και πάλιν υπέστρεψε. Και τότες πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν έγινεν πολύ θανατικόν, τόσον ότι τρεις ήμερες έστεκαν άταφοι και δεν είχανε στράταν να απεράσουν από τόσους οπού ήσαν απεθαμένοι. Και εστάθη δύο μήνες, τον Ιούλιον και τον Αύγου-στον, και εβρόμεψε όλη η γης από τα πολλά κορμιά, και τόσοι πολλοί απεθαμένοι ήσαν, ότι έκαμε ο βασιλεύς και έκαμαν χίλια ξυλοκρέβατα δια να παίρνουν τους ανθρώπους να τους θάφτουν και πολλά αμάξια και μουλάρια οπού τους ασήκωναν. Και όταν επλήθυνεν ο θάνατος τους πλέον έριχναν εις την θάλασσαν. Και έγιναν και τόσες βροντές και αστραπές, ότι και εκεί οπού εκάθονταν τινές εκαίγονταν και έγινεν και σεισμός εις όλον τον κόσμον, και άλλος ένας δεύτερος σεισμός έγινεν και εσείετον η γης δέκα ημέρας. Και τότες ο βασιλεύς επερπάτειε διχώς το στέμμα το βασιλικόν. Και πάλιν μετά ταύτα έγινεν και άλλον ένα μέγα θανατικόν ώσπερ και το πρώτον και εκράτησεν τέσσαρεις μήνας. Και πάλιν έγινε και εις την Αντιόχειαν ένας σεισμός και εκράτησε μίαν ώραν και απέθαναν πέντε χιλιάδες άνθρωποι απ’ αυτόν τον σεισμόν. Και έτσι είδεν ένας άνθρωπος θεόφοβος όνειρον ότι να γράψει εις τα πρόθυρα των πόρτων των σπιτιών τους:Χριστός μεθ’ ημών, στητέ. Και έτσι το έκαμαν και εσταμάτησε, αλλοτρόπως ήθελεν χωσθεί όλη η χώρα. Και μετ’ ολίγον καιρόν εκίνησαν τα άστρη από το βράδυ έως το αποταχύ και επεριπατούσαν και όλοι έλεγαν ότι πέφτουν τα άστρη, και έλαμψε και ο ήλιος διχώς να δώσει τες ακτίνες του, αλλ’ ώσπερ το φεγγάρι. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ιουστίνος ο νέος, ανεψιός αυτού χρόνους δεκατρείς. Και τούτος έκτισεν έναν παλάτι έξω από την χώραν και έκαμεν και έναν λιμεώναν και το σπίτι το εκάλεσε, ήγουν το παλάτι, Σοφία και τον λιμεώναν Σοφιανός, εις το όνομα της γυναικός του της Σοφίας, και τούτη η ευλογημένη Σοφία, η γυναίκα του αυτηνού του δευτέρου Ιουστίνου, έκαμε και ήφεραν όλα τα ενόχυρα, ήγουν τα σημάδια όσα και αν είχαν οι χρεωφειλέτες πάσα ενός χριστιανού, και έτσι όλα τα ήφεραν ομπρός της και ήλθαν και εκείνοι οπού τα εκρατούσαν και ήλθαν και εκείνοι οπού τα όριζαν, και τότες ερωτάγει πάσα έναν, τόσο τον χρεωφειλέτην όσον και τον λαμβάνοντα. Και λέγει του ενός: Τι σου χρεωστεί τούτος; Και εκείνος της έλεγεν Τόσο. Και τον άλλον ερώτα: Έτσι έναι; και εκείνος έλεγεν Ναι. Και έτσι επλέρωσε όλα τα χρέη όσα και αν είχαν και τα ενόχυρα τα έδωσε εκεινών οπού τα είχαν και έκαμε τόσην μεγάλην ελεημοσύνην αυτήνη η ευλογημένη η Σοφία. Και τότες εις τον καιρόν αυτόν ήτονε ένας Εβραίος ονόματι Υελεψός και είχεν ένα παιδί και το παιδί εσμίγοτον με τα παιδόπουλα των χριστια-νών και έπαιζεν μετ’ αυτά. Και μια των ήμερων υπήγαν τα παιδία των χριστιανών εις την εκκλησίαν να μεταλάβουν των θείων μυστηρίων και ταυρίζουν και το παιδί του Εβραίου και λέγουν του: Έρχεσαι και εσύ εις την εκκλησία μας να κοινωνήσεις; Και το Εβραιόπουλον λέγει Ναι. Και έτσι υπήγε και αυτό και εμετάλαβεν, μη ξεύροντας ο ιερεύς ότι έναι Εβραίος. Και ο πατέρας του ο Εβραίος το έμαθε και ανάφτει έναν φούρνον και ρίχνει το μέσα να καγεί. Και η Κυρία ημών Θεοτόκος το εφύλαξεν και δεν εκάγη, ως το είπε το παιδί του Εβραίου. Και έτσι το έμαθεν ο βασιλεύς και καλεί τον Εβραίον και λέγει του να γένει χριστιανός, και εκείνος δεν ηθέλησεν και έτσι τον εθανάτωσεν. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις τον δεύτερον χρόνον της βασιλείας τουτουνού του βασιλέως, ήμερα Τρίτη, εις τες πέντε ώρες της ημέρας έπεσε η τρούλο της αγίας Σοφίας και εχάλασεν τον άμβωναν εκείνον τον πολύτιμον και αξιοθαύμαστον. Και εματάφτιασέ την και έκαμέ την χαμηλότερην δεκαπέντε ουργίες. Και ερώτησε την αιτίαν διατί εχάλασε και είπαν του: Διατί την είχεν κάμει πολλά ψηλήν δια να φαίνεται από μακρέα και δεν εδύνοτον να βαστάται. Και μετά τούτον βασιλεύει ο Τιβέριος ο Θράξ χρόνους τέσσαρους και μετ’ αυτόν βασιλεύει Μαυρίκιος ο γαβρός του και Καίσαρ χρόνους είκοσι. Και τούτος έκτισεν τον ναόν των αγίων Σαράντα εις την Κωνσταντινούπολιν. Και εις τον καιρόν αυτηνού εγεννήθη εις την Κωνσταντινούπολιν ένα παιδί χωρίς μάτια και χωρίς χέρια και ένα σκυλί οπού είχεν έξι ποδάρια και κεφάλι λεονταρίου. Και εις την Θράκην εγεννήθησαν τότες δύο παιδία, το ένα είχε τέσσαρα ποδάρια και το άλλο είχεν δύο κεφάλια και τότες εφάνησαν και εις τον ποταμόν τον Νείλον εις το ανάτελμα του ηλίου δύο ζώα και είχαν ανθρώπου μορφήν και ήσαν αρσενικό και θηλυκόν, τα οποία λέγονται Σειρήνες, και εστάθησαν εννέα ώρες έξω από τον ποταμόν έως ου τα είδαν όλοι και τότες εσέβησαν πάλιν εις τον ποταμόν και εβγήκαν τότες κορκόδειλοι και έφαγαν πολλούς. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Φωκάς χρόνους οκτώ και τότες ουν ήλθε ο βασιλεύς της Περσίας ο Χοσρόης καταπάνω τους Ρωμαίους και τότες τούτος ο Φωκάς εθανάτωσε πολλούς της χώρας. Και τούτοι γράφουν του Ηρακλείου του στρατηγού ότι να έλθει να πάρει την χώραν, και έρχεται με φουσάτα και φέρνει και την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού, και έτσι ενίκησεν τον Φωκάν και κόπτει του τα χέρια και τα ποδάρια, τέλος πάντων και την κεφαλήν. Και μετά τούτον βασιλεύει ο Ηράκλειος χρόνους τριάντα και μετά τούτον βασιλεύει Κωνσταντίνος, ο υιός του Ηρακλείου έναν χρόνον, και η μητρία του η Μαρτίνα με τον Πύρρο φαρμακώνουν τον και παίρνουν του την βασιλείαν. Και μετ’ αύτην βασιλεύει ο υιός της Ηρακλώνας τέσσαρεις μήνας και μετ’ αυτόν βασιλεύει Κώνστας ο υιός του Ηρακλείου ο Πωγωνάτος χρόνους είκοσι επτά. Και εις τον καιρόν αυτηνού εφάνη εκείνος ο ψευδοπροφήτης ο Μωάμεθ, ήγουν ο προφήτης των Τούρκων. Και έως τότε οι Ισμαηλίται ήσαν ειδωλολάτραι, και αφού τους εφάνη ο Μωάμεθ κάνουν την τάξιν αυτήν οπού έχουν τώρα, οπού έναι από τον καιρόν του Αδάμ έως αυτήν την ώραν χρόνοι έξι χιλιάδες εκατόν εβδομήντα επτά, και από του Χριστού χρόνοι εξακόσιοι εξήντα εννέα. Και εις τους δεκατρείς χρόνους της βασιλείας τουτουνού του Κώνστα έγινεν η έκτη Σύνοδος εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ήσαν πατέρες εκατόν εβδομήντα και έκαμάν την κατά του Μακαρίου και Στεφάνου του αυτού μαθητού και κατά του Θεοδώρου του επισκόπου της Φοράς, Ονωρίου της Ρώμης, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Σεργίου και του Πύρρου και Παύλου και Πέτρου, οπού έγιναν επίσκοποι εις την Κωνσταντινούπολιν, και άλλοι οπού ανακαίνισαν την αίρεσιν αυτών. Τούτοι οι ασεβέστατοι έλεγαν ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μόνον ένα θέλημα και μίαν ενέργειαν, και αναθεματίσαν τους ως απίστους. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Κωνσταντίνος ο υιός αυτού ο Πωγωνάτος χρόνους δεκαεπτά. Και μετά τούτον βασιλεύει ο Ιουστινιανός ο Ρινότμητος χρόνους δώδεκα, και τούτον τον εμι-σούσαν όλο το πλήθος, διότι ήτονε κακός άνθρωπος και εδόξαζε ότι έχει όλην την γνώσιν του κόσμου μοναχός του. Και έτσι τον πιάνει ο πατρίκιος ο Λεόντιος και κόπτει του την μύτην και τον επαράδωσαν οι άνθρωποι των Βενετικών και έτσι τον έστειλαν εξόριστον εις την Χερσώνα. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Λεόντιος χρόνους τρεις και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Αψίμαρος ο και Τιβέριος χρόνους επτά. Και τούτος εφοβάταν τον Ιουστινιανόν οπού ήτον εις την Χερσώνα εξόριστος, δια τες αστρολογίες οπού έδειχναν δι’ αυτόν, και γράφει του άρχοντος του Χαγάνου των Χαζάρων ότι αν πιάσει τον Ιουστινιανόν ή να τον πουλήσει ή να του κόψει την κεφάλην, και να του δώσει στάμενα όσα θέλει. Και τούτος ο Ιουστινιανός το μαθαίνει εκεί οπού ήτονε εις την Χερσώνα και φεύγει εις τους Βουλγάρους και τάζει τους μεγάλες υποσχέσες, μόνον να έλθουν να πάγει να πάρει την Κωνσταντινούπολιν. Και έτσι κάνει πολύ φουσάτο και έρχεται εις το Βυζάντιον και κάνει τρόπον και σεβαίνει την νύκταν από ένα έμπα και γίνεται πάλιν βασιλεύς. Και ο Αψίμαρος οπού ήτον βασιλεύς φεύγει και υπάγει εις την Απολλωνιάδαν και βασιλεύει πάλιν έξι χρόνους, και πιάνει τον Αψίμαρον και υπήρε τον από την μέσην της χώρας και έτσι τον εσκότωσεν, ομοίως και τον Λεόντιον και τον πατριάρχην τον Καλλίνικον τον ετύφλωσε και εξόρισέ τον εις την Ρώμην. Και κάνει αντ’ αυτού πα-τριάρχην Κυριακόν τον εν τη νήσω Αμάστριδι. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Φιλιππικός ο Βαρδάνιος χρόνους δύο και μετ’ αυτόν βασιλεύει Αναστάσιος ο και Αρτέμιος χρόνους δύο και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Θεοδόσιος χρόνους δύο και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Λέων ο Σύρος χρόνους είκοσι τρεις. Και τούτος ήτονε εικονομάχος. Ποτέ, τω καιρω πριν παρά να γένει βασιλεύς, έτυχε και εσμίχθησαν μετ’ αυτόν τινές Εβραίοι αστρονόμοι εις μίαν βρύσην, και εκεί είδαν εκείνοι ότι πως μέλλει να γένει βασιλεύς. Και είπαν του ότιΑν γένεις βασιλεύς τι μας δίδεις; Και έταξέ τους ει τι γυρέψουν, και εις τέλος έγινεν, και αυτοί τότες ήλθαν και εγυρέψαν του ότι να εβγάλει τες αγίες εικόνες από την εκκλησίαν. Και έτσι το έκαμε, και μάλιστα του είπαν ότι Αν τες εβγάλεις θέλεις βασιλεύσει εσύ και η γενεά σου αποδώ έως εκατόν χρόνους. Και ήτον ένα σπίτι μεγάλο και έμορφο σιμά εις την αγίαν Σοφίαν και είχεν μέσα βιβλία πολλά ωφέλιμα τον αριθμόν τρεις μυριάδες και έξι χιλιάδας και πεντακόσια, και ήτονε οπού τα εφύλαγε ένας σοφός άνδρας και θεοσεβής. Και ήσαν και δώδεκα άλλοι άνδρες διδασκάλοι οπού ήσανε ρογεμένοι δια να στέκουν εκεί να μαθαίνουν όσους θέλουν να έρχονται εις αυτούς. Και τόσο ήσαν μεγάλοι και θαυμαστοί και φρόνιμοι, ότι οι βασιλείς δεν έκαναν τίποτες εάν δεν τους ερωτούσαν. Και τούτος ο κάκιστος ο Λέων ο Κώνων ο και εικονομάχος, δια να μην θέλουν να είναι εις την γνώμην του έμασε ξύλα λεπτά φρύγανα και βάνει τα το γύρον εκεινού του οσπιτίου οπού ήσαν τούτα τα βιβλία και τούτοι οι δώδεκα και ο άλλος, και βάνει στία και καίγει τους ομού με τα βιβλία εκείνα τα αξιοθαύμαστα. Και εις αυτηνού τον καιρόν ήτονε ένας πλούσιος πολλά και ήτον πόρνος και ελεημονητής και μήτε την πορνείαν έπαυε μήτε την ελεημοσύνην, και με τούτο απέθανεν, και τινές έλεγαν ότι εσώθη δια την πολλήν ελεημοσύνην του και άλλοι έλεγαν ότι εχάθηκε δια την πορνείαν οπού έκανεν. Και έτσι επαρακάλεσαν το πλήθος τον πατριάρχην τον Ρωμανόν και τους επισκόπους ότι να κάμουν δέησιν προς Θεόν να τους αποκαλύψει τι έγινεν τούτος, και έτσι έκαμαν οι επίσκοποι δέησιν και εφανερώθη ενού αγίου ανδρός ασκητού εγκλείστου ότι πως ήτονε ο Παράδεισος και αγνάντια του Παραδείσου ήτονε μία στία μεγάλη και ανάμεσα τον Παράδεισον και την ιστίαν ήτον τούτος και εφώναζεν μεγάλως. Και έρχεται ένας άγγελος και λέγει του: Τι κλαίγεις, η ελεημοσύνη σου η πολλή σε έβγαλε από την ιστίαν. Και ο βασιλεύς ο Ζήνων λέγουν ότι υπήρε μία γυναίκα παρθένον από τας χείρας της μητρός της και έφθειρε την παρθενίαν της και η μάνα της έκλαιγεν καθ’ εκάστην ημέραν και επαρακάλει νύκτα και ημέραν την υπεραγίαν Θεοτόκον ότι να του δώσει κακόν. Και ηκούγει απόκει οπού επαρακάλει φωνή και λέγει της: Ω γυναίκα, θέλω καλά να κάμω εκδίκησιν, αμή το χέρι του δεν με αφήνει, διότι κάνει πολλήν ελεημοσύνην. Λοιπόν, αδελφοί, δεν σας το έγραψα ότι πως να πορνεύετε, αμή δια να μην απελπίζεται τινάς καν αμαρτωλός πολλά και αν έναι, αλλά να σπουδάζει να κάνει ελεημοσύνην, διότι καλά έλεγεν ο προφήτης: Η ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται τον άνθρωπον. Και μετά τούτον τον Λέων βασιλεύει ο υιός του ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος χρόνους τριάντα τέσσαρους. Και τούτος ήτον που χειρότερος παρά τους άλλους. Αγίους δεν ήθελεν, τα άγια λείψανα δεν τα ήθελεν και εκατατόλμησε ο αλιτήριος και εις την αγίαν ημών Δέσποινα Θεοτόκον να ειπεί ότι έως ότου είχεν τον Χριστόν εις την κοιλίαν της ήτον τιμημένη, και αφού τον έκαμε έναι και αυτή μία με τες άλλες γυναίκες. Ω τον ασεβή! Ει τις το θέλει πιστεύσει έτσι ανάθεμά τον και η αιώνιος Κόλασις να τον κληρονομήσει. Και από τες εκκλησίες έσβησε τους αγίους και έγραψε άλογα και κυνήγια και τους καλόγερους τους εξόρισε όλους και έσφαξέ τους ώσπερ αρνία. Και αυτός ο αλιτήριος λέγουν ότι εγεννήθη εις την Καβάλα και εκείνους τους έκραζαν οπού εγεννώνταν εκεί Καβαλινούς, και τινές έβγαλαν τούτον Κοπρώνυμον, ήγουν από του καβαλίνα, κόπρος. Και το κόπρος, ήγουν η κοπρία, γίνεται από κα-βαλίνα, δια τούτο τον έβγαλαν Κοπρώνυμον. Αιωνίαν του η Κόλασις. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Λέων ο υιός της Χαζάρας χρόνους πέντε, και πρώτα ήτον ευσεβής τούτος, έπειτα ασέβησε. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός του ο Κωνσταντίνος αντάμα με την μανά του την Ειρήνην χρόνους δεκαπέντε, και αυτήνοι οι ευλογημένοι ήσαν ευσεβείς και πάλιν έβαλαν τας αγίας εικόνας και επροσκυνούσαν τες και επεριμαζώχθησαν οι καλόγεροι εις τα μοναστήρια τους. Και τότες ηυρέθηκεν ένα λαρνάκι εις την Θράκην, το οποίον το ηύρε ένας σκάφτοντας, και είχεν γράμματα γραμμένα επάνω του, και έλεγαν: Ο Χριστός μέλλει να γεννηθεί από την Μαρίαν την Παρθένον και πιστεύω εις αυτόν. Και εις τον καιρόν του Κωνσταντίνου και της Ειρήνης των ευσεβών βασιλέων θέλεις με ιδεί πάλιν, ω ήλιε. Και λέγουν ότι ήτον του Πλάτωνος και επροφήτευσεν. Και εις τους οκτώ χρόνους της βασιλείας αυτών γίνεται η εβδόμη αγία Σύνοδος εις την Βιθυνία. Και ήσαν τριακόσιοι πενήντα πατέρες, και έκαμάν την κατά τους εικονομάχους. Λοιπόν είναι από του Χριστού και έως την εβδόμην Σύνοδον χρόνοι επτακόσιοι ενενήντα επτά και από του Αδάμ είναι χρόνοι έξι χιλιάδες τριακόσιοι πέντε. Και θέλω να σας εξεκαθαρίσω πλέον καλύτερα τους χρόνους πόσους είναι από του Αδάμ έως την εβδόμην Σύνοδον. Και από του Χριστού ομοίως και μετά πόσους χρόνους έγινε κατόπισθεν μία από την άλλην. Ήξευρε ότι από του Αδάμ και έως του Χριστού είναι χρόνοι πέντε χιλιάδες πεντακόσιοι οκτώ και από του Χριστού έως εις τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι χρόνοι τριακόσιοι δεκαοκτώ. Και αφού έγινεν η πρώτη Σύνοδος έως εις την δευτέρα Σύνοδον είναι χρόνοι πενήντα επτά και από του Χριστού έως εις την δευτέρα Σύνοδον είναι χρόνοι τριακόσιοι σαράντα και από του Αδάμ έως εις την δευτέρα Σύνοδον είναι χρόνοι πέντε χιλιάδες οκτακόσιοι σαράντα οκτώ. Και από την δευτέρα Σύνοδον έως εις την τρίτην είναι χρόνοι σαράντα ένας και από του Χριστού έως την τρίτην Σύνοδον είναι χρόνοι τριακόσιοι ογδοήντα ένας και από του Αδάμ είναι χρόνοι πέντε χιλιάδες οκτακόσιοι ογδοήντα εννέα. Και από την τρίτην Σύνοδον έως την τετάρτην είναι χρόνοι τριάντα τέσσαρεις και από του Χριστού έως την τετάρτην Σύνοδον είναι χρόνοι τετρακόσιοι δεκαπέντε και από του Αδάμ είναι χρόνοι πέντε χιλιάδες εννακόσιοι είκοσι τρεις. Και από την τετάρτην Σύνοδον έως την πέμπτην είναι χρόνοι ογδοήντα έξι και από του Χριστού έως την πέμπτην Σύνοδον είναι χρόνοι πεντακόσιοι και ένας και από του Αδάμ είναι χρόνοι έξι χιλιάδες εννέα. Και από την πέμπτην Σύνοδον έως την έκτη είναι χρόνοι εκατόν τριάντα πέντε και από του Χριστού έως την έκτη Σύνοδον είναι χρόνοι εξακόσιοι τριάντα έξι και από του Αδάμ είναι έξι χιλιάδες εκατόν σαράντα τέσσαρες και από την έκτην έως την εβδόμην Σύνοδον είναι χρόνοι εκατόν είκοσι τρεις. Και από του Χριστού έως την εβδόμην Σύνοδον είναι χρόνοι επτακόσιοι ενενήντα επτά και από του Αδάμ είναι έξι χιλιάδες τριακόσιοι πέντε. Λοιπόν έστοντας να βασιλεύει ο Κωνσταντίνος με την μάνα του την Ειρήνην, τούτος έκανε πράγματα οπού δεν άρεσαν της μάνας του, και δια να τον ελέγχει έβγαλέ την από την βασιλείαν, και πάλιν εν υστέροις εμετανόησεν και ήφερέ την. Και άφησε και την γυναίκα του, οπού ήτονε καλή και τιμία, και υπήρε άλλη και έκαμε μομειξία. Και δια τούτο η μάνα του η Ειρήνη τον ετύφλωσεν κοιμώμενον, και δια τούτο ο ήλιος εστάθη πολλές ημέρες οπού οι ακτίδες του ήσαν σκοτεινές και όχι ως το προτέραν έ-κλαμπρες. Και τότες εμετανόησεν η Ειρήνη και ηθέλησε να κάμει ελεημοσύνην δια την αμαρτίαν αυτήν και έτσι το έκαμεν, έδωσεν όλης της χώρας ελεημοσύνην. Και εις ολίγον καιρόν οπού αυτήνη εβασίλευε ασηκώθηκε ένας της συγκλήτου ονόματι Νικηφόρος Πατρίκιος ο από γενικός και εβγάνει την από την βασιλείαν διχώς τιμήν και γίνεται αυτός βασιλεύς. Και βασιλεύει τούτος ο Νικηφόρος χρόνους εννέα και ήτονε άνθρωπος φονικότατος και δούλος των χρημάτων και εις όλους έστεκε κατηφής και ει τις του ήφερνε στάμενα του έδειχνε καλό πρόσωπον. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Μιχαήλ ο Ραγαβέ, γαβρός του Νικηφόρου, είχεν τη θυγατέρα του την Προκοπία, χρόνους τέσσαρεις και μήνας εννέα. Και τούτος ήτονε άξιος της βασιλείας και όσοι ήσαν εξορισμένοι όλοι ήλθαν, οπού τους έμασε τούτος. Και από τουτουνού τον καιρόν άρχισε ο Ιωάννης ο Σκυλίτσης το χρονικόν. Και τούτος ο Μιχαήλ εβγήκε με το θέλημά του από την βασιλείαν του και υπήγε και εντύθηκεν τρίχινα. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Λέων ο Αρμένιος χρόνους επτά και μήνας έξι και τούτος επίασε τον Νικήταν τον υιόν του Μιχαήλ και κόπτει τον και κάνει τον μουνούχον, δια να μην κάμει παιδία και πάρουν του την βασιλείαν. Και τούτο το παιδί όταν αύξησε έγινεν πατριάρχης εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ο Λέων άρχισε πάλιν την εικονομαχίαν και εξορίζει τον Νικηφόρον τον πατριάρχην, δια να μην ηθελήσει να πειστεί την εικονομαχίαν και εξορίζει τον εις την Προικόνησον, ήγουν εις τον Μαρμαράν. Και ο Λέων είχεν τον Μιχαήλ δέσμιον εις τα σίδερα, και αυτός συμβουλεύεται με τινάς πρώτους της χώρας δια να πάρει την βασιλείαν του Λέοντος και έτσι το έκαμε. Και καθίζει εις τον θρόνον με όλα τα σίδερα και ο Λέων φεύγει και υπάγει εις την εκκλησίαν, και εκεί τον εσκότωσεν. Και μετά τον Λέοντα βασιλεύει ο Μιχαήλ ο Τραυλός χρόνους οκτώ και μήνας εννέα. Και τούτος ήτον δυσσεβής, αμή τους ευ-σεβείς δεν τους ανάγκαζεν να ασεβήσουν, και μάλιστα εις τον καιρόν του ήλθαν και οι χριστιανοί οπού ήσαν δεδιωγμένοι, ο μέγας Θεόδωρος οπού τον εξόρισεν ο Αρμένιος και άλλοι πολλοί. Και τότες ήλθεν ένας ονόματι Θωμάς με μεγάλα και πολ-λά φουσάτα και επολέμησε την Κωνσταντινούπολιν και επολέμα την τρεις χρόνους, πλην δε δεν έκαμε τίποτες, αμή ενικήθη ο Θωμάς και έφυγεν εις την Αντριανούπολιν και έστεκεν πολύν καιρόν πεφυλαγμένος από τον Μιχαήλ, οπού τον είχεν αποκλει-σμένον. Τέλος πάντων δεν είχε τι να κάμει και παραδίδεται και μη θελών, και έτσι του κόπτει και τα χέρια και τα ποδάρια, και έβαλέ τον και εκάθησεν εις ένα γάδαρον και δεν είπε άλλο, μόνον Ελέησόν με, αληθινέ βασιλεύ. Και μετά τον Μιχαήλ βασιλεύει ο υιός του ο Θεόφιλος χρόνους δώδεκα και μήνας τρεις, και τούτος τες αγίες εικόνες δεν τες ετίμα, και εις τον Χριστόν και εις την Πανάγιον επίστευε, ως έλεγε. Και όταν απέθανεν, επαράγγειλεν ότι να μηδέν βάλουν εις τες εκκλησίες τες αγίες εικόνες. Και μετά τον αυτού θάνατον η αγία Θεοδώρα η γυναίκα του έμασε όλους τους επισκόπους και ιερείς και τον αγιότατον Θεοφάνην Νικαίας τον Γραπτόν και επαρακάλεσαν τον Θεόν και ελέησέ τονε. Και εις τον καιρόν του Θεοφίλου ήτονε ο Λέων ο φιλόσοφος και είχεν γένει και μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης και είχεν τον χειροτονήσει Ιωάννης ο Μάγος. Και όταν εκάθηραν τους εικονομάχους εκάθηραν και αυτόν, και αγαπούσαν τον πολλά οι Θεσσαλονικαίοι. Και μετά τον Θεόφιλον βασι-λεύει Μιχαήλ ο Μεθυστής με την μάνα του την Θεοδώρα χρόνους δεκατέσσαρους και μοναχός του χρόνους ένδεκα. Και τούτος ήτον πολλά κακός και αφορισμένος και έβγαλε την μάνα του δια να έναι μοναχός του και όσα κακά και αν έχει ο κόσμος όλα τα έκαμε, και ήτονε μεθυστής. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Βασίλειος ο Μακεδών χρόνους εννέα. Τούτος ήτονε υιός επτωχών ανθρώπων, και ποτέ όταν ήτον παιδί έστεκε εις τον ήλιον και επυρώνετον και ήλθεν ένας αετός αποπάνου του και του έκανεν ίσκιον και η μάνα του πολλάκις τον εδίωξεν και εκείνος πάλιν έρχοτον. Και τούτο έκρινεν η μάνα του ότι από Θεού θέλει λάβει τιμήν, ο και γέγονεν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Λέων και Αλέξανδρος χρόνους είκοσι έξι και εις τον καιρόν του αυτηνού του Λέοντος έγινεν έκλειψις εις τες έξι ώρες της ημέρας, τόση όσον ότι εφάνησαν άστρη, και έγινεν μεγάλη φουρτούνα και αστραπές και βροντές μεγάλες, οπού άλλες ποτέ τοιούτες δεν έγιναν, και απ’ αυτές απέθαναν επτά άνδρες μέσα εις την μέσην του φόρου, ήγουν του παζαριού. Και τούτος ο Λέων έκαμε μίαν εκκλησία του αγίου Λαζάρου και ήφερεν το άγιον λείψανον του αγίου και έβαλέ το εις αυτήν την εκκλησίαν. Ομοίως ήφερεν και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Και την ημέραν της Πεντηκοστής ήλθεν εις τον ναόν του αγίου Μωκίου και εκεί κατεβαίνει ένας από τον άμβωναν και δέρνει τον με ένα ξύλον εις την κεφάλην, εις τρόπον ότι εβγήκεν πολύ αίμα από την κεφάλη του. Και έτσι τον πιάνει και δίδει του μαρτύριον δια να ομολογήσει τις τον έβαλεν, και ουδόλως ηθέλησεν. Τέλος πάντων έκοψε τα χέρια του και τα ποδάρια του και βάνει τον εις το ιπποδρόμιον και καίγει τον. Και τότες πολλά τον επαρακάλεσεν ο σοφότατος Μάρκος ο μοναχός, οπού ήτον οικονόμος της εκκλησίας αυτής οπού έσωσεν το Τριώδιον του μεγάλου Κοσμά, δια να μην του κάμει τίποτες, πλην δε δεν ηθέλησεν να τον ηκούσει και είπε του και λόγους του προφήτου Δαβίδ, οπού λέγει: Όσα επονηρεύσατο ο εχθρός εν τω αγίω σου και ενεκαυχήσαντο οι μισούντες σε εν μεσώ της εορτής σου. Μάλιστα του είπε ότι αυτό ο Θεός ήθελεν έτσι να το πάθεις, πλην δε άλλους δέκα χρόνους θέλεις ζήσει. Και έτσι έζησε, και απέθανεν εκείνην την ημέραν οπού τον έδειραν. Και τούτος είχεν πάρει τέσσαρες γυναίκες, και είχεν πρώτα την Θεοφάνην, και έπειτα ζώντας αυτής υπήρε και άλλην και άλλην και αύτη δεν το έχρηζεν. Τέλος πάντων παίρνει μίαν ονόματι Καρβωνοψίαν και είχε την πολύν καιρόν αστεφάνωτη. Και μετ’ αυτήν κάνει ένα παιδί αρσενικόν, και όταν εγεννήθη το παιδί εφάνη έναν άστρον και είχεν μίαν ακτίναν και έφεγγεν, και η ακτίνα αυτή ήβλεπεν προς την ανατολήν και έλαμπε ήμερες σαράντα. Και τότες όταν είδε τούτο ο Λέων ευλογήθηκεν την Καρβωνοψίαν και ηθέλησεν να κάμει νόμον ότι να παίρνουν τέσσαρεις γυναίκες, πλην δε δεν εδυνήθη, διότι ο άγιος Ευθύμιος δεν τον άφηνεν, οπού ήτον τότες πατριάρχης. Και τότες έγινεν και άλλη έκλειψις μεγάλη. Και μετά τούτον βασιλεύει ο αδελφός του ο Αλέξανδρος μήνας δεκατρείς. Και τούτος δεν έκανεν άλλον, μόνον να κυνηγά και να τρώγει, να πίνει και να κάνει ασέλγειες όσες εδύνετον. Και έβγαλε από τον θρόνον τον Ευθύμιον και ήφερεν κάτιναν Νικόλαο πατριάρχην των Γαλακρινών. Και αφού τον εκάθηραν τον άγιον Ευθύμιον, οι κληρικοί του Νικολάου έκοπταν κοντύλια και εκτυπούσαν του Ευθυμίου και εβγάναν τα γένεια του και εφτυούσαν τον και υβρίζαν τον και εκάναν του μύρια κακά. Λοιπόν αυτός ο ιερός και ευλογημένος Ευθύμιος όλα τα υπόμενε γενναίως και μετά ησυχίας απερνά. Τοιούτοι είναι οι δούλοι και μιμηταί του Χριστού. Και τούτος ο Αλέξανδρος υπήγαινεν και εμαντεύετον αν ζήσει πολλά. Και μίαν ημέραν έκαμε συμπόσιον και επαράφαγεν και εμέθυσεν και είχεν λουστεί και πιάνει τον ένας πόνος και υπάγει εις το παλάτι και εκεί του εβγαίνει τόσο αίμα από την μύτην και από κάτω, ότι έπεσαν και τα λιμπά του. Και έτσι απ’ αυτό έκαμε μίαν ημέραν και απέθανεν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός του ο Κωνσταντίνος χρόνους πέντε. Και τούτος έκαμεν ένα στάβλον δια τα άλογα, όχι δια να κατοικούν μέσα, αμή δια να τρέχουν, και έμασε όλα τα ιερά και ασημοχρύσαφα των εκκλησιών και εστόλισε αυτό το ιππικόν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ρωμανός ο Λακαπηνός χρόνους είκοσι έξι. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός του Λέοντος Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος χρόνους δεκατέσσαρεις. Και τούτος ήτον άνθρωπος και έπινεν πολλά και τούτος εγεννήθη από παλλακήν και τον έκαμεν ο Ρωμανός ο Λακαπηνός και εσυμπάθειεν και τους κακοποιούς, και ήτον επιστήμων εις λογαριασμόν, εις ψαλ-τικήν, εις αστρονομίαν, εις γεωμετρίαν και εις φιλοσοφίαν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο υιός του ο Ρωμανός χρόνους δεκατρείς. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Νικηφόρος ο Φωκάς χρόνους έξι. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ιωάννης ο Τσιμισχής χρόνους έξι και μετ’ αυτόν βασιλεύει Βασίλειος ο Πορφυρογέννητος χρόνους πενήντα. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο αδελφός του ο Κωνσταντίνος χρόνους δεκατρείς και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ρωμανός ο Αργυρόπουλος χρόνους πέντε ήμιση και μετ’ αυτόν βασιλεύει Μιχαήλ ο Παφλαγών χρόνους επτά και μετ’ αυτόν βασιλεύει η Ζωή με τον Μιχαήλ τον Καλαφάτην μήνας τέσσαρεις. Και μετ’ αυτούς βασιλεύει Κωνσταντίνος ο Μονομάχος με την Ζωήν χρόνους δώδεκα ήμιση και μετ’ αυτούς βασιλεύει η Θεοδώρα η αδελφή της Ζωής χρόνον έναν και μετ’ αυτήν βασιλεύει Μιχαήλ ο γέρων ο Στρατιωτικός χρόνον έναν. Και μετ’ αυτόν βασιλεύει Ισαάκιος ο Κομνηνός χρόνους δύο και μετ’ αυτόν βασιλεύει Κωνσταντίνος ο Δούκας χρόνους επτά ήμιση και μετ’ αυτόν βασιλεύει η Ευδοκία με τον Μιχαήλ τον υιόν της μήνας επτά, και πάλιν βασιλεύει μετά τον Ρωμανόν τον Διογένην η Ευδοκία χρόνους τρεις και μήνας οκτώ. Και μετ’ αυτήν βασιλεύει Μιχαήλ ο Παραπινάκης χρόνους πέντε ήμιση και μετ’ αυτόν βασιλεύει Νικηφόρος ο Βοτανειάτης χρόνους τρεις και μετ’ αυτόν βασιλεύει ο Κομνηνός χρόνους τριάντα επτά, και τούτος ελέγετον σεβαστοκράτωρ, περισσότε-ρος ήτον παρά τον Καίσαρα. Και τούτος υπήγεν και επολέμησεν το Δοράτσον και τίποτες δεν έκαμεν αλλά μάλλον ενικήθη και εσκοτώθησαν πολλοί και από τους άρχοντές του. Και είχεν ορίζει το Δοράχι ο αυθέντης ο Ρουμπέρτος. Και πάλιν τούτος ο Κομνηνός ματαστρατεύει προς αυτούς, ήγουν προς τον αυθέντην Ρουμπέρτον τον αυθέντη του Δυρραχίου και βάνει ο βασιλεύς το φόρεμά του το βασιλικόν εις έναν ονόματι Ανδριανόν και παραγγέλνει του και λέγει: Σύρε ομπρός εις τον αυθέντη Ρουμπέρτον, και αν σε κυνηγήσει φεύγα. Και έτσι το έκαμεν. Και εντύνει τον βασιλικά, και στέκει ομπρός του ως δήθε να τον πολεμήσει. Και ο Ρουμπέρτος έλεγεν ότι έναι ο βασιλεύς ατός του και κρούει απάνω του και ο Ανδριανός φεύγει και ο βασιλεύς ήτον κρυβημένος με πολλούς ανθρώπους εκεί εις τράφους και εις λόγγους, και σεβαίνει μέσα εις το Δοράτσον και πιάνει και τούτους όλους. Και ο βάρβαρος ο Ρουμπέρτος το μαθαίνει και χάνεται άμωρος. Και τότες οπού ο βασιλεύς επολέμα το Δοράτσον, τότες οι Τούρκοι ήλθαν πάλιν κατά τους Ρωμαίους, και ένας Τούρκος ονόματι Τσαχατζάς υπήγε και εκούρσεψε την Χίον, την Σάμον και την Ρόδον και υπήρε τα. Και τότες και η Κύπρος και η Κρήτη απίστησαν και υπήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν να υποτάσσονται. Και εκείνον τον καιρόν εσείστη η γης μεγάλως την ημέραν του αγίου Νικολάου, και τόσος σεισμός έγινεν ότι έπεσαν σπίτια και εκκλησίες, και τότες ήλθαν και οι Φράγκοι εις την Κωνσταντινούπολιν από τον Πουνέντην και επέρασαν εις την Ανατολήν. Και εκεί υπήραν από των Τούρκων τας χείρας την Νικαίαν και πουλούν την του βασιλέως. Και τότες εφάνη και η αίρεσις των Βογομήλων, την οποίαν την άρχισε ένας ονόματι Βασίλειος ο ιατρός. Και τούτος ο Βασίλειος ανακαίνισεν το ορφανοτροφείον και εχάρισεν και πολλά χρήματα να είναι εις αύτο από τα εδικά του και αυτός έκαμεν και τα διδασκαλεία και τα φρο-ντιστήρια. Και τούτος ο Κομνηνός ήτον δεδομένος εις την αρσενοκοιτίαν και απ’ αύ-την την αμαρτίαν ο Θεός τον επαίδευσεν και έδωσέ του ποδαλγίαν, εις τρόπον ότι ήτονε εις το κρεβάτι και δεν εδύνοντο πλέον να κάμει τίποτες. Και δίδει την βασιλείαν του να την κυβερνά η Αύγουστα η βασίλισσα, και αυτή τον υιόν της τον Ιωάννην δεν τον αγάπα και δίδει την της θυγατρός της της πρώτης και του Βρυεννίου του φροντιστή. Και τότες ήσαν οι Φράγκοι εις την Ανατολήν και υπαγαίνει ο Βαϊμούνδης άρχος της συγκλήτου και τάζει τους μύρια χρήματα καθενός, μόνον να υπάν μετ’ αυτόν εις την Αντιόχειαν να την πάρει. Και έτσι υπήγεν και υπήρε την και εν υστέροις τους εγέλασεν. Και ο βασιλεύς δια να έναι κρατημένος από την ποδαλγίαν, είχεν έλθει φουσάτο πάλιν κατά τους Ρωμαίους και κάνει καπετάνιον τον Καμίτσην τον Ευστάθιον και οι Τούρκοι τον επίασαν, και μετά ταύτα ο καπετάνιος των Τούρκων εν υστέροις έρχεται εις τον βασιλέα και προσκυνά τον και αφήνει όσους και αν επίασεν, και έτσι απέθανεν και άφησεν τον υιόν του τον Ιωάννην τον Κομνηνόν και εβασίλευσεν χρόνους είκοσι τέσσαρεις και ήμισον.

Εντεύθεν άρχομαι από τον καιρόν της Βενετίας πότε έγινεν, και θέλω ειπεί έως τον καιρόν της Μοθώνης Κεφ. ρπδ΄

[Επεξεργασία]

Εις τους τετρακοσίους είκοσι μία, εις τες τέσσαρεις του Απριλίου μηνός επρωτό-κτισαν την Βενετίαν. Και πρώτο μεν έκτισαν το Ριάλτον, οπού ήτον το από του Αδάμ χρόνοι πέντε χιλιάδες εννακόσια είκοσι εννέα. Και εις τους οκτακοσίους τριάντα έκτισαν την εκκλησίαν του αγίου Μάρκου, μετά τετρακοσίους εννέα χρόνους αφού έκτισαν την Βενετίαν και μετά δύο χρόνους ήφεραν το λείψανον του αγίου Μάρκου, ήγουν εις τους οκτακοσίους τριάντα δύο. Και εις τους χιλίους εκατόν σαράντα εννέα έκτισαν το καμπανέλι του αγίου Μάρκου. Εις τους χιλίους εκατόν εξήντα επτά έκαμεν αγάπη ο βασιλεύς Φερδερίκος με τον πάπα Αλέξανδρον. Εις τους χιλίους τριακοσίους ογδοήντα μία ήλθεν ο δεσπότης ο κυρ Θεόδωρος εις τον Μορέαν. Εις τους χιλίους τριακοσίους ογδοήντα πέντε εις τες είκοσι του Μαΐου επαράλαβε η αυ-θεντία των Βενετικών το νησί των Κορυφών με όλα της τα νησιά. Εις τους χιλίους τριακοσίους ογδοήντα οκτώ υπήραν οι Βενετικοί την Ναύπακτον από τον Παύλον τον Σπάταν. Εις τους χιλίους τριακοσίους ενενήντα τέσσαρεις εκούρσεψε ο Βερνέζης τον Μορέαν. Εις τους χιλίους τριακοσίους ενενήντα έξι υπήραν οι Τούρκοι το Άργος. Εις τους χιλίους τετρακοσίους έξι ετσάκισεν ο Νταμίρης τον αμιράν. Εις τους χιλίους τετρακοσίους ένδεκα εσέβησαν οι Φράγκοι εις τα Καλάβρυτα. Εις τους χιλίους τετρακοσίους δεκατέσσαρες ήλθε ο βασιλεύς κυρ Μανόλης και άρχισε και έκτιζεν το Εξαμέλιον. Εις τους χιλίους τετρακοσίους δεκαέξι ήλθε η κυρά Κλεώπα η βασίλισσα. Εις τους χιλίους τετρακοσίους σαράντα δύο εχάλασε ο Τουραχάνης το Εξαμίλιον και αυτόν τον καιρόν εχάλασαν και οι Αλβανίτες την Ταβίαν. Εις τους χιλίους τετρακοσίους είκοσι τρεις εις τες είκοσι τέσσαρεις του Μαΐου επαράλαβαν οι Βενετικοί τον Τουλτσίνιον και υπήραν το με συμφωνίαν, ότι αφού απεθάνει ο αφέντης ο Μπάλτσας τότες να το λάβουν, και έτσι έγινεν. Εις τους χιλίους τετρακοσίους είκοσι τέσσαρεις εις τες έξι του Φεβρουαρίου εσέβησαν οι Τούρκοι εις τον Μορέαν. Και εις τες ένδεκα του αυτού μηνός επολέμησε ο Τουραχάνης και υπήρε το. Εις χιλίους τετρακοσίους σαράντα έξι εις τες δεκατέσσαρεις του Δεκεμβρίου, ημέρα Σαββάτο, ετσάκισαν οι Τούρκοι το Εξαμίλι και έφυγαν οι αυθέντες οι δεσπότες, ο κυρ Κωνσταντίνος και ο κυρ Θωμάς με τους άρχοντές τους. Και ήτονε ο αφέντης ο Αμουράτης με το κορμί του και ήλθε εις την Πάτραν και έκαψέ την. Εις τους χιλίους τετρακοσίους πενήντα δύο εις τες είκοσι εννέα του Μαΐου, ημέρα Τρίτη, υπήρεν ο αμιράς Μεεμέτης την Κωνσταντινούπολιν, και εβασίλευεν εις αυτήν τότες ο κυρ Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος. Εις τους χιλίους τετρακοσίους πενήντα τέσσαρους επίασαν οι Αλβανίτες τον δεσπότην τον Καντακουζηνόν. Εις τους χιλίους τετρακοσίους πενήντα επτά επάρθη η Κόρινθος και το Μουχλί και η Πάτρα. Εις τους χιλίους τετρακοσίους πενήντα οκτώ υπήρεν ο αμιράς τον Μορέα, και δεσπότευε τότες Δημήτριος και Θωμάς οι Παλαιολόγοι. Εις τους χιλίους τετρακοσίους εξήντα, εις τες είκοσι εννέα του Μαΐου, εσέβη ο αμιράς εις τον Μορέαν και υπήρε και τον δεσπότην τον κύριον Δημήτριον από τον Μυζηθράν. Εις τους χιλίους τετρακοσίους εξήντα τρεις τον μήναν τον Σεπτέβριον επίασαν οι Φράγκοι το Εξαμίλιον. Εις τους χιλίους τετρακοσίους εβδομήντα, εις τες δύο του Ιουλίου, ημέρα Πέμπτη, υπήρε ο αμιράς τον Εύριπον. Εις τους χιλίους τετρακοσίους εβδομήντα επτά εις τες είκοσι οκτώ του Μαΐου ήλθε ο Μπασιάς εις την Έπακτον. Εις τους χιλίους τετρακοσίους εβδομήντα οκτώ εις τες είκοσι πέντε του Φεβρουαρίου έκαμαν αγάπη οι Βενετικοί με τον αμιράν τον σουλτάν Μεεμέτην. Εις τους χιλίους τετρακοσίους ενενήντα πέντε ήλθεν εις την Πούλιαν ο Κάρλο Φράντσας. Εις τους χιλίους τετρακοσίους ενενήντα εννέα τον μήναν τον Μάιον έκαμαν μάχη οι Βενετικοί με τον σουλτάν Μπαεζίτη, και αυτόν τον καιρόν ήλθεν ο αυτός Μπαεζίτης με πολλά φουσάτα Ανατολής και Δύσης, και με τα φουσάτα ήλθεν δια ξηράς και με τριακόσια άρμενα ήλθαν δια θαλάσσης και ομού δια ξηράς και δια θαλάσσης ήλθεν και εσέβη εις την Ναύπακτον, και ηβλέποντες οι Ναυπακτίτες τόσην άρματα επροσκύνησαν, με τοιούτην συμφωνίαν, ότι να μηδέν δώσουν κανένα δόσιμον εις τρεις χρόνους. Και έτσι επερίλαβαν την Ναύπακτον, και ήτον τότες κριτής εις αυτήν ο μισέρ Τζουάν Μόρος, και τότες η αρμάτα του αμιρός, ήγουν τα πλευτικά του, υπήγαν μέσα εις το Στείρι και εξεχείμα-σαν. Και ο αμιράς υπήγε με τα έτερα φουσάτα εις την Αντριανούπολιν, και πάλιν μετά έναν χρόνον εις τους χιλίους πεντακοσίους εκατέβη ο αυτός αμιράς με όλα του τα φουσάτα και εσέβη μέσα εις τον Μορέαν και υπήρε την Μοθώνην. Και τα πλευτικά του εβγήκαν από το Στείρι εις τες δώδεκα του Ιουνίου και ήλθαν εις την Ναύπακτον. Και εστάθηκεν εκεί δώδεκα ημέρας, και από τες είκοσι τέσσαρες του αυτού μηνός εξέβη η αρμάτα και υπήγε εις το Κάβο δε Δουκάτο, και εκεί εσμίχθηκαν τα κάτεργα της Πρεβέντσας, άρμενα είκοσι οκτώ. Και μετά ταύτα εδιάβησαν εις την Μοθώνην. Και ο αυθέντης είχεν σώσει εις την Μοθώνην εις τες δέκα του Ιουλίου και επολέμησέ την τριάντα ημέρας και τίποτες δεν της είχεν κάμει. Και εις τες εννέα του Αυγούστου ήλθαν εννέα κάτεργα βενετικά δια να δώσουν βοήθεια της Μοθώνης και οι άνθρωποι άφησαν τα τειχία μοναχά, ήγουν εκείνοι οπού έκαναν τες βίγλες και υπήγαν δια να πάρουν το μουνετσιόν της αυθεντίας από τα κάτεργα. Και οι Τούρκοι ευρίσκουν τα τείχη μοναχά και σεβαίνουν και παίρνουν την, και ήτον Κυριακή ημέρα προς τον εσπερινόν. Και ελεηλατήσαν την και έβαλαν και στία και έκαψαν το περισσότερον μέρος απ’ αύτην. Και εις τους χιλίους πεντακοσίους τέσσαρες τον μήναν τον Ιανουάριον έκαμαν οι Βενετικοί αγάπη με τον σουλτάν Μπαγαζίτη, και ήτον αμπασαδούρος τότες οπού την έκαμε την αγάπην ο μισέρ Ανδρέας ο Γκρίτης, οποίος έναι την σήμερον πρίντσιπος.

Πως ο Πιλάτος έγραψε του Τιβερίου του βασιλέως τα θαύματα του Χριστού και την ζωήν του Κεφ. ρπε΄

[Επεξεργασία]

Φοβιζάμενος ο Πιλάτος μήποτε τον εγκαλέσει τινάς του βασιλέως δια τον θάνατον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι ήβλεπε πολύ πλήθος οπού επί-στρεφεν και επίστευεν εις αυτόν και επόνεσέ τους δι’ εκείνον τον άδικον θάνατον οπού έλαβεν, δια να γένει ανύποπτος γράφει του βασιλέως του Τιβερίου των Ρωμάνων τοιούτης απαλλαγής, ήγουν: Εις τον γαληνότατον Τιβέριον βασιλέα και εκλελεγμένον, Πόντιος Πιλάτος χαίρειν. Κάνω δια να ηξεύρει πως εις το μέρος της Ιερουσαλήμ εμφανίσθη ένας άνθρωπος προφήτης και υπό τους προφήτας προφητευόμενος και είχεν γεννηθεί από μια παρθένον καθαρά και αγία και αμόλυντον εκτός αμαρτίας τινός, και ήτον τούτος ο άνθρωπος οπού ανάβλεπεν τους τυφλούς και υγίαινε τους κουτσούς και τους κρατημένους και έβγανε τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους και υγίαινε πάσα νόσον οπού να είχεν ο άνθρωπος και υπήγαινε απάνω υπό των κυμάτων της θαλάσσου και με έτερα πολλά άλλα σημεία. Και ακολουθούσαν τον πολύ πλήθος δια να ηκούγουν τους καλούς και αγίους αυτού λόγους οπού έλεγε και εβεβαιώναν τον πως ήτονε υιός του Θεού, και δι’ αυτά τα πράγματα τα τόσα θαυμασιότατα οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι ιερείς και δούλοι του ιερού υπήραν τον εις εχθρόν και είχαν τόσον φθόνον, ότι επιάσαν τον και εβάλαν τον εις τας χείρας τους με πολλές καταδοσίες και ήθελαν ότι να απεθάνει. Εμένα δε φαίνεται ότι δεν ήτον άξιος του θανάτου και εκείνες οι καταδοσίες οπού είπαν δι’ αυτόν ήσαν ψεύτικες, αμή η αυτών κακή όρεξις, θαρρώντας ότι να τους θαραπαύσω εγώ έκαμα και εφραγγελώσαν τον, και αυτοί ήθελαν ότι κατά απόφαση να απεθάνει, και εγώ εκεί παρών ομπρός εις όλους ένιψα τας χείρας μου και άφησά τον εις την γνώμην τους απάνω εις την ψυχήν τους και εκείνοι τον έδειραν και εμαρτυρήσαν τον και εκαταισχύναν τον και εσταυρώσαν τον απάνω εις τον σταυρόν. Και έπειτα τον έθαψαν και εσφράγισαν τον τάφον με εδική τους σφραγίδα και έβαλαν και εφυλάγαν τον καλά, και τη τρίτη ημέρα της θανής αυτού αυτός ανα-στήθη και με άλλα κορμιά οπού ανάστησεν αυτός εκείνην την ώραν αγίων ανδρών. Και εφάνη πολλών και έκαμε πολλά πράγματα θαυμαστά, τα οποία εγώ τα έκαμα και εγράψαν τα και έβαλά τα εις την καγκελαρίαν μου με όλα τα πράγματα τα κακά γιναμένα, όσα οι Ιουδαίοι και οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι δούλοι του ιερού έκαμαν αυτού, τα οποία είναι κακά και άσχημα και εκάμαν τα αδίκως. Και δια τούτο εγώ το δηλοποιώ τούτο κατέμπροσθεν της βασιλείας σου. Έρρωσο. Και αφού εγράφθη τούτη η επιστολή από τον Πιλάτον, έδωσέ την ενού αποστολάτορας και όρισέ τον ότι παρευθύς να σεβεί εις καράβι και να υπάγει εις την Ρώμην εις τον γαληνότατον βασιλέα Τιβέριον Καίσαραν να του την δώσει και να ειπεί ότι ο Πιλάτος την στέλνει. Και παρευθύς ο αποστολάτορας τον να έλαβεν την επιστολήν από τον Πιλάτον υπήγε κάτω εις του Γιάφα και εκεί ηύρε ένα καράβι και σεβαίνει μέσα να υπάγει εις την Ρώμην, ίσια διχώς να γυρίσει αλλού πούπετε ή να ράξει εις κανέναν τόπον. Και ώσπερ ηθέλησε ο ποιητής Θεός των απάντων, το καράβι οπού τον υπήρε τον αποστολάτοραν υπήρε το άνεμος εναντίος και έριξέ το εις τόπον οπού δεν ήξευραν που είναι. Και έτσι κοιτάζουν οι ναύτες να εγνωρίσουν γης που ευρίσκονται και ηβλέπουν και είναι εις την Σπανίαν, εις ένα πόρτο σιμά εις μίαν χώραν μεγάλην και έμορφην. Και εις αυτήν εκατοίκα ο Τίτος και ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός και εκράζαν την Σιβίλλα, και εκεί εβγήκε έξω τούτος ο αποστολάτορας, και ηβλέποντας τούτος ο Ουεσπεσιανός τους ανθρώπους του καραβιού έβαλε και ερωτήσαν τους από τι τόπον έρχονται. Και λέγουν του οι ναύτες ότι Ημείς δεν ηθέλαμεν να ελθούμεν εδώ, αμή ο καιρός μας έριξε εδώ μη θελών, αμή ημείς ερχόμεσθεν από την Ιερουσα-λήμ οπού μας έστειλεν ο Πιλάτος και έχομεν έναν του αποκρισάρη δια να τον πάρομε εις την Ρώμην και ο καιρός μας ήφερεν εδώ. Και όταν ήκουσε ο Ουεσπεσιανός ότι βαστούν αποκρισάρην από τον Πιλάτον και έρχονται από το μέρος της Ιερουσαλήμ, παρευθύς ασηκώθη και υπήγε να συναπαντήσει τον αποκρισάρην. Και έτσι του ήκαμε μεγάλην τιμήν και έκαμε ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός ώσπερ κάνουν οι άρρωστοι, οπού αείποτες γυρεύουν την ιατρείαν τους. Και ερωτά τον αποκρισάρην και λέγει του: Εγώ ήκουσα πως είναι εις την Ιερουσαλήμ καλοί ιατροί. Και είπε του δια την μεγάλην ανάγκην οπού είχεν και πως οι κεντρίνες του εχαλούσαν την ζωήν του, διότι αυτές οι κεντρίνες τον εκεντούσαν εις την κεφάλην, και ηβλέποντας ο αποκρισάρης την μεγάλην τιμήν οπού του έκαμε και την μεγάλην έννοιαν οπού είχεν, αποκρίθη και είπεν: Εγώ εγροίκησα ότι εσύ είσαι ένας αυθέντης καθαρός, και αν θέλεις να κάμεις ώσπερ θέλω σε συμβουλεύσει, εγώ θέλω σου δείξει να υγιάνεις από την ανάγκην σου υπό του υψίστου Θεού, και εάν ορίζεις να με ηκούσεις, εγώ θέλω σου ειπεί δια έναν ιατρόν καθαρόν και καλόν οπού εγιάτρευε εις την Ιερουσαλήμ, οπού όμοιον αυτού ποτέ σου δεν είδες. Αυτός εγιάτρευε κουτσούς, τυφλούς, βουβούς, λεπρούς, δαιμονιζομένους, και τους νεκρούς ανάσταινε και άλλα πολλά σημεία οπού έκανεν, και από τα τόσα σημεία οπού έκανεν ποτέ του δεν επλερώνετον. Και ήτονε άνθρωπος καλής ζωής, και εάν θελήσεις να πιστεύσεις εις αυτόν θέλεις υγιάνει. Λέγει ο Ουεσπεσιανός με μεγάλην χαράν: Και πως και με τι τρόπο ημπορούμε να τον έχομεν; Λέγει του ο αποκρισάριος πως οι Ιουδαίοι δια φθόνον τον εσταύρωσαν και εδώσαν του τον θάνατον και πως ο Πιλάτος τον αποφάσισεν άδικα, δια φόβον να μην χάσει τον οφίκιον οπού είχεν και πως εκείνοι τον είχαν βάλει εις μίαν κολόναν και εδέσαν τον και εφραγγελώσαν τον και εβάναν του εις το κεφάλι ένα στεφάνι με αγκάθια, τα οποία αγκάθια απερνούσαν εις το κεφάλι του, και πως τον εκτύπησαν εις την πλευράν με ένα κοντάρι και είδαν πολλά σημεία εις την θανήν του και από τον φεγγάριν και από τον ήλιον και από την γην. Λέγει ο Ουεσπεσιανός: Μα τον αληθινόν Θεόν, δια την θανήν του λυπούμαι μεγάλως και εγώ σου λέγω εις την αλήθειαν ότι τον είδα εις τον ύπνον μου εις ένα καράβι οπού είχεν έρθει, είχα ιδεί έναν άνθρωπον γυμνόν και πολλά κατεφρονεμένον και απεθαμένον με πολλές πληγές οπού είχεν λάβει, και μίαν γυναίκα οπού έκανε πολλά κλάματα, και είδα και τον σταυρόν και την κολόναν και τα καρφία. Και εγώ τον ε-ρώτησα τις τον έκαμε έτσι και αυτός δεν ηθέλησε να μου το ειπεί και παρευθύς εχάθη το αυτό καράβι. Και δια τούτο σε παρακαλώ να μου ειπείς το όνομά του. Και λέγει του ο αποκρισάρης: Εγώ να σου το ειπώ να το μάθεις. Εκείνος εγεννήθη από μίαν παρθένον οπού την έκραζαν Μαρίαν και εκείνον τον έλεγαν Ιησούν Χριστόν και αληθινόν υιόν του Θεού, και δια το βάπτισμα πάσα έναν κάνει και σώνεται, ήγουν όστις βαπτισθεί εις αυτόν και πιστεύσει το όνομα αυτού υγιαίνει, και κάμε να βαπτισθείς εσύ και όλοι σου οι άνθρωποι. Και ο Ουεσπεσιανός εγροικώντας τον λό-γον του αποκρισαρέου οπού του είπε δια την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αποφάσισε να βαπτιστεί, και παρευθύς το να εβαπτίσθη παρευθύς ελευθερώθηκε από την ανάγκην οπού είχεν. Kαι αποφάσισε ότι να υπάγει εις την Ιερουσαλήμ να κάμει εκδίκησιν απάνω εις τους Εβραίους δια όνομα του Χριστού. Και έκαμε δεκαπέντε ημέρες μεγάλην εορτήν και μεγάλην χαράν, όσην έναι δυνατόν να γένει, αυτός και ο αποκρισάρης αντάμα εις δόξαν και ύμνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις τιμήν και δόξαν της πανυπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας της αυτού μητρός. Και απερνώντας τούτες οι μέρες οι δεκαπέντε, ο αποκρισάρης υπήρε θέλημα από τον Τίτον και από τον Ουεσπεσιανόν τον βασιλέα δια να υπάγει εις την Ρώμην εις τον βασιλέα τον Τιβέριον. Λέγει ο Ουεσπεσιανός του αποκρισαρέου: Χαιρέτα μου τον Τιβέριον από μέρος μου και ειπές του πως εγώ υγίανα από την αρρωστίαν μου και πως έγινα και χριστιανός και πως τον παρακαλώ να μου δώσει εξουσίαν και θέλημα να υπάγω εις την Σουρίαν δια να κάμω εκδίκησιν εις την Ιερουσαλήμ να χαλάσω τα τείχη της και τα σπίτια και παλάτια της και ανάθεσέ με εις την βασιλείαν του. Και έτσι του έταξεν ο αποκρισάρης ότι να κάμει τον ορισμόν του και ούτως εμίσεψεν. Και ως έναι η θέλησις του Χριστού, έκαμε καλόν καιρόν και υπήγαν και έσωσαν εις τον λιμεώναν της Οστίας, οπού λείπει μακρέα από την Ρώμην δώδεκα μίλια. Και έτσι εβγήκε ο αποκρισάριος με όλους του τους ανθρώπους και υπήγε εις την Ρώμην εις την μεγάλην κούρτην του Τιβερίου. Και εκεί εξεκαβαλίκεψεν και ανέβηκεν εις το παλάτι και υπήγε και εγονάτισε ομπρός εις τον βασιλέαν και ανάφερεν όλο εκείνο όπερ είχεν να ειπεί, και ηβλέποντας ο βασιλεύς πως έναι αποκρισάρης τον εδέκτη με μεγάλην τιμήν και ερωτά τον δια το ελθιμόν του τι έναι. Και εκείνος αποκρίθη και λέγει: Ω βασιλεύ ενδοξότατε της μεγίστης Ρώμης, από μέρος του Πιλάτου προσκυνώ την βασιλείαν σου και το ομοίως και από το μέρος του ρηγός του Ουεσπεσιανός. Και έτσι του δίδει την γραφήν του Πιλάτου και λέγει του τον πρόλογον οπού λέγουν των βασιλέων και έπειτα του λέγει το πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πως ο Πιλάτος είχεν αποφασίσει αδίκως από τον φόβον του δια να μην χάσει το οφίκιον του, ήγουν να μην τον καταδώσουν οι Εβραίοι εις την βασιλείαν σου. Και εγώ σου λέγω ότι Εκείνος ήτονε ένας άνθρωπος άγιος και καλής πίστεως και απ’ αυτόν έγιναν πολλά και μεγάλα θαύματα και υγίαινεν όλους τους αρρώστους και ανάσταινε τους νεκρούς και άλλα πολλά πράγματα οπού δεν ημπορεί να σου τα μετρήσει ο νους μου, και οι μαθηταί του ακόμη κάνουν αυτά τα θαύματα εις το όνομα αυτηνού. Και ο Πιλάτος, ο κακός κριτής, έκαμε και απέθανεν και αποφάσισε ότι να βαλθεί εις τον σταυρόν, και δια τούτο, ω βασιλεύ, σου τον καταδίδω ώσπερ έναν ψευδοκριτήν και εναντίον της αληθείας, καλά και εκείνος με έστειλεν, οποίος κάνει ατιμία της βασιλείας σου. Και οι Εβραίοι εκατάδωσαν τον Ιησούν Χριστόν δια κακοποιόν, δια φθόνον οπού είχαν εις αυτόν, και αυτός ο Πιλάτος δεν ηύρισκεν καμίαν αιτίαν ότι να τον θανατώσει, διότι εκείνος ήτονε άνθρωπος άγιος και αληθινός προφήτης και αληθινός υιός Θεού, διότι έτσι εκράκτηκεν αυτός όταν τον ερώτα ο Πιλάτος. Και όσοι επίστευσαν εις αυτόν είναι ελεύθεροι από πάσαν αστένειαν, και δια βεβαιότερον λέγω σου να ηξεύρεις ότι ο ρήγας ο Ουεσπεσιανός υγίανεν από την αρρωστίαν ην είχεν και έγινεν και χριστιανός και είδεν εις τον ύπνον του τον Ιησούν Χριστόν, και χαιρετά σε και παρακαλεί σε δι’ αγάπην εκεινού του Ιησού Χριστού ότι να του δώσεις θέλημα να υπάγει εις την Συρίαν να κάμει εκδίκησιν εκεινού του αγίου ανθρώπου εις την Ιερουσαλήμ και να χαλάσει τα τείχη και τα ανώγεια και το πλήθος των Εβραίων. Και τότες του λέγει ο Βασιλεύς: Ναι, να έχει εξουσία και θέλημα να υπαγαίνει. Και έτσι έγραψε παρευθύς μίαν γραφήν και έστειλέ του την, ότι να έχει εξουσίαν να μάσει ανθρώπους του και να υπάγει εκεί οπού θέλει να κάμει εκδίκησιν. Και όταν έσωσε ο χαρτοφόρος εις την Σιβίλλιαν, ήγουν εις την χώραν οπού ήτονε ο Ουεσπεσιανός, υπήγεν και εγονάτισεν ομπρός του και έδωσέ του την γραφήν. Και ο Ουεσπεσιανός άνοιξε και εδιάβασέ την με μεγάλην χαράν και έδωσε του χαρτοφόρου ένα καλόν χάρισμα και έκαμε έναν ορισμόν εις όλην την Σπανίαν ότι να ητοιμασθούν όλοι δια να υπάγουν εις την Συρίαν και έτσι αρμάτωσε πολλά κάτεργα και καράβια. Και ας αφήσομεν τον Ουεσπεσιανόν και ας ελθούμεν εις τον αποκρισάρην, όποιος ήτονε με τον Τιβέριον τον βασιλέαν και ανάφερέ του όλα τα καμώματα του Πιλάτου και ήξευρε να του ειπεί τόσα, ότι ηθέλησε να στείλει δια να του φέρουν τον Πιλάτον, και ο Θεός δεν τον είχεν αφήσει να ζήσει, αμή απέθανεν. Και γίνεται ο Κλαύδιος Καίσαρ βασιλεύς της Ρώμης, οποίος είχεν μίαν αρρωστίαν, ήγουν πολλών πληγών σάπιες και απ’ αυτές είχεν πολλήν κακοπάθειαν και δεν ημπόρειε να εύρει ιατρείαν. Και ηκούγοντας τούτος ο Κλαύδιος από τον άνωθεν αποκρισάρην τα πράγματα άπερ έκαμεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και οι μαθηταί αυτού και ο Πιλάτος, αποφάσισε να στείλει έναν αποκρισάρην εις τον Πιλάτον ή να στείλει αυτόν τον Χριστόν ή τους μαθητάς αυτού, και έγραψε μίαν γραφήν εις τοιούτον τρόπον.

Πως ο Κλαύδιος Καίσαρ έγραψε του Πιλάτου περί της αρρωστίας αύτου Κεφ. ρπς΄

[Επεξεργασία]

Ο Κλαύδιος Καίσαρ ο βασιλεύς της Ρώμης, εις τον Πόντιον Πιλάτον. Ζώντας και κυβερνώντας την βασιλείαν ο Τιβέριος Καίσαρ ο προ ημών έλαβεν τρεις γραφές, πως οι Εβραίοι δια φθόνον είχαν σταυρώσει και εθανάτωσαν έναν άγιον άνθρωπον, οποίος έκανεν θαύματα μεγάλα και πολλά και υγίαινεν πάσα ανάγκην οπού να είχεν πάσα άνθρωπος, και αυτός ο άνθρωπος αναστήθη, και ήκουσα πάλιν πως έμειναν οι μαθητάδες του, και αυτοί από την επιστήμην του διδασκάλου τους υγιαίνουν πάσα άρρωστον. Και λέγω σου και δηλοποιώ σου ότι εγώ είμαι πονεμένος και έχω πολλές πληγές και κακές και με πολλήν θέρμη, και δεν ημπόρουν να ευρεθούν ιατρικά μήτε κανένας μέθοδος εις εμέ να υγιάνω, και δια τούτο αν έναι δυνατόν κάμε ότι αυτός να έλθει εδώ συντροφεμένος καλά και με μεγάλην τιμήν εις εμέ και κοίταξε να τον ευρείς αν ημπορέσεις, επειδή αναστήθη και ευρίσκεται, και θέλω σου στείλει έναν μέγαν άνθρωπον αποκρισάρην δια να τον συντροφέψει. Ο Κλαύδιος Καίσαρ ο βασιλεύς έστοντας να γράψει τότες νέα εις την Ιερουσαλήμ του Πιλάτου δια την αρρωστίαν αυτού και πως να ευρεθεί ο Ιησούς Χριστός, ώσπερ έναι γραμμένον άνωθεν, έκαμε και ηύραν του έναν αποκρισάρην φρόνιμον, καλοκουναρημένον, ονόματι Βολουσιανόν, ιερέαν του ναού, τον οποίον να τον στείλει εις το μέρος της Ιερουσαλήμ. Και ο Κλαύδιος ο Καίσαρ τον εβεβαίωσεν αποκρισάρην και επαρακάλεσέ τον απάνω εις τους θεούς του και εις τους ποιητάς και δούλους των θεών ότι αυτός να έναι γλήγορος να υπάγει και να έλθει και να του φέρει εκείνον τον ευλογημένον Ιησούν Χριστόν δια να του ιατρέψει εκείνην την μεγάλην αρρωστίαν οπού είχεν. Και είχεν μεγάλην επιθυμίαν να τον ιδεί. Και έχω ελπίδα, λέγει, ότι να μου δώσει την υγείαν μου. Και θέλεις δώσει του Πιλάτου τούτες τες γραφές, από τες οποίες η μία έναι απόκρισιν της μιας γραφής οπού είχεν στείλει του Τιβερίου του προ εμού δια την διαφέντεψίν του, οπού εθανάτωσεν τον Ιησούν Χριστόν. Και ο Βολουσιανός εδέκτηκεν τες γραφές και έταξέ του του Κλαυδίου Καίσαρος ότι να κάμει το αυτού θέλημα. Και με μεγάλην ταπείνωσιν έλαβεν θέλημα από τον βα-σιλέαν και υπήγεν εις το σπίτι του και έκαμε διάταξιν και ητοίμασεν και εδιόρθωσε τα πράγματά του. Και έτσι υπήρε πολλά στάμενα και καλήν συντροφίαν και εσέβη εις το καράβι, το όποιον ήτον καλά αρματωμένον και εις καλήν ευτρέπισιν, και υπήγε εις το ταξίδι. Και από μεγάλην κακουχίαν του καιρού έκαμε έναν χρόνον και τρεις μήνες να υπάγει.

Πως ο Πιλάτος εδέκτη τον Βολουσιανόν τον αποκρισάρην με μεγάλην τιμήν Κεφ. ρπζ΄

[Επεξεργασία]

Ηκούγοντας οι Εβραίοι το έλθιμο τουτουνού του φρονίμου αποκρισαρίου, φοβι-ζάμενοι πολλά εν τω άμα ηθέλησαν να μάθουν την αφορμήν, δια τι τρόπον ήλθεν ο αποκρισάρης, και έτσι υπήγαν εις τον Πιλάτον. Και ο Πιλάτος είχεν δεκτεί τον Βολου-σιανόν με μεγάλην τιμήν και έλεγέ του: Ακριβέ μου φίλε, το έλθιμό σου ήτονε γλήγορο και οι δουλευτάδες μου δεν είχαν καιρόν ότι να έλθουν να σε συναπαντή-σουν μήτε να σου κάμουν την τιμήν την πρέπουσαν. Και ο Βολουσιανός δίδει τες γραφές του Πιλάτου και ευχαριστεί τον εις τους λόγους τους πρώτους οπού του είπε. Έπειτα του λέγει την αιτίαν διατί ήλθε, ήγουν δια να εύρει τον Ιησούν Χριστόν, ο-ποίος, καθώς έγραψεν του Τιβερίου Καίσαρ, έκαμνε πολλά θαυμάσια και υγίαινε πά-σα αρρωστία, και επειδή ο Κλαύδιος ηυρίσκεται εις μεγάλην και κακήν αρρωστίαν και εις αυτόν δεν ευρίσκεται καμίαν μέθοδος να υγιάνει, ως καθώς σου το έγραψε και δια γραφής του, και τούτος έναι ο χαρτοφόρος οπού ήφερνε τες γραφές οπού έστελνες του Τιβερίου Καίσαρος του απερασμένου, οποίος είχεν το όνομα Θωμάς Ιουδαίος. Και τούτος ο Θωμάς είπεν ενώπιον του Κλαυδίου τα μεγάλα και θαυμαστά θαυμάσια εκεινού του Ιησού Χριστού, και κατά αλήθειαν ήτονε υιός Θεού. Και τότες είπεν ενού από τους καβαλαραίους του Πιλάτου ότι Και ο Κλαύδιος έχει πολλήν και μεγάλην επιθυμίαν να ιδεί εκείνον τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον εσύ, Πιλάτο, δεν εσυλλογίσθης να τον αφήσεις, αμή έκαμες και εσταυρώσαν τον και απέθανεν. Και ο Πιλάτος εφοβήθη και δεν ήξευρεν τι να απολογηθεί. Και ο Βολουσιανός του λέγει: Δεν έπρεπε ότι ποτέ να υποσχεθείς μήτε να αποφασίσεις να απεθάνει διχώς θέλημα και εξουσίαν του Καίσαρος. Απολογάται ο Πιλάτος και λέγει: Μα την αλήθειαν, εγώ δεν ημπόρουν να τους εναντιηθώ, διότι εκείνοι τον επαράδιδαν πως έλεγε ότι έναι βασιλεύς και εγίνετον υιός Θεού και ετσάκιζέ τους το Σάββατον και άλλες εγκαλεσίες πολλά κακές και πολυποίκιλες. Λοιπόν όλες ήσαν ψεύτικες, αμή εγώ εφοβήθηκα πολλά εις την ατυχίαν τους και από τον θυμόν τους. Και ένας από τους καβαλαραίους του Πιλάτου λέγει: Αυθέντη, τούτος ο Ιησούς Χριστός αληθινά ανέστη και υπήγε με τους μαθητάδες του. Και πολλοί τον είδαν, ένας άρχος ονόματι Ιωσήφ ο απ’ Αριμαθίας, άνθρωπος άγιος και δίκαιος, οποίος έναι εις τούτην την χώραν, αυτός θέλει ηξεύρει να σου ειπεί όλην την αλήθειαν. Και τότες ο Βολουσιανός έστειλεν δια να κράξουν τον Ιωσήφ και όταν ήλθε του έκαμε μεγάλην τιμήν και λέγει του: Εσένα σε επαράδωσαν εδώ εις εμέ δια άγιον και δίκαιον και καλόν άνθρωπον και εμαρτυρήθης υπό πολλών ανθρώπων και εσύ θέλεις ηξεύρει να με βεβαιώσεις δια τον Ιησούν Χριστόν, και παρακαλώ σε να μου εξεκαθαρίσεις την πάσαν αλήθειαν εις ό,τι και αν ηξεύρεις. Και ο Ιωσήφ του αποκρίθη και λέγει: Εγώ ηξεύρω να σου ειπώ κατά αλήθεια ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, αναστήθη και είδα τον και εσύντυχα μετ’ αυτόν εις τούτην την χώραν και είδα τον και εις την Γαλιλαίαν με τους μαθητάδες του αντάμα απάνω εις το βουνό της Γαλιλαίας. Και τότες παρευθύς ο Βολουσιανός έστειλεν παντού να τον εύρουν και δεν ημπόρεσαν να εύρουν τίποτες, αμή ηύρανε πως τον είδαν πολύν καιρόν οπού ανέβη εις τους ουρανούς. Και ήσαν δώδεκα άνθρωποι, οι οποίοι ήλθαν και εμαρτυρήσαν ομπρός εις τον Βολουσιανόν πως τον είδαν φανερά οπού ανέβηκεν εις τους ουρανούς. Ακούγοντας ο Βολουσιανός τούτα τα θαυμάσια του Ιησού από τόσον πολύν λαόν και πολλοί από τον λαόν επίστρεψαν εις αυτόν, όλην την ημέραν εκάθοτον πικραμένος δια τον θάνατόν του. Και έτσι εδέσμευσεν τον Πιλάτον με την φαμελίαν του και ανασχύντησέ τους και έλεγέ τους κλαίγοντας: Πως έτσι εσείς να υποσχεθείτε να θανατωθεί ένας τοιούτος άνθρωπος δίκαιος και τοιούτης αγίας ζωής και δεν έκαμες να το μάθει ο βασιλεύς ηβλέποντας τα καμώματά του τόσα μεγάλα και θαυμαστά. Και ο Πιλάτος εξαφορμίζοτον ότι ο φθόνος των Ιουδαίων και οι ατυχίες τους ήθελαν ότι κατά πάσαν ανάγκην να απεθάνει, αμή αυτός ήτονε άναιτος του θανάτου αυτού. Και ο Συμεών, ένας από τους μαθητάς του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, απολογήθη και λέγει: Πως ήσουν αθώος εσύ, Πιλάτο, οπού εσύ έκαμες και τον έδειραν και εφραγγελώσαν τον και έλεγές του: Δεν μου απολογάσαι, δεν ηξεύρεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και εξουσίαν έχω να σε αφήσω να υπά-γεις; Και ο Πιλάτος αποκρίθη και είπε: Αληθινά, διότι εγώ εφοβούμουν την κακίαν και τον θυμόν των Εβραίων, και εκείνο οπού έκαμα επίστευα ότι με εκείνο θέλω τους θαραπαύσει και να σιωπήσουν να μην κάνουν άλλο τίποτες. Και αφού είδα ότι τίποτες δεν μου άξιζε εκείνο, τότες εγώ ένιψα τας χείρας μου κατέμπροσθεν εις όλο το πλήθος και είπα τους ότι εγώ αθώος ειμί εκ του αίματος τουτουνού του ανθρώπου του δικαίου. Και αυτοί μου απολογήθηκαν και είπαν ότι το αίμα αυτηνού ας έναι απάνου μας και εις των παιδιών μας. Και ο Βολουσιανός αποκρίθηκε του Πιλάτου και λέγει του:Δεν ετύχαινε ποτέ να υποσχεθείς μήτε να τους πιστεύσεις εις τους λόγους τους αυτών των Εβραίων δι’ έναν τοιούτον μέγαν άνθρωπον και θαυμαστότατον.

Πως ο Βολουσιανός γυρεύοντας τίποτες να εύρει από του Χριστού ηύρηκεν μίαν ονό-ματι Βερόνικα, οπού είχεν το σουδάριον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Κεφ. ρπη΄

[Επεξεργασία]

Μετά ταύτα ο Βολουσιανός άρχισε να εξετάζει και να ερωτά εάν ευρίσκεται τί-ποτες πράγμα από του Χριστού. Τότες απολογάται ένας ονόματι Μάρκος και λέ-γει: Εγώ ηξεύρω, αυθέντη, να σου ειπώ ένα μεγάλο θαύμα δια τούτον τον Ιησούν Χρι-στόν. Μίαν φοράν ήτονε ένα μεγάλο πλήθος και μία γυναίκα αρρωστημένη πολλού καιρού από αίμα οπού την έτρεχεν αποκάτου, η οποία εσέβη μέσα εις αυτό το πλήθος με μεγάλην πίστιν και ελπίδαν και υπήγε και επίασε την άκραν του ρούχου του, και παρευθύς έστη η ρύσις του αίματος οπού είχεν, και ηβλέποντας τούτο το θαύμα εκείνο το πλήθος εδιηγούνταν αλλήλους τους πως ο Ιησούς έκαμε τοιούτον θαύμα. Και η γυναίκα υπήγαινε αείποτες οπίσω εις αυτόν τον Χριστόν όπουθε και αν υπήγαινεν αυτός και εδόξαζέ τον και εδούλευέ τον. Και όταν τον υπήραν να τον σταυρώσουν τούτη η γυναίκα έκλαιγεν και εφώναζεν και ελυπείτον δια τον θάνατόν του, και έλεγε: Ω Κύριέ μου, άφες μου τίποτες σημείο πριν παρά να απεθάνεις, και ο Ιησούς Χριστός της λέγει: Έλα σφόκισε το πρόσωπόν μου με το μαντήλι σου. Και αυτή παρευθύς εβγάνει το μαντήλι από το κεφάλι της και εσφόγγισε το τίμιον και άγιον πρόσωπον του Χριστού. Και παρευθύς ετύπωσε και εσημειώθη η ομοιότητα του προσώπου του εις εκείνο το μαντήλι. Και αυτή η γυναίκα ημπορεί να σου δείξει την τύπωσιν εκεινού, εάν θέλει να σε δουλέψει. Και τότες έκαμεν ο Βολουσιανός και ηύραν αυτήν την Βερόνικαν και ηφέραν την ομπρός του, και όταν την είδε την ετίμησεν και εδόξασε την σοφίαν της και την γνώσιν της ως καθώς είχεν ηκούσει από πολλούς. Έπειτα την επαρακάλεσε ότι να του δείξει αυτήν την τύπωσιν του προσώπου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και αυτή ήθελεν ότι να του αρνηθεί. Και ο Βολουσιανός τόσο πολλά την επαρακάλεσεν, ότι έστερξε να του την δείξει. Και έτσι έκαμε και εσυντροφέψαν την έως εις το σπίτι της δια να πάγει να φέρει αυτήν την τύπωσιν και αυτή την είχεν μέσα εις μίαν θήκην μακράν ως έναν πήχαν και επροσκύνα την και ετίμα την. Και έτσι την παίρνει και φέρνει την εις τον Βολουσιανόν και αυτός την εδέκτηκεν με μεγάλην τιμήν και ευλάβειαν και υπήραν τον τα δάκρυα ηβλέποντάς την. Έπειτα γυρίζει προς τους Εβραίους και ανασχυντά και υβρίζει τους και λέγει τους ότι γένει θέλει εκδίκησις καταπάνω σας εις το πράγμα οπού εκάμετε, οπού ποτέ δεν έγινεν εις τον κόσμον άλλο τοιούτον πράγμα, να παραδώσετε και να σταυρώσετε έναν τοιούτον άνθρωπον άγιον και δίκαιον και καλής φύσεως. Και τότες ητοιμάσθη ο Βολουσιανός και εμίσεψε από την Ιερουσαλήμ και υπήρε ομού μετ’ αυτόν την αγίαν τύπωσιν του προσώπου του Χριστού και υπήρε και αυτήν την Βερόνικαν και έταξέ της να της κάμει πολλά και μεγάλα πράγματα εις ωφέλειαν αυτής και έτσι υπήρε και τον Πιλάτον με τα σίδερα εις τα ποδάρια και εσέβησαν εις το καράβι δια να έλθουν εις την Ρώμην.

Πως ο Κλαύδιος ο βασιλεύς επροσκύνησε το άγιον σουδάριον Κεφ. ρπθ’

[Επεξεργασία]

Ερχάμενος ο Βολουσιανός σιμά εις την χώραν της Ρώμης, ο Κλαύδιος όλως ε-χάρη και έστειλεν ανθρώπους να τον συναπαντήσουν και να του κάμουν μεγάλην τιμήν. Και έτσι υπήγεν ο Βολουσιανός και επροσκύνησε τον βασιλέαν ως έπρεπεν, και τότες του ανέφερεν την άργηταν οπού έκαμεν, ήγουν δια την φουρτούνα και τους κακούς καιρούς οπού έπαθεν όταν υπήγαινεν, και ανάφερέ του και πως του ήφερεν και τον Πιλάτον. Και ανάφερέ του όλα όσα και αν έκαμεν εις την Ιερουσαλήμ και όσα είδε και όσα ήκουσε. Και ο Κλαύδιος του είπε: Διατί δεν εθανάτωσες τον Πιλάτον, αμή μου τον ήφερες εδώ; Λέγει του ο Βολουσιανός: Εγώ εφοβούμουν να μηδέν μου κάμεις κακόν, δια τούτο δεν τον εθανάτωσα και ήφερά σου τον εδώ εις την Ρώμην. Και ο Κλαύδιος δεν ήθελεν να τον ιδεί ομπρός του τον Πιλάτον, αμή έβαλε και εξετάξαν τον και αποφασίστηκεν ότι να έναι αποκλεισμένος εις όλην του την ζωήν εις την Τοσκάνα, εις μίαν χώραν οπού την λέγουν Τεμπερίνα. Και έκαμάν του ότι ποτέ του να μην φάγει πράγμα οπού να έναι ψημένο με στία. Έπειτα λέγει ο Βολουσιανός: Ενδοξότατε βασιλέα, εκείνον τον Ιησούν Χριστόν δεν ημπόρεσα να τον εύρω, αμή εγώ ήφερα μετ’ εμένα μίαν γυναίκα αγία και δικαία με ένα τύπωμα του προσώπου του Χριστού εκεινού του ευλογημένου. Και τότες άρχισε και ανάφερεν την ιστορίαν της Βερόνικας και τα θαύματα άπερ έκαμε, ώσπερ έναι γραμμένο εδώ όπισθεν. Και ηκούγοντας ο Κλαύδιος αυτήν την ιστορίαν και το θαύμα οπού έκαμεν του άρεσεν πολλά. Και έτσι είχεν πολλήν και μεγάλην χαράν και έτρεμεν έως ότου να ιδεί τούτην την Βερόνικαν με την αγίαν εκείνην τύπωσιν του προσώπου του Χριστού. Και ο Κλαύδιος αείποτες υπήγαινεν γονατισμένος και προσκυνώντας την αγίαν αυτήν τύπωσιν του Χριστού με την Βερόνικα, και έτσι άρχισε να την ερωτά να του λέγει την υπόθεσιν όλην πως εσυγύρισεν. Και έστεκεν ολοένα γονατισμένος ομπρός της και έκλαιγεν έως ότου αυτή του έλεγε την υπόθεσιν, και τότες εβγάνει την αγίαν πρόσοψιν και δείχνει του την, και ο Κλαύδιος έπεσε ολοψύχως και μετά δακρύων προς την αγίαν αυτήν τύπωσιν και επροσκύνα την. Και παρευθύς υγίανεν από εκείνην την κακήν και μεγάλην ασθένειαν οπού είχεν. Και έκαμαν τόσην χαράν, ότι δεν ημπορεί να την μετρήσει τινάς. Και την Βερόνικα την ανάπαυσεν πολλά καλά από ει τι της έκανεν χρεία δια να ζει και την τύπωσιν την έβαλεν εις τόπον ξεχωρισμένον, τίμιον και άγιον και έπειτα ερώτησε δια να έλθει εις τον νόμον τον νέον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και να κάμει όλους τους ορισμούς αυτού. Και έτσι του είπαν ότι Δεν ορίζει άλλος, μόνον εσύ, και κάμε ει τι θέλεις και κάμε ότι πάσα άνθρωπος να κάνει καλά και να προσεύχεται, να μην αμαρτάνει και να πιστεύει εις αυτόν πως έναι Υιός Θεού αληθινός και να βαπτιστεί. Και εσυγκατέβη ο Κλαύδιος εις όσα του είπαν, οπού τα έκανεν έως εννέα μήνας οπού επίστευε όλα αυτά οπού του είπαν. Και μετά τους εννέα μήνας εβαπτίσθη αυτός και όλη του η φαμελιά και με άλλους πολλούς. Έπειτα έβαλεν ητοιμασίαν ότι ο Ιησούς Χριστός να προσκυνάται ως Θεός υπό πάντων, και το γύρο της τυπώσεως αυτής του Χριστού έκαμε και έκαμαν έναν σταυρόν και έκαμε ότι όλα τα είδωλα να τα χαλάσουν και να τα αφανίσουν παντελώς, και δια τούτο οπού όρισε να γένει πολλοί αναπάγησαν, και εκείνοι οπού δεν ηθέλησαν να υποσχεθούν έκαμε και επαρακαλέσαν τους και εδιδάξαν τους ότι να επιστραφούν εις την αληθινήν πίστιν. Και πολλούς οπού δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν έσφιξέ τους και εμαρτύρησέ τους τόσο, ότι τους περισσοτέρους της Ρώμης έκαμε και επίστρεψαν. Έπειτα απέθανεν. Και μένει μετά ταύτα Γάιος Καίσαρ, οποίος έζησεν ολίγον καιρόν, και μετά την θανήν αυτού έγινεν ο Νέρων ο βασιλεύς. Και εις αυτηνού τον καιρόν ήλθεν ο Πέτρος και ο Παύλος οι απόστολοι και μαθηταί του Χριστού εις την Ρώμην και εδίωκαν τον Σίμων τον μάγον, τον διδάσκαλον της κακίας. Και αυτός ο Σίμων έκαμνε υπό ενεργείας διαβόλου πολλά σημεία και έλεγεν ότι έναι υιός Θεού, και έκαμεν και επίστευσεν ο Νέρων προς αυτόν λέγοντας ότι έναι ο Χριστός οπού εσταυρώθη εις την Ιερουσαλήμ και όλο εκείνο οπού ο Ιησούς Χριστός είχεν κάμει, τούτος ο Σίμων το έλεγεν και ανάφερνέ το του Νέρωνος, πως ο Πιλάτος οπού έναι εις την φυλακήν της Τιβέριος, αυτός είχεν κάμει και εσταυρώθη. Και ο Νέρων παρευθύς έστειλε εις την Τοσκάναν και ήφεραν τον Πιλάτον και έκαμεν και ανάφερέ του όλο εκείνο όπερ έγινεν εις την Ιουδαίαν, ήγουν εις την Ιερουσαλήμ, απάνω εις τούτον τον Ιησούν Χριστόν, και πως αυτός τον επρόδωσεν. Έπειτα έστειλεν και έκραξαν τους μαθητάς του Χριστού τον Πέτρον και Παύλον, και αυτοί ήλθαν και εκατήσχυναν τον Σίμων τον μάγον και είπανε ότι αυτός έναι ένας ψεύτης και άτυχος άνθρωπος και γελά τον κόσμον, αμή εάν θέλει ο Νέρων να μάθει την πάσαν αλήθειαν ας εύρει τες γραφές οπού έστειλεν ο Πιλάτος του Τιβερίου Καίσαρος, οι οποίες είναι εις την καγκελαρίαν του Καπετωλίου, και θέλει μάθει την αλήθειαν. Και έτσι ο Νέρων όρισε να τες φέρουν και παρευθύς τες ήφεραν και αναγνώσαν τες και έλεγαν το περισσότερον μερτικόν από τα πράγματα όσα έκαμε και όσα είπεν ο Χριστός. Και ηβλέποντας τας γραφάς ο Πέτρος και ο Παύλος λέγουν του Νέρωνος ότι αυτές οι γραφές είναι αληθινές και αυτός ο Σίμων έναι διαβολεμένος και ψεύτης και έχει δύο γνώμες, μία διαβολικήν και άλλην ανθρωπινήν και όχι του Θεού, και με τούτα τα καμώματα φέρνει τους ανθρώπους να κάνουν κακά και όσοι του πιστεύουν είναι γελασμένοι, και ο Πιλάτος λέγει ότι αληθινά είναι όσα λέγει ο Πέτρος. Και τότες ο Νέρων ερώτησεν τι απαλλαγής άνθρωπος έναι αυτός ο Πιλάτος και από τι γένος. Και ηύρεν ότι έναι Ρωμανός και πως ήτονε περιτμημένος εις το περιγίαλον της επαρχίας της Καπερναούμ, και τότες ο Νέρων έκαμε και εθανάτωσάν τον τον Πιλάτον. Και άλλες ιστορίες λέγουν ότι τον εθανάτωσεν ο Τιβέριος Καίσαρ ατός του και αυτόν και τους ιερείς και γραμματείς, διότι υπήγεν η Μαγδαληνή Μαρία μετά την ανάληψιν του Χριστού εις την Ρώμην εις αυτόν τον Τιβέριον Καίσαρ και εγκάλεσε τον Πιλάτον και τους αρχιερείς και γραμματείς. Και αυτός έστειλεν και ηφέραν τον ομού με τους γραμματείς και εθανάτωσέ τους, πλην δε, άπερ είπαμεν άνωθεν είναι τα αληθέστατα, διότι αυτά τα έχουν γραμμένα και εις την καγκελαρίαν της Ρώμης. Και τούτα τα πράγματα τότες εγράφτηκαν δια να τα ηξεύρουν πως ο Κλαύδιος Καίσαρ τον είχεν αποφασισμένον και αυτός ο Κλαύδιος επίστευσεν εις τον Χριστόν και πως απέθανεν ο Πιλάτος και πως ο Νέρων ο βασιλεύς ήτονε διώκτης των χριστιανών και πως ο Σίμων ο μάγος έκαμεν με τες μαγείες οπού ήξευρεν και επροσκυνούσαν τον όλοι οι Ρωμάνοι και πως αυτός ο Σίμων επροφήτευεν του Νέρωνος από αίτια διαβολικήν και πως αυτός θέλει αποθάνει από έναν κακόν θάνατον, εάν αυτός ξετρέχει τες κακές αυτού επιθυμίες και αμαρτίες. Ακόμη έκαμεν ο Σίμων και εδιελέχθηκεν μεγάλως με τον Πέτρον και Παύλον, και έκαμεν πολλά θαύματα υπό της ενεργείας του διαβόλου κατέμπροσθεν του Νέρω-νος, και το πλήθος των Ρωμάνων επίστευε ότι θέλει κερδέσει τον Πέτρον και τον Παύλον. Και έκαμεν ορισμόν αυτός ο Σίμων εις όλο το μέρος της Ρώμης ότι ει τις τον πιστεύει να έλθει εις την Ρώμην. Και έτσι ήλθαν και αυτήνοι. Και αυτός έκαμε και έβαλαν τον Πέτρον εις τον σταυρόν δια να ιδούν φανερά ότι αυτός έναι αληθινός υιός Θεού και αυτός ήτον οπού έβαλαν οι Εβραίοι εις τον σταυρόν, ήγουν ο Σίμων, και πως αυτός ήθελεν να ανέβει εις τους ουρανούς. Και ηβλέποντας ο Παύλος αυτά τα πράγματα ανακατωθή πολλά και λέγει του Πέτρου ότι να παρακαλέσει τον Θεόν να τους ελευθερώσει απ’ αυτόν τον μάγον. Και ο Πέτρος του απιλογήθη και λέγει του: Μηδέν συγχύζεσαι, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν θέλει υπομείνει εις μάκρος τουτουνού του Σίμου τα μαγικά. Και παρευθύς ήλθεν πολύ πλήθος ανθρώπων εις την Ρώμην. Και ηβλέποντας ο Σίμων το ελθιμόν του πλήθους λέγει του Νέρωνος ότι να κάμει να έλθουν ο Πέτρος και ο Παύλος και πάσα ένας να σταθούν να τον ηβλέπουν πως θέλει να ανεβεί εις τους ουρανούς. Και ο Σίμων ο μάγος κάνει και έρχεται ένα γνέφος άσπρο δια μαγείας αυτού του διαβόλου και εις αυτό το γνέφος ήσαν πολλοί διαβόλοι, και αυτοί τον έλαβαν και ασηκώσαν τον εις τον αιθέρα του ουρανού κατέμπροσθεν του Πέτρου και Παύλου και του Νέρωνος και όλου του πλήθους της Ρώμης. Και ηβλέποντας ο Πέτρος τοιούτον πράγμα επαρακάλεσεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν να εμφανίσει την αληθινήν αυτού πίστιν, και λέγει: Ω Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, παρακαλώ σε εγώ Πέτρος ο μαθητής σου ότι να δείξεις την μεγάλην σου δύναμιν κατά του μάγου τουτουνού, όστις υπό ενεργείας διαβολικής κάνει και υπάγει εις τον αιθέρα του ουρανού, και δείξε του πλήθους της Ρώμης την αυτήν αλήθειαν. Και έτσι παρακαλώντας ο Πέτρος τον Χριστόν παρευθύς ήλθεν ένα μεγάλο χαλάζι, οπού έκαμε και ετρόμαξεν όλο το πλήθος της Ρώμης, και με τούτο το χαλάζι έπεσεν και εξεσφοντυλίσθη ο Σίμων ο μάγος και έγινε κομμάτια το κορμί του και οι διαβόλοι υπήραν την ψυχήν του και υπάγει εις την αιώνιον Κόλασιν. Και την υπήραν οι διαβόλοι έτσι φανερά εκεί κατέμπροσθεν του Νέρωνος και του λαού ολουνού, και έτσι έμεινεν εις μεγάλην εντροπήν και εις μεγαλύτερην ζημίαν εκείνος και όσοι επίστευαν εις αυτόν. Και ετελειώθη κακώς η ζωή αυτηνού του Σίμωνος μάγου, και δι’ αυτό το θαύμα οπού έκαμαν οι Απόστολοι επίστρευσαν πολλοί από το πλήθος της Ρώμης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό του Πέτρου.

Πως ο Νέρων ο βασιλεύς εσκοτώθη ατός του Κεφ. ρζ’

[Επεξεργασία]

Εβασίλευσεν αυτός ο Νέρων ο βασιλεύς των Ρωμάνων χρόνους δεκατρείς, ώ-σπερ άνθρωπος κακός και άτυχος και διώκτης του Πέτρου και του Παύλου. Και άλ-λους πολλούς χριστιανούς έκαμε και απέθαναν και ήτον πολλά εναντίος της πίστεως. Και μέσα εις τα πολλά κακά άπερ έκαμε, έκαμε και απέθανεν και η μάνα του, ακόμη έκαμε και απέθανε και ένας ονόματι Σενέκας διδάσκαλος και πολλούς από το πλήθος της Ρώμης. Και μέσα εις όλα τα κακά άπερ έκαμεν, αποφάσισεν ότι να κάψει και την Ρώμην, και οι Ρωμάνοι όταν το εγροίκησαν εμαζώχθησαν όλοι και εσυνεβουλεύθησαν ότι να τον σκοτώσουν και εις τοιούτον τρόπον τον εδίωξαν να τον σκοτώσουν και πολλοί από τους Ρωμάνους υπήραν πλήθος αρματωμένων ανθρώπων, και ηβλέποντας ο Νέρων ότι δεν ημπορεί να γλύσει από τας χείρας τους ουδέ ηθέλησε καν να παραδοθεί, αμή εσκοτώθη, έβγαλε όλα του τα άρματα από πάνω του και επίασε το σπαθί του και εσκοτώθη ατός του. Και το κορμί του το έθαψαν αποκάτω εις ένα μέγα δένδρον, και εις αυτό το δένδρον εκατοικούσαν πολλοί δαίμονες και έκαναν πολλήν ζημίαν των ξένων οπού απερνούσαν από εκείνο το δένδρον και έκαναν πολλούς και απεθηνίσκαν από τον φόβον τους, και έκαναν το τούτο πολύν καιρόν, έως ου οπού έγινεν ένας πάπας άγιος άνθρωπος, και αυτός είχεν κάμει μεγάλην δέησιν προς Θεόν με μεγάλην λιτήν ομού με τους επισκόπους, και τότες έκαμεν και έκοψαν αύτο το δένδρον. Και ηύρηκεν το κορμί του Νέρωνος του βασιλέως εκεί μέσα, οπού το είχαν πάρει οι διαβόλοι, και έκαμε και εβγάλαν το από το δένδρον εκείνο. Και εκεί εις αυτόν τον τόπον έκαμεν και έκαμάν του μίαν εκκλησίαν, οπού την κράζουν Θεοτόκον του λαού. Και οι δαίμονες εχάθησαν απόκει. Και εις τοιούτον τρόπον ετελειώθη η κάκιστη ζωή του τυράννου τούτου του Νέρωνος.

Πως ο Ουεσπεσιανός έκαμεν εκδίκησιν δια τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Κεφ. ρζα΄

[Επεξεργασία]

Εις εκείνον τον καιρόν οπού εβασίλευεν ο Νερών ο βασιλεύς, τότες εβασίλευεν ο Ουεσπεσιανός εις την Σπανίαν. Και τούτον δια την χάριν της εκδικήσεως οπού έ-καμεν δια τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν έκαμάν τον αφού απέθανεν ο Νέρων ο βασιλεύς βασιλέαν εις την Ρώμην, οποίος εις τον καιρόν του Νέρωνος υπήγε με φου-σάτα εις την Συρίαν και έκαμεν την εκδίκησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι αυτός είχεν λάβει εξουσίαν από τον Τιβέριον Καίσαρ της Ρώμης ότι να υπάγει εις την Συρίαν και να χαλάσει εκείνον τον τόπον και να κάμει την εκδίκησιν του Κυρίου η-μών Ιησού Χριστού και δια τον θάνατον αυτού. Και είχεν υπάγει εις τον καιρόν του Γάιου του βασιλέως, οποίος είχεν ζήσει μόνον τέσσαρους χρόνους. Έπειτα έκαμαν τον αναγεγραμμένον Νέρωναν, και εις τον καιρόν αυτηνού έγινεν η ξυστερνή αιχμα-λωσία της Ιερουσαλήμ, πλην δε άλλοι λέγουν, και μάλιστα ο Χρονογράφος, ότι μετά τον Νέρωνα έγινεν Γάλβας και Όθων και Βιτέλιος, και έζησαν δύο χρόνους. Έπειτα έγινεν ο Ουεσπεσιανός με τον υιόν του τον Τίτον και εβασίλευσεν χρόνους εννέα. Και εις τον πρώτον χρόνον αυτηνού του Ουεσπεσιανόν έγινεν η εσχάτη άλωσις της Ιερουσαλήμ και εδούρησεν τετρακοσίους ογδοήντα εννέα χρόνους. Και τούτο οπού λέγουν, ότι ο Ουεσπεσιανός υπήγε και εχάλασεν την Ιερουσαλήμ εις τον καιρόν του Γάιου, ήτονε, λέγουν, μετά την Ανάληψιν του Χριστού χρόνους είκοσι. Και έβαλε ομπρός εις την χώραν της Ιερουσαλήμ, ομπρός παρά να έλθει ο Ουεσπεσιανός, τα φουσάτα και επολεμούσαν και έκαναν την εκδίκησιν του Χριστού και εχαλούσαν τους Ιουδαίους. Και εις ένα καιρόν του Πάσχα έρχονταν από μακρούς τόπους, ως καθώς ήτονε συνήθεια να έρχονται εις την Ιερουσαλήμ, και πολλοί Ιουδαίοι οπού έρχονταν και οπού υπήγαιναν είχαν πνιγεί, και επνίγησαν καλά ένδεκα χιλιάδες Εβραίοι τι άνδρες τι γυναίκες. Και τούτο ήτον η πρώτη εκδίκησις του Θεού, οπού ήλθε απάνω τους ως καθώς γράφει ο Ιωσαφάτ εις το β’ αυτού βιβλίον. Και εστάθηκεν ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός ομπρός εις την Ιερουσαλήμ και το γύρο αυτής χρόνους εννέα, εις τρόπον ότι την απόκλεισε και τινάς δεν ημπόρειε να έβγει μήτε να έμπει μέσα. Και έκαμε πολλούς πολέμους μετ’ αυτούς και εβγήκε ένα καλόν μέρος ανθρώπων και πολύ πλήθος από το μέρος της Συρίας και απ’ ομπρός από την χώραν, εις τόσον ότι εφαίνετον ότι οι Εβραίοι εφοβούνταν απ’ αυτούς, διότι ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός εβάσταινεν δια σημάδι τον σταυρόν και εις όλες του τις παντιέρες είχεν έναν σταυρόν κόκκινον και οι παντιέρες του ήσαν όλες άσπρες, μόνον ο σταυρός οπού ήτον κόκκινος. Ακόμη είχαν και οι ανθρώποι του έναν σταυρόν κόκκινον απ’ ομπρός και άλλον από πίσω, και εφαίνετον των Εβραίων ότι δεν ημπο-ρούσαν να ζυγώσουν σιμά εις αυτούς, εις τρόπον ότι αείποτες έχαναν εις τον πόλεμον. Και ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός και ο υιός αυτού Τίτος έκαμαν και έκαμαν το γύρο της Ιερουσαλήμ μεγάλα χαντάκια και υπήραν τους το νερόν, και εστάθησαν τόσον, ότι εις την Ιερουσαλήμ δεν ευρισκόταν μήτε ψωμί μήτε κρασί μήτε νερόν μήτε κρέας μήτε άλλο κανένα πράγμα φαγούσιμον να αγοράσουν, μήτε πλέον εκρατούσαν κριτήριον ή δικαιοσύνην και εγύρευε ένας τον άλλον να κλεφτεί. Και τότες εθυμήθησαν την προφητείαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, οπού είπε όταν αυτός υπήγαινεν εις το ορός αποκάτω εις την πόρταν, όταν είδε οπού έκλαιγαν οι γυναίκες της Ιερουσαλήμ και είπε τους: Γυναίκες, μην κλαίγετε δι’ εμέ, αμή κλαίγετε δια λόγου σας και δια τα παιδία σας, διότι θέλει έλθει καιρός οπού θέλετε ειπεί χαρά στην γυναίκα οπού δεν εβύζασε παιδί ποτέ της. Και τούτο ήτον τότες εις την Ιερουσαλήμ, οπού απεθήνισκαν από την πείναν και ήλθαν εις τόσην επτώχειαν, ότι μίαν γυναίκα είχεν ένα παιδί και είχε χάσει τον άνδραν της και από την πολλήν πείναν οπού είχεν δεν ημπόρειε να βυζάσει το παιδί της, και ηβλέπει ότι ήτον έτοιμον να απεθάνει από την πείναν και αυτό και αυτή, και αποφασίστη και λέγει: Χαρά στην γυναίκα οπού ποτέ της δεν εβύζασεν παιδί και χαρά σ’ εκείνην την γυναίκα οπού ποτέ της παιδί δεν έκαμεν, ότι από την πολλήν πείναν οπού έχω έναι μου ανάγκη να σκοτώσω το παιδί μου να το φάγω. Και έτσι ετετάρτιωσε το παιδί της και έβαλε το ένα μερτικόν εις το σουβλί να το ψήσει δια να δειπνήσει. Και παγαινάμενοι οι κλέπτες το γύρο της χώρας δια να εύρουν να κλέψουν, ηκούγουν την μυρωδίαν του κρέατος οπού εψένοτον τουτουνού του παιδίου και σεβαίνουν μέσα εις το σπίτι στανέο της γυναικός και ερωτούν την πόθεν το αγόρασεν τούτο το κρέας, και έτσι παίρνουν το σουβλί με το τετάρτι του παιδίου της. Και η γυναίκα άρχισε και εφώ-ναζεν πολλά και έκλαιγεν και έλεγεν: Ω ποιητή του κόσμου, εγώ είχα ένα παιδί και μόνον, και δια να μηδέν ημπορώ πλέον να το θρέψω από την πολλήν μου πείναν το εσκότωσα και έβαλά το εις το σουβλί να το ψήσω, και τούτοι οι κλέπται μου το υπήραν και θέλω απεθάνει και εγώ από την πείναν. Και ηκούγοντας τα λόγια αυτά αυτήνοι οι κλέπται εσέβησαν πάλιν εις το σπίτι και υπήραν και το επίλοιπον και ε-στάθησαν όλην την νύκταν έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα υπήραν τα μαντάτα εις την Ιερουσαλήμ, και ηβλέποντας οι πρώτοι αύτην την λύπην αποφάσισαν ότι να έβγουν έξω εις τον πόλεμον ή να κερδέσουν ή να απεθάνουν, εις τρόπον ότι εβγήκαν έξω καλά τριακόσιες χιλιάδες Εβραίοι και έκαμαν έναν μεγάλον πόλεμον, αμή πάντοτε έχαναν και ήλθαν εις τόσο, ότι έμειναν μόνον δέκα χιλιάδες και όλοι οι άλλοι εσκοτώθησαν. Και τότες ο βασιλεύς ο Ουεσπεσιανός εσέβη μέσα εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην δύναμιν και εσκότωσαν εις την χώραν πλέον παρά όσους εσκότωσαν έξω. Έπειτα έκαμεν έναν ορισμόν ότι να ρίξουν κάτου και να χαλάσουν όλους τους πύργους της χώρας και των μεγάλων οσπιτίων και έκαμε και μίαν μεγάλην υποινήν. Εάν τινάς έμεινεν από τους Εβραίους ή επιάστη σκλάβος, εκείνος οπού τον έχει να τον φέρει ομπρός εις τον βασιλέαν, και έτσι τους ήφεραν όλους τους σκλάβους όσους και αν είχαν και εκούρσευσαν την χώραν όλην. Και έτσι μετά ταύτα εδιαλάλησαν την αγάπην ανάμεσα του πλήθους της Ιερουσαλήμ και της Συρίας και αυτηνού του Ουεσπεσιανόν. Και αφού εκούρσεψαν την χώραν ήλθαν οι Εβραίοι κατέμπροσθεν του Ουεσπεσιανού και αυτός έκαμε και έκαμαν έναν διαλαλημόν εις το μέρος όλο εκείνο, ότι ει τις θέλει να αγοράσει σκλάβους ας έλθει εις την Ιερουσαλήμ να αγοράσει από τους Εβραίους και θέλω τους δώσει εις καλήν πραγματείαν. Και έτσι επούλησε σιμά εις ογδοήντα χιλιάδες και επούλησέ τους τριάντα εις ένα αργύριον. Και τούτο το έκαμεν δια μίαν κατεφρόνεσιν εκεινών και δια ενθύμησιν εκεινών και του Χριστού, ώσπερ αυτοί επούλησαν τον Χριστόν δια τριάκοντα αργύρια, έτσι αυτός επούλησε τριάντα δια ένα αργύριον. Μετά ταύτα εγύρεψαν να εύρουν πόσοι απέθαναν, και ηύραν τόσο από πείναν όσον και από το σπαθί εις τα φουσάτα οπού τους έκοψαν, απέθαναν το καθόλου από τους Εβραίους ένα μιλιούνι και εκατόν χιλιάδες. Και εις τούτον τον καιρόν ήλθεν ένας αποκρισάρης από την Ρώμην και ήφερεν μαντάτο ότι ο Νέρων απέθανεν και εψήφισαν τον Ουεσπεσιανόν δια βασιλέαν εις την Ρώμην. Ω πόση χαρά έγινεν τότες εις τον λαόν του Ουεσπεσιανού, όταν ήκουσαν τούτον τον λόγον και πόσην τιμήν έκαμαν τουτουνού του χαρτοφόρου! Και αφού έγιναν τούτα όλα υπήγεν ο Ουεσπεσιανός εις τον τάφον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εδόξασε τον Θεόν μεγάλως, οπού του έδωσεν τοιούτην χάριν. Και τότες υπήρεν θέλημα από την Ιερουσαλήμ δια να υπαγαίνει εις την Ρώμην και εδιαλάλησε ότι όλοι του οι άνθρωποι να ητοιμασθούν δια να μισέψουν, και υπήρεν μετ’ αυτόν πολλά πράγματα άγια από την Ιερουσαλήμ. Και εκατέβη εις του Γιάφα και εσέβη εις καράβι και υπήγεν εις Ρώμην και οι Ρωμάνοι τον εδέχτηκαν με μεγάλην τιμήν και με μεγάλην χαράν, τόσην ότι δεν ημπορεί να την μετρήσει άνθρωπος. Και εκεί εβασίλευσεν εννέα χρόνους ώσπερ καλός χριστιανός και άγιος, και έτσι έλαβεν το κοινόν χρέος όταν όρισε ο Θεός. Και μετά ταύτα έκαμαν τον υιόν του τον Τίτον δια βασιλέα της Ρώμης, και τούτη έναι η καθολική ιστορία του Ουεσπεσιανού και η εκδίκησις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και τούτο έναι γραμμένον εις το βιβλίον το δεύτερον του Ιωσαφάτ, οπού γράφει εκεί τα έμορφα πράγματα των Εβραίων και διηγούνται του Χριστού πως απέρασε. Τω δε Θεώ ημών πρέπει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.