Η φτωχούλα

Από Βικιθήκη
Ἡ φτωχοῦλα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΦΤΩΧΟΥΛΑ

ΑΦ’ τὸ μικρὸ σπητάκι σου, τὴν ταπεινή φωλιά σου,
Τόσ’ ἀνεξήγητη χαρὰ σκορπιέται ’ς τὴν καρδιά μου
Τόσην ἐντύπωσι ’ς τὸ νοῦ γεννᾶ ἡ κατοικιά σου,
Π’ ὅταν διαβαίνω ἀπὸ σιμά, χάνω τὰ λογικά μου.

*

Τῆς ἐκκλησιᾶς ὁ λίβανος, μοῦ φαίνεται πῶς πνέει,
Ἀπὸ τὰ παραθύρια σου γύρω ’ς τὴ γειτονειά σου·
Καὶ μὲ ἀγνώριστη φωνὴ μέσ’ τὴν καρδιά μου λέει
Πῶς χύνει μόσχο καὶ δροσιὰ τὸ κάθε πάτημά σου.

*

Τὸ ταπεινὸ γλυκό σου φῶς, ποῦ φαίνεται τὸ βράδυ,
Ἄστρο γιὰ μὲ εἶναι λαμπρὸ ’ς τὴν τόση μοναξία,
Διώχνει τοῦ πονεμένου νοῦ τὸ ἔρημο σκοτάδι
Κι’ εἰρήνη κ’ ἀγαλλίαση μοῦ φέρνει ’ς τὴν καρδία.

*

Ὦ! τότε σὲ στοχάζουμαι μικρὴ φτωχὴ Μαρία
Μέσα ’ς τὸ κρεββατάκι σου, ’ς τὸν ὕπνο νὰ ἡσυχάζῃς·
Μοῦ φαίνεται νὰ αἰσθάνουμαι παρθενικὴ εὐωδία
Πῶς χύνουνε τὰ στρώματα κ’ ἡ κλίνη ποῦ πλαγιάζεις.

*

Τριγύρω πῶς ἁπλώνεται μία τόση θεία λαμπάδα
Π’ ὁ νοῦς μου τρέμει νὰ τὸ ’πῇ, νὰ ’ξηγηθῶ φοβοῦμαι·
Σκοτίζονται τὰ λογικὰ, ’ς τὴν τόση σου ὠμμορφάδα
Κι’ ὅ,τι ὠνειρεύθηκα ὁ φτωχός, ὤ! πλειὰ δὲν ἐνθυμοῦμαι!