Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φθινοπωρινά

Από Βικιθήκη
Φθινοπωρινά
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ
Ι

Ἄχ! πάντα ’ς ὄνειρα ὁ νοῦς μου,
Ἄχ! πάντα ’ς ὄνειρα θὰ τρέχῃ,
Θὰ χύνεται ’ς τοὺς στοχασμούς μου,
Τὰ ὄνειρα τροφή του ἔχει!
Καὶ μέσ’ τοὺς χρόνους τοὺς καλούς μου,
Ἄχ! πάντα ’ς ὄνειρα θὰ τρέχῃ,
Ἄχ! πάντα ’ς ὄνειρα ὁ νοῦς μου.


Ἐλπίδ’, ἀγάπη, εὐτυχία,
Πουλιὰ γοργόφτερα μπροστά μου
Τὰ βλέπω ὅλα μ’ αἰωνία
Νὰ τρέχουν λάμψι ’ς τὴ ματιά μου·
Νὰ τραγουδοῦν ἀκούω θεῖα
Πουλιά, γοργόφτερα, μπροστά μου
Ἐλπίδ’, ἀγάπη, εὐτυχία!

Μὰ ξάφνου χάνουνται, πετοῦνε
Καὶ μένει ἔρμη ἡ ψυχή μου,
Ἄχ! ἄλλα λόγια ἀντηχοῦνε
Μυστηριώδη ’ς τὸ αὐτί μου!
Φαρμάκια, λύπαις μὲ κρατοῦνε
Καὶ μένει ἔρμη ἡ ψυχή μου,
Ἐκεῖνα χάνουνται, πετοῦνε.

Μὰ θ’ ἀποκάμῃ πιὰ ὁ νοῦς μου
Μιὰ ’μέρα ’ς ὄνειρα νὰ τρέχῃ,
Νὰ χάνεται ’ς τοὺς στοχασμούς μου·
Ὁ τάφος ὄνειρα δὲν ἔχει!
Καὶ μεσ’ τοὺς χρόνους τοὺς καλούς μου
Μιὰ ’μέρα ’ς ὄνειρα νὰ τρέχῃ,
Θὰ ἀποκάμῃ πιὰ ὁ νοῦς μου!

II

’Σ τὸ παραθύρι μου πετοῦσε
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου,
Στ’ ἀγιόκλημα ποῦ ἐσκορποῦσε
Τὸ μύρο του ’ς τὴν κάμαρά μου,
Κ’ ἐκεῖ, ’σὰν κἄτι νὰ ζητοῦσε,
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου
’Σ τὸ παραθύρι μου πετοῦσε.

Μέσα ’ς τὰ φύλλα του κτισμένη
Φωλῃὰ μικρὴ χελιδονίσσα,
Ποῦ εἶχε μέσα της κρυμμένη
Ἀγάπη ἄλλοτε περίσσα,
Ἔμεν’ ἐκεῖ ἐρημωμένη
Φωλῃὰ μικρὴ χελιδονίσσα,
Μέσα ’ς τὰ φύλλα του κτισμένη.


Ὤ! ἔτσι, εἶπα, ἡ φτωχή μου
Θὰ μένῃ ἔρμη κάμαρά μου,
Ἀπ’ τὸν καιρὸ ποῦ ἡ μικρή μου,
Τρελλὸ πουλί, τὴν ἀγκαλιά μου
Γιὰ πάντ’ ἀφῆκε τὴ θερμή μου.
Θὰ μένῃ ἔρμη ἡ κάμαρά μου
Ὤ! ἔτσι, εἶπα, ἡ φτωχή μου!

Θὰ λυώσουν ’ς τὰ βουνὰ τὰ χιόνια,
Ἡ ἄνοιξις θὰ ξεπροβάλῃ,
Γοργὰ θἀρθοῦν τὰ χελιδόνια
Μέσ’ ’ς τὴν παλῃὰ φωλῃά τους πάλι.
Περνοῦνε γρήγορα τὰ χρόνια
Ἡ ἄνοιξις θὰ ξεπροβάλῃ.
Θὰ λυώσουν ’ς τὰ βουνὰ τὰ χιόνια.

Ὅμως δὲ θἄρθῃ νὰ ζητήσῃ
Τὴν κάμαρά μου πιὰ ἐκείνη!
Ὅ,τι εἶχε πρῶτα ἀγαπήσει
Τὸ ἄστατο πουλὶ ἀφίνει
Καὶ τρέχει ἀλλοῦ φωλῃὰ νὰ κτίσῃ,
Τὴν κάμαρά μου πιὰ ἐκείνη
Ὅμως δὲ’ θἄρθῃ νὰ ζητήσῃ!

’Σ τὸ παραθύρι μου πετοῦσε
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου,
’Σ τ’ ἀγιόκλημα ποῦ ἐσκορποῦσε
Τὸ μύρο του ’ς τὴν κάμαρά μου,
Κ’ ἐκείνη μόνη ἐζητοῦσε
Ἐχθὲς μὲ πόνο ἡ ματιά μου
’Σ τὸ παραθύρι ποῦ πετοῦσε!

Ἐν Πειραιεῖ, 1887.

Α. Θ. Σπηλιωτοπουλοσ