Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αποτελέσματα αναζήτησης

  • βαστούσε στα γόνατά του ένας ναύτης σκυμμένος τρυφερά απάνω της. Ένας σκαπανέας με τα μαλλιά του «σεϋμούρ» και έν' άλλο «παιδί», πολίτης, με το παλτό...
    39 KB (3.587 λέξεις) - 16:40, 24 Σεπτεμβρίου 2013
  • ἰατρὸς πρόσταγμά τι. καὶ ἐκεῖνος ῾μήτε ὡς βοηλάτην μἐ ἔφη ῾θεράπευε μήτε ὡς σκαπανέα, ἀλλὰ διδάξας πρότερον τὴν αἰτίαν, οὕτως ἕξεις ἕτοιμον πρὸς τὸ πείθεσθαι...
    673 bytes (2.825 λέξεις) - 14:13, 18 Ιουνίου 2017
  • τα λέγεις, γέρε χάμουργα! Και πόσο    γλήγορα εργάζεσαι 'ς την γην! Α! σκαπανέας    είσαι καλός! — Και πάλι ας κινηθούμε, φίλοι. ΟΡΑΤΙΟΣ    Θεέ του Ελέους...
    77 KB (7.121 λέξεις) - 09:23, 6 Ιουνίου 2016
  • τις αὐτῷ χρήσαιτο ῥυπῶντι καὶ οὕτω κακοδαιμόνως διακειμένῳ; πλὴν εἰ μὴ σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀποδεικτέον. Ἑρμῆς Οὐ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἢν θυρωρὸν...
    48 KB (3.690 λέξεις) - 16:11, 20 Ιουνίου 2022
  • μεταλλευτήν, με κελλάρην ευρισκόμενον μέσα εις υπόγειον αποθήκην (κατωκέλλι), με σκαπανέα και με χαμώρυγα (άλλως τυφλοπόντικα) ακόμη διά την ταχύτητα με την οποίαν...
    74 KB (6.935 λέξεις) - 04:56, 18 Μαΐου 2018
  • ἐπαρι(ς)τερεύεσθαι <σκάνθαν> κράββατον <σκάνιξ> ἐπαρίστερα <σκάνος> αἰτία. κώλυμα <σκαπανεύς> σκαφεύς <σκαπάνη> σκαφε(ῖ)ον. ὀρύγιον. δίκελ(λ)α <σκαπάνιον> ἡ βακτηρία...
    240 KB (16.437 λέξεις) - 06:00, 6 Οκτωβρίου 2022