Νεκρική Ωδή (Βαλαωρίτης)

Από Βικιθήκη
Αιμιλίω τω Τυπάλδω
Συγγραφέας:
Νεκρική Ωδή


Τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα ἐξεφύτρωσ' ἕνα ρόδο,
τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα ἐμαράθηκε ἕνα ρόδο!

Γιὰ μιὰν ἄνοιξι μονάχα στὰ περήφανα κλαριά του
ἐτραγούδησε τ' ἀηδόνι, ἔκανε καὶ τὴ φωλιά του...
Σὰν ἡ ἄνοιξι γυρίσῃ καὶ τ' ἀηδόνι σὰ γυρίσῃ,
Τὴ φωλιά του ποῦ θὰ στήσῃ;...

Ὅταν ἔβγαινε ἡ σελήνη, ὅταν ἔβγαιναν τ' ἀστέρια
μὲ ἀγάπη τὸ ἐθεωροῦσαν, τοῦ ἁπλώνανε τὰ χέρια.
Σὰν νὰ ἠθέλαν ἐκεῖ πάνω νὰ τὸ πάρουν τὸ καϋμένο.
Ἔλεγαν πὼς εἶν' ἀδέρφι, ἔλεγαν πὼς πλανημένο
τ' οὐρανοῦ τὸ μονοπάτι τ' ὀρφανὸ θὰ εἶχε χάσῃ.
Ὤχ! ἀστέρια! ὤχ! ἀστέρια! γρήγορα ποὺ θὰ σᾶς φθάσῃ!

Κἄποιοι ποὺ ἤκουσαν τ' ἀηδόνι στὸ κλαρί του νὰ λαλῇ,
Εἶπαν δὲν εἶναι τραγοῦδι, μοιρολόγι εἶν' ἐκεῖ...
ΚΙ ὅσοι εἶδαν τὰς ἀκτίνας τῶν ἀστέρων τ' οὐρανοῦ
νὰ γελοῦν, νὰ παιγνιδίζουν μὲ τὰ φύλλα τοῦ ὀρφανοῦ,
εἴπανε τὰ φῶτα ἐκεῖνα ἄχ! δὲν εἶναι τῆς χαρᾶς,
εἶπαν ὅτι εἶναι τά φῶτα νεκρικῆς κεροδοσᾶς.

Τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα ἐξεφύτρωσ' ἕνα ρόδο,
τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα ἐμαράθηκε τὸ ρόδο!
Μὴν ἐπέρασεν ἐκεῖθεν ὁ Βοριὰς ὁ παγωμένος
καὶ σὰν εἶδε τέτοιο ρόδο ὁ σκληρὸς ἐρωτευμένος
ἅρπαξε τὴ μυρωδιά του
καὶ τὴν πῆρε στὰ φτερά του;...

Τόσον εἶναι μαραμένον καὶ τὰ φύλλα του ἔχει ἀχνά,
ὁποὺ λὲς ὅτι γιὰ χρόνους τῆς αὐγούλας ἡ δροσά
δὲν τὸν ἐδρόσισε τὸ μαῦρο. Τόσον εἶναι πικραμένο,
ὁποῦ λὲς ὅτι ἐπάνω σὲ κορμὶ σαβανωμένο
κἄποιο χέρι τὸ εἶχε στήσῃ
νεκρικὰ νὰ τὸ στολίσῃ.
Τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα ἐξεφύτρωσ' ἕνα ρόδο,
τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσοῦλα πῶς ἐχάθηκε τὸ ρόδο;

Δὲν τὸ ξεύρω!... Κἄποιος εἶπε ὅτι ἐψὲς τὸ βράδυ βράδυ
εἶδε κἄποιονε νὰ φεύγῃ σὰν καπνὸς μὲ τὸν ἀγέρα.
Τ' ἄλογό του ἦτο μαῦρο σὰν τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι
κ' ἐλαφρὸ σὰν τὸν αἰθέρα.
Εἰς τὸ χέρι του ἐβαστοῦσε, ἀχαμνὸ ξεγυμνωμένο,
ἕνα ρόδο μαραμένο.
Ὅταν ἔφευγε ἀκλουθῶντας τοῦ πελάου τὴν ἄκρη ἄκρη,
ἄχ δὲν ἔχυν' ἕνα δάκρυ,
μόνον ἔλεγε στὸ κῦμα, ποὺ τὸν βλέπει καὶ τραβιέται:
«Κύματά μου, εἰπέτε, εἰπέτε
»Δὲν εἶν' ὤμορφο τὸ ρόδο;». Μόνον λέγει στὸ χορτάρι
που ὑποκάτω ἀπ' τὸ ποδάρι
τοῦ ἀλόγου του πεθαίνει: «Δὲν εἰμ' ἄξιος κ' ἐγὼ
τέτοιο ρόδο νὰ φορῶ;»
Τέτοια ρόδα καὶ τοῦ Χάρου κάνουν ὤμορφα τὰ στήθια.
Εἶναι ἀλήθεια, εἶν' ἀλήθεια!